Σελίδες

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Ένα μικρό, αλληγορικό διήγημα, επιστημονικής φαντασίας.
  
    «Μα, αφού σου λέω ότι έρχονται με φιλικές διαθέσεις», επέμεινε ο Ντον.
    Ο Φλαντ τον κοίταξε ειρωνικά, πήρε ένα αλαζονικό ύφος και του είπε: «Σε πληροφορώ ότι είσαι πολύ αφελής. Πιστεύεις κι εσύ τις ανοησίες που κυκλοφορούν εκεί έξω; Εγώ σου δηλώνω υπεύθυνα ότι, οι τύποι αυτοί, αποκλείεται να μας επισκέπτονται σαν φίλοι. Κάτι άλλο, και πολύ φοβάμαι ίσως οδυνηρό, ζητούν από μας».
    «Και νομίζεις ότι, από τη δική μας πλευρά, δεν μπορεί να γίνει κάποια άλλη ενέργεια, πέρα από αυτήν που εσύ προτείνεις;»
    «Φυσικά, όχι», του απάντησε ο Φλαντ, με ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. «Δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε, δεν το καταλαβαίνεις; Αν τους δεχτούμε με ανοιχτές αγκάλες, ίσως το αποτέλεσμα να είναι τραγικό για εμάς».
    Ο Ντον σηκώθηκε όρθιος και πήγε και στάθηκε μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία.  Έβαλε τα χέρια του στη μέση και, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον άλλον, του είπε: «Ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο να είσαι επιφυλακτικός, κι ότι αυτό που προτείνεις είναι σωστό, είσαι όμως βέβαιος ότι μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε; Πώς μπορείς να γνωρίζεις τις δυνατότητες και τις ικανότητες αυτών των ανθρωποειδών; Αποκλείεις το γεγονός να έχουν αντιληφθεί τις προθέσεις μας και να μας εξοντώσουν, πριν καν προλάβουμε να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας;»
     «Μπράβο, Ντον, αυτό περίμενα τόση ώρα να ακούσω από το στόμα σου. Συμφωνώ απόλυτα ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τα μέσα και τις ικανότητές τους, αυτός όμως είναι και ο κυριότερος λόγος, για τον οποίον επιμένω να τους εξοντώσουμε. Πιστεύω ότι δεν θα μας είναι δύσκολο να το κατορθώσουμε, αρκεί να τους πιάσουμε στον ύπνο».
    «Ο Ντον γύρισε και κοίταξε τον συνομιλητή του με συμπόνια: «Ειλικρινά, σε λυπάμαι», του είπε. «Πιστεύω ότι, όταν δεν γίνεται αυτό που θέλεις εσύ, υποφέρεις και βασανίζεσαι και πληγώνεται ο εγωισμός σου. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι, αυτό που συνήθως ζητάς, είναι κάτι κακό.  Βλέπεις όλους τους άλλους σαν εχθρούς και νομίζεις ότι θέλουν να σε βλάψουν. Γιατί, Φλάντ; Γιατί κρίνεις τις προθέσεις των άλλων πάντοτε κακόπιστα; Γιατί θεωρείς ότι, όλοι οι άνθρωποι, και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτά τα καλοκάγαθα, εξωγήινα όντα, είναι επικίνδυνοι και κακόβουλοι;»
    Ο Φλαντ χαμογέλασε, χωρίς να δείξει ότι τον είχαν πειράξει τα πικρά λόγια του Ντον: «Δεν πειράζει»», αρκέστηκε να σχολιάσει. «Σου επιτρέπω να λες ό, τι θέλεις για μένα, αλλά μη νομίζεις ότι, με το φτωχό και ρηχό σκεπτικό σου, θα μπορέσεις να πείσεις τους συμπολίτες μας να κάνουν αυτό που θέλεις εσύ. Τα επιχειρήματά μου είναι ατράνταχτα και άκρως πειστικά, οπότε, σε πληροφορώ πως αύριο όλοι θα είναι με το μέρος μου. Το πρωί λοιπόν, που θα εμφανιστούν αυτά τα αλλόκοτα όντα, θα αφήσουν για πάντα τα κοκαλάκια τους επάνω στο χώμα του πλανήτη Γη».
    «Δεν σκέφτεσαι τις επιπτώσεις από μια τέτοια, απερίσκεπτη ενέργεια; Δεν περνά από το μυαλό σου η εκδοχή να υπάρξουν αντίποινα; Δεν αναλογίζεσαι ότι η δολοφονία αυτών των όντων, μπορεί να πυροδοτήσει έναν διαπλανητικό πόλεμο;»
    «Υπερβολές», χαχάνισε ο Φλαντ. «Μεγάλη φαντασία έχεις. Πες ότι φοβάσαι να συμμετάσχεις σε αυτήν την πράξη, και άφησε κατά μέρος την προσπάθεια  να μεγαλοποιείς τα πράγματα».
                                   -------------------------------------
    Εκείνη τη νύχτα έκανε το χειρότερο ύπνο της ζωής του. Το βράδυ, λίγο πριν πέσει για ύπνο, είχε συναντηθεί με μερικούς από τους συνοικιστές τους στο εντευκτήριο του οικισμού και τους είχε εκφράσει τους φόβους  του για την απονενοημένη πράξη που ετοίμαζαν, δεν ήταν όμως βέβαιος ότι τους είχε πείσει. Έτσι, επέστρεψε στο σπίτι του κι έπεσε για ύπνο, αλλά ο Μορφέας είχε άλλη γνώμη.
    Το πρωί σηκώθηκε κουρασμένος και απογοητευμένος. Κοίταξε έξω από το πανοραμικό παράθυρο τον μικρό, κουκλίστικο οικισμό τους με τα θολωτά σπίτια και ένα κύμα δυσθυμίας τον πλημμύρισε. Λίγο αργότερα, τόλμησε να βγει έξω. Ο ήλιος κόντευε να ανατείλει και το σκάφος των εξωγήινων δεν θα αργούσε να φανεί. Όσο σκεφτόταν τι επρόκειτο να επακολουθήσει, οργή και απογοήτευση γέμιζαν την ψυχή του.
    Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε με αργά βήματα προς τη μεγάλη πλατεία, εκεί που θα προσγειωνόταν το μικρό διαστημόπλοιο.  Φτάνοντας κοντά, αντίκρισε τους υπόλοιπους, καμιά δεκαριά άτομα, να βρίσκονται ήδη εκεί. Ήταν συγκεντρωμένοι σε έναν κύκλο, οπλισμένοι με ακτινοπίστολα, και στο κέντρο ακριβώς στεκόταν ο Φλαντ και τους έδινε οδηγίες.
    Ο Ντον κάθισε λίγο παράμερα και περίμενε να δει τις εξελίξεις. Του φαινόταν αδιανόητο ότι, για μια ακόμα φορά, η ανθρώπινη βλακεία είχε καταφέρει να υπερνικήσει τη σύνεση και τη λογική. Ο άνθρωπος είχε καταφέρει να ταξιδέψει στο διάστημα, αλλά στο ζήτημα της ανθρωπιάς, βρισκόταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία.
    «Να, το, έρχεται», άκουσε κάποιον από τους άντρες να φωνάζει και να δείχνει με το χέρι ψηλά.
    Είχε πια ξημερώσει για καλά και όλοι διέκριναν καθαρά το εξωγήινο σκάφος που πλησίαζε αθόρυβα. Ήταν σχετικά μικρό σε διαστάσεις, γεγονός που υποδήλωνε ότι οι επιβάτες του θα ήταν λίγοι. Όταν το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε στις πλάκες της πλατείας, άνοιξε η μπουκαπόρτα του και φάνηκαν τα πόδια των τριών επιβατών του.
    «Τώρα», φώναξε δυνατά ο Φλαντ, γελώντας σαρδόνια και κάνοντας σήμα με το χέρι του στους άλλους να ανοίξουν πυρ. Για μια στιγμή, τίποτα δεν συνέβη. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος των συνοικιστών του, και το γέλιο εξαφανίστηκε αμέσως από το μοχθηρό του πρόσωπο.
    Γούρλωσε με έκπληξη τα μάτια του και  έδειξε να τρομοκρατείται: «Ε, τρελαθήκατε; Τι πάτε να κάνετε;»  ούρλιαξε, καθώς είδε τις σκοτεινές κάννες δέκα ακτινοβόλων όπλων να τον σημαδεύουν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: