Σελίδες

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ

 Ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημά μου, που τολμά να πει και κάποιες αλήθειες για ορισμένους ευσυνείδητους αστυνομικούς!

   Ο Μπαρόζης ήταν από εκείνους τους τύπους που είχαν κόλλημα με τη δουλειά τους και  που την σκέφτονταν διαρκώς. Είχε αποφασίσει να γίνει αστυνομικός, όχι επειδή νοιαζόταν για εξουσία (καλά για χρήμα δεν λέμε τίποτα, για να μην γελάσει και το παρδαλό κατσίκι), αλλά γιατί τον συνάρπαζε η ιδέα να λύνει γρίφους και να πιάνει με την τσιμπίδα του νόμου τους εγκληματίες. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν η συμπόνια του για τον συνάνθρωπο και η φλογερή του επιθυμία να βοηθήσει λίγο κι αυτός στην βελτίωση της κοινωνίας. Τον ενοχλούσε αφάνταστα η ευκολία με την οποίαν κάποιοι προέβαιναν σε παραβατικές πράξεις, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτές είχαν να κάνουν με την αφαίρεση ζωής. Στην εικοσαετή σταδιοδρομία του είχε αντιμετωπίσει δεκάδες περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων και, χωρίς υπερβολή, τις είχε εξιχνιάσει όλες. Ήταν ελάχιστες οι φορές που είχε βρεθεί σε αδιέξοδο και είχε δυσκολευτεί να βρει τους δράστες, χάρη όμως σε μια ανεξήγητη και σκανδαλώδη εύνοια της τύχης, είχε καταφέρει να τις εξιχνιάσει και αυτές.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΚΟΛΑΣΗ Ή ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ;

Απόσπασμα από ένα διήγημα της συλλογής μεταφυσικής παράνοιας ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ.

    Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με έκπληκτο ύφος, τον έπιασε                    από τους ώμους και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Μα τι είναι αυτά που λες, αγόρι μου; Για ποια κόλαση μιλάς; Αυτά είναι παραμύθια των παπάδων για να φοβίζουν τον κόσμο. Όταν ο άνθρωπος πεθάνει, όλα τελειώνουν. Δεν υπάρχει κόλαση και παράδεισος, κι αν θέλεις να σου το αποδείξω, θα σου πω μονάχα ότι, αν όλοι αυτοί οι εκμεταλλευτές πίστευαν στην ύπαρξη αυτών των φανταστικών κόσμων, θα συμπεριφέρονταν διαφορετικά και δεν θα ζούσαν μέσα στη χλιδή και την ανομία, ακυρώνοντας τις υποδείξεις τους στους άλλους για εγκράτεια, ταπεινοφροσύνη, λιτότητα και όλες αυτές τις νουθεσίες που κάνουν τη ζωή του ανθρώπου δύσκολη. Γιατί δηλαδή, για να πάω στον παράδεισο, πρέπει να ζω τη γήινη ζωή μου σαν σε κόλαση; Γιατί πρέπει να βασανίζομαι τώρα, για να ζήσω καλά, υποτίθεται, σε κάποια άλλη, αμφισβητούμενη ζωή; Δεν είναι παράλογο; Αν μελετήσεις περισσότερο, θα διαπιστώσεις ότι όλη αυτή η ιστορία με τη θρησκεία και τις διδαχές της, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καλοστημένη φάρσα, έναν άνευ λόγου και ουσίας παραλογισμό, που στοχεύει στον εκφοβισμό του ποιμνίου, προς όφελος των ρασοφόρων».






Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ

Ένα ακόμα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημά μου

    Μια μικρή ομάδα παιδιών πέρασε μπροστά από το τμήμα, χαχανίζοντας και πειράζοντας το ένα παιδί το άλλο, και ο Μπαρόζης αναπόλησε τα ανέμελα παιδικά του χρόνια, τότε που μόνον το παιχνίδι τον απασχολούσε. Απέναντι ακριβώς περνούσε ένας παπάς και του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, αν και τα παιδιά τον είχαν δει, δεν είχαν τρέξει να του φιλήσουν το χέρι, όπως συνηθιζόταν στη δική του εποχή. Το περιστατικό αυτό τον έκανε να αναθαρρήσει. Σιγά-σιγά, η εξάρτηση του κόσμου, και κυρίως των νέων ανθρώπων, από το παπαδαριό, είχε καταστεί είδος προς εξαφάνιση. Τα σαθρά είδωλα της θρησκείας και οι αφελείς δοξασίες των εκπροσώπων της, έπαυαν αργά αλλά σταθερά να έχουν αποδέκτες και έπεφταν από τα βάθρα τους το ένα μετά το άλλο.
     Κι ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά, συνειδητοποίησε ότι, εντελώς αναπάντεχα, είχε βρει και τη λύση στο πρόβλημα που τους ταλαιπωρούσε και είχε αναστατώσει τη ζωή τόσων ανθρώπων. 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ Ε.Φ.

    Ένα από τα αρνητικά στοιχεία του Νεοέλληνα, και μάλιστα σε ένα πολύ ανησυχητικό βαθμό, είναι και αυτό της αποφυγής διαβάσματος βιβλίων. Είναι πολλοί αυτοί που έχουν πάρει ''διαζύγιο'' από την ανάγνωση ή που δεν είχαν ποτέ καλή σχέση μαζί της. Αυτό είναι ένα πρόβλημα, αλλά μη νομίζετε ότι είναι το μοναδικό επάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Το ζήτημα δεν είναι μόνο αν κάποιος διαβάζει, αλλά και τι διαβάζει, αν έχει δηλαδή την ικανότητα να επιλέγει τα σωστά αναγνώσματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το διάβασμα οξύνει το νου και διευρύνει το πνεύμα, κι εγώ δεν θα ήθελα να μπω στη διαδικασία κριτικής των διαφόρων ειδών της λογοτεχνίας ή όλων γενικά των αναγνωσμάτων. Θα περιοριστώ σε μια μικρή θεώρηση ενός εντελώς παρεξηγημένου και συκοφαντημένου, θα έλεγα, λογοτεχνικού είδους, της επιστημονικής φαντασίας.
    Η Ε.Φ., φίλοι μου, δεν είναι ούτε λογοτεχνία της φυγής, ούτε παραμυθάκια για να περνά η ώρα. Η Ε.Φ. είναι το σοβαρότερο ίσως είδος λογοτεχνίας, καθώς δεν περιορίζεται από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ούτε εγκλωβίζεται μέσα σε στενά όρια. Η γκάμα των θεμάτων με τα οποία ασχολείται είναι πολύ μεγάλη. Ένα βιβλίο Ε.Φ. μπορεί να είναι ένα αστυνομικό ή ψυχολογικό θρίλερ, μια διαστημική όπερα, ένα κοινωνιολογικό ή φιλοσοφικό δοκίμιο, ένα ιστορικό γεγονός, μια διορατική ματιά της πορείας του ανθρώπου στο μέλλον, οι δυνατότητες και τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας διαχρονικά, μια εικονική πραγματικότητα, η τεχνητή νοημοσύνη, η αναζήτηση απαντήσεων σε θεολογικά και κοσμογονικά ερωτήματα, ή πολλά από τα παραπάνω μαζί!
      Εν κατακλείδι, η επιστημονική φαντασία είναι  η πεμπτουσία της λογοτεχνίας, και όποιος θεωρεί την παραπάνω θέση μου υπερβολική, δεν έχει παρά να αρχίσει τη μελέτη του συγκεκριμένου είδους, και ύστερα τα ξαναλέμε. Όποιος πάλι έχει διαβάσει αρκετή Ε.Φ., πιστεύω ότι θα συμφωνήσει μαζί μου και μάλιστα θα χαρώ αν με συμπληρώσει σε κάποια πράγματα που πιθανόν έχω παραλείψει.
   

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Ένα μικρό, αλληγορικό διήγημα, επιστημονικής φαντασίας.
  
    «Μα, αφού σου λέω ότι έρχονται με φιλικές διαθέσεις», επέμεινε ο Ντον.
    Ο Φλαντ τον κοίταξε ειρωνικά, πήρε ένα αλαζονικό ύφος και του είπε: «Σε πληροφορώ ότι είσαι πολύ αφελής. Πιστεύεις κι εσύ τις ανοησίες που κυκλοφορούν εκεί έξω; Εγώ σου δηλώνω υπεύθυνα ότι, οι τύποι αυτοί, αποκλείεται να μας επισκέπτονται σαν φίλοι. Κάτι άλλο, και πολύ φοβάμαι ίσως οδυνηρό, ζητούν από μας».
    «Και νομίζεις ότι, από τη δική μας πλευρά, δεν μπορεί να γίνει κάποια άλλη ενέργεια, πέρα από αυτήν που εσύ προτείνεις;»
    «Φυσικά, όχι», του απάντησε ο Φλαντ, με ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. «Δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε, δεν το καταλαβαίνεις; Αν τους δεχτούμε με ανοιχτές αγκάλες, ίσως το αποτέλεσμα να είναι τραγικό για εμάς».
    Ο Ντον σηκώθηκε όρθιος και πήγε και στάθηκε μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία.  Έβαλε τα χέρια του στη μέση και, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον άλλον, του είπε: «Ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο να είσαι επιφυλακτικός, κι ότι αυτό που προτείνεις είναι σωστό, είσαι όμως βέβαιος ότι μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε; Πώς μπορείς να γνωρίζεις τις δυνατότητες και τις ικανότητες αυτών των ανθρωποειδών; Αποκλείεις το γεγονός να έχουν αντιληφθεί τις προθέσεις μας και να μας εξοντώσουν, πριν καν προλάβουμε να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας;»
     «Μπράβο, Ντον, αυτό περίμενα τόση ώρα να ακούσω από το στόμα σου. Συμφωνώ απόλυτα ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τα μέσα και τις ικανότητές τους, αυτός όμως είναι και ο κυριότερος λόγος, για τον οποίον επιμένω να τους εξοντώσουμε. Πιστεύω ότι δεν θα μας είναι δύσκολο να το κατορθώσουμε, αρκεί να τους πιάσουμε στον ύπνο».
    «Ο Ντον γύρισε και κοίταξε τον συνομιλητή του με συμπόνια: «Ειλικρινά, σε λυπάμαι», του είπε. «Πιστεύω ότι, όταν δεν γίνεται αυτό που θέλεις εσύ, υποφέρεις και βασανίζεσαι και πληγώνεται ο εγωισμός σου. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι, αυτό που συνήθως ζητάς, είναι κάτι κακό.  Βλέπεις όλους τους άλλους σαν εχθρούς και νομίζεις ότι θέλουν να σε βλάψουν. Γιατί, Φλάντ; Γιατί κρίνεις τις προθέσεις των άλλων πάντοτε κακόπιστα; Γιατί θεωρείς ότι, όλοι οι άνθρωποι, και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτά τα καλοκάγαθα, εξωγήινα όντα, είναι επικίνδυνοι και κακόβουλοι;»
    Ο Φλαντ χαμογέλασε, χωρίς να δείξει ότι τον είχαν πειράξει τα πικρά λόγια του Ντον: «Δεν πειράζει»», αρκέστηκε να σχολιάσει. «Σου επιτρέπω να λες ό, τι θέλεις για μένα, αλλά μη νομίζεις ότι, με το φτωχό και ρηχό σκεπτικό σου, θα μπορέσεις να πείσεις τους συμπολίτες μας να κάνουν αυτό που θέλεις εσύ. Τα επιχειρήματά μου είναι ατράνταχτα και άκρως πειστικά, οπότε, σε πληροφορώ πως αύριο όλοι θα είναι με το μέρος μου. Το πρωί λοιπόν, που θα εμφανιστούν αυτά τα αλλόκοτα όντα, θα αφήσουν για πάντα τα κοκαλάκια τους επάνω στο χώμα του πλανήτη Γη».
    «Δεν σκέφτεσαι τις επιπτώσεις από μια τέτοια, απερίσκεπτη ενέργεια; Δεν περνά από το μυαλό σου η εκδοχή να υπάρξουν αντίποινα; Δεν αναλογίζεσαι ότι η δολοφονία αυτών των όντων, μπορεί να πυροδοτήσει έναν διαπλανητικό πόλεμο;»
    «Υπερβολές», χαχάνισε ο Φλαντ. «Μεγάλη φαντασία έχεις. Πες ότι φοβάσαι να συμμετάσχεις σε αυτήν την πράξη, και άφησε κατά μέρος την προσπάθεια  να μεγαλοποιείς τα πράγματα».
                                   -------------------------------------
    Εκείνη τη νύχτα έκανε το χειρότερο ύπνο της ζωής του. Το βράδυ, λίγο πριν πέσει για ύπνο, είχε συναντηθεί με μερικούς από τους συνοικιστές τους στο εντευκτήριο του οικισμού και τους είχε εκφράσει τους φόβους  του για την απονενοημένη πράξη που ετοίμαζαν, δεν ήταν όμως βέβαιος ότι τους είχε πείσει. Έτσι, επέστρεψε στο σπίτι του κι έπεσε για ύπνο, αλλά ο Μορφέας είχε άλλη γνώμη.
    Το πρωί σηκώθηκε κουρασμένος και απογοητευμένος. Κοίταξε έξω από το πανοραμικό παράθυρο τον μικρό, κουκλίστικο οικισμό τους με τα θολωτά σπίτια και ένα κύμα δυσθυμίας τον πλημμύρισε. Λίγο αργότερα, τόλμησε να βγει έξω. Ο ήλιος κόντευε να ανατείλει και το σκάφος των εξωγήινων δεν θα αργούσε να φανεί. Όσο σκεφτόταν τι επρόκειτο να επακολουθήσει, οργή και απογοήτευση γέμιζαν την ψυχή του.
    Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε με αργά βήματα προς τη μεγάλη πλατεία, εκεί που θα προσγειωνόταν το μικρό διαστημόπλοιο.  Φτάνοντας κοντά, αντίκρισε τους υπόλοιπους, καμιά δεκαριά άτομα, να βρίσκονται ήδη εκεί. Ήταν συγκεντρωμένοι σε έναν κύκλο, οπλισμένοι με ακτινοπίστολα, και στο κέντρο ακριβώς στεκόταν ο Φλαντ και τους έδινε οδηγίες.
    Ο Ντον κάθισε λίγο παράμερα και περίμενε να δει τις εξελίξεις. Του φαινόταν αδιανόητο ότι, για μια ακόμα φορά, η ανθρώπινη βλακεία είχε καταφέρει να υπερνικήσει τη σύνεση και τη λογική. Ο άνθρωπος είχε καταφέρει να ταξιδέψει στο διάστημα, αλλά στο ζήτημα της ανθρωπιάς, βρισκόταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία.
    «Να, το, έρχεται», άκουσε κάποιον από τους άντρες να φωνάζει και να δείχνει με το χέρι ψηλά.
    Είχε πια ξημερώσει για καλά και όλοι διέκριναν καθαρά το εξωγήινο σκάφος που πλησίαζε αθόρυβα. Ήταν σχετικά μικρό σε διαστάσεις, γεγονός που υποδήλωνε ότι οι επιβάτες του θα ήταν λίγοι. Όταν το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε στις πλάκες της πλατείας, άνοιξε η μπουκαπόρτα του και φάνηκαν τα πόδια των τριών επιβατών του.
    «Τώρα», φώναξε δυνατά ο Φλαντ, γελώντας σαρδόνια και κάνοντας σήμα με το χέρι του στους άλλους να ανοίξουν πυρ. Για μια στιγμή, τίποτα δεν συνέβη. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος των συνοικιστών του, και το γέλιο εξαφανίστηκε αμέσως από το μοχθηρό του πρόσωπο.
    Γούρλωσε με έκπληξη τα μάτια του και  έδειξε να τρομοκρατείται: «Ε, τρελαθήκατε; Τι πάτε να κάνετε;»  ούρλιαξε, καθώς είδε τις σκοτεινές κάννες δέκα ακτινοβόλων όπλων να τον σημαδεύουν. 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ Ή ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ;

Μια εξαιρετική ανάλυση του φίλου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΜΥΡΝΗ, για ένα πολύ σοβαρό θέμα, με το οποίο έχουν βέβαια ασχοληθεί όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς Ε.Φ.
Αναβάθμιση του ανθρώπινου εγκεφάλου με την χρήση του genetic engineering, ή παράδοση της σκυτάλης στην τεχνητή νοημοσύνη? Τι θα είναι καλύτερο να συμβεί στο μέλλον?
Θα εξηγήσω γιατί θεωρώ προτιμότερη την πρώτη επιλογή, έναντι της δεύτερης, που μου μοιάζει σχεδόν σίγουρα αυτοκτονική για το ανθρώπινο είδος.
Ο άνθρωπος έχει φτάσει στο σημερινό του επίπεδο, μέσω μίας τυφλής και μετά βίας αποδοτικής διαδικασίας (Εξέλιξη).
Έχει όμως πλέον την δυνατότητα, να κατευθύνει αυτή την διαδικασία, να προσθαφαιρέσει με την χρήση της τεχνολογίας, όλα εκείνα τα στοιχεία και χαρακτηριστικά, ό,τι χρειάζεται, ώστε να περάσει στο επόμενο επίπεδο, στην τροποποίηση του εγκεφάλου του με γενετικά (genetic engineering) και μηχανικά μέσα (chips). Αυτό νομοτελειακά, θα οδηγήσει σταδιακά στην πρακτικά άφθαρτη σύντηξή του με τις μηχανές, θα γίνει δηλαδή, cyborg.
Εδώ όμως, εντοπίζεται η πολύ σημαντική λεπτομέρεια, που διαχωρίζει τον άνθρωπο-μηχανή, απ'την τεχνητή νοημοσύνη (εξ'ολοκλήρου μηχανή).
Ο cyborgάνθρωπος, θα έχει διατηρήσει τον φυσικό του εγκέφαλο, ο οποίος θα είναι τρομακτικά αναβαθμισμένος. Δεν θα έχει γίνει ο ίδιος 100% μηχανή, απλώς θα έχει χρησιμοποιήσει μηχανικά μέρη, για να αντικαταστήσει τα φυσικά φθαρτά. Θα παραμένει ο κυρίαρχος νους επί των μηχανών.
Η τεχνητή νοημοσύνη απ'την άλλη, πιθανολογώ πως δεν θα μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Επίσης νομοτελειακά, μόλις ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο κρίσιμο σημείο πολυπλοκότητας, θα αποκτήσει συνείδηση. Η οποία, αν και διαφορετική απ'την βιολογικής προέλευσης συνείδηση του ανθρώπου, μάλλον θα είναι ανώτερη και πιο ευρείας φύσης. Που σημαίνει νοητική υπεροχή. Πως και με ποιόν τρόπο τότε, θα διασφαλιστεί ο περιορισμός αυτής της υπερευφυΐας? Η απλοϊκή απάντηση "θα γυρίσουμε τους διακόπτες στο off", είναι απόδειξη άγνοιας.
Όταν και αν συμβεί, τα όσα γνωρίζουμε έως σήμερα, μας λένε πως θα δημιουργήσει αυτόματα, αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας της ύπαρξής της, με δικλείδες ασφαλείας που θα εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη εξάπλωσή της και κατάληψη από μέρους της, πρακτικά όλων των ηλεκτρονικών συσκευών/μέσων. Ο άνθρωπος θα "αφοπλιστεί" τεχνολογικά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και θα γίνει έρμαιο της υπερευφυΐας.
Προτιμότερο λοιπόν να μην ρισκάρει ο Άνθρωπος, και να διαλέξει την ασφαλή επιλογή του genetic engineering.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΑΖΩΤΟ, ΟΞΥΓΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ

ΑΠΟ ΤΟ ΟΜΩΝΥΜΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ                  Ο
    Η Ερμίνα έκλεισε πίσω της την πόρτα και ακολούθησε το καθημερινό της δρομολόγιο. Επί ένα μήνα τώρα, από την πρώτη κιόλας μέρα της παρουσίας της στον Ιανό, επισκεπτόταν καθημερινά το ιατρείο. Γνωρίστηκε με τους παλιούς και με τους νέους γιατρούς και νοσηλευτές και, αν και δεν είχε την υποχρέωση να το κάνει,  άρχισε με τον τρόπο της να βοηθάει τους παλιότερους συναδέλφους της. Μέχρι την ολοκλήρωση και τη λειτουργία του νοσοκομείου, είχε σκοπό να το κάνει ανελλιπώς. Δεν είχε καμιά όρεξη να κάθεται μέσα σ’ εκείνο το μπουντρούμι που θεωρείτο σπίτι τους και να κλαίει τη μοίρα της. Η απασχόληση με την επιστήμη της, της γέμιζε τη ζωή και τις μπαταρίες. Το μόνο ζήτημα ήταν πως δεν υπήρχε πολλή δουλειά. Οι ασθενείς που επισκέπτονταν το ιατρείο ήταν ελάχιστοι. Για κάποιο περίεργο λόγο, το περιβάλλον αποδειχνόταν άνοσο.
    Αυτό φυσικά ήταν ένα αρκετά θετικό στοιχείο, που εξηγούσε εν μέρει και την επιθυμία των μεγάλων να βρεθούν εκεί. Αν και κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα ευχαριστιόταν να βλέπει τους  συνανθρώπους του να αρρωσταίνουν, ή να τρέχουν με το παραμικρό στο γιατρό, εκείνη όμως το θεωρούσε αφύσικο. Με εξαίρεση μερικά κρυολογήματα, καμιά ζαλάδα ή πονοκέφαλο και καμιά κήλη ή κοιλόπονο,  άλλου είδους ασθένειες σπάνια παρουσιάζονταν στους πολίτες. Η εξήγηση που της δόθηκε ήταν πως αυτό συνέβαινε επειδή οι ιοί που υπήρχαν στον πλανήτη ήταν ελάχιστοι, κάτι που μπόρεσε και η ίδια να το επαληθεύσει πειραματικά. Παρόλα αυτά, εκείνη εξακολουθούσε να αναρωτιέται, τι στην ευχή ήταν αυτό που απομάκρυνε τις ασθένειες από τους ανθρώπους; Στη Γη οι άνθρωποι δεν αρρώσταιναν μόνον από τους ιούς. Πάθαιναν έλκος στομάχου, έμφραγμα του μυοκαρδίου, δισκοπάθεια, καρκίνο και ένα σωρό ακόμα αρρώστιες που η αιτία τους δεν ήταν μικροβιακή, εκεί όμως η συχνότητα εμφάνισης τέτοιου είδους ασθενειών ήταν ελάχιστη.
    Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπεύθυνοι γι αυτήν την επιστημονικά μερικώς ανεξήγητη ανοσία, πέρα από την έλλειψη μικροβίων,  ήταν ακόμα ο καθαρός αέρας, το υγιεινό κλίμα, η βιολογική διατροφή και γενικά όλοι αυτοί οι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την υγεία του ανθρώπου. Κανένας όμως δε μπορούσε να της βγάλει από το μυαλό ότι, τον κυριότερο ρόλο στο θέμα αυτό, τον έπαιζε το αέριο εύδωρον που υπήρχε μέσα στην ατμόσφαιρα. Στην ύπαρξή του είχε αποδώσει και τα άλλα περίεργα που συνέβαιναν εκεί πέρα, χωρίς ωστόσο να έχει εντοπίσει τα ακριβή συμπτώματα και την πιθανή  τους αιτία. ε 

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΤΟΚΑΤΛΗ


Eva Tokatli


Το κυριότερο, που με χαλάει στους χριστιανούς, είναι η υποκρισία.

Το 99%, έχει και προγαμιαίες σχέσεις, και εξωσυζυγικές, και το κουτσομπολιό πάει σύννεφο, και η κακία, η μικροπρέπεια, η αδικία.

Αλλά.. Αρκεί που δηλώνετε χριστιανοί, κάνετε σταυρό, προσεύχεστε και νηστεύετε απο πέντε μέρες, τα χριστουγεννα, το πάσχα και τον δεκαπεντάγουστο.

Και όχι πουλάκια μου. Δεν σιχαίνομαι αποκλειστικά την δική σας θρησκεία. Η αηδία μου, δεν είναι αποκλειστικά δικό σας προνόμιο.

Σιχαίνομαι, ότι κυκλοφορεί εκεί έξω και μου έχει επιβληθεί. Εμένα και εκατομμυρια άλλων.
Απο την εκκλησία και τους λειτουργούς της, μέχρι το μισθουδάκι τους, που το πληρώνω εγώ, και κάποια άλλα κορό'ι'δα, που δεν μας χρησιμεύουν, σε τίποτα.

Τα παίρνω στο κρανίο, που προσπαθείτε να προσαρμόσετε μία θρησκεία, όπως σας βολεύει, αλλά κατα τ άλλα, εγώ, είμαι η κακιά.

Η θα ακολουθείτε τις εντολές και την βίβλο, την καινή και την παλαιά διαθήκη, όπως είναι, ή άστε τα πολλά λόγια.
Άντε, γιατί όντως κουράστηκα.
Θρησκεία, ζώδια, sex και παραλογισμός, μόνο σε σάς ταιριάζει.

Σε μας περισσεύει.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΙΣΜΠΟΥΚ

Συλλογή μικρών κειμένων και σχολίων κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού, πολιτιστικού και αθεϊστικού περιεχομένου, από δημοσιεύσεις μου στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης.


Μου λέει ο άλλος: "Εγώ κάθε χρόνο πηγαίνω στο πανηγύρι του προφήτη Ηλία στο βουνό, αλλά και σε όλα τα πανηγύρια των γύρω περιοχών. Να διατηρήσουμε την παράδοσή μας, βρε αδελφέ".
Ναι, πολύ σωστά! Μην τυχόν και χαθεί η επαφή μας με τον μεσαίωνα, και πάθουμε καμιά κατάθλιψη!


Ζευγάρι Ινδών, που ζει χρόνια στην Αγγλία, αποκτά παιδί, το οποίο όμως λίγο καιρό μετά τη γέννησή του ασθενεί σοβαρά και εισάγεται στο νοσοκομείο! Οι γιατροί προσπαθούν να βρουν τον ιό της νόσου, αλλά δυσκολεύονται! Υποψιάζονται χολέρα, αν και το περιβάλλον του μωρού ισχυρίζεται ότι δεν έχει πάει τα τελευταία χρόνια στην Ινδία, του κάνουν το τεστ και βγαίνει θετικό! Τελικά, αποκαλύπτεται ότι τον ιό, το παιδί τον κόλλησε από ένα μπουκαλάκι με ''αγιασμένο'' νερό από τον Γάγγη, που του είχαν στείλει για δώρο οι παππούδες του από την Ινδία!
Τι να σχολιάσει κανείς για τις θρησκείες και για τους ανεγκέφαλους οπαδούς των; Ο κατάλογος των ''καμένων'' εγκεφάλων δεν έχει αρχή και τέλος!


Αγαπητέ κουφιοκεφαλάκη, η επιστημονική φαντασία (στη λογοτεχνική μορφή της), δεν είναι παραμυθάκια, αλλά αλληγορικές ιστορίες, γεμάτες έμπνευση, ιδέες και διορατικότητα. Παραμυθάκια είναι οι ιστορίες των γιδοβοσκών και των λοιπών ''θαυματοποιών'', που σου τις παρουσιάζουν σαν αληθινές!


Επιστροφή στο φ/μ και στην Άρτα! Λάθος μέρα βέβαια διάλεξα. καθώς σήμερα οι εβραιοχριστιανοί γιορτάζουν τον άγιο(;) Φανούριο, κι επειδή κοντά στο σπίτι της πεθεράς μου υπάρχει η ομώνυμη εκκλησία, βαρέθηκα όλη μέρα να βλέπω τα προβατάκια να κάνουν παρέλαση με τις πίτες στο χέρι! Αναρωτιέμαι, πού αποσκοπεί όλη αυτή η διαδικασία; Τι ελπίζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ότι θα πετύχουν με το... διάβασμα μιας πίτας από έναν παπά;

Θα σας πω τι ακριβώς είναι ο Νεοελληναράς! Αυθάδης, αναιδής, αγενής, απαίδευτος, απολίτιστος, γλείφτης, κόλακας, εγωπαθής, ατομιστής, μοιρολάτρης και θρησκόληπτος είναι! Το βλέπουμε καθημερινά στην παραλία, στο δρόμο, στους δημόσιους χώρους, στα μαγαζιά! Οι εξαιρέσεις, (υπάρχουν ευτυχώς αρκετές, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι περισσότεροι φίλοι μου), απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα!


Για να μη γκρινιάζουμε μονάχα με τα αρνητικά, ας εκθειάσουμε και τα θετικά: Χθες το πρωί στην παραλία, δυο γυναίκες γύρω στα 35,μαζί με τα επτάχρονα παιδάκια τους, κρατούσαν σακούλες και μάζευαν τα σκουπίδια. Εγώ απλώς τις ευχαρίστησα και τις συγχάρηκα για τα δωρεάν μαθήματα πολιτισμού που παρέδιδαν στα υπόλοιπα ανθρωποειδή!.


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΟΜΕΝΟ
Αγαπητό μου προβατάκι,
Εσύ πίστευε όπου θέλεις, εμένα όμως πάψε πια να με ενοχλείς! Είτε σου αρέσει, είτε όχι, ο μεσαίωνας έχει παρέλθει προ πολλού! Η αντίστροφη μέτρηση της αφύπνισης του ανθρώπινου νου από τον σκοταδισμό της πίστης σου, έχει ήδη αρχίσει. Εσύ ζήσε με τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις του ανιαρού κόσμου σου και άσε με εμένα να ζήσω το πέρασμά μου από τη ζωή, απολαμβάνοντας όλα αυτά που μας έχει χαρίσει η φύση απλόχερα! Αν βέβαια κάποια στιγμή αφήσεις την αμφισβήτηση να μπει μέσα σου, θα δεις ότι θα νιώσεις καλύτερα και θα αναθεωρήσεις πολλά από αυτά που σου έχουν επιβάλλει! Αν το καταφέρεις, πέρνα και από το κονάκι μου να πιούμε καμιά μπύρα.
Με φιλικούς χαιρετισμούς,
Ένας που ξέφυγε από το κοπάδι.


 Ένας απαίδευτος, άσκεφτος και άνους λαός, γίνεται πολύ εύκολα υποχείριο κάθε είδους εκμεταλλευτών! Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που, μια χούφτα ανάλγητων πολιτικών και μια κάστα μαυροκοράκων, σέρνουν από τη μύτη έναν ολόκληρο λαό, που διαθέτει σε υπερθετικό βαθμό όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τάζοντάς του καλύτερες μέρες και επουράνια μετά θάνατον ζωή. Ζωή σε λόγου μας!

Το άκρον άωτον του παραλογισμού! Όλη την εβδομάδα βρίζει τους Εβραίους, καθώς τους θεωρεί υπεύθυνους για το χάλι της ανθρωπότητας, και την Κυριακή το πρωί πάει στην εκκλησία για να υμνήσει τον Αβραάμ και τον Μωυσή!

Συζητώντας ψες με φίλους για γεγονότα που συνέβησαν δεκαετίες πριν και ενθυμούμενοι πρόσωπα που δεν βρίσκονται πλέον μαζί μας, συνειδητοποίησα δυο πράγματα: Πρώτον, ότι ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις και, δεύτερον, ότι η ζωή μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μικρό διάλειμμα στην ανυπαρξία!

Κι εσύ, βρε στουρνάρι, που κλωτσάς ένα πέτσινο τόπι και κάθε φορά που βάζεις γκολ σταυροκοπιέσαι και σηκώνεις τα χέρια προς τον ουρανό, είσαι πολύ ηλίθιος και υπέρμετρα εγωιστής, όταν νομίζεις ότι υπάρχει κάποιος εκεί πάνω, ο οποίος αγνοεί τα 7 δις των ανθρώπων της γης και ασχολείται μαζί σου!


Οι ανασχηματισθέντες συνδαιτημόνες της εξουσίας, αφού ολοκλήρωσαν το λουκούλειο γεύμα τους, σήκωσαν τα ποτήρια τους, για να κάνουν μια πρόποση: ''Στην υγεία των κορόιδων που μας στηρίζουν, γι' αυτό κι εμείς θα τους το ανταποδώσουμε, ανακοινώνοντάς τους ότι από εδώ και στο εξής θα τρώνε με... χρυσά κουτάλια'', αναφώνησαν όλοι μαζί, ξεσπώντας ταυτόχρονα σε ένα τρανταχτό γέλιο!



ΕΠΕΙΓΟΝ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Ελληνικέ λαέ, επειδή 364 ημέρες το χρόνο σου λέμε ψέματα, σήμερα, και αντίθετα με το έθιμο της πρωταπριλιάς, θα σου πούμε μια μεγάλη αλήθεια: Είσαι ηλίθιος!



Ανήκω στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και τα έχω ζήσει και τα έχω δει όλα, υπάρχει όμως κάτι το οποίο, όταν το αντικρίσω, δεν μπορώ να το δεχτώ. Με συγκλονίζει και με συνθλίβει ψυχικά. Το να βλέπω δηλαδή την σήμερον ημέραν ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια. Πριν από λίγο, έξω από ένα σούπερ μάρκετ, είδα να παρκάρει πίσω μου ένα ΣΚΟΝΤΑ παλιό και να βγαίνει έξω ένας συνομήλικός μου, με αξιοπρεπές παρουσιαστικό. Φαντάστηκα ότι θα μπει μέσα να ψωνίσει, αυτός όμως στάθηκε πάνω από τους κάδους απορριμάτων και άρχισε να ψάχνει. Το τι μπινελίκια έριξα στον ελληνοχριστιανικό ''πολιτισμό'' μας και στα ανάλγητα λαμόγια που μας εξουσιάζουν, δεν λέγεται! Ντρέπομαι για το ον που λέγεται άνθρωπος!


Ακόμα και να πίστευα στα παραμύθια των θρησκειών, δύσκολα θα μπορούσα να συμπαθήσω τους κήρυκές τους, τη στιγμή που γνωρίζω το μίσος τους για τη γυναίκα, τον έρωτα και τη... ροκ μουσική! Μαύρη εμφάνιση απ' έξω, πιο μαύρη όμως από μέσα!


Βλέποντας προχθές να τοποθετούν κάγκελα στα παράθυρα της διπλανής μονοκατοικίας, αναπόλησα μια άλλη, μακρινή εποχή που, όχι μόνο δεν είχαμε κάγκελα, όχι μόνο δεν κλείναμε τα παράθυρα, αλλά κοιμόμαστε και έξω! Στο παλιό μας σπίτι στα Πατήσια, υπήρχε μια εσωτερική, υπερυψωμένη αυλή, όπου τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες ανοίγαμε ράντζα και κοιμόμαστε κάτω από τον έναστρο ουρανό. Οι λέξεις φόβος και ανασφάλεια μας ήταν άγνωστες, καθώς δεν υπήρχε εγκληματικότητα. Η αλήθεια ήταν ότι και τότε ήταν πολύ δύσκολη εποχή, με τη φτώχεια να χτυπάει κόκκινο, οι απαιτήσεις όλων όμως ήταν μικρές και η ζωή μας ήταν ασφαλής!


Μπαίνω εκτάκτως,για μια σύντομη ανάρτηση. Ο χασάπης του χωριού στην Αιγιάλεια, που πουλά και αυγά, δεν τα δίνει μετά τη δύση του ηλίου, για να μην πάθουν κακό τα ζωντανά του! Τι κακό να πάθουν τα ζώα, βρε κακομοίρη; Αν γνώριζαν πόσο ηλίθιος είσαι, θα άλλαζαν αμέσως αφεντικό!


ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ: Θα, θα, θα, θα, θα, θα, θα, θα, θα, θα...
ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ: Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα...
ΠΡΩΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ: Χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα...
Και ο νοών, νοείτο!



Τα σπουδαιότερα μνημεία, ενδεικτικά του πολιτισμού της κάθε περιοχής, της ελληνικής επαρχίας (σύμφωνα με τους αφηγητές κάποιων ντοκιμαντέρ ή οδοιπορικών), είναι τα γιοφύρια και τα μοναστήρια. Χμ, οι μονές, φιλαράκια, δεν είναι μνημεία πολιτισμού και πάψτε να ταίζετε κουτόχορτο τον κόσμο! Τα μοναστήρια είναι τα μνήματα του πολιτισμού!


Μετά το αιματηρό γεγονός στα γραφεία του γαλλικού περιοδικού, το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι η διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο, από το οποίο είχε ξεκινήσει, χιλιάδες χρόνια πριν. Και η κύρια αιτία, δεν είναι άλλη από την μεταφυσική ιδεοληψία, που ταίζουν τους λαούς! Αν θέλετε να συνεχιστεί η ζωή στον πλανήτη, γκρεμίστε από τα βάθρα τους τα σαθρά είδωλά σας ΤΩΡΑ!


Η πολιτική και η θρησκεία διαδίδουν ότι μονάχα με θυσίες θα καταφέρουμε να ''σωθούμε''. Παραδόξως όμως, τα θυσιαστήρια θύματα είναι μονίμως οι αφελείς που πιστεύουν τις ψευτιές τους. Οι ταγοί και των δύο εξαιρούνται ετσιθελικά από το βωμό! Κορόιδα είναι; Το ποίμνιο γιατί το έχουν;


Καλή χρονιά! Κάποιοι φίλοι εύχονται να αλλάξουμε σελίδα, εγώ όμως θα ευχηθώ να αλλάξουμε βιβλίο! Μόνον έτσι θα σωθεί αυτός ο τόπος, ίσως και η ανθρωπότητα!



ΤΟ ΤΥΧΕΡΟ ΦΛΟΥΡΙ
Μια μικρή ιστορία, αφιερωμένη στους αφελείς που πιστεύουν σε γούρια και σε ποδαρικά: Παραμονή πρωτοχρονιάς, τρία χρόνια πριν, είχαμε συγκεντρωθεί στο σπίτι μου για το πατροπαράδοτο ρεβεγιόν. Μόλις πέρασαν τα μεσάνυχτα, κόψαμε την πίτα, όπως συνηθίζεται, και το φλουρί έπεσε στον Μανόλη, άντρα της θείας μου της Αμαλίας. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Έλεγε και ξανάλεγε πόσο τυχερός ήταν. Δυστυχώς γι' αυτόν, η καλή χρονιά διήρκεσε μία μόλις ημέρα. Το πρωί της επόμενης μέρας, 2 Γενάρη, η Αμαλία βγήκε από το σπίτι και επιχείρησε να διασχίσει την οδό Χαλκίδος στα Πατήσια, μια διερχόμενη μοτοσυκλέτα όμως, είχε αντίθετη άποψη με την πεποίθηση του Μανόλη ότι η χρονιά θα ήταν καλή, και την έστειλε στον άλλο κόσμο!


Είσαι λαμόγιο; Σε γνωρίζει όλη η χώρα!
Είσαι τηλεμαϊντανός; Σε γνωρίζει όλη η χώρα!
Είσαι ψευδοπροφήτης; Σε γνωρίζει όλη η χώρα!
Είσαι κήρυκας της αλήθειας και του ορθολογισμού; Δεν σε ξέρει ούτε η μάνα σου!


Μη στενοχωριέστε που τα αρπακτικά θα μας πάρουν και τα βρακιά. Η τηλεόραση, έτσι κι αλλιώς, μας σερβίρει ολημερίς γκουρμέ πιάτα, οπότε δεν θα... πεινάσουμε!


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΛΛΑΔΙΤΣΑ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

    Το 1983, ταξίδεψα για πρώτη φορά στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Ιταλία. Από Ηγουμενίτσα, πέρασα στην Αγκόνα κι από κει, με το άψογο και αξιόπιστο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, επισκέφτηκα διαδοχικά τη Μπολώνια, τη Φλωρεντία και τη Βενετία! Τα όσα αντίκριζαν τα μάτια μου, μου  προκαλούσαν ζήλια και θλίψη. Άψογο οδικό δίκτυο, ολοκληρωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, παλιές πόλεις άριστα διατηρημένες, τεράστιες καλλιεργημένες εκτάσεις, δικυκλιστές που φορούσαν όλοι κράνος και, πάνω απ'όλα, καθαριότητα και τάξη παντού! Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, και πηγαίνοντας από Ηγουμενίτσα προς Άρτα, ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται! Καρόδρομοι, που τους ονόμαζαν εθνικές οδούς, ανύπαρκτο σιδηροδρομικό δίκτυο, κακάσχημοι  και κακοδιατηρημένοι οικισμοί, κακομοιριά και ασυδοσία παντού! Στο μόνο σημείο που υπερτερούσαμε και υπερτερούμε ακόμα είναι οι παραλίες  μας, κι αυτό βέβαια οφείλεται στη φύση και όχι σε ανθρώπινο παράγοντα! Σήμερα, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά, σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει! Αναγκάζομαι λοιπόν για μια ακόμα φορά να αναρωτηθώ: ''Ποιος φταίει γι' αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση; Πώς γίνεται η χώρα που έδωσε τα  φώτα του πολιτισμού, να παραμένει τριτοκοσμική;
Εγώ υποψιάζομαι ποιος, ή μάλλον τι, φταίει γι'αυτήν την τραγελαφική κατάσταση! Ελπίζω να το υποψιάζεστε κι εσείς!

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Διήγημα από τη συλλογή μεταφυσικής παράνοιας ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ

    Οι έξι επιβάτες του ιδιωτικού αεροπλάνου, συζητούσαν μεγαλόφωνα και  σχολίαζαν ποικιλοτρόπως το επικείμενο γεγονός των εγκαινίων του ασύλου απόρων κορασίδων, όπου ήταν επίτιμοι προσκεκλημένοι. Σε λιγότερη από μισή ώρα, θα προσγειώνονταν  στη Θεσ/κη, για να παραστούν σε αυτό το σπουδαίο, φιλανθρωπικό γεγονός. Ξαφνικά, το αεροπλάνο άρχισε να ταρακουνιέται δυνατά και να παίρνει καθοδική  πορεία. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή χαρούμενα πρόσωπα, σκοτείνιασαν ξαφνικά,  κι ένιωσαν τον τρόμο να φωλιάζει μέσα στις ψυχές τους. Η φωνή του κυβερνήτη από τα μεγάφωνα, όχι μόνον δεν τους καθησύχασε, αλλά τους ανησύχησε περισσότερο: 
    "Αγαπητοί επιβάτες, θα σας παρακαλέσω να δέσετε τις ζώνες σας και να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας. Έχουμε κάποιο σοβαρό τεχνικό πρόβλημα, αλλά ελπίζω με τη βοήθεια του Θεού να καταφέρουμε να το λύσουμε. Μείνετε στις θέσεις σας και προσευχηθείτε να πάνε όλα καλά''. 
    ''Τώρα που θα κάνω την πιο μεγάλη μεταγραφή, μου έτυχε;" μουρμούρισε ο ποδοσφαιριστής.
    "Δεν το πιστεύω'', ανέκραξε ο ηθοποιός, "ότι δεν θα προλάβω να  γυρίσω τη νέα μου ταινία".
    "Έχει γούστο", ψέλλισε ο τραπεζίτης, "να το πάθω παραμονές του μεγάλου πριμ που θα έπαιρνα από το κράτος".
    "Δεν είναι δυνατόν",κλαψούρισε το μανεκέν. "Λες να μην προλάβω τη νέα κολεξιόν;"
    "Όχι, Θεέ μου", ικέτευσε ο εφοπλιστής. "Μην μου το κάνεις αυτό, τώρα που θα αγοράσω καινούριο κρουαζιερόπλοιο".
    Ο έκτος επιβάτης, ένας λιγομίλητος ιερωμένος, δεν μίλησε καθόλου. Σηκώθηκε όρθιος, προχώρησε στο διάδρομο και γονάτισε μπροστά στην πόρτα του πιλοτηρίου. Έπειτα, σήκωσε τα χέρια του  ψηλά και  άρχισε να μουρμουρίζει κάποιες προσευχές. Σταυροκοπήθηκε μερικές  φορές, κι αμέσως  μετά ξανασηκώθηκε και στράφηκε προς το μέρος των  τρομοκρατημένων συνεπιβατών του.
    "Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί", αναφώνησε εκστασιασμένος, "είμαι  βέβαιος ότι η Παναγία δεν θα μας εγκαταλείψει, και θα μας βοηθήσει  να σωθούμε, αλλά πρέπει κι εμείς να αποδείξουμε έμπρακτα την πίστη μας, κάνοντας ένα μικρό τάμα στη Χάρη της. Νομίζω ότι αν δώσουμε είκοσι χιλιάρικα ο καθένας, είναι υπεραρκετά".
    Δεν δίστασαν ούτε λεπτό να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Εν  μέσω σκαμπανεβασμάτων του σκάφους και κάποιων περίεργων θορύβων που ακούγονταν, έδωσαν πρόθυμα τα χρήματα στην αεροσυνοδό,  που έσπευσε να τα συγκεντρώσει. Εκείνη τα πήρε και  τα έδωσε στον παπά, ο οποίος τα έχωσε στη φαρδιά του τσέπη. Αμέσως μετά, ξαναγονάτισε και ξανάρχισε τα σταυροκοπήματα και τις  προσευχές. Όση ώρα προσευχόταν, το αεροπλάνο συνέχιζε την ανώμαλη πορεία του, επιτείνοντας την αγωνία των επιβατών. Αυτό κράτησε κάπου δέκα λεπτά, ξαφνικά όμως η πορεία του σκάφους ομαλοποιήθηκε και οι θόρυβοι έπαψαν να ακούγονται.
    "Όλα καλά",  άκουσαν τον πιλότο να φωνάζει με ενθουσιασμό. "Λύθηκε το πρόβλημα και πιστεύω ότι θα προσγειωθούμε με ασφάλεια. Σε δυο λεπτά φτάνουμε στο αεροδρόμιο. Μείνετε δεμένοι στις θέσεις σας και δοξάστε τη Μεγαλόχαρη που μας βοήθησε".
    Επακολούθησε ένας φρενήρης ενθουσιασμός και τα χαμόγελα επανήλθαν στα πρόσωπα των επιβατών. Αμέσως μετά την προσγείωση, βγήκαν όλοι περιχαρείς από το σκάφος, ευχαριστώντας τον ιερέα και  την Παναγία, για την σωτήρια συμβολή τους. Εκείνος, όταν οι άλλοι αποχώρησαν, έβγαλε τα χρήματα από την τσέπη του, τα χώρισε στα δύο, κι έβαλε τα μισά μέσα σε ένα φάκελο.
    "Πραγματικά, η επέμβασή  σας μας έσωσε", του δήλωσε και η αεροσυνοδός, πλησιάζοντας κοντά του, για να τον αποχαιρετήσει. "Τελικά, η προσευχή έχει μεγάλη δύναμη".
    "Έχεις δίκιο", συμφώνησε ο κυβερνήτης, εμφανιζόμενος μέσα από το πιλοτήριο. "Η δύναμη της προσευχής είναι πολύ μεγάλη", συμπλήρωσε, ενώ ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, τη στιγμή που έπαιρνε το φάκελο με το μερίδιό του από  τα χέρια του παπά! 

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ROCK N ROLL ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ

Καλοκαίρι του 1957 στη Δροσιά Αττικής, όπου παραθέριζα στο σπίτι μιας θείας μου. Εκείνη την εποχή, ήμουν ένας δεκάχρονος πιτσιρίκος, αλλά με ήθελαν όλοι οι μεγάλοι, επειδή ήμουν καλό, ήσυχο και υπάκουο παιδί. Μετά την εφηβεία άρχισα να χαλάω. Τέλος πάντων, αν και δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στην αυλή μας, εγώ περνούσα καλά με τους μεγάλους. Μαζί μας παραθέριζε και μια ξαδέλφη μου, μια κοπέλα δεκαοκτώ ετών. Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη με σνομπάριζε λιγάκι και με αποκαλούσε νιάνιαρο, εγώ όμως δεν έδινα και μεγάλη σημασία στη συμπεριφορά της. Απολάμβανα την ησυχία και τη δροσιά της εξοχής, κι έπαιζα με τα αυτοσχέδια παιχνίδια μου. Ξαφνικά, ένα Σάββατο απόγευμα, ακούω την ξαδέλφη μου να με ρωτά: ''Θέλεις να έρθεις μαζί μου απόψε σε ένα πάρτι;"
Εγώ φυσικά πέταξα από τη χαρά μου. Καθώς ήμουν λάτρης της μοντέρνας μουσικής, δεν υπήρχε περίπτωση να έλεγα όχι. Δέχτηκα με ευχαρίστηση και κατά τις εννιά το βράδυ, η ξαδέλφη με πήρε από το χεράκι και πήγαμε σε ένα σπίτι λίγο πιο κάτω, όπου και γινόταν το πάρτι. Φτάνοντας κοντά, η δυνατή μουσική που ακουγόταν από μέσα, πλημμύρισε όλο μου το είναι. Μουσική άκουγα βέβαια και στο σπίτι μου, αλλά  πάντοτε σιγά και κυρίως κρυφά, επειδή ο θρησκόληπτος παππούς μου μας το απαγόρευε. Εκείνη τη φορά, το είδος και η ένταση των ήχων που ξεχύνονταν από τα ηχεία, ταρακούνησαν για τα καλά τον ψυχικό μου κόσμο. Αφού άκουσα πρώτα μερικά σχόλια του τύπου ''τι καλό παιδάκι'', ''πώς σε λένε, μικρούλη;'' κ.λ.π., κάθισα σε μια καρέκλα στη βεράντα και αφέθηκα στους ξέφρενους ρυθμούς του ροκ εντ ρολ. Το τι Έλβις, τι Τζ, Λ, Λιούις, τι Τσακ Μπέρι και λοιπούς μεγάλους του ροκ εντ ρολ άκουσα, δεν περιγράφεται. Ήταν η εποχή που το είδος αυτό της μουσικής βρισκόταν στο απόγειό του! Ταυτόχρονα, απολάμβάνα και τις χορευτικές επιδόσεις των μεγάλων. Επί ένα τετράωρο περίπου, ζούσα στον παράδεισο της μουσικής. Εκείνο το μαγικό βράδυ, το μικρόβιο του ροκ εντ ρολ με ''μόλυνε'' οριστικά και ανεπανόρθωτα. Από τότε, πενήντα επτά ολόκληρα χρόνια μετά, ακούω αδιάλειπτα τη θεϊκή  αυτή μουσική και τα παράγωγά της. Αν και έγιναν κάποιες προσπάθειες από άλλους να θεραπευτώ, εγώ αρνήθηκα ευγενικά και παραμένω προσκολλημένος στο άρμα του ροκ εντ ρολ! Εξάλλου, μου αρέσει να είμαι ''άρρωστος'' με αυτή τη μουσική!

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΣ

Σύντομο διήγημα επιστημονικής φαντασίας!

    "Για πού το έβαλες, φίλτατε Ξ3269; Για πού ετοιμάζεσαι τόσο πυρετωδώς;"
    "Θα πεταχτώ μέχρι τον πλανήτη Γη, φίλτατε Σ2548", αποκρίθηκε εκείνος, καθώς κούμπωνε μέχρι το λαιμό τη φωσφορίζουσα,  διαστημική στολή του.
    "Να κάνεις τι,εκεί τόσο μακριά από εδώ;" απόρησε ο Σ2548.
    "Έμαθα ότι  πρόκειται για ένα πανέμορφο, πλανητικό οικόπεδο, ίσως το ωραιότερο του Γαλαξία,  κι έχω την περιέργεια να το αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια".
    "Ναι,αλλά, απ' ό, τι γνωρίζω, το οικόπεδο αυτό κατοικείται!"
    "Το ξέρω! Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που θέλω να πάω! Εκεί πάνω ζει μια παράξενη φυλή, η οποία δεν έχει  αντιληφθεί ότι  βρίσκεται μέσα σε έναν πραγματικό παράδεισο και  αναλώνεται μονίμως να τον αναζητά αλλού!"
    "Τι μου λες; Μα καλά τόσο ηλίθια είναι αυτή η φυλή;"
    "Έτσι φαίνεται, γι' αυτό θέλω  να την  επισκεφτώ, για να το διαπιστώσω και ο ίδιος".
    "Και τι θα τους πεις, όταν συναντηθείς με τους κατοίκους; Με ποια ιδιότητα θα  παρουσιαστείς μπροστά τους;"
    "Θα τους πω ότι είμαι Θεός",  κάγχασε ο Ξ3269, "κι ότι τους έχω τοποθετήσει να ζουν σε έναν παράδεισο, κι ότι τους επισκέπτομαι για να μάθω αν περνούν  καλά".
    "Και θα σε πιστέψουν;"
    "'Ελα τώρα, Σ2548; Εδώ, από όσα έχω μάθει, έχουν πιστέψει τόσους και τόσους τσαρλατάνους στο παρελθόν, εμένα δεν θα πιστέψουν;  Είναι τόσο ευκολόπιστοι και αφελείς ώστε, μόλις με αντικρίσουν να εμφανίζομαι φωτισμένος εξώκοσμα από  το φως της στολής μου, είμαι βέβαιος ότι θα πέσουν στα γόνατα και θα με προσκυνήσουν, πριν καν ανοίξω το στόμα μου να τους μιλήσω!"
    "Χα, χα, χα! Καλά τότε! Σου εύχομαι καλό ταξίδι και καλή επιτυχία στα καινούρια... θεϊκά σου καθήκοντα, στον πλανήτη της βλακείας!"

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

ΠΕΡΙ ΣΧΟΛΙΩΝ

Είχα σκοπό να σταματήσω να γράφω, όταν όμως διάβασα αυτά τα σχόλια κάποιων φίλων, το μετάνοιωσα. Θα συνεχίσω, γιατί πιστεύω ότι τα κείμενά μου έχουν λόγο ύπαρξης και απευθύνονται σε σωστούς αποδέκτες! 

Χριστίνα Κανελλάκου: Ο κακώς εννοούμενος συντηρητισμός, η βλακεία, η στενομυαλιά κλπ, δεν είναι θέμα ηλικίας.Φωτεινό παράδειγμα,ο φίλος μας Στέλιος,ο οποίος είναι πολύ πιο νέος στο φρόνημα από πολλούς από μας!

Eva Tokatli Το ξέρω Στέλιο μου. Τουλάχιστον τα status σου, είναι "τροφή" για το μυαλό. Εγώ σκέφτομαι να αρχίσω να διαγράφω και να μπλοκάρω, όσους θεωρώ "ηλιθίους" ή παντελώς αδιάφορους. Αλλά ανησυχώ πως στο τέλος θα μείνουμε, τρείς κι ο κούκος!

Stavros Sitaras Αγαπητέ Στέλιο, νομίζω όποιος διαβάζει τα κείμενα σου δεν θέλει να σταματήσει να γατί εγώ σε αποφεύγω ….όποτε διαβάζω τα κείμενα σου δεν θέλω να σταματήσω… τους βάζεις πολύ κόλλα και μέλι, έτσι φτιάχναμε τα ξόβεργα στο χωριό!!!!
Stavros Sitaras  Αγαπητέ Στέλιο θαμάζω το ταλέντο σου και την πένα σου!!!!
  • Βουκελάτος Νικόλαος Το κενό δημιουργίας σε κάποιο από τα ενδιαφέροντα έχει λογική, εκείνο που θα πρέπει όμως να αναφέρουμε, είναι η αστείρευτη καθαρή σκέψη και η καλοδιατυπωμένη άποψη για ένα πολύ μεγάλο φάσμα θεμάτων σε κάνουν ένα από τους πολύτιμους φίλους.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

                Ο   ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

Ο Πουαρές, ξύπνησε απότομα και πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος και μουσκεμένος στον ιδρώτα. Έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι του και, συνειδητοποιώντας ότι αυτό που είχε δει δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν εφιάλτη, ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Δίπλα του η γυναίκα του κοιμόταν του καλού καιρού και δεν θέλησε να την ανησυχήσει. Το νυχτερινό του τρομακτικό όνειρο θα της το περιέγραφε το πρωί. Δίπλα του, ο φωτεινός δείκτης του επιτραπέζιου ρολογιού έδειχνε πέντε και τριάντα δύο.
Αποφασισμένος να μην κοιμηθεί άλλο, σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και πήγε στο μπάνιο. Μετά από λίγο βγήκε και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Άνοιξε την τηλεόραση, είδε για λίγο κάποια εκπομπή και, όταν βαρέθηκε, επισκέφτηκε την κουζίνα και επιδόθηκε στην ετοιμασία καφέ και πρωινού. Ήδη, η ώρα είχε πάει έξι και τέταρτο και είχε αρχίσει να χαράζει. Ο καιρός ήταν καλός και η απόλαυση ενός μοσχοβολιστού καφέ στη βεράντα, ήταν ό, τι έπρεπε για να ξεχάσει τον εφιάλτη και να ευχαριστηθεί το υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό.
Έβαλε τα παρασκευάσματά του επάνω σε ένα δίσκο, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Το δροσερό, πρωινό αεράκι τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον αναζωογόνησε. Ακούμπησε το δίσκο επάνω στο τραπεζάκι της κατάμεστης από λουλούδια βεράντας, και κάθισε σε μια πολυθρόνα, αναπνέοντας βαθιά.  Τράβηξε μερικές ρουφηξιές από τον καφέ του, ατενίζοντας την Πάρνηθα που, λόγω θέσης και ύψους της περιοχής που έμενε, την είχε όλη στο ‘’πιάτο’’, έφαγε και μια φέτα ψωμί με βούτυρο, κι έμεινε εκεί για αρκετή ώρα.  Έχοντας πια συνέλθει για καλά από την τρομάρα που είχε πάρει, σηκώθηκε από τη θέση του και στάθηκε δίπλα στα κάγκελα. Αν και ο ήλιος είχε πια ανατείλει, η γειτονιά κοιμόταν ακόμα. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού.
Έκανε να επιστρέψει στη θέση του, για να συνεχίσει την απόλαυση του καφέ του, αλλά μια φευγαλέα κίνηση κάτω στο δρόμο, τον ανάγκασε να το αναβάλει. Εστίασε το βλέμμα του στη γωνία της οδού και πρόσεξε ότι κάποιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από την κολώνα της ΔΕΗ. Ανησύχησε, θορυβήθηκε και τραβήχτηκε πίσω από το φύλλωμα της φουντωμένης σεφλέρας. Έμεινε εκεί, σαν άγαλμα, και δεν άφησε από τα μάτια του, τον παράξενο άγνωστο. Εκείνος, με αργές και ύποπτες κινήσεις, κινήθηκε πιο κοντά προς την πολυκατοικία που έμενε ο Πουαρές. Όσο τον παρατηρούσε, τόσο πιο γνωστός του φαινόταν ώσπου, όταν εκείνος λούστηκε από τις ακτίνες του ηλίου και έγινε πιο ευδιάκριτος, ο Πουαρές κόντεψε να πάθει έμφραγμα. Πισωπάτησε τρομοκρατημένος, δεν πίστευε στα μάτια του. Ο άγνωστος άντρας που τριγυρνούσε στη γειτονιά τους, ήταν ολόιδιος με τον τρομοκράτη που είχε δει στον ύπνο του να ανατινάζει την πολυκατοικία τους. Τσιμπήθηκε για να βεβαιωθεί ότι είναι ξύπνιος και δεν ονειρεύεται. Πανικοβλήθηκε και ένιωσε το μυαλό του να αδειάζει.
«Λες το όνειρο που είδα να βγει αληθινό;» αναρωτήθηκε. «Τι να κάνω για να προλάβω το κακό;»
Η τσάντα που κρατούσε στα χέρια του ο άγνωστος, του επιβεβαίωσε τις υποψίες.  Ήταν πια βέβαιος ότι εκεί μέσα φύλαγε τη βόμβα που θα τους έβαζε.
Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Έτρεξε αμέσως μέσα και πήρε στο τηλέφωνο την αστυνομία. Περιέγραψε την κατάσταση, τους παρακάλεσε να επέμβουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και γύρισε στη βεράντα. Ο τύπος στεκόταν ακίνητος εκεί και κοιτούσε συνεχώς δεξιά-αριστερά. 
Τρία λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ένα περιπολικό και σταμάτησε μπροστά στον επίδοξο βομβιστή. Οι δυο αστυνομικοί, που επέβαιναν στο όχημα, βγήκαν από αυτό, τη στιγμή ακριβώς που κατέφτανε ένα αυτοκίνητο εταιρίας οδικής βοήθειας. Τα τρία επόμενα λεπτά επακολούθησε ένας έντονος διάλογος μεταξύ των αστυνομικών, του υπόπτου και του υπαλλήλου της οδικής βοήθειας. Ο Πουαρές άκουγε τις φωνές, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς συζητούσαν.
Όταν, λίγο αργότερα, είδε τους αστυνομικούς να επιβιβάζονται στο περιπολικό και να φεύγουν, κυριεύτηκε από απογοήτευση και τρόμο. «Μα καλά, τι κάνουν;» αναρωτήθηκε. «Μας αφήνουν ανυπεράσπιστους, στο έλεος αυτού του τρομοκράτη;»
Δεν άντεξε να παραμένει απαθής θεατής των γεγονότων και αποφάσισε να κατέβει στο δρόμο.
Φόρεσε βιαστικά μια ρόμπα και κατέβηκε κάτω. Την ώρα που έκλεινε πίσω του την εξώπορτα της πολυκατοικίας, είδε τον ύποπτο να αναχωρεί με ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Του φάνηκε ότι ο άλλος τον κοίταξε άγρια, ενώ ένα ειρωνικό χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο σκληρό πρόσωπό του.
Κατάλαβε αμέσως τι θα επακολουθούσε, αλλά εκείνος δεν φαινόταν διατεθειμένος να παραδώσει τα όπλα. Θα τον πολεμούσε με όλες του τις δυνάμεις. Ήταν βέβαιος ότι ο άλλος θα τους επισκεπτόταν το βράδυ και χαχάνισε στη σκέψη του τι θα τον περίμενε.

Απόψε θα ξαγρυπνούσε. Θα περίμενε τον βομβιστή, κρατώντας στα χέρια του τη γκλίτσα που είχε φέρει από το χωριό, κρυμμένος πίσω από την κολώνα της πιλοτής, και θα τον αιφνιδίαζε. Η πολυκατοικία τους δεν επρόκειτο να ανατιναχτεί. Ο γενναίος ένοικος του τετάρτου ορόφου, που άκουγε στο όνομα Πουαρές, θα έσωζε την πολυκατοικία και τους ανυποψίαστους ενοίκους  της!

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

ΜΝΗΜΟΛΟΓΙΟ

Ένα από τα πράγματα της καθημερινής μας ζωής που χρήζουν αλλαγής, είναι και το εορτολόγιο. Έφτασε πια ο καιρός που πρέπει να καταργηθεί το εβραιοχριστιανικό εορτολόγιο και να αντικατασταθεί από ένα εθνικό μνημολόγιο. Υπάρχουν τόσες εκατοντάδες άνθρωποι που πρόσφεραν σε αυτή τη χώρα, κι οποίοι δεν τυγχάνουν της παραμικρής αναγνώρισης από το Έθνος, εκτός φυσικά κάποιων ελαχίστων εξαιρέσεων. Θα μπορούσαν όλοι αυτοί να μνημονεύονται κάποια συγκεκριμένη μέρα, ώστε στο σύνολο των 365 ημερών του χρόνου να εορτάζεται καθημερινά η μνήμη όλων αυτών των ανθρώπων, είτε είναι φιλόσοφοι, αστρονόμοι, συγγραφείς, ποιητές, επιστήμονες, ήρωες, αθλητές, αντιστασιακοί, ευεργέτες, κ.λ.π. Εκτός των αρχαίων προγόνων μας, που προσέφεραν τα μάλα στο Έθνος και την ανθρωπότητα, υπάρχουν και αρκετοί πιο σύγχρονοι, αξιόλογοι συμπατριώτες μας, οι οποίοι μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτό το μνημολόγιο. Θα αναφέρω ενδεικτικά κάποια ονόματα, ώστε να γίνει αντιληπτή η παράλειψη, η σκόπιμη αποσιώπηση της προσφοράς ή της αξίας ορισμένων μεγάλων Ελλήνων από τους εκάστοτε εξουσιαστές μας: Αρίσταρχος, Ερατοσθένης, Επίκουρος, Υπατία, Καλλιπάτειρα, Διογένης, Ιουλιανός, και κάποιοι πιο σύγχρονοι όπως Νικηταράς, Ροίδης, Λασκαράτος, Παπανικολάου, Παναγούλης, Λιαντίνης, κ.λ.π.
Όλοι αυτοί και εκατοντάδες άλλοι πιο γνωστοί Έλληνες, όχι μόνον έχουμε υποχρέωση να τους μνημονεύουμε, αλλά και να διδάσκουμε στις επερχόμενες γενεές τη ζωή και το έργο τους! Φτάνει πια ο αποπροσανατολισμός και η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομάτων. Τα περισσότερα από τα ονόματα που εορτάζονται με το σημερινό εορτολόγιο, δεν είναι ελληνικά. Πολλοί μάλιστα, από αυτούς τους φανταχτερά προβαλλόμενους ανθρώπους, ήταν εγκληματίες, μισέλληνες, μισάνθρωποι, μισογύνηδες και μισαλλόδοξοι! Ας επανορθώσουμε λοιπόν αυτή μεγάλη αδικία, που γίνεται στο όνομα κάποιας σκοπιμότητας, αντικαθιστώντας όλους αυτούς με τους πραγματικούς Έλληνες!

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΡΟΜΒΟΣ

Ένα ακόμα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημά μου για το δογματισμό, το φανατισμό και τη βία!

                <<Αλήθεια, για πες μου. Γιατί δεν φοράς δογματικά σύμβολα;»
    Που κολλάει αυτό τώρα; σκέφτηκε κάπως απογοητευμένος. Αντί να μου μιλήσει για τη μουσική μου, με ρωτάει για το θέμα που με στενοχωρεί. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αυτή την ερώτηση έπρεπε να την περιμένω.
    Σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε ξανά κοντά στην κονσόλα. Αφού χαμήλωσε πρώτα την ένταση του ήχου, στράφηκε προς το μέρος της. «Το ξέρω ότι σε παραξενεύει αυτή η στάση μου, αλλά θέλω να ξέρεις ότι υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι που μου την υπαγορεύουν».
    Πλησίασε ξανά κοντά της και κάθισε γονατιστός μπροστά στα πόδια της. «Πιστεύω ότι ο δογματισμός είναι μια άθλια εφεύρεση των κυβερνώντων, για να μας ελέγχουν και να μας ποδηγετούν. Γνωρίζεις την αρχαία ρήση που λέει ‘’διαίρει και βασίλευε’’; Σε πληροφορώ λοιπόν ότι αυτό κάνουν με το να επιβάλλουν και να συντηρούν το δογματισμό».
    Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά της και αναστέναξε δυνατά: «Μας έχουν βάλει και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, κι εγώ, να σου πω την αλήθεια, είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος ότι εκείνοι μας παρακολουθούν κρυφογελώντας και τρίβοντας τα χέρια τους από ικανοποίηση. Νομίζω λοιπόν ότι είναι μεγάλο λάθος μας, να στεκόμαστε άπραγοι».
    

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τελευταίο στην Ευρώπη το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 08/05/2014.

Και γιατί να μας κάνει εντύπωση, όταν στο ορθόδοξο Ελλαδιστάν, υπάρχει ακόμα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ; Ασφαλώς, είναι πολλές οι αιτίες για την κατάντια της εκπαίδευσης, όπως για παράδειγμα η ανεπάρκεια των αναγκαίων πόρων για τον τομέα της παιδείας, η συνεχιζόμενη όμως επέμβαση της εκκλησίας στα εκπαιδευτικά, αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα αυτής της απαράδεκτης κατάστασης! Τι δουλειά έχει η θρησκεία με την παιδεία; Πώς γίνεται να συνυπάρχει ο δογματισμός με την ελεύθερη σκέψη και βούληση; Είναι δυνατόν, το σκοτάδι να θέλει να δείξει τα ''φώτα'' στο φως; Σε αυτά όλα, μόνον κάποια πονηρά μυαλά μπορούν να απαντήσουν και η σκοπιμότητά τους βέβαια είναι γνωστή στους περισσότερους!
Άρα,  η ενδεδειγμένη λύση στο μείζον αυτό πρόβλημα είναι μόνον μία! Διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, ΤΩΡΑ! Διαφορετικά, εμείς οι, υποτίθεται, συνεχιστές του πνεύματος και του πολιτισμού, θα συνεχίσουμε να είμαστε οι ουραγοί σε αυτούς τους τόσο ζωτικούς τομείς! Κι αν αυτό δεν θεωρείται ντροπή για τους σύγχρονους μεσσιανιστές, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας!

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΥΛ


    Ο Βουλ έπιασε το μακρύ κλαδί στα χέρια του, το ζύγισε καλά και αποφάσισε ότι ήταν κατάλληλο για ακόντιο. Το καθάρισε από τα φύλλα και από τα ξερόκλαδα που εξείχαν και άρχισε να τρίβει τη μια του άκρη δυνατά επάνω σε έναν κορμό παρακείμενου δέντρου. Αν ήθελε να ήταν αποτελεσματικό, θα έπρεπε να το κάνει πολύ μυτερό. Αποτυχία στο κυνήγι δεν επιτρεπόταν. Το θήραμά του έπρεπε να σκοτωθεί με την πρώτη. Άσε που έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα όταν ερχόταν αντιμέτωπος με άγρια ζώα, κι αυτά μόνον με ένα αποτελεσματικό όπλο μπορούσε να τα αντιμετωπίσει.
    Ανατρίχιασε όταν επανέφερε στη μνήμη του το προχθεσινό περιστατικό με τον Γουλ. Είχαν πάει μαζί για κυνήγι στο δάσος και είχαν καταφέρει να σκοτώσουν ένα μεγάλο λαγό, κατά την επιστροφή τους όμως στη σπηλιά, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν λύκο. Πρότειναν τα ακόντιά τους για να τον απωθήσουν, εκείνος όμως δεν φαινόταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη λεία του. Έτσι, επιτέθηκε πρώτα στον Γουλ, κι όταν εκείνος, στην προσπάθειά του να οπισθοχωρήσει, σκόνταψε σε μια μεγάλη πέτρα, ο λύκος έπεσε με μανία επάνω του και άρχισε να τον δαγκώνει με τα μυτερά του δόντια. Ο Βουλ προσπάθησε να βοηθήσει το φίλο του να ξεφύγει από το στόμα του άγριου ζώου, το μόνον όμως που κατάφερε, χτυπώντας το με το ακόντιό του, ήταν να σπάσει το όπλο του. Βλέποντας ότι ένας ακόμα λύκος πλησίαζε κοντά τους και αντιλαμβανόμενος ότι είχαν περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση, εγκατέλειψε τον Γουλ και επέστρεψε τρέχοντας στον οικισμό για να καλέσει βοήθεια. Ξαναγύρισε πίσω, συνοδευόμενος από τρεις ακόμα οπλισμένους άντρες, δυστυχώς όμως ήταν πολύ αργά για τον Γουλ. Ένας σωρός από ματωμένα κόκκαλα ήταν το μόνο που είχε απομείνει από εκείνον.
    Η κατασκευή λοιπόν ενός δυνατού και αποτελεσματικού όπλου ήταν πλέον το ζητούμενο, αν ήθελαν να επιβιώσουν. Ο κόσμος τους ήταν πολύ σκληρός και η ζωή απρόβλεπτη και επικίνδυνη και ο Βουλ δεν είχε σκοπό να παραμείνει με τα χέρια σταυρωμένα. Γι’ αυτό ήθελε, το ακόντιο που θα έφτιαχνε, να ήταν πολύ γερό και να μην σπάει με το παραμικρό. Θα έφτιαχνε και άλλα, για να τα δώσει στους άλλους σπηλαιανθρώπους, για να μπορούν να αμύνονται αποτελεσματικά.
    Έτριβε και ξανάτριβε το κλαδί, κι εκείνο είχε αρχίσει να γίνεται μυτερό. Κάποια στιγμή, που ένιωσε να κουράζεται, το άφησε κάτω και ξάπλωσε στον κορμό του δέντρου για να ξεκουραστεί. Όταν αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να επανέρχονται, σηκώθηκε και ξανάρχισε το τρίψιμο. Γύρω του μαζεύτηκαν και δυο-τρεις περίεργοι και παρακολουθούσαν την προσπάθειά του, χαχανίζοντας. Απορούσαν με την επιμονή του και θαύμαζαν την υπομονή του. Εκείνοι, όταν έφτιαχναν τα ακόντιά τους, διάλεγαν πιο λεπτά κλαδιά και περιορίζονταν σε ένα απλό ξύσιμό τους  στην άκρη, κι αυτό ήταν όλο. Ο Βουλ όμως διέφερε από τους άλλους. Ήταν ανήσυχος και δεν επαναπαυόταν στα ήδη υπάρχοντα. Αντλώντας εμπειρία από τα παθήματά τους, προσπαθούσε διαρκώς να βρίσκει λύση σε κάποια από τα δεκάδες προβλήματα που τους παρουσιάζονταν καθημερινά.
    Έτσι και τώρα, ήταν αποφασισμένος να κάνει το όπλο του περισσότερο γερό και αξιόμαχο, και γνώριζε ότι δύο ήταν τα στοιχεία που χρειάζονταν για να το πετύχει: το μεγαλύτερο πάχος του ξύλου και η πιο μυτερή άκρη του. Οι υπόλοιποι έπαιρναν απλώς ένα κλαδάκι  και με αυτό προσπαθούσαν να κυνηγήσουν ή να τα βάλουν με κάποιο θηρίο.
    Ξαφνικά, κάποια στιγμή, από την άκρη του κλαδιού πετάχτηκε μια λάμψη και μια πρωτόγνωρη μυρωδιά εισχώρησε στα ρουθούνια τους. Οι άλλοι πισωπάτησαν τρομαγμένοι, ο Βουλ όμως δεν έχασε την ψυχραιμία του. Δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί, ούτε μπορούσε να εξηγήσει αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο, αλλά δεν αμφέβαλλε ότι ήταν ένα από τα πολλά που δεν είχαν γίνει ακόμα αντιληπτά από τις αισθήσεις τους. Έφερε το ένα του χέρι κοντά στη λάμψη, κι ένιωσε μια ζέστη να  αναβλύζει από αυτήν. Ένιωσε να συγκλονίζεται. Σκέφτηκε ότι, αν αυτή η λάμψη μπορούσε να τιθασευθεί, θα έλυναν το πρόβλημα της θέρμανσής τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα, καθώς και το πρόβλημα του φωτισμού της σπηλιάς.
    Η εμφάνιση μιας αρκούδας, χειροτέρεψε την κατάσταση. Οι  άλλοι ένιωσαν να τους κόβονται τα γόνατα, κι ετοιμάστηκαν να το βάλουν στα πόδια, όμως αυτό που επακολούθησε, τους υποχρέωσε να αλλάξουν τακτική. Είδαν τον Βουλ να στρέφει τη φλεγόμενη άκρη του όπλου του εναντίον της αρκούδας και να την ακουμπά  επάνω στο πρόσωπό της. Το άγριο ζώο, έβγαλε ένα μουγκρητό, έκανε μεταβολή, κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς το δάσος.
    Ο Βουλ αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει ένα κύμα θριάμβου και γύρισε προς το μέρος των συντρόφων του, για να τους ανακοινώσει ότι δεν υπήρχε λόγος πλέον να φοβούνται τα άγρια θηρία, έμεινε όμως κατάπληκτος με αυτό που αντίκρισε. Είδε τους άλλους να έχουν πέσει στα γόνατα και να προσκυνούν το φλεγόμενο κλαδί και τον εκλεκτό που το είχε ανακαλύψει και το κρατούσε στα χέρια του θριαμβευτικά.
    Από εκείνη τη στιγμή, ο πρώτος θεός στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε ήδη δημιουργηθεί. Όλοι οι άποικοι του μικρού οικισμού τους, λάτρεψαν το θεό της φωτιάς Βουλ!

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΙ ΑΠΕΡΓΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ

    Όποιος νομίζει ότι η απεργία είναι το όπλο των εργαζομένων, μάλλον κάνει λάθος. Η απεργία είναι το όπλο των συνδικαλιστών. Για μένα, ο συνδικαλισμός αποτελεί κι αυτός μια μορφή εξουσίας, την πέμπτη εξουσία. Τα παραδείγματα των πεπραγμένων του συνδικαλισμού είναι πολλά, εγώ όμως θα αρκεστώ σε αυτά που βίωσα τα 33 χρόνια της υπηρεσίας μου σε μεγάλη εταιρία. Διαβάστε λοιπόν ποια ήταν η δραστηριότητα των συνδικαλιστών μας όλα αυτά τα χρόνια:
    1) Δεν εργάζονταν ποτέ.
    2) Περιφέρονταν διαρκώς και μπαινόβγαιναν στα γραφεία των στελεχών.
    3) Ανάλωναν το χρόνο τους σε συμβούλια και συνελεύσεις.
    4) Συμπεριφέρονταν αυταρχικά και υπεροπτικά.
    5) Απουσίαζαν συχνά κάνοντας χρήση συνδικαλιστικών αδειών.
    6) Η εξέλιξή τους στην ιεραρχία ήταν γρηγορότερη από τους άλλους.
   7) Η ''προσφορά'' τους στην εταιρία είχε, κατά κανόνα, σαν αποτέλεσμα την κατάληψη κάποιας εκ των διευθυντικών θέσεων, με όλα τα οικονομικά οφέλη που ακολουθούσαν τη θέση αυτή!

    Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από όλα αυτά είναι ένα: Οι απεργίες ωφελούν περισσότερο τους συνδικαλιστές, παρά τους εργαζόμενους. Οι απεργίες ισχυροποιούν τα όργανα του συνδικαλισμού. Οι μεμονωμένες κλαδικές απεργίες, δεν στρέφονται κατά της εξουσίας, αλλά κατά των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων. Εν ολίγοις, οι εργαζόμενοι είναι τα πιόνια που εκμεταλλεύονται οι συνδικαλιστές και οι άρχοντές μας. Αυτοί οι δυο, στην πραγματικότητα είναι ένα. Ας μη ξεχνάμε και πόσοι από τους συνδικαλιστές, μετά το τέλος της συνδικαλιστικής θητείας τους, μεταπήδησαν στην πολιτική!
    Βέβαια, ύστερα από όλα αυτά, γεννάται το μεγάλο ερώτημα: Με ποιο τρόπο οι εργαζόμενοι μπορούν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους και να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους;
    Σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολο να δοθεί απάντηση. Ο συνδικαλισμός, έτσι κι αλλιώς, απέτυχε να μας βοηθήσει, κι αυτό είναι κάτι που το επιβεβαιώνει η σημερινή απογοητευτική πραγματικότητα, οπότε πρέπει να βρεθεί κάποια άλλη λύση, κάποιος άλλος τρόπος αντίδρασης. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι απολυμένοι υποφέρουν, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους συνδικαλιστές. Αυτοί, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι τακτοποιημένοι. 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

    Βάδιζε παράλληλα με τον δεξιό κυλιόμενο διάδρομο της ενδεκάτης λεωφόρου, χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα. Είχε αρκετό ακόμα χρόνο στη διάθεσή του, γεγονός που του επέτρεπε να παρατηρεί το πολύβουο, ανώνυμο πλήθος της μεγαλούπολης. Περνώντας δίπλα τους, κοίταζε τα ανέκφραστα πρόσωπα των συμπολιτών του, χωρίς ωστόσο να παραξενεύεται από το αποβλακωμένο τους ύφος, αφού δεν αγνοούσε που ακριβώς οφειλόταν. Ήξερε ότι, για το φαινόμενο αυτό, υπεύθυνα κατά κύριο λόγο ήταν τα παραισθησιογόνα που τους χορηγούσε ελεύθερα η Πολιτεία. Όσοι πάλι από αυτούς δεν έκαναν χρήση αυτών των φαρμάκων, συμπεριφέρονταν σαν να έκαναν, εξαιτίας της μονότονης, καταπιεσμένης, σχεδόν μίζερης και κατά κανόνα άχαρης ζωής που ζούσαν. Με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξεπερνούσε τα όρια της φτώχειας, η καθημερινότητά τους εξαντλούνταν στην εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού.
    Ο δικτάτορας Λαμασών, τους υποσχόταν ότι η ανάκαμψη της οικονομίας βρισκόταν προ των πυλών, η πραγματικότητα όμως τον διέψευδε. Η περιβόητη ανάκαμψη, αργούσε πολύ να έρθει. Το παράδοξο ήταν ότι η οικονομική δυσπραγία άγγιζε μόνο το λαό και άφηνε μονίμως απ’ έξω την άρχουσα τάξη. Το δυστύχημα πάντως ήταν ότι τα βάσανά τους δεν σταματούσαν μόνον εκεί αφού, κάθε τρεις και λίγο, αναγκάζονταν να έρθουν σε σύρραξη με κάποιο από τα γειτονικά τους κράτη. Αν και η αφορμή γι’ αυτήν την ένοπλη σύγκρουση, συνήθως ήταν ασήμαντη, εντούτοις ο Λαμασών φρόντιζε να την παρουσιάζει σαν αναγκαία για την επιβίωση του Έθνους. Πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση, έβγαζε πάντοτε έναν πύρινο λόγο, στοχεύοντας στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος των πολιτών. Ταυτόχρονα έκανε και μια προσπάθεια να τους πείσει ότι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά τους ήταν οι άλλοι, κι ότι εκείνος έκανε τα πάντα για να τους εξασφαλίσει την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία.   
    Ο Φίγκινς θυμήθηκε ότι τον επόμενο χρόνο ήταν η σειρά του να υπηρετήσει στο στρατό και ένιωσε να ανατριχιάζει. Αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε να το θυμάται. Η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας ήταν υποχρεωτική, οι πιθανότητες όμως, κατά τη διάρκειά της, να μην πάρει μέρος σε μια πολεμική σύγκρουση, ήταν ελάχιστες, ίσως μηδαμινές. Αν και ο πόλεμος διαρκούσε συνήθως λιγότερο από ένα μήνα, παρόλα αυτά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έχαναν τη ζωή τους στις πολύνεκρες μάχες που λάβαιναν χώρα στην περιοχή των συνόρων. Σύμφωνα με εντελώς μέτριους υπολογισμούς, ο ένας στους τρεις στρατιώτες, δεν επέστρεφε ποτέ στην πατρίδα του. Άφηνε τα κοκαλάκια του στο πεδίο της μάχης, στο όνομα ενός ανόητου και ανώφελου πολέμου, απ’ τον οποίον ποτέ κάποιος από τους εμπλεκόμενους δεν έβγαινε νικητής.
    Ο Φίγκινς ώρες-ώρες αναρωτιόταν ποιο ήταν το νόημα της τραγελαφικής εκείνης κατάστασης, δυσκολευόταν όμως να το βρει. Μερικές φορές βέβαια περνούσε από το μυαλό του ότι, υπεύθυνος για όλα αυτά, δεν ήταν ο γειτονικός λαός, αλλά ο ίδιος ο ηγέτης τους, γρήγορα όμως απόδιωχνε αυτήν την σκέψη από το νου του. Ο Λαμασών ήταν ένας σοβαρός και δίκαιος κυβερνήτης, που αγαπούσε το λαό και τη χώρα του και ο ίδιος ήταν που, στο παρελθόν,  τους είχε σώσει από την πολιτική αστάθεια και τη διαφαινόμενη αναρχία, οπότε ήταν λάθος να ρίχνουν τις ευθύνες επάνω του.
    Με όλα αυτά να περνούν από τη σκέψη του, έφτασε κοντά στη σχολή του. Απόδιωξε την απαισιοδοξία που τον γυρόφερνε σαν κακός δαίμονας και σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να βλέπει μόνον την άσχημη πλευρά της ζωής. Εκείνος την αγαπούσε και θα έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε για να περάσει όμορφα τα χρόνια της και  να ζήσει πολύ. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του πανεπιστημίου, έπιασε με την άκρη του ματιού του τον συμφοιτητή του τον Χάπινς. Για κάποιο περίεργο λόγο, κάθε φορά που αντίκριζε το μονόχνοτο εκείνο νέο, αισθανόταν παράξενα. Δυσκολευόταν να προσδιορίσει αν τον θαύμαζε, ή αν τον αντιπαθούσε. Ίσως να ένιωθε και τα δύο. Πιθανό να τον θαύμαζε για εκείνο το μόνιμα ατάραχο ύφος του,  τον πράο χαρακτήρα του και τις επιδόσεις του στα μαθήματα. Ίσως πάλι να τον αντιπαθούσε για την αντικοινωνικότητά του, κατά βάθος όμως παραδεχόταν πως ένας ήταν ο βασικός λόγος που δεν τον έβλεπε με καλό μάτι.
    Από τη στιγμή που είχε πληροφορηθεί ότι ο Χάπινς αγαπούσε τη ροκ μουσική, η πλάστιγγα των αισθημάτων του είχε γείρει προς το μέρος της αντιπάθειας. Δεν γνώριζε βέβαια αν ήταν αλήθεια, ή αν επρόκειτο για μια απλή φήμη. Πάντως, αν όντως συνέβαινε αυτό που ισχυρίζονταν μερικοί, τότε απορούσε με την απάθειά του.
    Μα καλά, αναρωτήθηκε, δεν φοβάται; Η ροκ είναι απαγορευμένη πάνω από είκοσι χρόνια, κι αυτός έχει το θάρρος και την ακούει; Τόσο πολύ του αρέσει και παραγνωρίζει συνειδητά τον κίνδυνο να συλληφθεί και να τιμωρηθεί; Μήπως είναι ηλίθιος; Ο Λαμασών έχει απαγορεύσει με νόμο την ακρόαση της ψυχοφθόρας και ανατρεπτικής αυτής μουσική και ο Χάπινς κάθεται και την ακούει;
    Άλλωστε, από αυτά που διαδίδονταν, ο Φίγκινς πίστευε ότι η ροκ, εκτός από παράνομη, ήταν και απαίσια. Την εντύπωση αυτή δεν την είχε από προσωπική εμπειρία, αφού εκείνος δεν είχε ακούσει ποτέ του κάποιο απαγορευμένο τραγούδι, αυτή ήταν όμως η κοινή πεποίθηση, κι εκείνος δεν είχε λόγο ν’ αμφιβάλλει για την ορθότητά της.
    Βαδίζοντας δίπλα του στο μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στο αμφιθέατρο, τον εξέταζε διακριτικά, προσπαθώντας να τον ψυχολογήσει. Απορούσε με την ψυχραιμία του. Αν πράγματι ήταν οπαδός της παράνομης μουσικής, δεν φοβόταν για την τύχη του; Δεν καταλάβαινε ότι, αργά ή γρήγορα, η δραστηριότητά του αυτή θα γινόταν αντιληπτή από τις αρχές και θα τον οδηγούσε στη φυλακή;
    Έπιασε τον εαυτό του να τον λυπάται. Ενδόμυχα, ευχόταν να ήταν όλα ψέματα και να μην κατέληγε πίσω από τα κάγκελα. Στην ουσία, ο Χάπινς ήταν ένας άριστος φοιτητής και ένα αρκετά αξιόλογο άτομο, που δεν συνήθιζε να δημιουργεί προβλήματα. Ο Φίγκινς λοιπόν αναρωτήθηκε, γιατί ο άλλος δεν έκανε μια προσπάθεια να διαψεύσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν σε βάρος του; Γιατί δεν φρόντιζε να αποκαταστήσει την υπόληψή του, ώστε να κυκλοφορεί στο χώρο της σχολής με το κεφάλι ψηλά;
    Και τότε ακριβώς, συνειδητοποίησε ότι ο Χάπινς ήταν ένοχος. Ήταν πια απόλυτα πεπεισμένος ότι, ο νεαρός συμφοιτητής του, είχε νοσήσει από την ασθένεια της ροκ, δεν καταλάβαινε όμως τι ήταν αυτό που τον εμπόδιζε από το να έκανε μια προσπάθεια να γιατρευτεί.
    «Το βλάκα», σιγομουρμούρισε, «θέλει να φάει το κεφάλι του; Γιατί δεν ακούει μπραίηντ όπως όλοι μας; Τι είναι αυτό που τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφή; Πώς μπορεί και ακούει αυτά τα ανοσιουργήματα;»
    Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο, του κατέβηκε μια ιδέα. Ήρθε και τρύπωσε με πανουργία και με επιμονή μέσα στο μυαλό του. Θα τον παρακολουθούσε. Θα προσπαθούσε να μάθει το μουσικό του στέκι. Μια νοσηρή περιέργεια τον κυρίευσε εντελώς ξαφνικά. Επιθυμούσε διακαώς να μάθει αν πράγματι ο Χάπινς άκουγε ροκ, παραδέχτηκε όμως ότι άλλο ήταν το κίνητρο της ενέργειας που σχεδίαζε.  Απλά, ήθελε να ακούσει κι ο ίδιος με τα αυτιά του το περιβόητο εκείνο είδος μουσικής.

                                                            # # # # #

    Εγκατέλειψε τον κυλιόμενο διάδρομο της ογδόης λεωφόρου και χώθηκε σε μια μισοσκότεινη πάροδο. Προχώρησε με γρήγορο βηματισμό μέχρι την μέση του στενού δρόμου και σταμάτησε μπροστά σε ένα παλιό τριώροφο κτήριο. Ερεύνησε προσεκτικά τον περίγυρο και την κακοφωτισμένη είσοδο και, η παντελής έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας, του έδωσε θάρρος για τη συνέχεια. Αμέσως μετά, έβγαλε μέσα από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό τηλεχειριστήριο και το σταθεροποίησε πέντε πόντους απέναντι από τη μηχανική κλειδαριά της πόρτας. Σχεδόν ταυτόχρονα πίεσε το λιλιπούτειο πλήκτρο του πομπού και μια λεπτή, πράσινη ακτίνα εισχώρησε στην εγκοπή υποδοχής του κλειδιού. Ακούστηκε ο μεταλλικός, χαρακτηριστικός ήχος κλειδαριάς που απελευθερώνεται και ο δρόμος για το εσωτερικό ήταν ανοιχτός.
    Μπήκε μέσα με χίλιες προφυλάξεις και κατευθύνθηκε προς το υπόγειο. Κατέβηκε αθόρυβα και προσεκτικά τα σκαλιά που θα τον οδηγούσαν στο πολυπόθητο και μυστηριώδες μέρος. Η απογευματινή παρακολούθηση του Χάπινς, τον είχε βοηθήσει να μάθει καλά τα κατατόπια. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα. Ανακάλυψε, παρά είδε, τη μοναδική είσοδο που υπήρχε στο σκοτεινό εκείνο χώρο. Αφουγκράστηκε με ιδιαίτερη προσοχή και, μένοντας καθησυχασμένος, ακολούθησε την ίδια διαδικασία με την εξώπορτα. Δυσκολεύτηκε λίγο στην εξεύρεση της κλειδαριάς, στο τέλος όμως κατάφερε και τη βρήκε.
    Μπαίνοντας μέσα, αισθάνθηκε κάτι σαν δέος. Αγωνιώντας για τη συνέχεια, έκλεισε πίσω του την πόρτα και άρχισε να ψάχνει ψηλαφιστά για κάποιο ηλεκτρικό διακόπτη. Όταν τον βρήκε και τον πίεσε, ο χώρος φωτίστηκε ασθενικά από ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό που κρεμόταν από την οροφή. Η εικόνα που παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Είδε πως βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο με λιτή επίπλωση. Εκτός από τέσσερα ξύλινα  καθίσματα που βρίσκονταν τοποθετημένα στη σειρά, ακριβώς στο κέντρο του χώρου πίσω από ένα τραπεζάκι, και ένα σύνθετο έπιπλο στον απέναντι τοίχο, άλλο έπιπλο δεν υπήρχε. Εκείνο πάντως που τον εντυπωσίασε, δεν ήταν το στερεοφωνικό μηχάνημα  που αναπαυόταν επάνω στο σύνθετο, αλλά η έλλειψη βρωμιάς. Ολόκληρη η αίθουσα άστραφτε από καθαριότητα και μια ευχάριστη μυρωδιά είχε πλημμυρίσει το χώρο.
    Ικανοποιημένος που οι υποψίες του είχαν αρχίσει να επαληθεύονται, πλησίασε κοντά στο στερεοφωνικό μηχάνημα και στάθηκε μπροστά του. Καθώς άπλωνε το χέρι του για να το θέσει σε λειτουργία, ένιωσε παράξενα. Σχεδόν έτρεμε τη στιγμή που πατούσε το πλήκτρο ΟΝ.
    Ο δυνατός, μπάσος ήχος που ξεχύθηκε ξαφνικά από τα ηχεία, τον κατατρόμαξε. Το πρωτόγνωρο άκουσμα τον ξάφνιασε, αλλά και τον παραξένεψε. Πρώτη φορά στη ζωή του άκουγε ένα μουσικό κομμάτι, στο οποίο ο ξέφρενος ρυθμός των ντραμς συνδυαζόταν τόσο άψογα με τον κρυστάλλινο ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας. Ένιωσε να εκστασιάζεται. Άνοιξε διάπλατα τα αυτιά του και ρουφούσε με απληστία τις μελωδικές νότες και τους μεστούς στίχους ενός τραγουδιού, που το άκουσμά του τον γέμισε με ευχάριστα συναισθήματα και του έφτιαξε τη διάθεση. Είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στην ακρόασή του, με τη συμμετοχή και του τελευταίου κύτταρου του κορμιού του. Αυτό δεν ήταν τραγούδι, ήταν μια ανεπανάληπτη μουσική πανδαισία. Συνειδητοποίησε ότι, η απαγορευμένη μουσική που συνέχιζε να εκπέμπεται σε καταιγιστικούς ρυθμούς από τα μεγάφωνα, του άρεσε υπερβολικά. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονταν οι πολέμιοί της, διέθετε ρυθμό, χρώμα, μελωδία, συναίσθημα …και στίχους. Συγκρινόμενη με τη μπραίηντ, μόνο στο ρυθμό έμοιαζε κάπως. Μπροστά στη ροκ, η ανιαρή και μονότονη μουσική της εποχής του, έμοιαζε με φτωχό συγγενή. Έδειξε λίγη μεγαλύτερη προσοχή στα λόγια του τραγουδιού και τότε κατάλαβε για ποιο λόγο ο Λαμασών την είχε απαγορεύσει. Ο τραγουδιστής με την ιδιόρρυθμη φωνή, εκλιπαρούσε για βοήθεια. Αναζητούσε τη χαρά της ζωής του και ο Φίγκινς σχεδόν ταυτίστηκε μαζί του.
    Φοβήθηκε πως τελικά είχε αρρωστήσει. Είχε εισχωρήσει στον απαγορευμένο κόσμο της ροκ, κι αισθανόταν ότι δύσκολα θα κατάφερνε να ξαναβγεί. Αναλογίσθηκε τις συνέπειες και τρομοκρατήθηκε. Ο νόμος του δικτάτορα Λαμασών ήταν σαφής και αδυσώπητα σκληρός. Η κατοχή δίσκων μουσικής ροκ, κυρίως όμως η αναπαραγωγή και η ακρόαση αυτού του μουσικού είδους, απαγορευόταν αυστηρά, με ποινή που μπορούσε να φτάσει μέχρι και τα σαράντα χρόνια στα κάτεργα.
    Ένιωσε μια ανατριχίλα να του διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά, η ευχαρίστηση όμως που του προκαλούσε το εξαίσιο εκείνο άκουσμα, του απαγόρευσε να πανικοβληθεί, διώχνοντας μακριά και την αρχική του εντύπωση ότι είχε αρρωστήσει. Γνωρίζοντας ότι η εμφάνιση κάποιας ασθένειας συνοδεύεται κατά κανόνα από μια σειρά δυσάρεστων συμπτωμάτων, κατάλαβε ότι αποκλειόταν να είχε νοσήσει. Εκείνος αισθανόταν θαυμάσια. Δεν ένιωθε κακοδιαθεσία, ούτε πόνο, ούτε είχε πυρετό. Αντιθέτως, ένιωθε τόσο καλά, όσο δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν.
    Δεν είμαι άρρωστος, σκέφτηκε περιχαρής. Νιώθω καλύτερα από ποτέ. Η ροκ δεν είναι ασθένεια, είναι φάρμακο. Γέλασε στη σκέψη ότι είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα από την ακρόαση ενός και μόνο τραγουδιού.
    Καθώς το τραγούδι έφτανε στο τέλος του, ένιωσε δίπλα του την παρουσία κάποιου. Παραδόξως δεν πανικοβλήθηκε, ούτε γύρισε να κοιτάξει για να δει ποιος ήταν. Είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω ν’ απολαμβάνει τη μουσική που νόμιζε ότι  απεχθανόταν και ήξερε με βεβαιότητα πια ότι, ο δρόμος που είχε οριστικά και αμετάκλητα διαλέξει, ήταν χωρίς επιστροφή.
    «Το τραγούδι που ακούς», άκουσε τον Χάπινς να του φωνάζει, προσπαθώντας να καλύψει τα ντεσιμπέλ των ηχείων, «είναι το PARANOID των BLACK SABBATH».
    Μόλις το θαυμάσιο κομμάτι  τελείωσε, ο άλλος τον προσπέρασε και πλησίασε κοντά στο στερεοφωνικό. «Θα σου βάλω να ακούσεις κάτι διαφορετικό», τον άκουσε να του λέει.
    Ο Χάπινς κάθισε σε μια καρέκλα και προέτρεψε κι εκείνον να κάνει το ίδιο. Δευτερόλεπτα αργότερα ο αέρας γέμισε από τους μελωδικούς ήχους ενός τραγουδιού εντελώς διαφορετικού σε ύφος από το προηγούμενο.
    Ο Φίγκινς έπεσε από τα σύννεφα. Στράφηκε και κοίταξε απορημένος τον άλλο. «Το τραγούδι που ακούμε είναι ροκ;» τον ρώτησε, παρόλο που γνώριζε από πριν την απάντηση. Καθώς ο Χάπινς του έγνεφε καταφατικά, αφοσιώθηκε στο άκουσμα του εξαίσιου εκείνου κομματιού συνεπαρμένος, όχι μόνον από την πανέμορφη μελωδία του, αλλά και από τα θαυμάσια λυρικά λόγια του.
      Χορέψτε στο σκοτάδι της νύχτας, τραγουδήστε στο φως της αυγής,
        τα μήλα γίνονται καστανά και μαύρα, το πρόσωπο του τυράννου είναι κόκκινο…,
τραγουδούσε με την χαρακτηριστική φωνή του ο παράξενος τροβαδούρος της εκπληκτικής εκείνης μπάντας και ο Φίγκινς λίγο έλειψε να κλάψει.
    «Είναι οι LED ZEPELLIN στο THE BATTLE OF EVERMORE”, του εξήγησε ο Χάπινς και ο Φίγκινς ένιωσε πανευτυχής που είχε ήδη μάθει δύο από τα πολλά (πόσα άραγε;) συγκροτήματα της μουσικής που, όπως διαπίστωνε, διέθετε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο.
       επιτέλους ο ήλιος λάμπει, τα γαλάζια σύννεφα κυλούν στον ουρανό,
           ανάμικτα με φλόγες του δράκοντα του σκότους,
           τα μάτια του οποίου τυφλώνει το φως του ήλιου.
    Με αυτά τα αλληγορικά λόγια τελείωσε το υπέροχο εκείνο τραγούδι και η ψυχή του Φίγκινς σημαδεύτηκε ανεξίτηλα. Το συμπέρασμα που είχε ήδη, χωρίς μεγάλη δυσκολία, εξάγει ήταν προφανές. Αν ο λαός άκουγε αυτά τα τραγούδια, τα ψωμιά του Λαμασών θα ήταν πολύ λίγα. Ο τόπος δεν θα τον χωρούσε πλέον. Αν η ροκ μουσική διαδιδόταν, ο δικτάτορας θα έπαυε να υπάρχει. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε απαγορεύσει.
    Έμεινε στο υπόγειο μέχρι αργά τη νύχτα. Επί ώρες άκουγε ασταμάτητα τα τραγούδια εκείνα, τα οποία με τον απίθανο δυναμισμό τους και την εκπληκτική αμεσότητά τους, σε έκαναν σκλάβο τους για πάντα. Μέσα σε ένα μόλις βράδυ, είχε μετατραπεί σε φανατικό εραστή της ροκ, και δε ντράπηκε να το παραδεχτεί. Αντιθέτως μάλιστα ένιωθε υπερήφανος γι’ αυτό και φασκέλωσε τον εαυτό του που είχε αφήσει να περάσουν τόσα χρόνια χωρίς ν’ ακούει μουσική, γιατί βέβαια η μπραίηντ μόνο μουσική δεν ήταν.
    Απόλαυσε παρέα με τον Χάπινς τα καλύτερα τραγούδια των μεγαλύτερων τραγουδιστών και συγκροτημάτων της χρυσής εποχής της ροκ, κι έμαθε ένα σωρό λεπτομέρειες από τον υπομονετικό δάσκαλό του, γύρω από αυτό το τόσο ενδιαφέρον και ανεξάντλητο θέμα. Αποστήθισε τα ονόματα όλων σχεδόν των θρύλων της καινούριας του αγάπης, κι έφτασε μάλιστα στο σημείο να μη θέλει να φύγει από το στούντιο του καινούριου του φίλου.

                                                           # # # # #

    Από εκείνο το βράδυ-ορόσημο της ζωής του, ο Φίγκινς έγινε ο πιο τακτικός θαμώνας του παράνομου υπόγειου. Καθόταν εκεί επί ώρες, άλλοτε μόνος και άλλοτε με τη συντροφιά του Χάπινς και δυο-τριών ακόμα νεαρών, και άφηνε τον εαυτό του να μεταφερθεί στο μαγευτικό κόσμο της πιο συναρπαστικής μουσικής όλων των εποχών. Αρκετά σύντομα είχε μάθει να ξεχωρίζει με ευχέρεια τα διάφορα είδη της. Από τις πρώτες κιόλας νότες ήταν σε θέση να καταλαβαίνει αν ακούει κλασσικό ροκ, χαρντ ροκ, χέβυ μέταλ, πανκ ροκ, μπάλαντ ροκ, εναλλακτικό ροκ, και τα λοιπά. Είχε χωθεί ολόκληρος μέσα σ’ εκείνον τον υπέροχο κόσμο, κι αισθανόταν ότι δεν επρόκειτο ποτέ πια στη ζωή του να ξαναβγεί από αυτόν.
    Ένα απόγευμα όμως έγινε αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού, που τον υποχρέωσε να συνειδητοποιήσει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο δυστυχώς το είχε ξεχάσει. Αντικρίζοντας, καθώς μετέβαινε στο στούντιο του Χάπινς, μια ομάδα νεαρών να δέρνεται ανηλεώς, στη μέση  του δρόμου, από μια διμοιρία σιδερόφρακτων αστυνομικών, ένιωσε να κυριεύεται από έναν ανείπωτο τρόμο. Μαθαίνοντας αργότερα ότι τα παιδιά εκείνα είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να ακούν ροκ τραγούδια, το χώνεψε αρκετά καλά ότι το νέο του χόμπι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο.
    Συζητώντας το μάλιστα με τον Χάπινς, καθώς το στερεοφωνικό έπαιζε το SWEET FREEDOM των URIAH HEEP, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάτι έπρεπε να κάνουν. Το να κάθονταν με σταυρωμένα χέρια και ν’ ακούν απλώς τα τραγούδια που τους άρεσαν, δεν έδινε λύση στο πρόβλημά τους.
    Η νύχτα εκείνη τους φάνηκε ιδιαίτερα σκοτεινή και άκρως ζοφερή. Το απογευματινό περιστατικό τους είχε τρομοκρατήσει. Κινδύνευαν, αυτό ήταν βέβαιο, ενώ δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν και το γεγονός ότι υπήρχαν και σπιούνοι που, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, θα μπορούσαν εύκολα να τους καταδώσουν στις αρχές.
    Άκουγαν μανιωδώς μουσική και δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα. Άκουσαν ROLLING STONES, ANIMALS, PINK FLOYD, DEEP PURPLE, QUEEN, DOORS, AC/DC, WHO, R.E.M., IRON MAIDEN, METALLICA, RAMONES, JAMES, GUNS NROSES, SCORPIONS, OASIS, U2, IGGY POP, και μια σωρεία ακόμα συγκροτημάτων και τραγουδιστών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρουν με ποιο τρόπο έπρεπε να ενεργήσουν. Το είχαν πάρει απόφαση ότι όφειλαν να δραστηριοποιηθούν. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν ήταν διατεθειμένοι να πιαστούν σαν τα ποντίκια μέσα σε εκείνο το υπόγειο. Τους φαινόταν παράλογο να διώκονται  επειδή το έγκλημά τους ήταν ότι άκουγαν μουσική. Αν επρόκειτο να συλληφθούν, ας το πάθαιναν τουλάχιστον για κάποιο άλλο σοβαρότερο λόγο.
    Λίγο πριν το ξημέρωμα τους πήρε ο ύπνος. Δεν άντεξαν άλλο και κοιμήθηκαν επάνω στα άβολα καθίσματά τους. Όταν ξύπνησαν, κόντευε μεσημέρι. Σηκώθηκαν με όλα τα μέλη του σώματός τους πιασμένα και με τη διάθεσή τους στο ναδίρ. Η ολονύκτια ακρόαση, ουδόλως τους είχε βοηθήσει. Όσο κι αν προσπάθησαν, τρόπο δράσης δεν κατάφεραν να βρουν. Νιώθοντας πίκρα και απογοήτευση, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Μέχρι να ετοιμαστούν, ο Χάπινς άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπιασε ένα σταθμό που μετέδιδε ειδήσεις και κινήθηκε προς την τουαλέτα. Άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα, αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνησή του. Ακούγοντας τον εκφωνητή να αναφέρεται στο χθεσινό γεγονός της σύλληψης των νεαρών, επέστρεψε στην αίθουσα.
    ‘’…οι δε δράστες του εγκλήματος της ακρόασης ροκ μουσικής, οδηγήθηκαν στη φυλακή και θα δικαστούν αύριο. Μεθαύριο Κυριακή, ο άρχοντας Λαμασών, με την ευκαιρία της νέας πολεμικής σύγκρουσης με τους βόρειους γείτονές μας, θα απευθύνει διάγγελμα προς τον λαό. Κανένας δεν πρέπει να λείψει από τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που θα πραγματοποιηθεί στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Όσοι δεν μπορέσουν να παραβρεθούν, ή όσοι μένουν μακριά, μπορούν να  την παρακολουθήσουν από τις τηλεοράσεις τους, αφού έγινε γνωστό ότι θα μεταδοθεί και τηλεοπτικώς…’’
    Ο Φίγκινς δεν χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα. Παραμέρισε τον φίλο του και έκλεισε το ραδιοφωνικό δέκτη. Έβαλε στο στερεοφωνικό ένα δίσκο των TEN YEARS AFTER, επέλεξε το τραγούδι με τίτλο I’ D LOVE TO CHANGE THE WORLD και το έβαλε να παίζει. Η ιδέα του ήρθε εντελώς ξαφνικά και το χαμόγελο ξανάνθισε στα χείλη του. Στράφηκε προς τον Χάπινς και του είπε αινιγματικά: «Πάμε στη σχολή και θα σου πω στο δρόμο τι μπορούμε να κάνουμε».

                                                      # # # # #

            Λίγο πριν ο άρχοντας της χώρας κάνει την εμφάνισή του στην εξέδρα που είχε στηθεί δίπλα στο κυβερνητικό μέγαρο, χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένοι στη  μεγάλη, κεντρική πλατεία, ενώ χιλιάδες άλλοι συνέχιζαν να καταφτάνουν από όλες τις πλευρές. Οι κυλιόμενοι διάδρομοι δεν προλάβαιναν να αποβιβάζουν ανθρώπους όλων των ηλικιών. Οι περισσότεροι κρατούσαν στα χέρια τους τις πολύχρωμες σημαίες του έθνους, με το χαρακτηριστικό κεραυνό στην κάτω δεξιά γωνία τους, και το στεφανωμένο κεφάλι του Λαμασών στο κέντρο τους.
    Τα παιδιά ανέμιζαν χαρούμενα τα σύμβολα της πατρίδας τους, οι περισσότεροι όμως από τους μεγάλους, δεν έδειχναν να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό τους. Τι χαρά και τι ενθουσιασμό μπορούσαν να δείξουν οι ταλαίπωροι πολίτες, τη στιγμή που στα χίλια προβλήματά τους, ερχόταν τώρα να προστεθεί κι εκείνο του πολέμου; Ποιος μπορούσε να φανταστεί τα δεινά που τους περίμεναν; Άραγε, πόσα  από τα παιδιά τους θα άφηναν για πολλοστή φορά την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο;
    Στέκονταν όρθιοι, σκυθρωποί και ζαβλακωμένοι και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον, κυριευμένοι από το φόβο των σπιούνων που συνήθιζαν να χώνονται ανάμεσά τους. Περίμεναν υπομονετικά την εμφάνιση του δικτάτορα, ελπίζοντας σε μια σύντομη λήξη της φαρισαϊκής εμφάνισής του. Όταν τελικά εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά τους, άρχισαν όλοι να τον χειροκροτούν με προσποιητό ενθουσιασμό, χωρίς να παραλείπουν βέβαια να τον βρίζουν από μέσα τους. Ο Λαμασών χαιρετούσε το πλήθος που τον επευφημούσε, στρεφόταν κι έκανε το ίδιο και στις τηλεοπτικές κάμερες και κάποτε αποφάσισε να αρχίσει.
    Καθάρισε τη φωνή του, έφτιαξε το μικρόφωνο και, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ένας πρωτόγνωρος, δυνατός ήχος ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από τα ηχεία. Το ξάφνιασμα ήταν ισχυρό για όλους, περισσότερο όμως για τον κεραυνοβολημένο δικτάτορα. Το τραγούδι που ακουγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, η μουσική  που  έφτανε στα αυτιά και του τελευταίου πολίτη, ήταν απαγορευμένη. Το μουσικό κομμάτι, το οποίο οι περισσότεροι άκουγαν για πρώτη φορά, ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά τους. Ύστερα μάλιστα από το πρώτο ξάφνιασμα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αφυπνίστηκαν και άρχισαν κουνιούνται δειλά-δειλά στο ρυθμό του.
    Ο Λαμασών ούρλιαζε, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Φώναζε στους ακολούθους του να κλείσουν τα μεγάφωνα, να σταματήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τη συνέχιση εκείνης της οδυνηρής για τ’ αυτιά του μουσικής, που το άκουσμά της τον οδηγούσε στα όρια της παραφροσύνης, κανείς τους όμως δε φαινόταν πως είχε τη δυνατότητα να το κάνει.   Το τραγούδι συνεχιζόταν με την ίδια αμείωτη ένταση και οι αντιπολεμικοί στίχοι του γέμισαν με αισιοδοξία τις ψυχές των πολιτών.
    Κι ενώ ο OZZY OSBOURNE των BLACK SABBATH τραγουδούσε το WAR PIGS, εκατοντάδες χιλιάδες ευτυχισμένοι άνθρωποι, αγνοώντας το ανθρωπάκι που χτυπιόταν σαν δαιμονισμένο επάνω στην εξέδρα, λικνίζονταν αγκαλιασμένοι.



                                               @ @ @ @ @ @ @ @