Σελίδες

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΥΛ


    Ο Βουλ έπιασε το μακρύ κλαδί στα χέρια του, το ζύγισε καλά και αποφάσισε ότι ήταν κατάλληλο για ακόντιο. Το καθάρισε από τα φύλλα και από τα ξερόκλαδα που εξείχαν και άρχισε να τρίβει τη μια του άκρη δυνατά επάνω σε έναν κορμό παρακείμενου δέντρου. Αν ήθελε να ήταν αποτελεσματικό, θα έπρεπε να το κάνει πολύ μυτερό. Αποτυχία στο κυνήγι δεν επιτρεπόταν. Το θήραμά του έπρεπε να σκοτωθεί με την πρώτη. Άσε που έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα όταν ερχόταν αντιμέτωπος με άγρια ζώα, κι αυτά μόνον με ένα αποτελεσματικό όπλο μπορούσε να τα αντιμετωπίσει.
    Ανατρίχιασε όταν επανέφερε στη μνήμη του το προχθεσινό περιστατικό με τον Γουλ. Είχαν πάει μαζί για κυνήγι στο δάσος και είχαν καταφέρει να σκοτώσουν ένα μεγάλο λαγό, κατά την επιστροφή τους όμως στη σπηλιά, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν λύκο. Πρότειναν τα ακόντιά τους για να τον απωθήσουν, εκείνος όμως δεν φαινόταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη λεία του. Έτσι, επιτέθηκε πρώτα στον Γουλ, κι όταν εκείνος, στην προσπάθειά του να οπισθοχωρήσει, σκόνταψε σε μια μεγάλη πέτρα, ο λύκος έπεσε με μανία επάνω του και άρχισε να τον δαγκώνει με τα μυτερά του δόντια. Ο Βουλ προσπάθησε να βοηθήσει το φίλο του να ξεφύγει από το στόμα του άγριου ζώου, το μόνον όμως που κατάφερε, χτυπώντας το με το ακόντιό του, ήταν να σπάσει το όπλο του. Βλέποντας ότι ένας ακόμα λύκος πλησίαζε κοντά τους και αντιλαμβανόμενος ότι είχαν περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση, εγκατέλειψε τον Γουλ και επέστρεψε τρέχοντας στον οικισμό για να καλέσει βοήθεια. Ξαναγύρισε πίσω, συνοδευόμενος από τρεις ακόμα οπλισμένους άντρες, δυστυχώς όμως ήταν πολύ αργά για τον Γουλ. Ένας σωρός από ματωμένα κόκκαλα ήταν το μόνο που είχε απομείνει από εκείνον.
    Η κατασκευή λοιπόν ενός δυνατού και αποτελεσματικού όπλου ήταν πλέον το ζητούμενο, αν ήθελαν να επιβιώσουν. Ο κόσμος τους ήταν πολύ σκληρός και η ζωή απρόβλεπτη και επικίνδυνη και ο Βουλ δεν είχε σκοπό να παραμείνει με τα χέρια σταυρωμένα. Γι’ αυτό ήθελε, το ακόντιο που θα έφτιαχνε, να ήταν πολύ γερό και να μην σπάει με το παραμικρό. Θα έφτιαχνε και άλλα, για να τα δώσει στους άλλους σπηλαιανθρώπους, για να μπορούν να αμύνονται αποτελεσματικά.
    Έτριβε και ξανάτριβε το κλαδί, κι εκείνο είχε αρχίσει να γίνεται μυτερό. Κάποια στιγμή, που ένιωσε να κουράζεται, το άφησε κάτω και ξάπλωσε στον κορμό του δέντρου για να ξεκουραστεί. Όταν αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να επανέρχονται, σηκώθηκε και ξανάρχισε το τρίψιμο. Γύρω του μαζεύτηκαν και δυο-τρεις περίεργοι και παρακολουθούσαν την προσπάθειά του, χαχανίζοντας. Απορούσαν με την επιμονή του και θαύμαζαν την υπομονή του. Εκείνοι, όταν έφτιαχναν τα ακόντιά τους, διάλεγαν πιο λεπτά κλαδιά και περιορίζονταν σε ένα απλό ξύσιμό τους  στην άκρη, κι αυτό ήταν όλο. Ο Βουλ όμως διέφερε από τους άλλους. Ήταν ανήσυχος και δεν επαναπαυόταν στα ήδη υπάρχοντα. Αντλώντας εμπειρία από τα παθήματά τους, προσπαθούσε διαρκώς να βρίσκει λύση σε κάποια από τα δεκάδες προβλήματα που τους παρουσιάζονταν καθημερινά.
    Έτσι και τώρα, ήταν αποφασισμένος να κάνει το όπλο του περισσότερο γερό και αξιόμαχο, και γνώριζε ότι δύο ήταν τα στοιχεία που χρειάζονταν για να το πετύχει: το μεγαλύτερο πάχος του ξύλου και η πιο μυτερή άκρη του. Οι υπόλοιποι έπαιρναν απλώς ένα κλαδάκι  και με αυτό προσπαθούσαν να κυνηγήσουν ή να τα βάλουν με κάποιο θηρίο.
    Ξαφνικά, κάποια στιγμή, από την άκρη του κλαδιού πετάχτηκε μια λάμψη και μια πρωτόγνωρη μυρωδιά εισχώρησε στα ρουθούνια τους. Οι άλλοι πισωπάτησαν τρομαγμένοι, ο Βουλ όμως δεν έχασε την ψυχραιμία του. Δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί, ούτε μπορούσε να εξηγήσει αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο, αλλά δεν αμφέβαλλε ότι ήταν ένα από τα πολλά που δεν είχαν γίνει ακόμα αντιληπτά από τις αισθήσεις τους. Έφερε το ένα του χέρι κοντά στη λάμψη, κι ένιωσε μια ζέστη να  αναβλύζει από αυτήν. Ένιωσε να συγκλονίζεται. Σκέφτηκε ότι, αν αυτή η λάμψη μπορούσε να τιθασευθεί, θα έλυναν το πρόβλημα της θέρμανσής τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα, καθώς και το πρόβλημα του φωτισμού της σπηλιάς.
    Η εμφάνιση μιας αρκούδας, χειροτέρεψε την κατάσταση. Οι  άλλοι ένιωσαν να τους κόβονται τα γόνατα, κι ετοιμάστηκαν να το βάλουν στα πόδια, όμως αυτό που επακολούθησε, τους υποχρέωσε να αλλάξουν τακτική. Είδαν τον Βουλ να στρέφει τη φλεγόμενη άκρη του όπλου του εναντίον της αρκούδας και να την ακουμπά  επάνω στο πρόσωπό της. Το άγριο ζώο, έβγαλε ένα μουγκρητό, έκανε μεταβολή, κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς το δάσος.
    Ο Βουλ αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει ένα κύμα θριάμβου και γύρισε προς το μέρος των συντρόφων του, για να τους ανακοινώσει ότι δεν υπήρχε λόγος πλέον να φοβούνται τα άγρια θηρία, έμεινε όμως κατάπληκτος με αυτό που αντίκρισε. Είδε τους άλλους να έχουν πέσει στα γόνατα και να προσκυνούν το φλεγόμενο κλαδί και τον εκλεκτό που το είχε ανακαλύψει και το κρατούσε στα χέρια του θριαμβευτικά.
    Από εκείνη τη στιγμή, ο πρώτος θεός στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε ήδη δημιουργηθεί. Όλοι οι άποικοι του μικρού οικισμού τους, λάτρεψαν το θεό της φωτιάς Βουλ!