Σελίδες

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

ΤΣΙΣΙΟΣ Ο ΕΙΡΚΟΝΤΙΣΙΟΣ

    Πέντε ημέρες μετά την ξαφνική εμφάνιση του υπερκαύσωνα, ο αριθμός των νεκρών από το θανατηφόρο αυτό φαινόμενο έφτασε τους πεντέμιση χιλιάδες! Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της μικρής τους πόλης είχε αφανιστεί! Το πρόβλημα δεν ήταν μόνον  η αύξηση της θερμοκρασίας στους πενήντα βαθμούς, αλλά και η υπερμόλυνση της ατμόσφαιρας από ρύπους! Οι  αρχές βέβαια είχαν απαγορεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία στους δρόμους και τους δημόσιους χώρους, αυτό όμως δεν αρκούσε, για να λύσει το πρόβλημα, αφού τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν κλιματιστικά μηχανήματα. Έτσι, ο περιορισμός των κατοίκων στις κλειστές, αλλά χωρίς ειρκοντίσιον οικίες τους, δεν  μπορούσε να τους προστατεύσει από τον θάνατο!

    Ο Τσίσιος, ο Ειρκοντίσιος, όπως τον αποκαλούσαν χιουμοριστικά οι πελάτες και οι φίλοι του, αμέσως μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας, επιδόθηκε με ζήλο στην κατασκευή μιας ολόσωμης, αντιθερμαντικής στολής, ώστε να μπορέσει να δώσει λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα της κοινωνίας και να μπορέσουν οι εναπομείναντες άνθρωποι να επιβιώσουν! Καθώς ήταν επαγγελματίας ψυκτικός, είχε τις  γνώσεις και τα μέσα, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει ένα τέτοιο προστατευτικό μέσο. Το απόγευμα της πέμπτης ημέρας, η κατασκευή του ήταν έτοιμη. Τη φόρεσε, έβαλε στο κεφάλι του και το προστατευτικό κράνος και βγήκε έξω. Η εφεύρεσή του δούλευε μια χαρά. Ούτε ζέστη ένιωθε στο σώμα του, ούτε δυσκολία ή δυσφορία στην αναπνοή του. Η επόμενη κίνησή του θα ήταν η παρουσίαση του επιτεύγματός του στην διοίκηση της πόλης, ώστε να προχωρήσουν στη μαζική κατασκευή του. Το επόμενο κιόλας πρωινό, αυτό ακριβώς θα έκανε.  

    Έκανε μια μικρή βόλτα, χωρίς να συναντήσει ψυχή στο  δρόμο, κι επέστρεψε στο σπίτι του. Έφαγε για βράδυ, είδε λίγο τηλεόραση, κι έπεσε για ύπνο. Το γεγονός ότι οι νεκροί στη χώρα, όπως πληροφορήθηκε από τις ειδήσεις, αυξάνονταν αλματωδώς, τον ανησύχησε αρκετά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να κάνει κάτι, για να σταματήσει αυτό το τραγικό γεγονός. Θα ξεκουραζόταν και  την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο κυβερνείο, για να παρουσιάσει την εφεύρεσή του, ώστε να μπει αμέσως στην παραγωγή. 

    Κοιμήθηκε, έχοντας συνεχώς σε πλήρη λειτουργία τα κλιματιστικά, και το πρωί σηκώθηκε, νιώθοντας μια δυσφορία. Παραξενεύτηκε, καθώς διαπίστωσε ότι τα ειρκοντίσιον δεν λειτουργούσαν. Ήπιε στα γρήγορα τον καφέ, που είχε έτοιμο από την προηγούμενη μέρα, και φόρεσε αμέσως τη  στολή του, καθώς άρχισε να ιδρώνει και να νιώθει  δυσκολία στην αναπνοή. Άνοιξε την τηλεόραση, για να δει ειδήσεις, αλλά είδε ότι δεν λειτουργούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με τα φώτα. Βλέποντας ότι υπήρχε διακοπή  ρεύματος, χωρίς να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον πίνακα ηλεκτρικού, κατάλαβε ότι αυτό ήταν κάτι  γενικό, κι αυτό τον ανησύχησε ιδιαίτερα. Αν η διακοπή συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, ακόμα και οι διαθέτοντες κλιματιστικό στο σπίτι τους, θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα, καθώς η ρύπανση της  ατμόσφαιρας είχε αυξηθεί δραματικά, η δε θερμοκρασία είχε ξεπεράσει  τους πενήντα βαθμούς!

    Βγήκε γρήγορα από το σπίτι, κι έτρεξε προς το κυβερνείο. Αυτή τη φορά συνάντησε αρκετούς συμπολίτες του  στο δρόμο, τρομοκρατήθηκε όμως όταν διαπίστωσε ότι όλοι αυτοί βρίσκονταν πεσμένοι κάτω. Προφανώς είχαν βγει έξω, μην αντέχοντας τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στα σπίτια τους, λόγω του σταματήματος λειτουργίας των κλιματιστικών τους. Στάθηκε πάνω από μερικούς και κατάλαβε ότι ήταν νεκροί. Έφτασε στο κυβερνείο, μπήκε μέσα, αλλά δεν συνάντησε ψυχή. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ξαναβγήκε έξω και κάλεσε από το κινητό του έναν φίλο του, αλλά απάντηση δεν πήρε. Μπήκε στο διαδίκτυο, μήπως κατάφερνε να μάθει κάτι για την όλη εκείνη ζοφερή κατάσταση, αλλά κι  εκεί τίποτα δεν λειτουργούσε. Και τότε κατάλαβε ότι ο μόνος άνθρωπος εκείνης της περιοχής που είχε μείνει ζωντανός, ήταν εκείνος!