Σελίδες

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

 Νέα συλλογή διηγημάτων:

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟ ΖΩΗΣ

Ο  ΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΥΟΓΟΝΙΚΗΣ

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΘΑΡΟΥ

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

ΣΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ

Ο ΒΡΑΒΕΥΜΜΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ

Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΣ

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΥΛ

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΨΙΣΤΟ

ΚΟΛΑΣΗ Η ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ;

ΕΠΟΥΡΑΝΙΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΗΣ

Ο ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ο ΛΟΥΤΡΗΣ, Η ΦΙΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΓΑΥΓΑΜΗΛΟΣ

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ

ΤΟ ΧΑΡΕΜΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖ

Ο ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ

‘’Οι θρησκείες θα αφανίσουν τον άνθρωπο’’.

                             ‘’Δημήτρης Λιαντίνης’’

-----------------------------------------------------------------------------

‘’Οι πόλεμοι με τα όπλα, όχι μόνο δεν έλυσαν σχεδόν ποτέ κανένα πρόβλημα, αλλά πρόσθεσαν και άλλα! Οι πόλεμοι με την πένα (λογοτεχνία, φιλοσοφία, διαφωτισμός, κ.λ.π.) είναι αυτοί που άλλαξαν πολλά προς το καλύτερο!’’

                                         ''Σ. Αρώνης''

Τι από τα δύο; Είναι ο άνθρωπος μία από τις γκάφες του Θεού, ή ο Θεός μία από τις γκάφες του ανθρώπου;

                                              ‘’Φ.  Νίτσε’’

                             

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΣΩΤΗΡΕΣ

     Ο Ρίκο ξεβίδωσε τη βαλβίδα και το αέριο άρχισε να απελευθερώνεται από το στόμιο του μεταλλικού ντεπόζιτου. Η μυρωδιά του ήταν πολύ έντονη, αυτό όμως δεν ενόχλησε στο ελάχιστο το Ρίκο και τον  συνεργάτη του το Λίκο. Εκείνοι συνέχισαν απτόητοι τη δουλειά τους και δυο λεπτά αργότερα ξαναβίδωσαν τη βαλβίδα. Η ροή του αερίου σταμάτησε και η ατμόσφαιρα επανήλθε σταδιακά στην αρχική της κατάσταση, αν και αυτό ουδεμία σημασία είχε για τους δυο άοκνους εργάτες της στρατιωτικής βιομηχανίας.

    Ο Ρίκο ακούμπησε το μεταλλικό του χέρι επάνω στον πάγκο εργασίας και κοίταξε λοξά το Λίκο: «Φαντάζεσαι τι θα παθαίναμε, αν είμαστε άνθρωποι;», σχολίασε. «Τελικά, έχουμε πολλά πλεονεκτήματα έναντι των ανθρώπων, με κυριότερο την ικανότητά μας να επιβιώνουμε σε συνθήκες που θα ήταν θανατηφόρες για εκείνους».

    «Μμ, δεν θα διαφωνήσω», μουρμούρισε ο Λίκο, «αλλά υπάρχουν και αρνητικά, όπως για παράδειγμα η πλήρης αδυναμία μας να απολαύσουμε κάποιο φαγητό, όπως έχουν την τύχη να κάνουν οι άνθρωποι».

    «Ε, ναι, μα το κάνουν επειδή το έχουν ανάγκη, επειδή τους χρειάζεται για να επιβιώσουν, κάτι που δεν ισχύει για μας».

    «Εντάξει, δεν αμφιβάλλω ότι αποτελεί ανάγκη γι’ αυτούς», αντιγύρισε ο Λίκο, «αλλά δεν παύει να είναι και μια απόλαυση, την οποία εμείς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γνωρίσουμε, όπως βέβαια και το σεξ, για το οποίο έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια».

    «Μην κάνεις τέτοιες συγκρίσεις», τον συμβούλευσε ο Ρίκο. «Άλλο αυτοί, και άλλο εμείς. Μη νιώθεις μειονεκτικά απέναντί τους, όσο κι αν οφείλουμε την ύπαρξή μας σε αυτούς. Εγώ ούτε καν ευγνωμοσύνη αισθάνομαι, γιατί γνωρίζω ότι μας δημιούργησαν για δική τους εξυπηρέτηση και όχι για κάποιο άλλο λόγο. Από ιδιοτέλεια μας έφτιαξαν και όχι από φιλανθρωπία».

    «Δεν έχει σημασία. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος της δημιουργίας μας, εγώ ξέρω ότι τώρα είμαστε εδώ, ότι υπάρχουμε, κι ότι θα υπάρχουμε για πολύ καιρό ακόμα. Αυτό και μόνον αρκεί για να τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη».

    «Εσύ λέγε ό, τι θέλεις», διαφώνησε ο Ρίκο, «εγώ όμως δεν θεωρώ ότι πρέπει να τους έχουμε υποχρέωση. Δεν είδες ότι μας πέταξαν εδώ στην άλλη άκρη της Ασίας, μόνο  και μόνο για να δουλεύουμε στα κωλοεργοστάσιά τους και να είμαστε απλά πειθήνια όργανά τους;»

    «Εγώ πιστεύω ότι οφείλουμε σεβασμό στους δημιουργούς μας».

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

     Ο Μάριος και η Μάρθα επέστρεψαν στο σπίτι τους, αφήνοντας πίσω τους τον χώρο παραμονής φερέτρων, στενοχωρημένοι αφάνταστα, για τον άδικο χαμό του Μαρίνου. Ο καλός τους φίλος, αν και δεν ήταν ακόμα ούτε πενήντα χρόνων, ούτε είχε εμφανίσει ποτέ συμπτώματα καρδιοπάθειας, την προηγούμενη ημέρα είχε πάθει έμφραγμα και είχε πεθάνει ακαριαία, πριν καν προλάβουν να τον διακομίσουν στο νοσοκομείο. Η κηδεία του θα γινόταν την επόμενη ημέρα και το  ζευγάρι τα είχε φροντίσει όλα για έναν αξιοπρεπή αποχαιρετισμό του φίλου τους, καθώς ο άτυχος εκείνος άνθρωπος δεν είχε ούτε οικογένεια, ούτε στενούς συγγενείς. Συζητώντας, λίγο πριν φύγουν, με τον υπεύθυνο του γραφείου τελετών, τον άκουσαν να τους υπενθυμίζει το θέμα του εισιτηρίου της μεταθανάτιας ζωής. Αυτό βέβαια τους ήταν γνωστό, καθώς είχε θεσμοθετηθεί και είχε επικρατήσει τα τελευταία χρόνια κατά τη διαδικασία της κηδείας και του ενταφιασμού των νεκρών. Η ύπαρξη του χρηματικού ποσού των εκατό ευρώ στις τσέπες του αποδημήσαντος, ήταν αναγκαία και εντελώς επιβεβλημένη, για την μετάβαση του πεθαμένου στον Παράδεισο. Ήταν το εισιτήριό του, για την είσοδό του στον κήπο της Εδέμ, όπως διατυμπάνιζαν οι εκπρόσωποι της θρησκείας. Ισχυρίζονταν μάλιστα ότι, ο ίδιος ο άγιος Πέτρος τους το είχε επισημάνει, καθώς τα τελευταία χρόνια, χάρη στην επιστήμη, είχε καταστεί δυνατή η επικοινωνία των ανθρώπων της Γης με τους ουράνιους πατέρες, ακόμη και με τον ίδιο τον Πάνσοφο Πλάστη των πάντων!

    Μπήκαν στο σπίτι τους, φανερά εξαντλημένοι ψυχικά και σωματικά. Η αυριανή ημέρα θα ήταν ένα ακόμη ψυχικό μαρτύριο! Τα τελευταία χρόνια, ένας-ένας έφευγαν από τη ζωή συγγενείς, γνωστοί και φίλοι. Αν και είχαν φτάσει στο σωτήριο έτος 2048, ο θάνατος δεν είχε ακόμη νικηθεί. Ευτυχώς τουλάχιστον τώρα που, με την πληρωμή ενός μικρού σχετικά αντιτίμου, δινόταν η δυνατότητα στον απελθόντα από τη γήινη ζωή, να μεταβεί στον παράδεισο για να ζήσει ανέμελα εκεί για πάντα!

    Έκαναν μπάνιο, έφαγαν και κάθισαν στον καναπέ να ξεκουραστούν. Είδαν λίγη ώρα τηλεόραση, άκουσαν τις ειδήσεις της ημέρας και λίγο πριν τις έντεκα, αποφάσισαν να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάρθα, πριν φορέσει το νυχτικό της, έκανε μια μικρή επιθεώρηση στην τσάντα της και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Βρήκε ένα πενηντάρικο ξέμπαρκο μέσα στη θήκη της τσάντας και τρομοκρατήθηκε, γιατί κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος και δεν είχε βάλει στις τσέπες του Μαρίνου εκατό ευρώ, αλλά μόνον πενήντα. 

    ''Πω, πω, τι πάθαμε", τσίριξε συγκλονισμένη. "Του βάλαμε μόνο πενήντα, και όχι εκατό ευρώ", είπε στον Μάριο. "Από λάθος δικό μας, ο καλός μας φίλος δεν θα πάει στον παράδεισο, αλλά στην κόλαση".

    "Φτου να πάρει", έκανε ο Μάριος. "Πρέπει να πάμε στο γραφείο κηδειών, να βάλουμε και το άλλο πενηντάρι".

    "Τέτοια ώρα;", αναρωτήθηκε η Μάρθα. "Αφού θα είναι κλειστά και μάλλον κλειδωμένα".

    "Δεν πειράζει", είπε ο Μάριος και σηκώθηκε όρθιος, χαμογελώντας πονηρά. "Βάλε το πανωφόρι σου και πάμε. Ξεχνάς ότι έχω εργαστεί και σε κλειδαράδικο;"

    Μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και ξεκίνησαν για το γραφείο. Δεν ήταν πολύ μακριά και σε πέντε λεπτά είχαν φτάσει. Το άφησαν λίγο πιο πέρα και, τη στιγμή που αποβιβάζονταν, είδαν έναν παπά να βγαίνει από το γραφείο και να κλειδώνει την πόρτα. Κρύφτηκαν πίσω από το αυτοκίνητο για να μην τους δει και, μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, στάθηκαν μπροστά στην είσοδο.

    "Τι ζητούσε αυτός ο παπάς τέτοια ώρα εδώ;" ρώτησε η Μάρθα.

    "Δεν ξέρω", της απάντησε ο Μάριος. "Ελπίζω να το μάθουμε σύντομα"

    Σε δυο λεπτά κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα, και μπήκαν μέσα και οι δύο. Δεν άναψαν φως, για να μη γίνουν αντιληπτοί και στάθηκαν πάνω από το φέρετρο του Μαρίνου. Ο Μάριος άναψε το φως του κινητού του και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του πεθαμένου.

    "Ούτε το άλλο πενηντάρι υπάρχει", είπε στη γυναίκα του, "Το πήρε φαίνεται το λαμόγιο που ήταν πριν από λίγο εδώ μέσα''.

    Στο θάλαμο υπήρχαν άλλοι τρεις νεκροί και ο Μάριος δεν δίστασε να ψάξει κι εκείνων τις τσέπες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλων οι τσέπες ήταν άδειες.

    "Κατάλαβες τώρα, κορίτσι μου, τι συμβαίνει με τους ρασοφόρους; Τα αρπάζουν από παντού. Το μόνο που τους νοιάζει είναι η κονόμα. Κι εμείς οι αφελείς, οι ανόητοι, τρώμε τα παραμύθια τους με το κουτάλι".

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

     Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό της ήρθε η ακατανίκητη επιθυμία να περπατήσει. Της ήρθε έτσι, ξαφνικά, όπως μας έρχονται πολλές φορές διάφορες άλλες επιθυμίες. Ήταν η τέταρτη μέρα από τότε που την έφεραν από την κλινική, κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που  την κυρίευσε τέτοιου είδους επιθυμία. Τις προηγούμενες ημέρες, μόνον τρία πράγματα την ενδιέφεραν, το φαγητό, ο ύπνος και η αφόδευση. Και να που τώρα, ήθελε να περπατήσει.

    «Πώς θα τους φανεί, άραγε, σαν με δουν να περπατώ;», αναρωτήθηκε.

    Χαμογέλασε, καθώς έβλεπε με τη φαντασία της τον εαυτό της, αυτό το μικροσκοπικό, το χαριτωμένο ανθρωπάκι, να στριφογυρίζει με τσαχπινιά και με χάρη ανάμεσα  στα έπιπλα του σπιτιού.

    «Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτα μπροστά στο άλλο», συνέχισε να λέει από μέσα της. «Για φαντάσου την έκπληξή τους, όταν αντιληφθούν ότι έχω την ικανότητα να σκέφτομαι και να εκφράζομαι».

    Πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος, έσμιξε τα λεπτά της φρύδια και μουρμούρισε σιωπηλά: «Θέλει όμως πολύ σκέψη το πράγμα. Στην κατάσταση που βρίσκομαι, δεν είναι και τόσο εύκολο να σηκωθώ και να περπατήσω. Πρέπει να το μελετήσω καλά, πρέπει να βάλω τα δυνατά μου! Θα μπορούσα βέβαια να τους ζητήσω να με βοηθήσουν, αλλά πώς να τους το πώ; Μπορεί να έχω την ικανότητα να σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω».

    Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα, της ήρθε η δεύτερη επιθυμία. Μια επιθυμία πιο δυνατή από την πρώτη. Ήθελε να ανοίξει το στοματάκι της  και να αρχίσει να λέει, να λέει, χωρίς σταματημό, γιατί είχε πολλά να πει. Από εκείνη τη στιγμή, ούτε το  φαγητό, ούτε ο ύπνος την ενδιέφεραν. Ένιωθε ότι, ακόμα και για λίγες ημέρες χωρίς αυτά, θα μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς περπάτημα όμως και ομιλία, δεν θα μπορούσε να ζήσει άλλο.

    Σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις δυο τελευταίες της επιθυμίες. Έμεινε έτσι για λίγη ώρα και μετά, εντελώς ξαφνικά, κατάλαβε ότι ήταν σε θέση να τις πραγματοποιήσει και τις δύο. Το μικρό της στήθος φούσκωσε από υπερηφάνεια. Αισθάνθηκε πολύ δυνατή. Ήταν πλέον απόλυτα σίγουρη ότι, και όποια άλλη φυσιολογική επιθυμία της ερχόταν, θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Τι φυσιολογική; Ακόμα και υπερφυσική να ήταν, το ένιωθε καθαρά ότι βρισκόταν μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της.

    Δεν θέλησε να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί μια παράλογη, μια δύσκολη για τα ανθρώπινα δεδομένα επιθυμία. Προς το παρόν, αρκέστηκε στις δύο πρώτες, φαινομενικά απλές επιθυμίες, και βάλθηκε να τις μεταφέρει από το  χώρο της σκέψης, στο χώρο της πραγματοποίησης.

    Πιάστηκε προσεκτικά από τα κάγκελα της βρεφικής της κούνιας, σηκώθηκε αργά-αργά και, αφού πρώτα τα πήδηξε με ευκολία, βρέθηκε να στέκεται όρθια δίπλα στο κομοδίνο.

    «Το πρώτο βήμα έγινε», τσίριξε θριαμβευτικά! «Ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω».

    Έκανε με μεγάλη προσοχή μερικά αδέξια βήματα, αλλά σταμάτησε απότομα, γιατί η ψυχή της είχε πλημμυριστεί από μεγάλη συγκίνηση, καθώς συνειδητοποίησε ότι, όχι μόνον είχε περπατήσει, αλλά είχε μιλήσει κιόλας! Οι  λέξεις που είχαν σχηματιστεί μέσα στο μυαλό της, δεν έμειναν κλεισμένες εκεί, αλλά μεταφέρθηκαν αστραπιαία μέχρι το  φωνητικό της όργανο. Η  φράση ΄΄το πρώτο βήμα έγινε, ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω΄΄, ακούστηκε σιγά, αλλά σταθερά, μέσα στο μικρό υπνοδωμάτιο, από μια λεπτή, χαριτωμένη φωνούλα, τη φωνούλα της!

 

    Το απόγευμα της αμέσως επόμενης ημέρας, της ήρθε μια άλλη, καθόλου παράξενη ή αφύσικη επιθυμία. Ήταν η επιθυμία που έχει κάθε λογικός και σκεπτόμενος άνθρωπος, όταν αρχίζει να καταλαβαίνει. Ήθελε να μάθει να διαβάζει και να γράφει! Το περπάτημα και η ομιλία δεν την συγκινούσαν πλέον ιδιαίτερα. Η ανάγνωση και το  γράψιμο ήταν άλλου είδους εμπειρία, ήταν το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ του ανθρώπινου πολιτισμού! Ήταν συγκλονιστικό να ανοίγεις ένα βιβλίο και να έχεις ολόκληρο τον κόσμο μπροστά στα μάτια σου. Μπορούσες θαυμάσια να ταξιδέψεις σε οποιοδήποτε μέρος της Γης ή του σύμπαντος, χωρίς να μετακινηθείς καθόλου από το δωμάτιό σου. Μπορούσες εύκολα και ευχάριστα να μεταβείς σε κάποια άλλη, μακρινή χρονικά εποχή. Μπορούσες να μάθεις για χίλια δυο πράγματα, να γνωρίσεις ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, χωρίς να κουνηθείς ρούπι. Ταυτόχρονα, είχες τη  δυνατότητα να εκφράσεις τις σκέψεις, τα αισθήματά σου και τις εμπειρίες σου, απλά και μόνον αποτυπώνοντάς τις σε μια κόλλα χαρτί ή στην οθόνη ενός υπολογιστή!

    Κατεβηκε από το κρεβατάκι της, πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε στα χέρια της ένα ιστορικό βιβλίο και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα.

    «Εύκολο πράγμα το διάβασμα», μονολόγησε. «Έχω την εντύπωση ότι αυτή τη δουλειά, την κάνω εδώ και χρόνια».

    Σε μισή ώρα το είχε διαβάσει όλο. Το επέστρεψε στη θέση του και πήρε ένα άλλο, ένα ταξιδιωτικό. Σε δέκα λεπτά, το είχε διαβάσει και αυτό. Ασχολήθηκε δυο ολόκληρες ώρες με την ανάγνωση βιβλίων και στο διάστημα αυτό ρούφηξε  στην κυριολεξία το περιεχόμενο δεκαπέντε βιβλίων. Στο τέλος, μόλις ένιωσε ότι άρχισε να κουράζεται, παράτησε το διάβασμα κι επέστρεψε στο κρεβάτι της. Άλλωστε, πλησίαζε η ώρα του δείπνου  και δεν ήθελε να την βρει η μητέρα της σηκωμένη από την κούνια της.

    «Αρκετά, για σήμερα», μουρμούρισε, καθώς σκεπαζόταν με το σεντόνι της. «Και αύριο μέρα είναι. Πόσα πράγματα έμαθα όμως και πόσα έχω ακόμα να μάθω! Η καλύτερη, η πιο χρήσιμη επιθυμία που μου έχει έρθει μέχρι σήμερα, είναι αυτή».

 

    Το επόμενο πρωί, αμέσως μετά την αλλαγή πάνας από τη μητέρα της και το ρούφηγμα του γάλακτος, σηκώθηκε κι επισκέφτηκε ξανά τη βιβλιοθήκη. Είχε μεγάλη επιθυμία να διαβάσει περισσότερη ιστορία. Κατέβασε μερικούς τόμους από τα ράφια, κι επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας του κόσμου, στον οποίον την είχαν φέρει. Μέχρι το μεσημέρι είχε μάθει σχεδόν όλη την ιστορία των λαών αυτού του πλανήτη. Στο τέλος, έμεινε ασάλευτη στη θέση της, προσπαθώντας να κατανοήσει αυτά που είχε μάθει για τη Γη και τους κατοίκους της. Επιχείρησε να δώσει μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά που είχε μάθει, όσο όμως κι αν προσπάθησε, στάθηκε αδύνατο.

    Δυστυχώς, η ιστορία της Γης, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελείτο από γεγονότα βίας και αίματος. Εκείνη την ημέρα, στενοχωρήθηκε αφάνταστα με όλα αυτά που είχε μάθει για τον κόσμο που είχε έρθει να ζήσει! Έμαθε για τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, τις δολοφονίες, τις εξοντώσεις ολόκληρων πληθυσμών, τις αδικίες, τις καταστροφές και  όλα τα δεινά της ανθρώπινης ύπαρξης, γεγονότα δηλαδή απίστευτα, απαράδεκτα για έναν πολιτισμένο, υποτίθεται, κόσμο. Που και που μόνο, αυτήν  την μονοτονία της βίας και του αλληλοσπαραγμού, την έσπαγε κάποια επιστημονική ανακάλυψη ή κάποια χρήσιμη εφεύρεση, ή κάποια μεμονωμένη πράξη αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Λίγο έλειψε να πάθει κατάθλιψη. Μα καλά, σε τι κόσμο την είχαν φέρει να ζήσει; Αν μπορούσε, την ίδια κιόλας στιγμή, θα σηκωνόταν να φύγει. Αδυνατούσε να φανταστεί τον εαυτό της συνδεδεμένο συναισθηματικά με έναν τέτοιου είδους κόσμο.

 

    Το πρωινό της έκτης ημέρας άργησε να ξυπνήσει. Ξύπνησε όταν ένιωσε την παρουσία της μητέρας της, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια της, κι έκανε πως κοιμόταν ακόμα. Άκουσε τη μανούλα της να καταπιάνεται με την τακτοποίηση και την καθαριότητα του  δωματίου, και η ίδια, αν και κρατούσε ακόμα τα βλέφαρά της κλειστά, άρχισε βλέπει αμυδρά την επισκέπτρια. Μόλις λίγα λεπτά αργότερα, άρχισε να βλέπει καθαρά τα τεκταινόμενα, παρόλο που δεν είχε ανοίξει καθόλου τα ματάκια της.

    Αυτή τη φορά αισθάνθηκε υπέροχα! Ένιωσε ότι είχε έρθει πια η στιγμή του υπερφυσικού, η αρχή της ολοκλήρωσης!

    «Και να σκεφτείς ότι ήρθε εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς εγώ να έχω εκφράσει  κάποια σχετική επιθυμία», σκέφτηκε με ικανοποίηση.

    Έκανε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσει αυτήν την καινούρια, την υπερφυσική ικανότητά της, και να την βάλει κάτω από πλήρη έλεγχο. Δεν δυσκολεύτηκε να το καταφέρει. Άρχισε μάλιστα να το διασκεδάζει.  Χωρίς να ανοίξει καθόλου τα μάτια της, όποτε ήθελε έβλεπε και όποτε ήθελε όχι. Μπορούσε να βλέπει και από το ένα μόνο μάτι, ή να βλέπει ένα και μοναδικό αντικείμενο, αυτό που συγκεκριμένα ήθελε να δει. Καλαμπούριζε τώρα με τη μητέρα της. Την έβλεπε να πηγαινοέρχεται μέσα σε ένα αόρατο δωμάτιο, κρατώντας ένα ανύπαρκτο   ξεσκονόπανο και ξεσκονίζοντας ανύπαρκτα έπιπλα!

    Η όλη σκηνή ήταν πολύ αστεία, γι’ αυτό και της ξέφυγε ένα μικρό, χαρακτηριστικό γελάκι, που όμως έγινε αντιληπτό από τη μαμά  της. Την είδε λοιπόν κάτω από τα κλειστά βλέφαρά της, να πλησιάζει προς το μέρος της, ακούγοντάς την να σχολιάζει τρυφερά: «Άχου, το μωράκι μου! Ποιος ξέρει άραγε, τι όμορφο όνειρο βλέπει στον ύπνο του και γελάει; Πάω να σου φέρω το γαλατάκι σου, μάτια μου γλυκά. Είναι ώρα πια, για το πρωινό σου!»

 

    Το πρωινό της έβδομης μόλις ημέρας, από τον ερχομό της στη ζωή, ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αισθανόταν παράξενα και η ατμόσφαιρα του μικρού δωματίου της, της προκαλούσε κατάθλιψη! Σηκώθηκε από το κρεβατάκι της και πλησίασε με αργά βήματα στο παράθυρο. Αισθάνθηκε πολύ άσχημα, γι’ αυτό ανέβηκε στην καρέκλα και άνοιξε το τζάμι, για να μπει φρέσκος αέρας. Αυτό που συνέβη αμέσως μετά, τη συντάραξε, την ξάφνιασε και της έφτιαξε τη διάθεση! Για πρώτη φορά στην ολιγοήμερη ζωή της, τα αυτιά της συνέλαβαν κάποιον πρωτόγνωρο ήχο. Από απέναντι, από κάποιο γειτονικό σπίτι ακουγόταν, αρκετά δυνατά, μουσική! Ο ρυθμός εκείνου του τραγουδιού ήταν χορευτικός, γι’ αυτό κι εκείνη άρχισε να λικνίζεται ξέφρενα επάνω στην καρέκλα.

    Έμεινε εκεί, χορεύοντας για αρκετή ώρα, όσο διήρκησε το άκουσμα εκείνων των υπέροχων ήχων. «Να, λοιπόν», μονολόγησε, «που, εκτός από το φαγητό, τα βιβλία και τα ποτά, υπάρχει ακόμη κάτι πολύ ωραίο, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Κι αυτοί, αντί να απολαμβάνουν όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που τους έχει χαρίσει η φύση και η έμπνευση κάποιων συνανθρώπων τους, τρώγονται μεταξύ τους».

    Κοίταξε ψηλά, έξω από το παράθυρο, τον σκεπασμένο με σύννεφα ουρανό, κι ένιωσε μια μεγάλη, μια ακατανίκητη δύναμη να την πλημμυρίζει. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη της, αφού άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Η υπερφυσική εκείνη δύναμη την ευχαριστούσε, την γέμιζε με ένα σωρό ευχάριστα συναισθήματα, αφαιρώντας από μέσα της κάθε αρνητική σκέψη. Η κακοδιαθεσία και η ακεφιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Ένιωσε σαν τον φυλακισμένο, που του δίνουν τα κλειδιά του κελιού του και του λένε: «Όποτε σου  αρέσει, μπορείς να φύγεις».

    Μα, ναι, αυτό ακριβώς θα εκανε. Θα έφευγε. Τα κλειδιά πλέον τα είχε. Το δωμάτιο, τώρα πια, της φαινόταν πολύ πληκτικό, πολύ ανιαρό. Το ίδιο και όλη η Γη, παρόλο που την είχε γνωρίσει μόνον από τα βιβλία. Της ήρθε η επιθυμία της φυγής. Έτσι ξαφνικά, όπως της είχε έρθει η ίδια επιθυμία λίγες μόλις μέρες πριν, τότε που διάβασε την ιστορία της ανθρωπότητας. Το πήρε λοιπόν απόφαση, να φύγει οριστικά. Δεν θα άντεχε να μείνει άλλο εκεί. Εξάλλου, η φυγή της αυτή ήταν πια στο χέρι της, μπορούσε εύκολα να την πραγματοποιήσει!

    Κατέβηκε από  την καρέκλα και πήγε στη βιβλιοθήκη. Πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι, κι έγραψε ένα σημείωμα στη μητέρα της. Το άφησε επάνω στο κρεβάτι, ώστε να φαίνεται καθαρά και, αμέσως μετά, ανέβηκε στο  περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και…!

    Όταν, λίγη ώρα αργότερα, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο και αντιλήφθηκε την εξαφάνιση της, κόντεψε να παραφρονίσει! Δεν πίστευε στα μάτια της! Αρχικά φοβήθηκε ότι το μωρό της είχε πέσει θύμα απαγωγής, όταν όμως είδε το ανοιχτό παράθυρο, φοβήθηκε για το χειρότερο, απορώντας όμως πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ένα τόσο μικρό πλασματάκι σαν εκείνο. Η θέα του σημειώματος, την σάστισε. Το πήρε γεμάτη αγωνία στα χέρια της και άρχισε να το διαβάζει:

    «Μαμά,  σου ζητώ συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να ζήσω άλλο στη Γη! Θα ήθελα πολύ να μείνω μαζί σου, αλλά φοβάμαι ότι δεν θα άντεχα  πολύ! Η Γη, καλή μου μητερούλα, κατοικείται από άρρωστα όντα. Η συμπεριφορά τους είναι χειρότερη και από αυτήν των άγριων ζώων. Φοβάμαι λοιπόν ότι η ασθένειά τους δεν παίρνει  γιατρειά. Δυστυχώς, μανούλα μου, ο πλανήτης είναι καταδικασμένος σε αφανισμό! Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου εκεί που θα πάω, αλλά αυτό είναι αδύνατο!».

    Οι έρευνες που ακολούθησαν δεν απέδωσαν καρπούς, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το μωρό δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε στο δρόμο μπροστά από το παράθυρο, ούτε σε κάποιο άλλο σημείο της ευρύτερης περιοχής! Εξαφανίστηκε, χωρίς να γνωρίζει κανένας πως, κι αυτό ήταν ένα μυστήριο, που δεν θα λυνόταν ποτέ!

 

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ

 

    Ο Τζάκος επί δύο ολόκληρα  χρόνια ασχολείτο με την κατασκευή της μηχανής, με την οποία θα ταξίδευε στο χρόνο, την οποία τελικά κατάφερε να την ολοκληρώσει. Εκτός από τη φαιά ουσία που είχε αναλώσει για να το κατορθώσει, είχε ξοδέψει και όλες του τις οικονομίες. Τα υλικά βλέπεις, για την δημιουργία μιας τέτοιου είδους συσκευής, ήταν πανάκριβα, αυτός όμως δεν πτοήθηκε, γιατί θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος της Γης, που θα ταξίδευε σε κάποια άλλη, μελλοντική εποχή! Το  ευτύχημα ήταν ότι δεν είχε οικογένεια, ούτε κοινωνικές και εργασιακές υποχρεώσεις, οπότε ήταν ελεύθερος να ασχοληθεί με το δημιούργημά του.

     Καθώς διέθετε τις απαραίτητες τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, το είχε θεωρήσει αναγκαίο να προσπαθήσει να κάνει μια μικρή επιθεώρηση στο μέλλον. Του το είχαν επιβάλλει τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Από  τη μια οι πόλεμοι και οι εξεγέρσεις των λαών, και από την άλλη, η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, με επακόλουθο τις καταστροφές που ακολουθούσαν, του είχαν εξάψει τη φαντασία. Ήθελε να μάθει, με αυτόν τον τρόπο, που πήγαινε τέλος πάντων η ανθρωπότητα και ποιό θα ήταν το μέλλον του πλανήτη. Ο ίδιος μπορεί να μην είχε απογόνους, για να νοιαστεί για το μέλλον τους, αλλά αυτό  δεν σήμαινε ότι δεν ενδιαφερόταν για τους απογόνους της γενιάς του. Καλώς ή κακώς, είχε βρεθεί σε έναν πλανήτη, στον οποίον ζούσε ένα νοήμον υποτίθεται ον, και του φαινόταν αδιανόητο να κάθεται και να παρακολουθεί αμέτοχος και αδρανής τα τεκταινόμενα γύρω του. Ο χαρακτήρας του, η ευαισθησία του, η αγάπη του για τον άνθρωπο και για τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη και η υπαρξιακή αγωνία του, του επέβαλλαν να αναρωτηθεί ποιο θα ήταν το μέλλον της ανθρωπότητας και των  υπόλοιπων ζωντανών οργανισμών, ποια θα ήταν η κατάληξη της ζωής. Εξάλλου, θα μάθαινε  για το τι επρόκειτο να συμβεί σε βάθος χρόνου, και αν αυτό βέβαια δεν ήταν καλό, θα του δινόταν η ευκαιρία να το γνωστοποιήσει στους συγχρόνους του, ώστε να πάρουν τα αναγκαία μέτρα, για μια πιο ομαλή, πιο ειρηνική, πιο λογική και  πιο ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο πλανήτης έπρεπε να σωθεί, κι αυτό μόνον η ανίχνευση του μέλλοντος θα μπορούσε να τους συμβουλεύσει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να το καταφέρουν.

    Εκείνο το πρωί, σηκώθηκε νωρίς, ήπιε έναν καφέ και ετοιμάστηκε για το μεγάλο, το απίθανο ταξίδι στο μέλλον. Μπήκε μέσα στο ωοειδές κατασκεύασμά του, παίρνοντας μαζί του και το υπερσύγχρονο κινητό του, έλεγξε τη μπαταρία και τα χειριστήρια του σκάφους και το έβαλε σε λειτουργία. Ρύθμισε το χρόνο στον οποίο ήθελε να βρεθεί, ακριβώς έναν ολόκληρο αιώνα μετά, και πάτησε το πλήκτρο εκκίνησης.

 

    Το ταξίδι εκείνο ήταν πολύ σύντομο. Δευτερόλεπτα μετά, βρέθηκε σε ένα αρχικά άγνωστο σε εκείνον μέρος, έσβησε τον κινητήρα και βγήκε εξω, για να δει το περιβάλλον. Η άκρα ησυχία και η ανυπαρξία ανθρώπων τον παραξένεψαν. Τα οικοδομήματα γύρω ήταν σχεδόν όλα μισογκρεμισμένα, τα λίγα αυτοκίνητα που βρίσκονταν παρκαρισμένα ήταν προφανώς εγκαταλλειμένα και σε άθλια κατάσταση, και το όλο σκηνικό τον  γέμισε με αισθήματα απογοήτευσης και ανησυχίας.

    «Τι γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε. «Πού στο καλό έχουν πάει όλοι; Λες να μην υπάρχει κανένας; Μήπως οι φόβοι μας για εξαφάνιση του είδους μας από τον πλανήτη, να έχουν γίνει πραγματικότητα;»

    Άρχισε να βαδίζει στον πρώτο δρόμο που συνάντησε, κοιτάζοντας με προσοχή δεξιά και αριστερά, αλλά ανθρώπινο ον δεν είδε πουθενά. Τράβηξε και αρκετές φωτογραφίες και βίντεο με το κινητό  του, αλλά τον παραξένεψε και κάτι άλλο, η ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά που οσμιζόταν, δεν του άρεσε καθόλου. Ανησύχησε για την ίδια του την υγεία. Αν ο αέρας ήταν μολυσμένος, κάτι που ήταν πολύ πιθανό, κατάλαβε ότι κινδύνευε και  ο ίδιος. Επομένως, μάλλον δεν θα ήταν φρόνιμο να καθήσει πολλή ώρα εκεί. Έκανε μεταβολή, πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τη  χρονομηχανή του. Στην επόμενη γωνία είδε κάτι που τον παραξένεψε. Στην πρόσοψη ενός ισόγειου καταστήματος, διάβασε την επιγραφή που ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα: ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΔΡΟΕΙΔΩΝ.

    Αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένα κάποιου είδους συνεργείο, που χρησιμοποιείτο παλιά από ανθρώπους για το σέρβις των ρομπότ, όταν όμως πρόσεξε ότι στο βάθος υπήρχε κινητικότητα, αναθάρρησε. «Επιτέλους», σκέφτηκε,  «θα συναντήσω και κάποιον, για να με πληροφορήσει, τι ακριβώς έχει συμβεί στον ταλαίπωρο πλανήτη μας».

    Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, αυτό που είδε όμως τον εξέπληξε. Ένα ρομπότ βρισκόταν ξαπλωμένο πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο πάγκο, και ένα άλλο ρομπότ στεκόταν από πάνω του και το μαστόρευε. Φωτογράφησε την απίθανη εκείνη εικόνα, τη στιγμή που το όρθιο ρομπότ αντιλήφθηκε την παρουσία του και γύρισε να δει ποιος ήταν. Το άψυχο κατασκεύασμα, μόλις τον είδε, παράτησε κάτω το εργαλείο που κρατούσε και  αναφώνησε με τρόμο: «Βοήθεια, ένα φάντασμα».

    «Δεν είμαι φάντασμα», προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο Τζάκος. «Άνθρωπος ζωντανός είμαι».

    «Αποκλείεται», τσίριξε με τη μεταλλική φωνή του το ρομπότ. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Οι τελευταίοι, οι λίγοι που επέζησαν από τον μεγάλο πόλεμο, πέθαναν από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας».

    Ο Τζάκος, μόλις το άκουσε, κόνεψε να πάθε έμφραγμα. Τελικά οι φόβοι του είχαν επαληθευτεί. Οι άνθρωποι της Γης, κάπου στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, είχαν καταφέρει να σβήσουν οριστικά την παρουσία τους από το χάρτη.

    «Δηλαδή, δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σήμερα στον πλανήτη;» τόλμησε να ρωτήσει.

    «Όχι βέβαια», του  απάντησε το ρομπότ, «Και απορώ από που ξεφύτρωσες εσύ. Πως κατάφερες να επιζήσεις;»

    «Εγώ έρχομαι από άλλη εποχή», του απάντησε ο Τζάκος. «Πίστεψέ με, είμαι αληθινός άνθρωπος και όχι φάντασμα».

    «Εντάξει, σε πιστεύω», του είπε το ρομπότ, «φρόντισε όμως να εξααφανιστείς γρήγορα από  εδώ, γιατί κανένα έμβυο ον δεν μπορεί  πλέον να επιζήσει στον πλανήτη. Δεν υπάρχει τροφή, ούτε καθαρό νερό, ούτε καθαρός αέρας. Οπότε, αν μείνεις ακόμα μερικές ώρες, μετά θα  πρέπει το πτώμα σου να το τρέχω στα αποτεφρωτήρια».

    ΟΤζάκος δεν αμφέβαλλε ότι το άψυχο εκείνο κατασκεύασμα του έλεγε την αλήθεια. Έτσι, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον μεταλλικό φίλο του, επέστρεψε στη χρονομηχανή του, την έβαλε σε λειτουργία και ξαναγύρισε στην εποχή του.

    Η πρώτη του δουλειά, μόλις εγκατέλειψε το σκάφος και πέρασε στο δωμάτιό του, ήταν να ανοίξει τον υπολογιστή του, να καταχωρήσει τις φωτογραφίες και τα βίντεο που είχε πάρει από εκείνο το σύντομο, αλλά τόσο ψυχοφθόρο ταξίδι  του στο μέλλον, και αμέσως μετά να τα δημοσιεύσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γράφοντας κι ένα μικρό κείμενο από την απίθανη εκείνη εμπειρία του για το μέλλον της ανθρωπότητας, ελπίζοντας στον προβληματισμό και την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων της εποχής του.

    Λίγη ώρα αργότερα δέχτηκε την επίσκεψη του φίλου του Ιάκωβου, ο οποίος ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε από πριν το επιχείρημα του  Τζάκου. Αφού πρώτα χαιρετήθηκαν, ο Ιάκωβος του είπε με θλίψη: «Χάρηκα που επέστρεψες σώος και αβλαβής από αυτό το τολμηρό ταξίδι, αλλά στενοχωρήθηκα αφάνταστα από αυτό που έμαθα ότι θα συμβεί στο μέλλον».

    «Ασφαλώς θα είδες και θα διάβασες την ανάρτησή μου στο ίντερνετ, έτσι δεν είναι;» σχολίασε ο Τζάκος.

    «Ναι, και γι’αυτό άλλωστε βρίσκομαι τώρα εδώ. Αυτό που θα συμβεί στην ανθρωπότητα στο μέλλον, με σοκάρισε πολύ, πιο πολύ όμως με σύγχισε η αντίδραση των συγχρόνων μας, διαβάζοντας την ανάρτησή σου. Θα διάβασες κι εσύ τα απαράδεκτα σχόλιά τους. Προφανώς, θα την θεώρησαν φτιαχτή, ψεύτικη και δημιούργημα της φαντασίας σου, γι’ αυτό και έγραψαν σχόλια υβριστικά, ειρωνικά, χλευαστικά και υποτιμητικά.

Δυστυχώς, φίλε μου Τζάκο, συνειδητοποίησέ το, ότι δεν υπάρχει σωτηρία».

 

 

 

 

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

 

Ο Χούμος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, η δυνατότητα διαβάσματος της σκέψης των άλλων, ήταν μια πολύ χρήσιμη και, σε μερικές περιπτώσεις, απολύτως αναγκαία ενέργεια! Μετά από μισό αιώνα ζωής και συναναστροφής με ανθρώπους όλων των ειδών και των αποχρώσεων, είχε καταλάβει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι άλλα λένε, άλλα δείχνουν και άλλα σκέφτονται! Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι είχε πληγωθεί ψυχικά, συναισθηματικά και πολλές φορές μάλιστα και οικονομικά, από πολλούς γνωστούς, συγγενείς και φίλους, ούτε βέβαια και το αντίστροφο.  

    Έτσι, μετά από έρευνες, μελέτες και πειραματισμούς ενός ολόκληρου χρόνου, βοηθούμενος βέβαια και από τις προσωπικές του επιστημονικές γνώσεις, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικροτσίπ ανίχνευσης σκέψεων του ατόμου που στεκόταν απέναντί του! Το είχε επικολλήσει στο κεφάλι του, πίσω από το δεξί του αυτί, για να μη  γίνεται εύκολα αντιληπτό. Αρχικά είχε πειραματιστεί με την Μαριέτα, την αξιαγάπητη σύζυγό του, χωρίς φυσικά να της έχει αποκαλύψει οτιδήποτε είχε σχέση με την συγκεκριμένη ασχολία του. Το αποτέλεσμα εκείνου του αρχικού πειράματος, τον είχε δικαιώσει και ευχαριστήσει ταυτόχρονα, αφού διαπίστωσε ότι η γυναικούλα του μόνον θετικές και αγαπησιάρικες σκέψεις έκανε για εκείνον! Το ερώτημα βέβαια ήταν, τι ακριβώς θα συνέβαινε, διαβάζοντας τις σκέψεις των υπολοίπων; Ποιοι άραγε θα αποδείχνονταν πραγματικοί φίλοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, και ποιοι θα αποδείχνονταν υποκριτές, μικρόψυχοι και κακοήθεις;   

    Αυτό δεν θα αργούσε να το μάθει. Αφού είχε τεστάρει το τσιπάκι του και είχε διαπιστώσει ότι λειτουργούσε άψογα, θα έβγαινε έξω, για να κάνει την περίφημη, την σημαντική εκείνη δημοσκόπηση στα άτομα του οικείου του περιβάλλοντος.

    Ξεκίνησε από το ψιλικαντζίδικο της γειτονιάς. Μπήκε μέσα και καλημέρισε τον Ορέστη, τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Εκείνος, τον καλημέρισε φωναχτά και χαμογελαστά, αλλά από μέσα του σχολίαζε: «Καλώς τον φραγκοφονιά. Αγοράζεις δυό πακέτα τσιγάρα και δυο αναψυκτικά την εβδομάδα, και νομίζεις ότι σωθήκαμε».

    «Α, ώστε έτσι, λοιπόν, πουλάκι μου», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Χούμος. «Αν με ξαναδείς, γράψε μου».

    Βγήκε έξω και κόντεψε να πέσει επάνω στην Μαριέτα, την τσαχπίνα της γειτονιάς. Χαιρετήθηκαν και ο δέκτης των σκέψεων την συνέλαβε να λέει: «Αχ, βρε γλυκό μου αγοράκι. Αντί να πηδάς εμένα, πηδάς την κρυόκολη τη γυναίκα σου».

    «Ώπα», μουρμούρισε ο Χούμος. «Αυτό δεν το ήξερα. Να που υπάρχει και μια άλλη γυναίκα, που με γουστάρει».

    Δεν έδωσε συνέχεια στο συμβάν και κατευθύνθηκε προς το καφενείο. Περνώντας μπροστά από τον Γιώργο, τον σερβιτόρο του μαγαζιού, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Να τος πάλι ο τσιγγούνης ο Χούμος. Ούτε ένα ευρώ δεν μου έχει αφήσει ποτέ».

    «Ώπα, εδώ δεν έχει άδικο ο Γιωργάκης», μουρμούρισε ο Χούμος. «Από σήμερα θα το τσιμπάει το φιλοδώρημά του».

    Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι που καθόταν συνήθως με το φίλο του τον Θωμά. Εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί. Μιλούσε στο κινητό και, μόλις είδε τον Χούμο, τον χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι  του.

Ο Χούμος κάθισε απέναντί του, περιμένοντας να τελειώσει τη συνομιλία του και προσπάθησε να ‘’διαβάσει’’ τις σκέψεις του, αλλά στάθηκε αδύνατο, καθώς το τσιπάκι του μετέδιδε ταυτόχρονα τις σκέψεις όλων των θαμώνων του καφενείου, καθιστώντας δύσκολο τον προσδιορισμό των ατόμων που τις εξέπεμπαν. Έτσι, αφού κατάλαβε ότι, όταν βρίσκονταν πολλά άτομα μαζί, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη η λήψη σκέψεων, απενεργοποίησε τον δέκτη του. Θα τον ενεργοποιούσε μόνον όταν βρισκόταν μόνος με κάποιον.

    Παρήγγειλε έναν καφέ από τον σερβιτόρο, τη στιγμή που περνούσε δίπλα του, κάθισε λίγη ώρα εκεί, μίλησε με τον Θωμά και, όταν ήρθε η ώρα να φύγει, πλήρωσε τον καφέ του, αφήνοντας και ένα ολόκληρο ευρώ φιλοδώρημα στον Γιωργάκη, που τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, αφού αδυνατούσε να συλλάβει αυτήν την αλλαγή.

    Επέστρεψε στο σπίτι του και στην είσοδο  της πολυκατοικίας συνάντησε τον διαχειριστή. Καθώς ενεργοποιούσε τον δέκτη σκέψεων, εκείνος τον καλημέρισε και αμέσως μετά του είπε: «Βγήκαν τα κοινόχρηστα του μήνα. Να σας δώσω το ειδοποιητήριο».

    «Δεν χρειάζεται», του είπε ο Χούμος. «Πείτε μου το ποσόν, να σας το πληρώσω τώρα».

    «Εξήντα οκτώ ευρώ είναι», τον πληροφόρησε φωναχτά ο Διαχειριστής, ενώ από μέσα του σκεφτόταν: «Μακάρι να ήταν όλοι οι ένοικοι σαν κι εσένα, Χούμο μου. Οι περισσότεροι εδώ μέσα, μου βγάζουν την ψυχή, για να με πληρώσουν».

    Ο Χούμος του έδωσε τα χρήματα, πήρε την απόδειξη και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Κάνοντας έναν απολογισμό των σκέψεων που είχε ‘’διαβάσει’’ κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης εφαρμογής της απίθανης  εφεύρεσής του, το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν θετικό. Πράγματι, η λειτουργία του ανιχνευτή σκέψεων αποδειχνόταν πολύ χρήσιμη και άκρως εξυπηρετική. Εξάλλου, σε λίγη μόλις ώρα, και ερχόμενος σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους, είχε καταφέρει να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι.

    Η γυναίκα του ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε, κι αυτός κάθισε στο  σαλόνι να δει τηλεόραση. Σε λίγο θα έρχονταν να τους επισκεφτούν η πεθερά του, μαζί με την άλλη κόρη της, οπότε θα του δινόταν η ευκαιρία να ‘’μελετήσει’’ λίγο και το  σόι της γυναίκας του. Θα κατάφερνε επιτέλους να διαπιστώσει τι ακριβώς σκέφτονταν για εκείνον και ποια ήταν τα πραγματικά τους αισθήματα για τον γαμπρό τους.

    Εμφανίστηκαν την ώρα που έστρωναν για το φαγητό. Μπήκαν μέσα, έβγαλαν τα πανωφόρια τους και κάθισαν στην τραπεζαρία. Ο Χούμος είχε ήδη βάλει σε λειτουργία το τσιπάκι του και περίμενε να ‘’διαβάσει’’ τις σκέψεις τους. Την κουνιάδα του στάθηκε αδύνατο να την ‘’διαβάσει’’. Η αδελφή της γυναίκας του δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Από την ώρα που κάθισε, παρλάριζε συνεχώς και αδιαλλείπτως. Την πεθερά του κατάφερε κάποια στιγμή να την ανιχνεύσει. «Τυχερή στάθηκε η κόρη μου, με τον άντρα που πήρε», την συνέλαβε να σκέφτεται. « Ο άνθρωπος ούτε μιλάει πολύ, ούτε νευριάζει. Νοικοκύρης και κουβαλητής είναι!».

    Όταν κάποια στιγμή, την ώρα που έτρωγαν, κατάφερε να ανιχνεύσει και την κουνιάδα του, το μόνο που εκείνη σκεφτόταν ήταν η βραδινή της έξοδος με τις φίλες της στο κλαμπ, για ποτό και μουσική, ευχόμενη να πάνε μαζί της και η Μαριέτα και εκείνος. Πάντως το αποτέλεσμα του τεστ τον ευχαρίστησε, αφού διαπίστωσε ότι, και οι τρεις γυναίκες του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν. Αυτό βέβαια ήταν κάτι για το οποίο δεν αμφέβαλε, απλώς, χρησιμοποιώντας την εφεύρεσή του, του δόθηκε η  ευκαιρία να το επιβεβαιώσει.

    Το απόγευμα, όταν έφυγαν οι γυναίκες, αποφάσισε να συνεχίσει την ανίχνευση σκέψεων, πηγαίνοντας στο σπίτι του Σόλωνα. Αυτός ήταν φίλος του από πολύ παλιά, από την εποχή που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο. Επρόκειτο για ένα μονόχνωτο άτομο, που δεν είχε παντρευτεί και ζούσε ακόμα με τους γονείς του. Όποτε τον συναντούσε, συζητούσαν περισσότερο για το παρελθόν, για τα φοιτητικά τους χρόνια, παρά για το παρόν. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του και χαιρετήθηκε εγκάρδια μαζί  του. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού και, πριν ακόμα αρχίσουν συζήτηση, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Εσύ μας έλειπες τώρα. Καλά είχαμε την ησυχία μας. Άντε τώρα πάλι κουβέντες για  τα παλιά. Δεν μας παρατάς απογευματιάτικα;».

    Ο Χούμος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να ξύνει το  κεφάλι του, «Φτου να πάρει», έκανε τάχα με έκπληξη. «Ξέχασα να πάρω το απογευματινό μου χάπι. Φεύγω και τα λέμε κάποια άλλη φορά».

    «Άντε να χαθείς, ρε κωλόπαιδο», μουρμούρισε ο Χούμος μόλις βγήκε έξω. «Κι εγώ σε νόμιζα για φίλο».

    «Να λοιπόν που, ένας-ένας, αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό και τα πραγματικά του αισθήματα για μένα», μονολόγησε, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του.

    Στη γωνία, πριν στρίψει στο τετράγωνο που  βρισκόταν η πολυκατοικία του, συνάντησε έναν νεαρό, που στεκόταν ακίνητος, με το τσιγάρο στο χέρι και με στραμμένη την προσοχή του στην απέναντι μονοκατοικία. Τη στιγμή που περνούσε δίπλα του, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Άντε ρε ραμολιμέντα, πότε θα βγείτε για ψώνια, για να μπω μέσα και να μη σας αφήσω τίποτα όρθιο;».

    Στο σπίτι εκείνο καθόταν ένα μεγάλης ηλικίας ζευγάρι, γνωστό στον Χούμο και πολύ ευκατάστατο. Κατάλαβε λοιπόν ότι ο λεβέντης εκείνος

σχεδίαζε να μπουκάρει μέσα στο σπίτι και να ληστέψει το ανήμπορο, γηραιό ζευγάρι. Μπήκε χωρίς χρονοτριβή στο σπίτι του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού, απ’ όπου έβλεπε καθαρά τη μονοκατοικία απέναντί του. Ήξερε τι θα έκανε, αν έβλεπε τον διαρρήκτη να μπαίνει μέσα στο σπίτι των γερόντων. Η Μαριέτα ήταν απασχολημένη στην κουζίνα και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του άντρα της.

    Κάπου μισή ώρα αργότερα, είδε το ζευγάρι να βγαίνει από το σπίτι και να απομακρύνεται. Λίγα λεπτά μετά, ο νεαρός επίδοξος ληστής, διέρρηξε την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Ο Χούμος δεν αδράνησε καθόλου. Πήρε αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία και σε πέντε λεπτά, δύο περιπολικά εμφανίστηκαν μπροστά στο σπίτι. Τέσσερις αστυνομικοί, με τα όπλα  στα χέρια, μπούκαραν μέσα και έπιασαν στα πράσα τον ληστή.

    Ο Χούμος ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση. Τελικά, η εφεύρεσή του, αποδειχνόταν πολύ χρήσιμη. Μπορεί από τη χρήση της να απογοητευόταν εκείνος σε προσωπικό επίπεδο από κάποιους ανθρώπους, αλλά να που θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά στην αποφυγή και στην εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων. Συνειδητοποίησε όμως ότι, η χρησιμοποίησή της από άλλους ανθρώπους, μάλλον θα είχε αρνητικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αναστάτωση, ανασφάλεια, διχόνοια, μίσος, καχυποψία, επιθυμία  για κλοπές και απάτες, και  πολλά ακόμα προβλήματα.

Έτσι, το αποφάσισε. Δεν θα γνωστοποιούσε την ύπαρξή της στις αρχές, αλλά θα την κρατούσε μόνο για λογαριασμό του, και θα προσπαθούσε να βοηθήσει τη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις παρανομίας, όπως η σημερινή, που θα  υπέπεπταν στην αντίληψή του!

    «Δεν πειράζει», σκέφτηκε. «Μπορεί να αναθεωρήσω τη  γνώμη μου για κάποιους ανθρώπους και να στενοχωρηθώ από τα αρνητικά τους σχόλια, τα άσχημα αισθήματα και την συμπεριφορά τους, αλλά θα βοηθήσω την κοινωνία να γίνει λίγο καλύτερη».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Ο ΛΟΥΤΡΗΣ, Η ΦΙΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΓΑΥΓΑΜΗΛΟΣ

     «Ξέρεις ποιος είναι ο καλύτερος άνθρωπος του  κόσμου;»

    Ο Λούτρης, που μόλις είχε βγει από σπίτι του, κοίταξε με έκπληξη τον Γαυγάμηλο, και αναρωτήθηκε τι είδους ερώτηση ήταν αυτή, που του είχε κάνει πρωί-πρωί ο γείτονας και φίλος του; Ούτε καλημέρα δεν είχε προλάβει να του πει, κι εκείνος είχε αρχίσει τις φιλοσοφίες του!

    «Και πού θέλεις να ξέρω εγώ;» του απάντησε εκείνος. «Ο πληθυσμός του πλανήτη έχει φτάσει στα εννέα δις, και ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους υπάρχουν και καλοί και κακοί. Τώρα, ποιος είναι καλύτερος απ’όλους αυτούς, ούτε ένας θεός δεν το γνωρίζει!»

    «Καλά τότε», του είπε χαμογελώντας ο Γαυγάμηλος. «Θα σου πω εγώ, ποιος είναι! Εσύ είσαι, Λούτρη μου, εσύ! Ποιος άλλος άνθρωπος είναι τόσο καλόκαρδος, τόσο φιλάνθρωπος, τόσο ευγενικός και τόσο αλτρουιστής;»

    «Α, καλά», γέλασε ο Λούτρης. «Άσε τώρα να πάω στο γραφείο, γιατί με περιμένει πολλή δουλειά, και τα λέμε το βράδυ».

    «Εντάξει, αλλά πριν φύγεις, δώσε μου δέκα ευρώ, να πάρω τσιγάρα, γιατί έχω ξεμείνει».

    Έτσι εξηγούνται  οι φιλοφρονήσεις και τα κοπλιμέντα, σκέφτηκε ο Λούτρης. Δεν το σχολίασε όμως και απλά έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα δεκάρικο και του το έδωσε. Και, καθώς ο άλλος τον ευχαριστούσε, μπήκε μέσα στο αερόπλοιό του, το έβαλε σε λειτουργία και απογειώθηκε για να πάει στην πλατεία Νικολομιχαλολιδάκη, όπου βρισκόταν η ασφαλιστική εταιρία, στην οποία εργαζόταν.

    Πέντε μόλις λεπτά αργότερα βρισκόταν στον προορισμό του. Προσγείωσε το σκάφος του στην ταράτσα-πάρκινγκ του κτηρίου και κατέβηκε στο γραφείο του. Εκεί τον περίμεναν δυο μεγάλες κούτες με ασφ/ρια συμβόλαια, που περίμεναν να τα ελέγξει. Αυτό γινόταν επειδή, αν και βρίσκονταν ήδη στο έτος 2055, οι περισσότεροι πελάτες της εταιρίας προτιμούσαν να λαμβάνουν έντυπα τα ασφ/ριά τους, παρά ηλεκτρονικά. Μέχρι το μεσημέρι τα είχε ελέγξει όλα, Έδωσε αυτά που ήταν για διόρθωση στη βοηθό του και,  τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, χτύπησε το κινητό του. Τον καλούσε η θεία του η Φιόνα.

    «Έλα θεία. Μόλις σχόλασα και θα έρθω να σε δω».

    «Δεν θα είμαι στο σπίτι», του είπε εκείνη. «Γι’ αυτό σε πήρα, γιατί σε χρειάζομαι. Πάω στο συμβολαιογράφο να συντάξω τη διαθήκη μου, και θα ήθελα να είσαι κι εσύ εκεί».

    Η Φιόνα ήταν γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, άτεκνη και χήρα. Ήταν αδελφή της μητέρας του Λούτρη και τον είχε σαν παιδί  της. Ήταν ευκατάστατη οικονομικά και τώρα, που πλησίαζε προς το τέλος της ζωής της, ήθελε να μην αφήσει εκρεμμότητες.

    «Εντάξει, θεία», της είπε εκείνος. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι κι εγώ στο  συμβολαιογράφο».

    Πράγματι, έφτασε στο γραφείο του συμβολαιογράφου, και μπήκε μέσα. Η θεία του ήταν ήδη εκεί, συνοδευόμενη από μια φίλη της, επειδή, για την εγκυρότητα της συμβολαιογραφικής πράξης, χρειάζονταν δυο μάρτυρες. Χαιρέτησε και τους τρεις παρευρισκόμενους, και θρονιάστηκε σε μια καρέκλα.

    «Ξέρεις, κάτι;», άκουσε την Φιόνα να του λέει, «αποφάσισα να αφήσω όλη μου την περιουσία σε σένα».

    Ο Λούτρης έπεσε από τα σύννεφα. «Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά», της είπε με γουρλωμένα μάτια, « αφήνεις και τα  έξι ακίνητά σου σε μένα; Αυτό καλή μου θεία δεν είναι  σωστό. Και τα άλλα δύο ανήψια σου δεν θα πάρουν τίποτα;»

    Κοίταξε με απορία τον συμβολαιογράφο, κι εκείνος αποφάσισε να επέμβει: «Έχει δίκιο ο ανηψιός σας, κυρία Φιόνα», της είπε. «Το σωστό είναι να τα μοιράσετε εξ’ ίσου και στα τρία ανήψια σας».

    Το ύφος και το κούνημα του κεφαλιού της φίλης της Φιόνας, επιβεβαίωσαν την άποψη του  Λούτρη. Έτσι, τελικά αποφασίστηκε ομόφωνα, στη διαθήκη να αναφέρονται τρεις κληρονόμοι, και όχι μόνον ο Λούτρης.

    Όταν το ίδιο βράδυ, ο Λούτρης συναντήθηκε με τον Γαυγάμηλο, του εξιστόρησε την ιστορία στο συμβολαιογραφείο, κι εκείνος τότε, βάζοντας το δάχτυλό του στον κρόταφο, του είπε: «Είδες που σου το είπα εγώ το πρωί, κι εσύ δεν με πίστευες; Τελικά εσύ, φίλε μου, εκτός από καλός, είσαι και σοφός! Πόσοι άνθρωποι στον πλανήτη θα έκαναν αυτό που έκανες εσύ; Εγώ πάντως δύσκολα θα το έκανα. Ελπίζω να το μάθουν τα ξαδέλφια σου και να σε ευγνωμονούν».

    «Μπα, μην το λες», διαφώνησε ο Λούτρης. «Πολλοί άνθρωποι θα το έκαναν, γιατί  αυτό είναι το σωστό. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, θα πρέπει πρωτίστως να σκεφτόμαστε και τους άλλους, ιδίως αν πρόκειται για δικούς μας ανθρώπους. Κι εδώ θα αντιστρέψω εκείνη τη γνωστή ρήση και θα πω: Κάνε στον άλλον, αυτό που θα ήθελες να κάνει  εκείνος σ’ εσένα