Σελίδες

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Ο ΥΠΕΡΑΙΩΝΟΒΙΟΣ

Διήγημα Ε.Φ. του ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΡΩΝΗ.

                                      Ο ΥΠΕΡΑΙΩΝΟΒΙΟΣ




Ο Υπερίων, ήταν ο πρώτος άνθρωπος της εποχής του, που δέχτηκε να πάρει το ελιξίριο της μακροζωίας. Είχε διαβάσει την ανακοίνωση του Ινστιτούτου Ευγονικής, που απευθυνόταν σε άτομα της ηλικίας του, και είχε προστρέξει, περισσότερο από περιέργεια, και λιγότερο από εγωιστική επιθυμία παράτασης της ζωής του. Τότε που συνέβησαν όλα αυτά, ήταν ήδη ογδόντα χρόνων. Η γυναίκα του είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να τον αποτρέψει από μια τέτοια παράλογη, κατά τη γνώμη της, ενέργεια, εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα. Το είχε δει σαν ένα παιχνίδι, σαν μια ευκαιρία να κάνει κάτι διαφορετικό στη ζωή του. Άλλωστε, δεν είχε και τίποτα να χάσει. Πόσα χρόνια του έμεναν ακόμα να ζήσει; Αν κατάφερνε και έδινε μια μικρή παράταση στον βίο του και καθυστερούσε όσο περισσότερο γινόταν τον ερχομό του θανάτου, θα του δινόταν η ευκαιρία να ζήσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία και, ίσως, να μείνει και στην ιστορία.

«Πω, πω, τι ματαιοδοξία είναι αυτή που σε διακατέχει;», του είχε πει η αγαπημένη του σύζυγος, εκείνος όμως προσποιήθηκε ότι δεν το είχε ακούσει.

Ήθελε να της πει να πάνε μαζί για τον εμβολιασμό. Θα ήταν ό, τι καλύτερο, θα ήταν ευχής έργο να βάδιζαν μαζί σε αυτό το καινούριο άγνωστο μονοπάτι, ήξερε όμως ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Εκείνη ήταν φιλάσθενη, κι αυτό την απέκλειε αυτόματα από τέτοιου είδους πειράματα. Η βασική προϋπόθεση, όπως τον είχαν ενημερώσει όταν ρώτησε για τους όρους συμμετοχής, ήταν η ακλόνητη υγεία του υποψηφίου. Ο ίδιος υποβλήθηκε στις σχετικές ιατρικές εξετάσεις και βρέθηκε απόλυτα υγιής. Οι δυο πρώτες προϋποθέσεις πληρούνταν στο έπακρο. Ήταν υγιής και είχε την απαιτούμενη ηλικία. Υπήρχε και τρίτος όρος για οριστική συμφωνία με το Ινστιτούτο, δυο-τρεις όμως υποψήφιοι που τον άκουσαν, την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, για να υπογράψουν τη συμφωνία και να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα, έπρεπε να δεχτούν τη μείωση της σύνταξής τους, στο ένα τρίτο των υφισταμένων αποδοχών τους, και για όλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα που θα βρίσκονταν στη ζωή.

Ο Υπερίων θορυβήθηκε όταν το έμαθε και αμφιταλαντεύτηκε. Δυσκολεύτηκε πολύ στη λήψη της τελικής του απόφασης. Η περικοπή αυτή αποτελούσε μια πολύ μεγάλη θυσία για εκείνον, δεν μπορούσε όμως να ισχυριστεί ότι ήταν εντελώς παράλογη ή άδικη. Λαμβάνοντας το ελιξίριο, υπήρχε πιθανότητα να ζήσει πολλά χρόνια παραπάνω από τον μέσο όρο ζωής των ανθρώπων, οπότε ήταν λογικό να πληρώνεται με λιγότερα χρήματα. Αν, όπως του είχαν εξηγήσει, ο αριθμός όσων εμβολιάζονταν αυξανόταν με τον καιρό (κάτι που ήταν βέβαιο) το ασφαλιστικό τους ταμείο θα είχε πρόβλημα με την καταβολή των συντάξεων. Προς αποφυγή λοιπόν δυσάρεστων επιπτώσεων στα οικονομικά του ταμείου, έπαιρναν αυτό το προληπτικό μέτρο.

Το δέχτηκε, αφού άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Του κακοφάνηκε που από χίλια οχτακόσια ευρώ θα έπεφτε στα εξακόσια, παρηγορήθηκε όμως στη σκέψη ότι η γυναίκα του έπαιρνε κι εκείνη άλλα χίλια το μήνα, οπότε θα μπορούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Το ζόρισμα θα άρχιζε όταν εκείνη εγκατέλειπε τα εγκόσμια, κι εκείνος θα υποχρεωνόταν να ζήσει με την πενιχρή πλέον σύνταξή του.

Αμέσως μετά την πρώτη δόση του εμβολιασμού, ένιωσε λίγο δυσάρεστα. Δεν παραπονέθηκε. Του το είχαν πει ότι το ελιξίριο δημιουργούσε παρενέργειες. Το γνώριζε εκ των προτέρων, αυτό όμως δεν είχε επιδράσει ανασταλτικά στην απόφασή του να το δοκιμάσει. Το τίμημα της μακροζωίας ήταν ακριβό, αλλά θα το πλήρωνε. Προκειμένου να γνωρίσει εκείνη τη συγκλονιστική εμπειρία, ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα, ακόμα και… να πεθάνει.

Το έλεγε γελώντας στη συμβία του: «Έτσι κι αλλιώς τη ζωή μου την έζησα. Ας γίνω λοιπόν πειραματόζωο και, πού ξέρεις, μπορεί αντί να ζήσω περισσότερο, να πεθάνω και πιο γρήγορα. Ε, λοιπόν, και τι έγινε;»

Την επόμενη δόση την πήρε μια βδομάδα αργότερα και την τελευταία θα την έπαιρνε δέκα μέρες μετά. Από εκεί και ύστερα, απλώς θα περίμενε τα αποτελέσματα. Εκείνη τη φορά οι παρενέργειες ήταν εντονότερες. Επί μια ολόκληρη μέρα έμεινε ξαπλωμένος, νιώθοντας έντονες ζαλάδες, κρυάδες, πόνους στο στομάχι και ανακατωσούρα. Την επόμενη μέρα τα συμπτώματα ήταν λιγότερο ενοχλητικά. Τη μεθεπόμενη, ο Υπερίων αισθανόταν θαυμάσια.

Η δοκιμασία αυτή επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά και κατόπιν όλα επανήλθαν σε ένα γνώριμο και ήσυχο φυσιολογικό ρυθμό. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν συνέβη τίποτα συνταρακτικό. Η ζωή συνεχίστηκε στο ίδιο μονότονο μοτίβο. Ένα γεγονός που έσπασε λίγο την ανία και σκόρπισε χαρά σε όλη την οικογένεια, ήταν η εισαγωγή του μεγαλύτερου εγγονού στο πανεπιστήμιο. Ο γιος του είχε τρία παιδιά, ένα αγόρι και δυο κορίτσια και η κόρη του ένα αγοράκι, μικρότερο από τα άλλα εγγονάκια του. Τα παιδιά αυτά ήταν ολόκληρη η ζωή τους. Τα έβλεπαν να μεγαλώνουν και καμάρωναν που ήταν υγιή και προόδευαν στα γράμματα.

Πολύ καιρό ύστερα από τον τελευταίο εμβολιασμό, ο Υπερίων άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη ευεξία. Οι εξετάσεις στις οποίες υποβαλλόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, απέδειχναν ότι η υγεία του είχε θωρακιστεί. Είχε πάθει ανοσία και η κατάσταση αυτή, όπως του εξήγησαν οι επιστήμονες, ήταν αναμενόμενη. Μέρα με τη μέρα, αισθανόταν δυνατότερος. Διαπίστωνε ότι ξανάνιωνε.

Την ευνοϊκή αυτή εξέλιξη την αμαύρωσε ο ξαφνικός χαμός της γυναίκας του. Ήταν τη μέρα που πήγαινε στην αγορά για τα ψώνια της εβδομάδας. Γύρισε σπίτι με τα χέρια γεμάτα και με τη διάθεσή του ανεβασμένη και βρήκε τη δύστυχη γυναίκα πεσμένη ανάσκελα έξω από την πόρτα της κουζίνας. Αρχικά νόμισε ότι απλώς είχε λιποθυμήσει, όταν όμως έπιασε το σφυγμό της, κατάλαβε ότι η αγαπημένη του γυναίκα είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, μόνη και αβοήθητη. Εκείνη βέβαια είχε φύγει και είχε ησυχάσει, εκείνος όμως θα συνέχιζε να ζει μόνος, φτωχότερος και προβληματισμένος. Από πολύ πριν και αρκετά συχνά, αναρωτιόταν αν είχε πράξει σωστά που είχε αποφασίσει να ζήσει περισσότερο από τους άλλους. Τώρα που είχε μείνει ολομόναχος, είχε αρχίσει να το μετανιώνει.

Εκείνο που τον στενοχώρησε περισσότερο ήταν το πρόβλημα της μοναξιάς. Από τη μια ξανάνιωνε σωματικά, κι από την άλλη φθειρόταν ψυχολογικά. Την αρνητική αυτή κατάσταση προσπαθούσε να την καταπολεμήσει με τη γνωστή συνταγή της συνεχούς εξόδου από το σπίτι, κακά όμως τα ψέματα, όταν αργά το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι, τα συναισθήματά του μετατρέπονταν σε καταθλιπτικά. Με την πάροδο του χρόνου και με την ψυχολογική υποστήριξη των παιδιών του και των γιατρών που τον παρακολουθούσαν, κατόρθωσε να ορθοποδήσει και να ξεπεράσει κάπως το πρόβλημα αυτό.

Περνώντας τα χρόνια, επιβεβαιωνόταν πανηγυρικά η επιτυχία του πειράματος. Εκτός από τον Υπερίωνα, άλλοι δεκαπέντε εθελοντές είχαν εμβολιαστεί με το ελιξίριο της νεότητας, και όλοι έχαιραν άκρας υγείας και μακροζωίας. Ορισμένοι από αυτούς είχαν ήδη περάσει την ηλικία των εκατό ετών και πολύ σύντομα θα ερχόταν και η σειρά του Υπερίωνα να γιορτάσει έναν ολόκληρο αιώνα ζωής.

Την ημέρα των γενεθλίων του, τα παιδιά του, του έκαναν πάρτι. Το γιόρτασαν με όλη τη μεγαλοπρέπεια που απαιτούσε η περίσταση. Σε όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Υπερίων έδειχνε πως χαιρόταν και απολάμβανε το γεγονός, κατά βάθος όμως δεν ένιωθε και πολύ ευτυχής. Η απουσία της γυναίκας του ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Αντικρίζοντας απέναντί του και τον εβδομηντάχρονο γιο του, να δείχνει μεγαλύτερος από εκείνον, ένιωσε την ψυχή του να μαυρίζει. Οι άλλοι γερνούσαν κι ένας-ένας με τη σειρά θα άρχιζαν να φεύγουν, κι εκείνος θα έμενε πίσω να παρακολουθεί την πένθιμη ακολουθία και να θλίβεται.

Όταν κάποια στιγμή πριν από λίγο καιρό κάποιος φίλος του, με τον οποίον έπαιζαν μαζί σκάκι, του είχε πει ότι έπρεπε να ευχαριστεί το Θεό για την τύχη του, εκείνος τον είχε κοιτάξει λοξά και του είχε απαντήσει: «Μα τι λες τώρα, μωρέ Ντίνο; Για ποια τύχη μου μιλάς; Εσύ δηλαδή το θεωρείς τύχη να μένεις ολομόναχος στη ζωή; Εξάλλου, δεν μου έδωσε τίποτα ο Θεός. Εγώ το διάλεξα. Η επιλογή ήταν καθαρά δική μου και η επιτυχία της οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην επιστήμη. Άφησε λοιπόν το Θεό κατά μέρος και δες τα πράγματα λίγο ρεαλιστικά».

Ένα χρόνο αργότερα, όταν πληροφορήθηκε ότι η καρδιά του γιου του τον είχε προδώσει και είχε πεθάνει ξαφνικά και απροειδοποίητα, τότε ένιωσε να λυγίζει. Προσπάθησε να φανεί δυνατός και να το προσπεράσει όσο πιο ανώδυνα μπορούσε, όχι τόσο για τον ίδιον, αλλά για την οικογένεια του εκλιπόντος, η οποία θα χρειαζόταν ηθική συμπαράσταση. Από κει ύστερα, η ζωή του συνεχίστηκε στο ίδιο μελαγχολικό μοτίβο, χωρίς ο οργανισμός του να δείχνει σημάδια κόπωσης ή γήρανσης. Η ακλόνητη υγεία του τον βοήθησε να παραμείνει ενεργός και δραστήριος, κι αυτό φάνηκε πολύ χρήσιμο στους άλλους. Άλλωστε η οικογένεια είχε μεγαλώσει σημαντικά και χρειαζόταν βοήθεια. Εκείνος λοιπόν ήταν αυτός που έτρεχε για όλους. Τους βοηθούσε στα ψώνια, κρατούσε τα δισέγγονα όταν οι γονείς τους ήταν αναγκασμένοι να ασχοληθούν με κάτι άλλο και μέχρι σε χειρονακτικές εργασίες συμμετείχε. Η προσφορά του ήταν πολύτιμη, όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, κι αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που όλοι επιζητούσαν την παρέα του.

Στα εκατόν είκοσι χρόνια του, όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του είχαν πλέον ‘’ταξιδέψει’’. Την ίδια περίοδο, πέθανε η κόρη του και ένα από τα εγγόνια του. Αυτή τη φορά το ψυχολογικό χτύπημα που δέχτηκε ήταν πολύ βαρύ. Το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί, το επέτεινε και η ειδοποίηση που είχε λάβει από το ασφαλιστικό του ταμείο ότι, στο εξής, η σύνταξή του μειωνόταν στα διακόσια ευρώ. Από κει και μετά, η μελαγχολία άρχισε να τον επισκέπτεται συχνότερα. Αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε κάνει λάθος που είχε πάρει μέρος σε εκείνο το πείραμα, φαντάστηκε όμως ότι υπήρχε τρόπος να επανορθώσει. Δεν ήθελε όμως να πληγώσει τους υπόλοιπους συγγενείς του και να φανεί ότι ήταν αυτόχειρας. Γι’ αυτό αποφάσισε να εκμυστηρευτεί το πρόβλημά του στους επιστήμονες που τον παρακολουθούσαν.

Μια ωραία πρωία, λοιπόν, επισκέφτηκε το ερευνητικό κέντρο όπου γίνονταν τα πειράματα, παραξενεύτηκε όμως όταν το είδε κλειστό. Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί για τις προγραμματισμένες εξετάσεις του, ήταν πριν από έξι μήνες. Το μέρος τότε έσφυζε από ζωή. Είχαν αλλάξει βέβαια κάποια πρόσωπα λόγω θανάτου των παλαιοτέρων επιστημόνων, μαθαίνοντάς το όμως του είχε φανεί φυσιολογικό και δεν του είχε δώσει σημασία. Τώρα, ξαναφέρνοντας στο νου του την είδηση εκείνη, τρομοκρατήθηκε. Τι συνέβαινε τελικά; Γιατί οι άνθρωποι που είχαν βρει το ελιξίριο της μακροζωίας, οι ίδιοι απέφευγαν να το δοκιμάσουν; Τι ήταν αυτό που τους κρατούσε μακριά από το δώρο της υγιούς και μακροχρόνιας διαβίωσης, από αυτό που όλοι οι άνθρωποι επιθυμούσαν;

Και τότε κατάλαβε. Για ποιο δώρο μιλούσε; Η μακροζωία δεν ήταν ευχή, αλλά κατάρα. Τι νόημα είχε να ζεις εσύ και να πεθαίνουν οι άλλοι; Ευτυχία ήταν να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να φεύγουν ένας-ένας; Η φυσιολογική εξέλιξη της ζωής ήταν ο θάνατος, όσο κι αν αυτό ακουγόταν μακάβριο.

Πλησίασε κοντά στην κεντρική είσοδο και διάβασε την ανακοίνωση που βρισκόταν τοιχοκολλημένη: ‘’Λόγω προβλημάτων χρηματοδότησης του ερευνητικού κέντρου, αλλά και λόγω της πίεσης των ασφαλιστικών ταμείων για σταμάτημα χορήγησης εμβολίων, η διεύθυνση του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΥΓΟΝΙΚΗΣ γνωστοποιεί στους εθελοντές του προγράμματος <<ΜΑΚΡΟΖΩΙΑ>> ότι αναστέλλονται οριστικά οι έρευνες και οι εξετάσεις’’.

Έκανε μεταβολή και έσυρε με κόπο τα βήματά του προς την έξοδο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να καταρρέει ψυχολογικά. Ταυτόχρονα, αισθάνθηκε και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Η ζωντάνια και η ευεξία που αισθανόταν όλα αυτά τα επιπλέον χρόνια, εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα λεπτό. Έφτασε με κόπο μέχρι το δημόσιο δρόμο, παραδόξως όμως έπαψε ξαφνικά να νιώθει στενοχώρια. Συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα της λύτρωσης, κι αυτό ήταν κάτι που ενήργησε κατασταλτικά. Τον ηρέμησε και του ξεκαθάρισε τις σκέψεις. Η ιδέα ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος για τη συνέχιση μιας κατάστασης, η οποία μόνον προβλήματα του δημιουργούσε, τον απάλλαξε από τις ενοχές του και τον βοήθησε να πάρει την οριστική του απόφαση. Θα εγκατέλειπε τον κόσμο, αλλά σκέφτηκε ότι μπορούσε ακόμα και τότε να φανεί χρήσιμος στην κοινωνία. Υπήρχε τρόπος και θα τον έβαζε σε εφαρμογή.

Οι εναπομείναντες συγγενείς του, όταν παρέλαβαν ό, τι είχε απομείνει από τη σορό του για να το αποτεφρώσουν, έλαβαν μαζί και μια ευχαριστήρια επιστολή:



‘’Ευχαριστούμε θερμά για την δωρεά του πτώματος του θανόντος στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου μας για ερευνητικούς σκοπούς, και σας ευχόμαστε να ζήσετε να τον θυμάστε’’.

ΕΚ ΤΗΣ ΠΡΥΤΑΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ