Σελίδες

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΑΣΤΕΓΟΣ

  •      Η βραδιά στο σπίτι των Χατζαραίων ήταν καταπληκτική! Χωρίς ίχνος υπερβολής, εκείνη ήταν η ωραιότερη βραδιά της δεκάχρονης ζωής του Άρη. Ξεκινώντας από το υπέροχο φαγητό, μαγειρεμένο από τα χεράκια της οικοδέσποινας, συνέχισαν με μουσική και χορό, και δεν κατάλαβαν πότε έφτασε τρεις η ώρα! Αποχώρησαν με βαριά καρδιά! Αποχαιρέτησαν τους φιλόξενους φίλους τους, μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και αναχώρησαν για το σπίτι τους, που βρισκόταν κοντά στο κέντρο της πόλης. Φτάνοντας στη γειτονιά τους, αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν πάντα, δηλαδή τη δυσκολία εξεύρεσης θέσης στάθμευσης. Τελικά, βρήκαν μια μικρή θέση, κάπου τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι τους και, αφού πρώτα ο πατέρας του Άρη, σαν πολύπειρος οδηγός που ήταν, το βόλεψε όσο καλύτερα μπορούσε, βγήκαν έξω και πήραν το δρόμο για την πολυκατοικία τους. Είχε πια μπει ο Δεκέμβρης και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό. Φτάνοντας στη γωνία πριν το δρόμο του σπιτιού τους, αντίκρισαν ένα θέαμα, που τους υποχρέωσε να νιώσουν άσχημα. Ειδικά ο Άρης, όταν είδε έναν άνθρωπο να κοιμάται κουλουριασμένος στο πεζοδρόμιο, τυλιγμένος μόνο με μια κουβέρτα, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του!
  •     ''Μαμά, γιατί αυτός κοιμάται έξω;'' ρώτησε τη μητέρα του.
  •     ''Γιατί δεν έχει σπίτι, αγάπη μου'', του απάντησε εκείνη και τον τράβηξε από το χέρι.
  •     Εκείνη τη νύχτα ο Άρης κοιμήθηκε πολύ λίγο. Του φαινόταν απίστευτο αυτό που είχε αντικρίσει. Του φαινόταν αδιανόητο να υπάρχουν άνθρωποι που δεν είχαν στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Αναρωτήθηκε, πώς στην ευχή ήταν έτσι δομημένη η κοινωνία; Πώς γινόταν άλλοι να ζουν μέσα στη ζέστη και στη χλιδή και άλλοι να ξεπαγιάζουν στο δρόμο;
  •     Το πρωί, σηκώθηκε με βαρύ κεφάλι! Η εικόνα του δυστυχισμένου συνανθρώπου τους δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του! Θυμήθηκε τις ρήσεις των παπάδων για φιλανθρωπία, αγάπη, συμπόνοια, κ.λ.π., και απόρησε γιατί δεν τις έκαναν πράξη! Ήπιε το γάλα του, έφαγε και λίγο ψωμί με μέλι, και αποφάσισε να δράσει! Στο συρτάρι του γραφείου του φύλαγε μερικά κέρματα που του είχε χαρίσει ο παππούς του, και θα πήγαινε να τα δώσει στον άστεγο. Καταλάβαινε βέβαια ότι δεν θα έλυνε το πρόβλημά του, αλλά τουλάχιστον θα του έδινε την δυνατότητα να φάει κάτι κι εκείνος ο δυστυχής!
  •     Φόρεσε το παλτό του και κίνησε για την εξώπορτα. Σχολείο, έτσι κι αλλιώς δεν είχαν σήμερα, λόγω του ότι ήταν Κυριακή, οπότε θα πεταγόταν μέχρι τη γωνία. 
  •     ''Για πού το έβαλες, νεαρέ μου;'' τον ρώτησε η μητέρα του, βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να βγει έξω.
  •     "Πάω να δώσω τα ψιλά μου στον κύριο που κοιμάται εκεί έξω'', της απάντησε εκείνος.
  •     ''Δεν θα βγεις μόνος σου έξω. Περίμενε να βάλω το παλτό μου και θα πάμε μαζί''.
  •     Δυο λεπτά αργότερα βρέθηκαν στο δρόμο. Η ώρα ήταν δέκα και η κίνηση, παρόλο το τσουχτερό κρύο, ήταν αρκετή. Φτάνοντας στη γωνία, αντίκρισαν αρκετούς ανθρώπους να βρίσκονται μαζεμένοι στο σημείο που, την προηγούμενη νύχτα, κοιμόταν ο δυστυχής συμπολίτης τους.
  •     ''Τι γίνεται εδώ, Σαμάνθα;'' ρώτησε η μητέρα του μια γειτόνισσά τους.
  •     ''Πέθανε ο άστεγος, Μαρία μου'', την πληροφόρησε εκείνη.
  •     Ο Άρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ένα κύμα θλίψης πλημμύρισε την ψυχή του. Εκείνη τη στιγμή σιχάθηκε την κοινωνία και τους ανθρώπους που ευθύνονταν για αυτήν την κατάντια! Βλέποντας μάλιστα την ίδια στιγμή, να περνά δίπλα τους μια λιμουζίνα, με έναν δεσπότη καθισμένο αναπαυτικά στο πίσω κάθισμά της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Δεν χρειάστηκε να δει περισσότερα, για να καταλάβει ότι, όλα αυτά που τους δίδασκαν οι ρασοφόροι, ήταν παραμύθια, για προσωπική τους και μόνον ικανοποίηση. Έτσι, εντελώς αυθόρμητα, σήκωσε και τα δυο του χέρια ψηλά και, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, μούντζωσε τον ευτραφή ρασοφόρο!