Σελίδες

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

 

Ο Χούμος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, η δυνατότητα διαβάσματος της σκέψης των άλλων, ήταν μια πολύ χρήσιμη και, σε μερικές περιπτώσεις, απολύτως αναγκαία ενέργεια! Μετά από μισό αιώνα ζωής και συναναστροφής με ανθρώπους όλων των ειδών και των αποχρώσεων, είχε καταλάβει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι άλλα λένε, άλλα δείχνουν και άλλα σκέφτονται! Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι είχε πληγωθεί ψυχικά, συναισθηματικά και πολλές φορές μάλιστα και οικονομικά, από πολλούς γνωστούς, συγγενείς και φίλους, ούτε βέβαια και το αντίστροφο.  

    Έτσι, μετά από έρευνες, μελέτες και πειραματισμούς ενός ολόκληρου χρόνου, βοηθούμενος βέβαια και από τις προσωπικές του επιστημονικές γνώσεις, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικροτσίπ ανίχνευσης σκέψεων του ατόμου που στεκόταν απέναντί του! Το είχε επικολλήσει στο κεφάλι του, πίσω από το δεξί του αυτί, για να μη  γίνεται εύκολα αντιληπτό. Αρχικά είχε πειραματιστεί με την Μαριέτα, την αξιαγάπητη σύζυγό του, χωρίς φυσικά να της έχει αποκαλύψει οτιδήποτε είχε σχέση με την συγκεκριμένη ασχολία του. Το αποτέλεσμα εκείνου του αρχικού πειράματος, τον είχε δικαιώσει και ευχαριστήσει ταυτόχρονα, αφού διαπίστωσε ότι η γυναικούλα του μόνον θετικές και αγαπησιάρικες σκέψεις έκανε για εκείνον! Το ερώτημα βέβαια ήταν, τι ακριβώς θα συνέβαινε, διαβάζοντας τις σκέψεις των υπολοίπων; Ποιοι άραγε θα αποδείχνονταν πραγματικοί φίλοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, και ποιοι θα αποδείχνονταν υποκριτές, μικρόψυχοι και κακοήθεις;   

    Αυτό δεν θα αργούσε να το μάθει. Αφού είχε τεστάρει το τσιπάκι του και είχε διαπιστώσει ότι λειτουργούσε άψογα, θα έβγαινε έξω, για να κάνει την περίφημη, την σημαντική εκείνη δημοσκόπηση στα άτομα του οικείου του περιβάλλοντος.

    Ξεκίνησε από το ψιλικαντζίδικο της γειτονιάς. Μπήκε μέσα και καλημέρισε τον Ορέστη, τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Εκείνος, τον καλημέρισε φωναχτά και χαμογελαστά, αλλά από μέσα του σχολίαζε: «Καλώς τον φραγκοφονιά. Αγοράζεις δυό πακέτα τσιγάρα και δυο αναψυκτικά την εβδομάδα, και νομίζεις ότι σωθήκαμε».

    «Α, ώστε έτσι, λοιπόν, πουλάκι μου», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Χούμος. «Αν με ξαναδείς, γράψε μου».

    Βγήκε έξω και κόντεψε να πέσει επάνω στην Μαριέτα, την τσαχπίνα της γειτονιάς. Χαιρετήθηκαν και ο δέκτης των σκέψεων την συνέλαβε να λέει: «Αχ, βρε γλυκό μου αγοράκι. Αντί να πηδάς εμένα, πηδάς την κρυόκολη τη γυναίκα σου».

    «Ώπα», μουρμούρισε ο Χούμος. «Αυτό δεν το ήξερα. Να που υπάρχει και μια άλλη γυναίκα, που με γουστάρει».

    Δεν έδωσε συνέχεια στο συμβάν και κατευθύνθηκε προς το καφενείο. Περνώντας μπροστά από τον Γιώργο, τον σερβιτόρο του μαγαζιού, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Να τος πάλι ο τσιγγούνης ο Χούμος. Ούτε ένα ευρώ δεν μου έχει αφήσει ποτέ».

    «Ώπα, εδώ δεν έχει άδικο ο Γιωργάκης», μουρμούρισε ο Χούμος. «Από σήμερα θα το τσιμπάει το φιλοδώρημά του».

    Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι που καθόταν συνήθως με το φίλο του τον Θωμά. Εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί. Μιλούσε στο κινητό και, μόλις είδε τον Χούμο, τον χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι  του.

Ο Χούμος κάθισε απέναντί του, περιμένοντας να τελειώσει τη συνομιλία του και προσπάθησε να ‘’διαβάσει’’ τις σκέψεις του, αλλά στάθηκε αδύνατο, καθώς το τσιπάκι του μετέδιδε ταυτόχρονα τις σκέψεις όλων των θαμώνων του καφενείου, καθιστώντας δύσκολο τον προσδιορισμό των ατόμων που τις εξέπεμπαν. Έτσι, αφού κατάλαβε ότι, όταν βρίσκονταν πολλά άτομα μαζί, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη η λήψη σκέψεων, απενεργοποίησε τον δέκτη του. Θα τον ενεργοποιούσε μόνον όταν βρισκόταν μόνος με κάποιον.

    Παρήγγειλε έναν καφέ από τον σερβιτόρο, τη στιγμή που περνούσε δίπλα του, κάθισε λίγη ώρα εκεί, μίλησε με τον Θωμά και, όταν ήρθε η ώρα να φύγει, πλήρωσε τον καφέ του, αφήνοντας και ένα ολόκληρο ευρώ φιλοδώρημα στον Γιωργάκη, που τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, αφού αδυνατούσε να συλλάβει αυτήν την αλλαγή.

    Επέστρεψε στο σπίτι του και στην είσοδο  της πολυκατοικίας συνάντησε τον διαχειριστή. Καθώς ενεργοποιούσε τον δέκτη σκέψεων, εκείνος τον καλημέρισε και αμέσως μετά του είπε: «Βγήκαν τα κοινόχρηστα του μήνα. Να σας δώσω το ειδοποιητήριο».

    «Δεν χρειάζεται», του είπε ο Χούμος. «Πείτε μου το ποσόν, να σας το πληρώσω τώρα».

    «Εξήντα οκτώ ευρώ είναι», τον πληροφόρησε φωναχτά ο Διαχειριστής, ενώ από μέσα του σκεφτόταν: «Μακάρι να ήταν όλοι οι ένοικοι σαν κι εσένα, Χούμο μου. Οι περισσότεροι εδώ μέσα, μου βγάζουν την ψυχή, για να με πληρώσουν».

    Ο Χούμος του έδωσε τα χρήματα, πήρε την απόδειξη και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Κάνοντας έναν απολογισμό των σκέψεων που είχε ‘’διαβάσει’’ κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης εφαρμογής της απίθανης  εφεύρεσής του, το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν θετικό. Πράγματι, η λειτουργία του ανιχνευτή σκέψεων αποδειχνόταν πολύ χρήσιμη και άκρως εξυπηρετική. Εξάλλου, σε λίγη μόλις ώρα, και ερχόμενος σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους, είχε καταφέρει να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι.

    Η γυναίκα του ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε, κι αυτός κάθισε στο  σαλόνι να δει τηλεόραση. Σε λίγο θα έρχονταν να τους επισκεφτούν η πεθερά του, μαζί με την άλλη κόρη της, οπότε θα του δινόταν η ευκαιρία να ‘’μελετήσει’’ λίγο και το  σόι της γυναίκας του. Θα κατάφερνε επιτέλους να διαπιστώσει τι ακριβώς σκέφτονταν για εκείνον και ποια ήταν τα πραγματικά τους αισθήματα για τον γαμπρό τους.

    Εμφανίστηκαν την ώρα που έστρωναν για το φαγητό. Μπήκαν μέσα, έβγαλαν τα πανωφόρια τους και κάθισαν στην τραπεζαρία. Ο Χούμος είχε ήδη βάλει σε λειτουργία το τσιπάκι του και περίμενε να ‘’διαβάσει’’ τις σκέψεις τους. Την κουνιάδα του στάθηκε αδύνατο να την ‘’διαβάσει’’. Η αδελφή της γυναίκας του δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Από την ώρα που κάθισε, παρλάριζε συνεχώς και αδιαλλείπτως. Την πεθερά του κατάφερε κάποια στιγμή να την ανιχνεύσει. «Τυχερή στάθηκε η κόρη μου, με τον άντρα που πήρε», την συνέλαβε να σκέφτεται. « Ο άνθρωπος ούτε μιλάει πολύ, ούτε νευριάζει. Νοικοκύρης και κουβαλητής είναι!».

    Όταν κάποια στιγμή, την ώρα που έτρωγαν, κατάφερε να ανιχνεύσει και την κουνιάδα του, το μόνο που εκείνη σκεφτόταν ήταν η βραδινή της έξοδος με τις φίλες της στο κλαμπ, για ποτό και μουσική, ευχόμενη να πάνε μαζί της και η Μαριέτα και εκείνος. Πάντως το αποτέλεσμα του τεστ τον ευχαρίστησε, αφού διαπίστωσε ότι, και οι τρεις γυναίκες του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν. Αυτό βέβαια ήταν κάτι για το οποίο δεν αμφέβαλε, απλώς, χρησιμοποιώντας την εφεύρεσή του, του δόθηκε η  ευκαιρία να το επιβεβαιώσει.

    Το απόγευμα, όταν έφυγαν οι γυναίκες, αποφάσισε να συνεχίσει την ανίχνευση σκέψεων, πηγαίνοντας στο σπίτι του Σόλωνα. Αυτός ήταν φίλος του από πολύ παλιά, από την εποχή που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο. Επρόκειτο για ένα μονόχνωτο άτομο, που δεν είχε παντρευτεί και ζούσε ακόμα με τους γονείς του. Όποτε τον συναντούσε, συζητούσαν περισσότερο για το παρελθόν, για τα φοιτητικά τους χρόνια, παρά για το παρόν. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του και χαιρετήθηκε εγκάρδια μαζί  του. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού και, πριν ακόμα αρχίσουν συζήτηση, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Εσύ μας έλειπες τώρα. Καλά είχαμε την ησυχία μας. Άντε τώρα πάλι κουβέντες για  τα παλιά. Δεν μας παρατάς απογευματιάτικα;».

    Ο Χούμος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να ξύνει το  κεφάλι του, «Φτου να πάρει», έκανε τάχα με έκπληξη. «Ξέχασα να πάρω το απογευματινό μου χάπι. Φεύγω και τα λέμε κάποια άλλη φορά».

    «Άντε να χαθείς, ρε κωλόπαιδο», μουρμούρισε ο Χούμος μόλις βγήκε έξω. «Κι εγώ σε νόμιζα για φίλο».

    «Να λοιπόν που, ένας-ένας, αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό και τα πραγματικά του αισθήματα για μένα», μονολόγησε, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του.

    Στη γωνία, πριν στρίψει στο τετράγωνο που  βρισκόταν η πολυκατοικία του, συνάντησε έναν νεαρό, που στεκόταν ακίνητος, με το τσιγάρο στο χέρι και με στραμμένη την προσοχή του στην απέναντι μονοκατοικία. Τη στιγμή που περνούσε δίπλα του, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Άντε ρε ραμολιμέντα, πότε θα βγείτε για ψώνια, για να μπω μέσα και να μη σας αφήσω τίποτα όρθιο;».

    Στο σπίτι εκείνο καθόταν ένα μεγάλης ηλικίας ζευγάρι, γνωστό στον Χούμο και πολύ ευκατάστατο. Κατάλαβε λοιπόν ότι ο λεβέντης εκείνος

σχεδίαζε να μπουκάρει μέσα στο σπίτι και να ληστέψει το ανήμπορο, γηραιό ζευγάρι. Μπήκε χωρίς χρονοτριβή στο σπίτι του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού, απ’ όπου έβλεπε καθαρά τη μονοκατοικία απέναντί του. Ήξερε τι θα έκανε, αν έβλεπε τον διαρρήκτη να μπαίνει μέσα στο σπίτι των γερόντων. Η Μαριέτα ήταν απασχολημένη στην κουζίνα και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του άντρα της.

    Κάπου μισή ώρα αργότερα, είδε το ζευγάρι να βγαίνει από το σπίτι και να απομακρύνεται. Λίγα λεπτά μετά, ο νεαρός επίδοξος ληστής, διέρρηξε την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Ο Χούμος δεν αδράνησε καθόλου. Πήρε αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία και σε πέντε λεπτά, δύο περιπολικά εμφανίστηκαν μπροστά στο σπίτι. Τέσσερις αστυνομικοί, με τα όπλα  στα χέρια, μπούκαραν μέσα και έπιασαν στα πράσα τον ληστή.

    Ο Χούμος ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση. Τελικά, η εφεύρεσή του, αποδειχνόταν πολύ χρήσιμη. Μπορεί από τη χρήση της να απογοητευόταν εκείνος σε προσωπικό επίπεδο από κάποιους ανθρώπους, αλλά να που θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά στην αποφυγή και στην εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων. Συνειδητοποίησε όμως ότι, η χρησιμοποίησή της από άλλους ανθρώπους, μάλλον θα είχε αρνητικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αναστάτωση, ανασφάλεια, διχόνοια, μίσος, καχυποψία, επιθυμία  για κλοπές και απάτες, και  πολλά ακόμα προβλήματα.

Έτσι, το αποφάσισε. Δεν θα γνωστοποιούσε την ύπαρξή της στις αρχές, αλλά θα την κρατούσε μόνο για λογαριασμό του, και θα προσπαθούσε να βοηθήσει τη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις παρανομίας, όπως η σημερινή, που θα  υπέπεπταν στην αντίληψή του!

    «Δεν πειράζει», σκέφτηκε. «Μπορεί να αναθεωρήσω τη  γνώμη μου για κάποιους ανθρώπους και να στενοχωρηθώ από τα αρνητικά τους σχόλια, τα άσχημα αισθήματα και την συμπεριφορά τους, αλλά θα βοηθήσω την κοινωνία να γίνει λίγο καλύτερη».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ο ΛΟΥΤΡΗΣ, Η ΦΙΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΓΑΥΓΑΜΗΛΟΣ

     «Ξέρεις ποιος είναι ο καλύτερος άνθρωπος του  κόσμου;»

    Ο Λούτρης, που μόλις είχε βγει από σπίτι του, κοίταξε με έκπληξη τον Γαυγάμηλο, και αναρωτήθηκε τι είδους ερώτηση ήταν αυτή, που του είχε κάνει πρωί-πρωί ο γείτονας και φίλος του; Ούτε καλημέρα δεν είχε προλάβει να του πει, κι εκείνος είχε αρχίσει τις φιλοσοφίες του!

    «Και πού θέλεις να ξέρω εγώ;» του απάντησε εκείνος. «Ο πληθυσμός του πλανήτη έχει φτάσει στα εννέα δις, και ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους υπάρχουν και καλοί και κακοί. Τώρα, ποιος είναι καλύτερος απ’όλους αυτούς, ούτε ένας θεός δεν το γνωρίζει!»

    «Καλά τότε», του είπε χαμογελώντας ο Γαυγάμηλος. «Θα σου πω εγώ, ποιος είναι! Εσύ είσαι, Λούτρη μου, εσύ! Ποιος άλλος άνθρωπος είναι τόσο καλόκαρδος, τόσο φιλάνθρωπος, τόσο ευγενικός και τόσο αλτρουιστής;»

    «Α, καλά», γέλασε ο Λούτρης. «Άσε τώρα να πάω στο γραφείο, γιατί με περιμένει πολλή δουλειά, και τα λέμε το βράδυ».

    «Εντάξει, αλλά πριν φύγεις, δώσε μου δέκα ευρώ, να πάρω τσιγάρα, γιατί έχω ξεμείνει».

    Έτσι εξηγούνται  οι φιλοφρονήσεις και τα κοπλιμέντα, σκέφτηκε ο Λούτρης. Δεν το σχολίασε όμως και απλά έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα δεκάρικο και του το έδωσε. Και, καθώς ο άλλος τον ευχαριστούσε, μπήκε μέσα στο αερόπλοιό του, το έβαλε σε λειτουργία και απογειώθηκε για να πάει στην πλατεία Νικολομιχαλολιδάκη, όπου βρισκόταν η ασφαλιστική εταιρία, στην οποία εργαζόταν.

    Πέντε μόλις λεπτά αργότερα βρισκόταν στον προορισμό του. Προσγείωσε το σκάφος του στην ταράτσα-πάρκινγκ του κτηρίου και κατέβηκε στο γραφείο του. Εκεί τον περίμεναν δυο μεγάλες κούτες με ασφ/ρια συμβόλαια, που περίμεναν να τα ελέγξει. Αυτό γινόταν επειδή, αν και βρίσκονταν ήδη στο έτος 2055, οι περισσότεροι πελάτες της εταιρίας προτιμούσαν να λαμβάνουν έντυπα τα ασφ/ριά τους, παρά ηλεκτρονικά. Μέχρι το μεσημέρι τα είχε ελέγξει όλα, Έδωσε αυτά που ήταν για διόρθωση στη βοηθό του και,  τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, χτύπησε το κινητό του. Τον καλούσε η θεία του η Φιόνα.

    «Έλα θεία. Μόλις σχόλασα και θα έρθω να σε δω».

    «Δεν θα είμαι στο σπίτι», του είπε εκείνη. «Γι’ αυτό σε πήρα, γιατί σε χρειάζομαι. Πάω στο συμβολαιογράφο να συντάξω τη διαθήκη μου, και θα ήθελα να είσαι κι εσύ εκεί».

    Η Φιόνα ήταν γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, άτεκνη και χήρα. Ήταν αδελφή της μητέρας του Λούτρη και τον είχε σαν παιδί  της. Ήταν ευκατάστατη οικονομικά και τώρα, που πλησίαζε προς το τέλος της ζωής της, ήθελε να μην αφήσει εκρεμμότητες.

    «Εντάξει, θεία», της είπε εκείνος. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι κι εγώ στο  συμβολαιογράφο».

    Πράγματι, έφτασε στο γραφείο του συμβολαιογράφου, και μπήκε μέσα. Η θεία του ήταν ήδη εκεί, συνοδευόμενη από μια φίλη της, επειδή, για την εγκυρότητα της συμβολαιογραφικής πράξης, χρειάζονταν δυο μάρτυρες. Χαιρέτησε και τους τρεις παρευρισκόμενους, και θρονιάστηκε σε μια καρέκλα.

    «Ξέρεις, κάτι;», άκουσε την Φιόνα να του λέει, «αποφάσισα να αφήσω όλη μου την περιουσία σε σένα».

    Ο Λούτρης έπεσε από τα σύννεφα. «Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά», της είπε με γουρλωμένα μάτια, « αφήνεις και τα  έξι ακίνητά σου σε μένα; Αυτό καλή μου θεία δεν είναι  σωστό. Και τα άλλα δύο ανήψια σου δεν θα πάρουν τίποτα;»

    Κοίταξε με απορία τον συμβολαιογράφο, κι εκείνος αποφάσισε να επέμβει: «Έχει δίκιο ο ανηψιός σας, κυρία Φιόνα», της είπε. «Το σωστό είναι να τα μοιράσετε εξ’ ίσου και στα τρία ανήψια σας».

    Το ύφος και το κούνημα του κεφαλιού της φίλης της Φιόνας, επιβεβαίωσαν την άποψη του  Λούτρη. Έτσι, τελικά αποφασίστηκε ομόφωνα, στη διαθήκη να αναφέρονται τρεις κληρονόμοι, και όχι μόνον ο Λούτρης.

    Όταν το ίδιο βράδυ, ο Λούτρης συναντήθηκε με τον Γαυγάμηλο, του εξιστόρησε την ιστορία στο συμβολαιογραφείο, κι εκείνος τότε, βάζοντας το δάχτυλό του στον κρόταφο, του είπε: «Είδες που σου το είπα εγώ το πρωί, κι εσύ δεν με πίστευες; Τελικά εσύ, φίλε μου, εκτός από καλός, είσαι και σοφός! Πόσοι άνθρωποι στον πλανήτη θα έκαναν αυτό που έκανες εσύ; Εγώ πάντως δύσκολα θα το έκανα. Ελπίζω να το μάθουν τα ξαδέλφια σου και να σε ευγνωμονούν».

    «Μπα, μην το λες», διαφώνησε ο Λούτρης. «Πολλοί άνθρωποι θα το έκαναν, γιατί  αυτό είναι το σωστό. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, θα πρέπει πρωτίστως να σκεφτόμαστε και τους άλλους, ιδίως αν πρόκειται για δικούς μας ανθρώπους. Κι εδώ θα αντιστρέψω εκείνη τη γνωστή ρήση και θα πω: Κάνε στον άλλον, αυτό που θα ήθελες να κάνει  εκείνος σ’ εσένα

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

ΜΑΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

   Ένα μικρό απόσπασμα από ένα νέο πεντασέλιδο διήγημά μου!



  «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε ο άντρας. «Από πού μας έρχεσαι;»

    Ο Ζάχος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αν τους έλεγε ότι ερχόταν από το παρελθόν, θα τον έπαιρναν με τις πέτρες. Δαγκώθηκε, έξυσε λίγο το κεφάλι του και τελικά τους είπε: «Να, ξέρετε, έρχομαι από την άλλη άκρη της χώρας, και δεν γνωρίζω κανέναν εδώ».

    Η επόμενη ερώτηση του άλλου, τον έστειλε αδιάβαστο. «Μα καλά, πόσων χρόνων είσαι;»

    Η ερώτηση εκείνη τον παραξένεψε. Τι τον ένοιαζε τον μπάρμπα η ηλικία ενός ξένου; Γιατί του είχε κάνει εκείνη την ερώτηση; Αποφάσισε να του πει ψέματα. Αν και είχε πρόσφατα κλείσει τα τριανταοκτώ, δεν έπρεπε να φανεί ότι ήταν πολύ μικρότερος από εκείνον.

    «Μόλις έκλεισα τα πενήντα», του είπε, «αλλά γιατί ρωτάτε;»

    «Γιατί μου φάνηκες μικρότερος», του απάντησε ο άλλος, «κάτι που θα ήταν εντελώς αφύσικο και ανεξήγητο, αφού στον πλανήτη, εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, δεν ξαναγεννήθηκε άλλο παιδί».

    Ο Ζάχος κόντευε να λιποθυμήσει. Τι ήταν αυτό που μόλις είχε ακούσει; Δεν πίστευε στα αυτιά του. Τι στο διάολο συνέβαινε σ’εκείνον τον ταλαίπωρο πλανήτη; Ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω στο σκάφος του, αλλά ο συνομιλητής του τον παρεμπόδισε.