Σελίδες

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Ο ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ


 

 

    Όλα ήταν έτοιμα για την απονομή του βραβείου διηγήματος. Η αίθουσα του συνδέσμου λογοτεχνών ήταν στολισμένη φανταχτερά και φωτισμένη άπλετα, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης βρίσκονταν ήδη καθισμένα στις θέσεις τους. Σιγά-σιγά, άρχισαν να καταφθάνουν και οι καλεσμένοι της εκδήλωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι λογοτέχνες που είχαν λάβει μερος στον διαγωνισμό!

    Όταν κάθισε και ο τελευταίος προσκεκλημένος, ο πρόεδρος της επιτροπής σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να λέει:

    «Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι της λογοτεχνίας, καλωσορίσατε σε αυτή την όμορφη εκδήλωση, όπου θα βραβεύσουμε τρεις νέους και αξιόλογους λογοτέχνες! Δεν έχω σκοπό να σας κουράσω με πολυλογίες, αλλά θα σας ανακοινώσω αμέσως τα ονόματα των νικητών».

    Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα σημείωμα και άρχισε να διαβάζει: «Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Το πρώτο βραβείο  απονέμεται στον κύριο με το όνομα, ή μάλλον με το ψευδώνυμο, Γκρίνγκο, Το δεύτερο βραβείο απονέμεται στον κύριο Μιχαήλ Μιχαλάκη, και το τρίτο βραβείο στην κυρία Ανδριανή Ζιζίκου».

    Μόλις ο  καταιγισμός των χειροκροτημάτων κόπασε, ο πρόεδρος ξαναδίπλωσε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του και, αφού το ξανάβαλε στην τσέπη του, παρότρυνε τους βραβευμένους να παρουσιαστούν, για να παραλάβουν το βραβείο τους.

    «Ελάτε λοιπόν φίλτατοι να σας γνωρίσουμε κι από κοντά. Τα βραβεία σας περιμένουν».

    Αμέσως μετά, δυο άτομα, ένας άνδρας και μια γυναίκα, σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και, χαμογελώντας με ικανοποίηση, στάθηκαν μπροστά στην επιτροπή.

    «Εγώ είμαι ο Μιχαήλ Μιχαλάκης», συστήθηκε ο άνδρας, καθώς ο πρόεδρος του έσφιγγε με θαυμασμό το χέρι.

    «Εγώ είμαι η Ανδριανή Ζιζίκου», είπε με τη σειρά της η γυναίκα.

    Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, τα μέλη της επιτροπής και οι προσκεκλημένοι, απόρησαν που ο νικητής του πρώτου βραβείου δεν έλεγε να εμφανιστεί. Είχαν όλοι μεγάλη περιέργεια να γνωρίσουν εκείνον τον λογοτέχνη με το παράξενο ψευδώνυμο, τον εντελώς άγνωστο, μέχρι εκείνη την ημέρα, συγγραφέα στο χώρο της λογοτεχνίας.

    «Ο κύριος Γκρίνγκο δεν είναι εδώ;», φώναξε ο πρόεδρος, ανυπομονώντας να γνωρίσει επιτέλους τον νικητή.

    Δευτερόλεπτα μετά, μια δυνατή μεταλλική φωνή ακούστηκε από την είσοδο της αίθουσας και, όλοι άκουσαν το γκριζοπράσινο ανδροειδές που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους να λέει: ‘’Εδώ είμαι, κύριε πρόεδρε’’.

    Το ρομπότ κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς το μέρος της επιτροπής και όλοι, μα όλοι οι παρευρισκόμενοι, έμειναν άναυδοι, επεσαν από τα σύννεφα. Αυτό, ούτε στα πιο τρελλά όνειρά τους δεν θα μπορούσαν να το φανταστούν. Κοιτάζονταν μεταξύ τους, με την απορία ζωγραφισμένη στα έκληκτα πρόσωπά τους, και δεν μπόρεσαν να μη σχολιάσουν εκείνο το απίθανο, το απίστευτο γεγονός.

    «Ώστε εσύ είσαι ο Γκρίνγκο;» αναφώνησε ο πρόεδρος, κοιτάζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια.

    «Μάλιστα, κύριε πρόεδρε», του απάντησε το ρομπότ, «και σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνατε, να με βραβεύσετε για το διήγημά μου».

    Τα μέλη της επιτροπής εξεπλάγησαν. Άρχισαν να ανταλλάσουν σχόλια και να χειρονομούν με εκνευρισμό και, στο τέλος, ένας από αυτούς, απευθύνθηκε στον πρόεδρο με δυνατή και  γεμάτη θυμό φωνή.

    «Κάποιος ή κάποιοι μας κοροιδεύουν, κύριε πρόεδρε. Είναι δυνατόν ένα άψυχο, ένα μεταλλικό κατασκεύασμα, να έχει γράψει ένα τόσο ωραίο διήγημα; Ο διαγωνισμός πρέπει να ακυρωθεί και να προκηρυχθεί ένας καινούριος».

    Ακούγοντάς το αυτό ο Γκρίνγκο, στράφηκε προς το μέρος του και είπε: «Μα τι είναι αυτά που λέτε; Δεν σας κοροιδεύει κανένας κύριοι. Φοβάμαι ότι, απλώς, αδυνατείτε να δεχτείτε ότι, ένα δημιούργημά σας, έγινε καλύτερο σε κάποιον τομέα, από τους ίδιους τους δημιουργούς του. Εγώ, κύριοι, θέλω να ξέρετε ότι έχω διαβάσει σχεδόν χίλια βιβλία, κατά τη διάρκεια της δεκαοκταετούς ύπαρξής μου. Έχω μπει για τα καλά στο πνεύμα και τη διαδικασία της συγγραφής. Γιατί λοιπόν αμφισβητείτε την αξία μου στον τομέα αυτόν και με κατηγορείτε για απάτη; Επειδή δεν διαθέτω γήινο σώμα;»

    Μόλις ο Γκρίνγκο τελείωσε την απολογία του, οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Αναλογιζόμενοι ότι, εκείνοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους, δεν είχαν διαβάσει ούτε τα μισά βιβλία από όσα είχε αναφέρει το ρομπότ, δεν διατηρούσαν την παραμικρή αμφιβολία ότι, το διήγημα του Γκρίνγκο, ήταν γνήσιο, βγαλμένο από τον τεχνητό εγκέφαλό του, και γραμμένο από τα ίδια τα μεταλλικά του χέρια.

    Έτσι, η επιτροπή, μετά από μια μικρή σύσκεψη, αποφάσισε να δεχθεί σαν γνήσια τη συμμετοχή του ανδροειδούς, και να του απονείμει τελικά το πρώτο βραβείο, κάτι που, όταν μαθεύτηκε διεθνώς, συγκλόνισε όλον τον πληθυσμό του πλανήτη!

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ

 

    Ο ογδονταπεντάχρονος Μηνάς κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον ογδοντατετράχρονο συνομιλητή του και δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Αυτά που μόλις είχε ξεστομίσει ο Ηλίας, του φάνηκαν σαν ατάκες από ταινία φαντασίας.

    «Καλά, σοβαρά μιλάς τώρα;», τον ρώτησε μόλις κατάφερε να συνέλθει από το σοκ. «Δηλαδή, στο εξής όλοι οι συνταξιούχοι που περνούν την ηλικία των ογδόντα χρόνων, θα παίρνουν μόνον τριακόσια ευρώ το μήνα;»

    «Ακριβώς Μηνά μου», του επιβεβαίωσε εκείνος. «Μας το ανακοίνωσε ο Χαμουριάδης, ο πρόεδρος του συλλόγου, χθες στη γενική συνέλευση. Είναι μια οριστική απόφαση της κυβέρνησης, λόγω της υποβάθμισης των ταμείων και της οικονομικής αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν στις πληρωμές των συντάξεων. Έτσι, αύριο κιόλας, θα περάσουν το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή, για να το ψηφίσουν».

    «Καλά, και πώς θα ζήσουμε εμείς με τόσα λίγα χρήματα; Πώς θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα; Δεν διαμαρτυρηθήκατε, δεν αντιδράσατε;»

    «Ασφαλώς! Του είπαμε ότι δεν έπρεπε να καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια, ότι κάτι έπρεπε να κάνουμε, γιατί θα δυσκολευόταν πολύ η ζωή μας, αν περνούσε αυτό το απάνθρωπο νομοσχέδιο, κι ότι θα μας οδηγούσε στο θάνατο. Κι εκείνος τότε μας είπε ‘’μα γι’ αυτό το κάνουν, για να σας πεθάνουν πριν την ώρα σας’’».

    «Τι είπες τώρα;» τσίριξε ο Μηνάς. «Σας μίλησε στο δεύτερο πρόσωπο, λες κι αυτός δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των συνταξιούχων;»

    «Ξεχνάς, φαίνεται, ότι  αυτός δεν είναι ακόμη ούτε εβδομήντα χρόνων. Άσε που είναι καλά τακτοποιημένος οικονομικά. Τόσα χρόνια στο συνδικαλισμό, έχει κάνει τη μπάζα του».

    «Καλά και δεν προγραμμάτισε κάποια συγκέντρωση, κάποια διαμαρτυρία;»

    «Του το επισημάναμε, αλλά αυτός μας είπε ότι δεν θα είχε νόημα, ούτε αποτέλεσμα μια τέτοια κίνηση, γιατί η απόφαση της κυβέρνησης είναι οριστική και αμετάκλητη».

    «Πω, πω», έκανε με απογοήτευση ο Μηνάς. «Και τώρα τι θα κάνουμε;»

    «Δεν ξέρω. Τι να σου πώ; Σίγουρα πάντως δεν πρέπει να καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Άσε με λίγο να το σκεφτώ, και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Τι στο διάολο γίνεται εδώ πέρα; Φτάσαμε στο έτος 2050, ζούμε σε μια, υποτίθεται, ανεπτυγμένη χώρα κι αυτοί, έτσι όπως το πάνε, θα μας στείλουν μια ώρα αρχύτερα»

        Ο Μηνάς εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Σκεφτόταν διαρκώς ότι, τόσα χρόνια βρε αδελφέ, τα βόλευε μια χαρά με τα 1200 ευρώ που έπαιρνε κάθε μήνα, και τώρα, κάποια ανελέητα όντα, ήθελαν να τον ξεπαστρέψουν. Ζώντας μόνος του, λόγω θανάτου της συζύγου του και μετεγκατάστασης των δυο του τέκνων με τις οικογένειές τους σε άλλη πόλη, τα έβγαζε άνετα πέρα. Τι θα γινόταν όμως στο εξής; Προβλήματα με την υγεία του δεν είχε, κι αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να ζήσει για αρκετά ακόμη χρόνια. Τι είδους ζωή όμως θα ήταν αυτή, μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια; Τι είχε κάνει αυτός και οι υπόλοιποι συνομήλικοί του και τους τιμωρούσαν έτσι;

    Τις πρωινές ώρες τον πήρε λίγο ο ύπνος, όταν όμως ξύπνησε, ντύθηκε και βγήκε αμέσως από το σπίτι. Δεν άντεχε να καθίσει άλλο μέσα. Νόμιζε ότι θα πέσει το ταβάνι και θα τον πλακώσει. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος του μεγάλου πεζόδρομου, πήρε και έναν καφέ από την καφετέρια της γωνίας, και συνέχισε τη βόλτα του, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Λίγο πιο κάτω, στην απέναντι γωνία του δρόμου, βρισκόταν η έπαυλη του Γ. Σκαρπέλου, του υπουργού ΜΕΤΕΡΓΑΣΙΑΣ.

    Φτάνοντας κοντά, είδε έναν ψηλό τύπο να βγαίνει από μέσα, κρατώντας στα χέρια του μια τσάντα. Στην αρχή δεν τον γνώρισε, όταν όμως πρόσεξε καλύτερα, είδε ότι ήταν ο Χαμουριάδης, ο πρόεδρός τους. Αναρωτήθηκε, τι μπορεί να ζητούσε εκεί πέρα ο εργατοπατέρας, πρωί-πρωί, και μάλιστα την ημέρα που κρινόταν η τύχη αυτών που εκπροσωπούσε;

    Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι οι  αρμόδιοι έπαιζαν παιχνίδια στις πλάτες των άμοιρων συνταξιούχων, γι’ αυτό θα επικοινωνούσε αμέσως με τον Ηλία, για να του το αναφέρει. Εκείνος είχε περισσότερες διασυνδέσεις με τους συναδέλφους τους και θα μπορούσε ίσως να χειριστεί καλύτερα εκείνο το φλέγον, εκείνο το τόσο επείγον ζήτημα.

    Τον πήρε αμέσως τηλέφωνο στο κινητό και του εξιστόρησε τι είχε συμβεί. Ο Ηλίας τον καθησύχασε και του είπε ότι είχε ήδη βρει κάποια λύση, κι ότι θα την έβαζε αμέσως σε εφαρμογή. Θα καλούσε όσους περισσότερους συναδέλφους μπορούσε σε άμεση κινητοποίηση, κάνοντας διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, μήπως και κατάφερναν να αναστείλουν την ψηφοφορία εκείνου του αισχρού, του απάνθρωπου νομοσχεδίου.

    Πράγματι, λίγη ώρα αργότερα, καμιά διακοσαριά συνταξιούχοι είχαν συγκεντρωθεί στην κεντρική πλατεία και διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης. Σε μισή ώρα από την έναρξη της διαμαρτυρίας, οι διαδηλωτές είχαν αυξηθεί σε πάνω από χίλια άτομα! Όταν μάλιστα μια διμοιρία αστυνομικών προσπάθησε βίαια να τους διαλύσει, εκείνοι έπεσαν όλοι στο έδαφος, δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου εικόνα! Η παρουσίαση στα ΜΜΕ της αντίδρασης και του βασανισμού χιλίων υπέργηρων ανθρώπων, ευαισθητοποίησε σχεδόν όλον τον πληθυσμό της χώρας, με αποτέλεσμα η κινητοποίηση αυτή να γενικευτεί και να προβληματίσει την εξουσία.

    Έτσι, η επόμενη κίνηση των κυβερνώντων ήταν η ανακοίνωση της αναστολής της ψηφοφορίας του σχετικού νομοσχεδίου και η δημόσια υπόσχεση του αρμόδιου υπουργού, ότι δεν θα ξανασκέφτονταν στο μέλλον να προβούν σε μια τέτοιου είδους ενέργεια.

    Ακούγοντας αυτές τις αποφάσεις της κυβέρνησης, οι πολίτες όλης της χώρας το έριξαν στους πανηγυρισμούς. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Δεν έμεινε ούτε ένας πολίτης ανικανοποίητος, εκτός από το δίδυμο Χαμουριάδη-Σκαρπέλου.

   Αργότερα, όταν ο Μηνάς συνάντησε τον Ηλία στο καφενείο, του έσφιξε με θέρμη το χέρι και τον ευχαρίστησε για όλα αυτά που είχε πετύχει με την άμεση και αποτελεσματική ενέργειά του. Εκείνος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του είπε. «Κατάλαβες τώρα τι ζητούσε ο Χαμουριάδης πρωί-πρωί στο σπίτι του Σκαρπέλου;»

    Ο Μηνάς ετοιμάστηκε να του απαντήσει, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς το έκτακτο δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης, τους τράβηξε την προσοχή:

‘’Μόλις πριν από λίγο’’, άκουσαν τον ρεπόρτερ να ανακοινώνει, ‘’συνελήφθη στο αεροδρόμιο ο πρόεδρος του συλλόγου συνταξιούχων, που ετοιμαζόταν για ταξίδι στο εξωτερικό, καθώς στον πάτο της βαλίτσας του, βρέθηκαν 800.000 ευρώ’’.

    Ο Ηλίας σούφρωσε τα χείλη του και είπε στον κεραυνοβολημένο Μηνά: «Ιδού και η επιβεβαίωση αυτού που θα σου έλεγα. Κατάλαβες τώρα, τι ζητούσε πρωινιάτικα ο  Χαμουριάδης, στο σπίτι του υπουργού; Είχε πάει να πάρει το ‘’δωράκι’’ του, για τη συμβολή του στην αδρανοποίηση των κινητοποιήσεών μας, κάτι όμως που δεν επετεύχθη. Ελπίζω να λειτουργήσει σωστά η δικαιοσύνη και να σαπίσει στη φυλακή αυτό το κάθαρμα».

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

 

    Ο Άλμπι, ήταν το μοναδικό ρομπότ στην ιστορία της χώρας, που αποτελούσε ενεργό μέλος της αστυνομίας. Η ιδέα ήταν ενός αστυνομικού, που τον είχε δει να ενεργεί λογικά και αποτελεσματικά σε ένα τροχαίο ατύχημα. Ένα αυτοκίνητο είχε χτυπήσει και είχε σκοτώσει έναν νεαρό ποδηλάτη, αλλά ο ανάλγητος οδηγός του είχε εγκαταλείψει το θύμα του και είχε φύγει! Ο Άλμπι, που έτυχε να βρίσκεται κοντά στον τόπο του δυστυχήματος, σκέφτηκε να κρατήσει τον αριθμό και τη μάρκα του αυτοκινήτου, και να τα δώσει στα αστυνομικά όργανα που κατέφτασαν μετά από λίγο στον τόπο του δυστυχήματος.

    Έτσι, ο επικεφαλής της αστυνομικής ομάδας, θεώρησε πόσο χρήσιμη θα ήταν η παρουσία ενός τέτοιου ρομπότ στην αστυνομία, και πρότεινε στην υπηρεσία του να τον προσλάβουν, κι αυτό που έγινε δεκτό. Τον τοποθέτησαν στο εγκληματολογικό, κάτι που αποδείχτηκε απολύτως θετικό, αφού σε διάστημα επτά μόλις μηνών, από την ημερομηνία της πρόσληψής του, ο Άλμπι εξιχνίασε τρεις  δολοφονίες και δύο μεγάλες χρηματοπιστωτικές απάτες, με αποτέλεσμα οι  δράστες αυτών των εγκλημάτων να συλληφθούν και να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη!

    Η προσφορά του Άλμπι στην κοινωνία έγινε αποδεκτή από τους πολίτες με μεγάλο  ενθουσιασμό, δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για κάποιους μεγαλόσχημους. Αυτοί, έχοντας τη φωλιά τους λερωμένη και  ζώντας μέσα στην κοροιδία του λαού και στις απάτες τους, άρχισαν να ενοχλούνται από την παρουσία  του και φρόντισαν να τον κακολογήσουν, ώστε να αποταχθεί από την αστυνομία. Κατάλαβαν ότι, ο μεταλλικός εκείνος ντετέκτιβ, αργά ή γρήγορα, θα ξεσκέπαζε και θα αποκάλυπτε τις παρανομίες τους, κι αυτό ήταν κάτι που αδυνατούσαν και δεν ήθελαν να το δεχθούν. Έτσι, μια ωραία πρωία, και ύστερα από ομόφωνη απόφαση υπουργείου και αστυνομίας, ο Άλμπι πήρε απολυτήριο. Η ενέργεια τους αυτή δικαιολογήθηκε από τους αρμόδιους, λόγω λέει της υποβάθμισης των ανθρώπινων όντων από τα ίδια τους τα δημιουργήματα.

    Ο Άλμπι δεν πτοήθηκε, ούτε στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα από την απόλυσή του. Εκείνος είχε γοητευτεί από την ιδιότητα του ντετέκτιβ και είχε αποφασίσει να συνεχίσει να ασχολείται με αυτήν, έστω και εξωυπηρεσιακά. Έτσι, καθώς δεν διακατεχόταν από τις ανθρώπινες ανάγκες για φαγητό, ύπνο και ξεκούραση, κυκλοφορούσε τα βράδια στους δρόμους της πόλης, για να εντοπίζει παράνομες πράξεις. Όταν έβλεπε λοιπόν κάποιον άνθρωπο να παρανομεί, ειδοποιούσε την αστυνομία, τηλεφωνώντας από τηλεφωνικό θάλαμο. Αυτό, αρκετές φορές, είχε βοηθήσει τα αστυνομικά όργανα να προλάβουν ή να εντοπίσουν κάποιες εγκληματικές ενέργειες.

    Λίγες μέρες αργότερα, οι αρμόδιοι κατάλαβαν ποιος ήταν αυτός που ειδοποιούσε την αστυνομία. Δεν διατηρούσαν την παραμικρή αμφιβολία ότι, ο πληροφοριοδότης παράνομων ενεργειών, ήταν ο Άλμπι. Αυτό δεν είχε ενοχλήσει τους μάχιμους αστυνομικούς, αφού τους εξυπηρετούσε στα καθήκοντά τους, είχε ενοχλήσει όμως τους υψηλόβαθμους του σώματος και τους πολιτικούς, που είχαν ελπίσει στην εξαφάνιση του ανεπιθύμητου εκείνου ρομπότ.

    Την επόμενη νύχτα, ο Άλμπι, ο ακοίμητος φρουρός, είχε βγει περιπολία στην πιο κακόφημη συνοικία της πόλης. Την ώρα  εκείνη δεν κυκλοφορούσε ψυχή στους δρόμους. Έκανε μερικές βόλτες, παραξενεύτηκε που οι κακοποιοί δεν έλεγαν να εμφανιστούν και, τελικά, αποφάσισε να πάει προς το κέντρο. Βάδιζε αργά-αργά στο αριστερό πεζοδρόμιο και κάποια στιγμή αποφάσισε να περάσει απέναντι. Από μακριά άκουσε τον ερχομό κάποιου αυτοκινήτου, αλλά δεν ανησύχησε. Έτσι, κατέβασε το πόδι  του στο δρόμο και ετοιμάστηκε να τον διασχίσει κάθετα. Τη στιγμή που βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο του, αντιλήφθηκε ένα μεγάλο  βαν να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος του, αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κατάλαβε ότι ο ερχομός εκείνου του οχήματος δεν ήταν τυχαίος, αλλά ήταν πολύ αργά πια για να κάνει κάτι. Το ογκώδες αυτοκίνητο έπεσε επάνω του με φόρα, και το άμοιρο ρομπότ μετατράπηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, σε μια άμορφη μάζα σιδερικών!

 

 

 

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟ ΖΩΗΣ

  •      Ύστερα από δυο ολόκληρα χρόνια μελέτης, έρευνας, πειραμάτων, διορθώσεων και επισκευών, η μηχανή ανίχνευσης του προσδόκιμου ζωής των ζώντων οργανισμών ήταν έτοιμη, ήταν ολοκληρωμένη! Ο Ντρίγκο έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση και άνοιξε τον υπολογιστή του. Θα κοινοποιούσε το επίτευγμά του αυτό στο ευρύ κοινό, ελπίζοντας στα οικονομικά οφέλη από τη χρήση της και, κυρίως, στην παγκόσμια αναγνώριση αυτού του επιστημονικού θαύματος! Για το σωστό συμπέρασμα των ερευνών της πρωτοπόρου μηχανής του δεν  είχε την παραμικρή αμφιβολία. Την είχε δοκιμάσει πολλές φορές στα τετράποδα της οικογένειάς του και τα αποτελέσματα του το είχαν επιβεβαιώσει!     
  • Ο Στίγκο, εκδότης και  αρθρογράφος  της ΟΡΘΗΣ ΛΥΣΗΣ, διάβασε την ανάρτηση του Ντρίγκο και ξεκαρδίστηκε στα γέλια! ''Να δούμε τι άλλο θα δούμε και θα ακούσουμε από τα παπαγαλάκια του διαδικτύου'', μονολόγησε! ''Θα έχει μεγάλη πλάκα να πάρω μια συνέντευξη από αυτόν τον τύπο και να δω την περίφημη μηχανή του''.    
  • Στο μεταξύ ο Ντρίγκο είχε πιάσει δουλειά. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που, μόλις το πληροφορήθηκαν,  έτρεξαν αμέσως στο εργαστήριό του, για να εξεταστούν και να μάθουν πόσον καιρό είχαν ακόμα να ζήσουν! Οι περισσότεροι βέβαια ήταν ηλικιωμένοι, οπότε δεν είχαν και τίποτα να χάσουν! Καταβάλλοντας το μικρό ποσόν των πενήντα ευρώ, τους δινόταν η ευκαιρία να ενημερωθούν για το τι τους επιφύλασσε το μέλλον!     Σε μία μόλις ημέρα, ο Ντρίγκο είχε εισπράξει πάνω από χίλια ευρώ! Αν αυτό συνεχιζόταν, σε λίγο καιρό θα γινόταν πλούσιος!
  •   Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, ο Στίγκο έσπευσε να επισκεφτεί τον απατεώνα, τον δήθεν πρωτοπόρο επιστήμονα, στο εργαστήριο του. Μπήκε μέσα και, μόλις αντίκρυσε τον Ντρίγκο, αντί να του πει καλημέρα, άρχισε να τον στολίζει με κοσμητικά επίθετα! Ο Ντρίγκο έπεσε από τα σύννεφα! Αναρωτήθηκε, ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε έτσι; 
  •     ''Ποιος είστε εσείς, κύριε;'' τον ρώτησε. ''Γιατί εκφράζεστε έτσι;''
  •      ''Είμαι ο εκδότης της ΟΡΘΗΣ ΛΥΣΗΣ, και ήρθα να μάθω τι ρόλο παίζεις και γιατί κορο'ι'δεύεις τον κόσμο'' του απάντησε ο Στίγκο.
  •     ''Δεν κοροιδεύω κανέναν'', του είπε ο Ντρίγκο, ''και αν θέλετε να σας το αποδείξω, ελάτε να κάνουμε  σε σας το τεστ για το προσδόκιμο της ζωής σας''.
  •     ''Πολύ καλά'', συμφώνησε ο Στίγκο. ''Ας κάνουμε μια επαλήθευση της απάτης σου''.
  •     Κι ενώ ο Ντρίγκο έβαζε σε λειτουργία το μηχάνημα, ο Στίγκο κάθησε μπροστά του και, χαμογελώντας ειρωνικά, περίμενε το αποτέλεσμα. Σε δυο λεπτά η έρευνα είχε τελειώσει. Ο Ντρίγκο πήρε το σημείωμα που είχε εκδόσει αυτόματα η συσκευή, το διάβασε και αμέσως μετά το έδωσε στον Στίγκο.
  •     Εκείνος το πήρε στα χέρια του και, μόλις το διάβασε, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. ''Χα,χα,χα, δεν έχω, γράφει, άλλο προσδόκιμο ζωής. Εγώ, ένας νέος και υγιής άνθρωπος, έφτασα στο τέλος της ζωής μου; Καλά το φαντάστηκα εγώ ότι είσαι απατεώνας! Κοροιδεύεις τον κόσμο, για να τα οικονομήσεις, αλλά εγώ θα σε σταματήσω, θα σε ξεσκεπάσω''.
  •     Και, τελειώνοντας την τελευταία του φράση, έβγαλε μέσα από την τσέπη του το κινητό του και ετοιμάστηκε να καλέσει την αστυνομία, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς η σφαίρα από το όπλο του Ντρίγκο τον βρήκε ακριβώς στο στήθος.
  •     ''Ο ανιχνευτής μου σου το  είπε, σε προειδοποίησε'', χαχάνισε ο Ντρίγκο, ''αλλά εσύ  δεν το πίστεψες. Δεν φταίω εγώ λοιπόν για το τραγικό σου τέλος''.