Σελίδες

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΙ ΑΠΕΡΓΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ

    Όποιος νομίζει ότι η απεργία είναι το όπλο των εργαζομένων, μάλλον κάνει λάθος. Η απεργία είναι το όπλο των συνδικαλιστών. Για μένα, ο συνδικαλισμός αποτελεί κι αυτός μια μορφή εξουσίας, την πέμπτη εξουσία. Τα παραδείγματα των πεπραγμένων του συνδικαλισμού είναι πολλά, εγώ όμως θα αρκεστώ σε αυτά που βίωσα τα 33 χρόνια της υπηρεσίας μου σε μεγάλη εταιρία. Διαβάστε λοιπόν ποια ήταν η δραστηριότητα των συνδικαλιστών μας όλα αυτά τα χρόνια:
    1) Δεν εργάζονταν ποτέ.
    2) Περιφέρονταν διαρκώς και μπαινόβγαιναν στα γραφεία των στελεχών.
    3) Ανάλωναν το χρόνο τους σε συμβούλια και συνελεύσεις.
    4) Συμπεριφέρονταν αυταρχικά και υπεροπτικά.
    5) Απουσίαζαν συχνά κάνοντας χρήση συνδικαλιστικών αδειών.
    6) Η εξέλιξή τους στην ιεραρχία ήταν γρηγορότερη από τους άλλους.
   7) Η ''προσφορά'' τους στην εταιρία είχε, κατά κανόνα, σαν αποτέλεσμα την κατάληψη κάποιας εκ των διευθυντικών θέσεων, με όλα τα οικονομικά οφέλη που ακολουθούσαν τη θέση αυτή!

    Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από όλα αυτά είναι ένα: Οι απεργίες ωφελούν περισσότερο τους συνδικαλιστές, παρά τους εργαζόμενους. Οι απεργίες ισχυροποιούν τα όργανα του συνδικαλισμού. Οι μεμονωμένες κλαδικές απεργίες, δεν στρέφονται κατά της εξουσίας, αλλά κατά των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων. Εν ολίγοις, οι εργαζόμενοι είναι τα πιόνια που εκμεταλλεύονται οι συνδικαλιστές και οι άρχοντές μας. Αυτοί οι δυο, στην πραγματικότητα είναι ένα. Ας μη ξεχνάμε και πόσοι από τους συνδικαλιστές, μετά το τέλος της συνδικαλιστικής θητείας τους, μεταπήδησαν στην πολιτική!
    Βέβαια, ύστερα από όλα αυτά, γεννάται το μεγάλο ερώτημα: Με ποιο τρόπο οι εργαζόμενοι μπορούν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους και να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους;
    Σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολο να δοθεί απάντηση. Ο συνδικαλισμός, έτσι κι αλλιώς, απέτυχε να μας βοηθήσει, κι αυτό είναι κάτι που το επιβεβαιώνει η σημερινή απογοητευτική πραγματικότητα, οπότε πρέπει να βρεθεί κάποια άλλη λύση, κάποιος άλλος τρόπος αντίδρασης. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι απολυμένοι υποφέρουν, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους συνδικαλιστές. Αυτοί, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι τακτοποιημένοι. 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

    Βάδιζε παράλληλα με τον δεξιό κυλιόμενο διάδρομο της ενδεκάτης λεωφόρου, χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα. Είχε αρκετό ακόμα χρόνο στη διάθεσή του, γεγονός που του επέτρεπε να παρατηρεί το πολύβουο, ανώνυμο πλήθος της μεγαλούπολης. Περνώντας δίπλα τους, κοίταζε τα ανέκφραστα πρόσωπα των συμπολιτών του, χωρίς ωστόσο να παραξενεύεται από το αποβλακωμένο τους ύφος, αφού δεν αγνοούσε που ακριβώς οφειλόταν. Ήξερε ότι, για το φαινόμενο αυτό, υπεύθυνα κατά κύριο λόγο ήταν τα παραισθησιογόνα που τους χορηγούσε ελεύθερα η Πολιτεία. Όσοι πάλι από αυτούς δεν έκαναν χρήση αυτών των φαρμάκων, συμπεριφέρονταν σαν να έκαναν, εξαιτίας της μονότονης, καταπιεσμένης, σχεδόν μίζερης και κατά κανόνα άχαρης ζωής που ζούσαν. Με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξεπερνούσε τα όρια της φτώχειας, η καθημερινότητά τους εξαντλούνταν στην εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού.
    Ο δικτάτορας Λαμασών, τους υποσχόταν ότι η ανάκαμψη της οικονομίας βρισκόταν προ των πυλών, η πραγματικότητα όμως τον διέψευδε. Η περιβόητη ανάκαμψη, αργούσε πολύ να έρθει. Το παράδοξο ήταν ότι η οικονομική δυσπραγία άγγιζε μόνο το λαό και άφηνε μονίμως απ’ έξω την άρχουσα τάξη. Το δυστύχημα πάντως ήταν ότι τα βάσανά τους δεν σταματούσαν μόνον εκεί αφού, κάθε τρεις και λίγο, αναγκάζονταν να έρθουν σε σύρραξη με κάποιο από τα γειτονικά τους κράτη. Αν και η αφορμή γι’ αυτήν την ένοπλη σύγκρουση, συνήθως ήταν ασήμαντη, εντούτοις ο Λαμασών φρόντιζε να την παρουσιάζει σαν αναγκαία για την επιβίωση του Έθνους. Πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση, έβγαζε πάντοτε έναν πύρινο λόγο, στοχεύοντας στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος των πολιτών. Ταυτόχρονα έκανε και μια προσπάθεια να τους πείσει ότι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά τους ήταν οι άλλοι, κι ότι εκείνος έκανε τα πάντα για να τους εξασφαλίσει την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία.   
    Ο Φίγκινς θυμήθηκε ότι τον επόμενο χρόνο ήταν η σειρά του να υπηρετήσει στο στρατό και ένιωσε να ανατριχιάζει. Αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε να το θυμάται. Η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας ήταν υποχρεωτική, οι πιθανότητες όμως, κατά τη διάρκειά της, να μην πάρει μέρος σε μια πολεμική σύγκρουση, ήταν ελάχιστες, ίσως μηδαμινές. Αν και ο πόλεμος διαρκούσε συνήθως λιγότερο από ένα μήνα, παρόλα αυτά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έχαναν τη ζωή τους στις πολύνεκρες μάχες που λάβαιναν χώρα στην περιοχή των συνόρων. Σύμφωνα με εντελώς μέτριους υπολογισμούς, ο ένας στους τρεις στρατιώτες, δεν επέστρεφε ποτέ στην πατρίδα του. Άφηνε τα κοκαλάκια του στο πεδίο της μάχης, στο όνομα ενός ανόητου και ανώφελου πολέμου, απ’ τον οποίον ποτέ κάποιος από τους εμπλεκόμενους δεν έβγαινε νικητής.
    Ο Φίγκινς ώρες-ώρες αναρωτιόταν ποιο ήταν το νόημα της τραγελαφικής εκείνης κατάστασης, δυσκολευόταν όμως να το βρει. Μερικές φορές βέβαια περνούσε από το μυαλό του ότι, υπεύθυνος για όλα αυτά, δεν ήταν ο γειτονικός λαός, αλλά ο ίδιος ο ηγέτης τους, γρήγορα όμως απόδιωχνε αυτήν την σκέψη από το νου του. Ο Λαμασών ήταν ένας σοβαρός και δίκαιος κυβερνήτης, που αγαπούσε το λαό και τη χώρα του και ο ίδιος ήταν που, στο παρελθόν,  τους είχε σώσει από την πολιτική αστάθεια και τη διαφαινόμενη αναρχία, οπότε ήταν λάθος να ρίχνουν τις ευθύνες επάνω του.
    Με όλα αυτά να περνούν από τη σκέψη του, έφτασε κοντά στη σχολή του. Απόδιωξε την απαισιοδοξία που τον γυρόφερνε σαν κακός δαίμονας και σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να βλέπει μόνον την άσχημη πλευρά της ζωής. Εκείνος την αγαπούσε και θα έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε για να περάσει όμορφα τα χρόνια της και  να ζήσει πολύ. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του πανεπιστημίου, έπιασε με την άκρη του ματιού του τον συμφοιτητή του τον Χάπινς. Για κάποιο περίεργο λόγο, κάθε φορά που αντίκριζε το μονόχνοτο εκείνο νέο, αισθανόταν παράξενα. Δυσκολευόταν να προσδιορίσει αν τον θαύμαζε, ή αν τον αντιπαθούσε. Ίσως να ένιωθε και τα δύο. Πιθανό να τον θαύμαζε για εκείνο το μόνιμα ατάραχο ύφος του,  τον πράο χαρακτήρα του και τις επιδόσεις του στα μαθήματα. Ίσως πάλι να τον αντιπαθούσε για την αντικοινωνικότητά του, κατά βάθος όμως παραδεχόταν πως ένας ήταν ο βασικός λόγος που δεν τον έβλεπε με καλό μάτι.
    Από τη στιγμή που είχε πληροφορηθεί ότι ο Χάπινς αγαπούσε τη ροκ μουσική, η πλάστιγγα των αισθημάτων του είχε γείρει προς το μέρος της αντιπάθειας. Δεν γνώριζε βέβαια αν ήταν αλήθεια, ή αν επρόκειτο για μια απλή φήμη. Πάντως, αν όντως συνέβαινε αυτό που ισχυρίζονταν μερικοί, τότε απορούσε με την απάθειά του.
    Μα καλά, αναρωτήθηκε, δεν φοβάται; Η ροκ είναι απαγορευμένη πάνω από είκοσι χρόνια, κι αυτός έχει το θάρρος και την ακούει; Τόσο πολύ του αρέσει και παραγνωρίζει συνειδητά τον κίνδυνο να συλληφθεί και να τιμωρηθεί; Μήπως είναι ηλίθιος; Ο Λαμασών έχει απαγορεύσει με νόμο την ακρόαση της ψυχοφθόρας και ανατρεπτικής αυτής μουσική και ο Χάπινς κάθεται και την ακούει;
    Άλλωστε, από αυτά που διαδίδονταν, ο Φίγκινς πίστευε ότι η ροκ, εκτός από παράνομη, ήταν και απαίσια. Την εντύπωση αυτή δεν την είχε από προσωπική εμπειρία, αφού εκείνος δεν είχε ακούσει ποτέ του κάποιο απαγορευμένο τραγούδι, αυτή ήταν όμως η κοινή πεποίθηση, κι εκείνος δεν είχε λόγο ν’ αμφιβάλλει για την ορθότητά της.
    Βαδίζοντας δίπλα του στο μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στο αμφιθέατρο, τον εξέταζε διακριτικά, προσπαθώντας να τον ψυχολογήσει. Απορούσε με την ψυχραιμία του. Αν πράγματι ήταν οπαδός της παράνομης μουσικής, δεν φοβόταν για την τύχη του; Δεν καταλάβαινε ότι, αργά ή γρήγορα, η δραστηριότητά του αυτή θα γινόταν αντιληπτή από τις αρχές και θα τον οδηγούσε στη φυλακή;
    Έπιασε τον εαυτό του να τον λυπάται. Ενδόμυχα, ευχόταν να ήταν όλα ψέματα και να μην κατέληγε πίσω από τα κάγκελα. Στην ουσία, ο Χάπινς ήταν ένας άριστος φοιτητής και ένα αρκετά αξιόλογο άτομο, που δεν συνήθιζε να δημιουργεί προβλήματα. Ο Φίγκινς λοιπόν αναρωτήθηκε, γιατί ο άλλος δεν έκανε μια προσπάθεια να διαψεύσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν σε βάρος του; Γιατί δεν φρόντιζε να αποκαταστήσει την υπόληψή του, ώστε να κυκλοφορεί στο χώρο της σχολής με το κεφάλι ψηλά;
    Και τότε ακριβώς, συνειδητοποίησε ότι ο Χάπινς ήταν ένοχος. Ήταν πια απόλυτα πεπεισμένος ότι, ο νεαρός συμφοιτητής του, είχε νοσήσει από την ασθένεια της ροκ, δεν καταλάβαινε όμως τι ήταν αυτό που τον εμπόδιζε από το να έκανε μια προσπάθεια να γιατρευτεί.
    «Το βλάκα», σιγομουρμούρισε, «θέλει να φάει το κεφάλι του; Γιατί δεν ακούει μπραίηντ όπως όλοι μας; Τι είναι αυτό που τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφή; Πώς μπορεί και ακούει αυτά τα ανοσιουργήματα;»
    Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο, του κατέβηκε μια ιδέα. Ήρθε και τρύπωσε με πανουργία και με επιμονή μέσα στο μυαλό του. Θα τον παρακολουθούσε. Θα προσπαθούσε να μάθει το μουσικό του στέκι. Μια νοσηρή περιέργεια τον κυρίευσε εντελώς ξαφνικά. Επιθυμούσε διακαώς να μάθει αν πράγματι ο Χάπινς άκουγε ροκ, παραδέχτηκε όμως ότι άλλο ήταν το κίνητρο της ενέργειας που σχεδίαζε.  Απλά, ήθελε να ακούσει κι ο ίδιος με τα αυτιά του το περιβόητο εκείνο είδος μουσικής.

                                                            # # # # #

    Εγκατέλειψε τον κυλιόμενο διάδρομο της ογδόης λεωφόρου και χώθηκε σε μια μισοσκότεινη πάροδο. Προχώρησε με γρήγορο βηματισμό μέχρι την μέση του στενού δρόμου και σταμάτησε μπροστά σε ένα παλιό τριώροφο κτήριο. Ερεύνησε προσεκτικά τον περίγυρο και την κακοφωτισμένη είσοδο και, η παντελής έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας, του έδωσε θάρρος για τη συνέχεια. Αμέσως μετά, έβγαλε μέσα από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό τηλεχειριστήριο και το σταθεροποίησε πέντε πόντους απέναντι από τη μηχανική κλειδαριά της πόρτας. Σχεδόν ταυτόχρονα πίεσε το λιλιπούτειο πλήκτρο του πομπού και μια λεπτή, πράσινη ακτίνα εισχώρησε στην εγκοπή υποδοχής του κλειδιού. Ακούστηκε ο μεταλλικός, χαρακτηριστικός ήχος κλειδαριάς που απελευθερώνεται και ο δρόμος για το εσωτερικό ήταν ανοιχτός.
    Μπήκε μέσα με χίλιες προφυλάξεις και κατευθύνθηκε προς το υπόγειο. Κατέβηκε αθόρυβα και προσεκτικά τα σκαλιά που θα τον οδηγούσαν στο πολυπόθητο και μυστηριώδες μέρος. Η απογευματινή παρακολούθηση του Χάπινς, τον είχε βοηθήσει να μάθει καλά τα κατατόπια. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα. Ανακάλυψε, παρά είδε, τη μοναδική είσοδο που υπήρχε στο σκοτεινό εκείνο χώρο. Αφουγκράστηκε με ιδιαίτερη προσοχή και, μένοντας καθησυχασμένος, ακολούθησε την ίδια διαδικασία με την εξώπορτα. Δυσκολεύτηκε λίγο στην εξεύρεση της κλειδαριάς, στο τέλος όμως κατάφερε και τη βρήκε.
    Μπαίνοντας μέσα, αισθάνθηκε κάτι σαν δέος. Αγωνιώντας για τη συνέχεια, έκλεισε πίσω του την πόρτα και άρχισε να ψάχνει ψηλαφιστά για κάποιο ηλεκτρικό διακόπτη. Όταν τον βρήκε και τον πίεσε, ο χώρος φωτίστηκε ασθενικά από ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό που κρεμόταν από την οροφή. Η εικόνα που παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Είδε πως βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο με λιτή επίπλωση. Εκτός από τέσσερα ξύλινα  καθίσματα που βρίσκονταν τοποθετημένα στη σειρά, ακριβώς στο κέντρο του χώρου πίσω από ένα τραπεζάκι, και ένα σύνθετο έπιπλο στον απέναντι τοίχο, άλλο έπιπλο δεν υπήρχε. Εκείνο πάντως που τον εντυπωσίασε, δεν ήταν το στερεοφωνικό μηχάνημα  που αναπαυόταν επάνω στο σύνθετο, αλλά η έλλειψη βρωμιάς. Ολόκληρη η αίθουσα άστραφτε από καθαριότητα και μια ευχάριστη μυρωδιά είχε πλημμυρίσει το χώρο.
    Ικανοποιημένος που οι υποψίες του είχαν αρχίσει να επαληθεύονται, πλησίασε κοντά στο στερεοφωνικό μηχάνημα και στάθηκε μπροστά του. Καθώς άπλωνε το χέρι του για να το θέσει σε λειτουργία, ένιωσε παράξενα. Σχεδόν έτρεμε τη στιγμή που πατούσε το πλήκτρο ΟΝ.
    Ο δυνατός, μπάσος ήχος που ξεχύθηκε ξαφνικά από τα ηχεία, τον κατατρόμαξε. Το πρωτόγνωρο άκουσμα τον ξάφνιασε, αλλά και τον παραξένεψε. Πρώτη φορά στη ζωή του άκουγε ένα μουσικό κομμάτι, στο οποίο ο ξέφρενος ρυθμός των ντραμς συνδυαζόταν τόσο άψογα με τον κρυστάλλινο ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας. Ένιωσε να εκστασιάζεται. Άνοιξε διάπλατα τα αυτιά του και ρουφούσε με απληστία τις μελωδικές νότες και τους μεστούς στίχους ενός τραγουδιού, που το άκουσμά του τον γέμισε με ευχάριστα συναισθήματα και του έφτιαξε τη διάθεση. Είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στην ακρόασή του, με τη συμμετοχή και του τελευταίου κύτταρου του κορμιού του. Αυτό δεν ήταν τραγούδι, ήταν μια ανεπανάληπτη μουσική πανδαισία. Συνειδητοποίησε ότι, η απαγορευμένη μουσική που συνέχιζε να εκπέμπεται σε καταιγιστικούς ρυθμούς από τα μεγάφωνα, του άρεσε υπερβολικά. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονταν οι πολέμιοί της, διέθετε ρυθμό, χρώμα, μελωδία, συναίσθημα …και στίχους. Συγκρινόμενη με τη μπραίηντ, μόνο στο ρυθμό έμοιαζε κάπως. Μπροστά στη ροκ, η ανιαρή και μονότονη μουσική της εποχής του, έμοιαζε με φτωχό συγγενή. Έδειξε λίγη μεγαλύτερη προσοχή στα λόγια του τραγουδιού και τότε κατάλαβε για ποιο λόγο ο Λαμασών την είχε απαγορεύσει. Ο τραγουδιστής με την ιδιόρρυθμη φωνή, εκλιπαρούσε για βοήθεια. Αναζητούσε τη χαρά της ζωής του και ο Φίγκινς σχεδόν ταυτίστηκε μαζί του.
    Φοβήθηκε πως τελικά είχε αρρωστήσει. Είχε εισχωρήσει στον απαγορευμένο κόσμο της ροκ, κι αισθανόταν ότι δύσκολα θα κατάφερνε να ξαναβγεί. Αναλογίσθηκε τις συνέπειες και τρομοκρατήθηκε. Ο νόμος του δικτάτορα Λαμασών ήταν σαφής και αδυσώπητα σκληρός. Η κατοχή δίσκων μουσικής ροκ, κυρίως όμως η αναπαραγωγή και η ακρόαση αυτού του μουσικού είδους, απαγορευόταν αυστηρά, με ποινή που μπορούσε να φτάσει μέχρι και τα σαράντα χρόνια στα κάτεργα.
    Ένιωσε μια ανατριχίλα να του διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά, η ευχαρίστηση όμως που του προκαλούσε το εξαίσιο εκείνο άκουσμα, του απαγόρευσε να πανικοβληθεί, διώχνοντας μακριά και την αρχική του εντύπωση ότι είχε αρρωστήσει. Γνωρίζοντας ότι η εμφάνιση κάποιας ασθένειας συνοδεύεται κατά κανόνα από μια σειρά δυσάρεστων συμπτωμάτων, κατάλαβε ότι αποκλειόταν να είχε νοσήσει. Εκείνος αισθανόταν θαυμάσια. Δεν ένιωθε κακοδιαθεσία, ούτε πόνο, ούτε είχε πυρετό. Αντιθέτως, ένιωθε τόσο καλά, όσο δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν.
    Δεν είμαι άρρωστος, σκέφτηκε περιχαρής. Νιώθω καλύτερα από ποτέ. Η ροκ δεν είναι ασθένεια, είναι φάρμακο. Γέλασε στη σκέψη ότι είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα από την ακρόαση ενός και μόνο τραγουδιού.
    Καθώς το τραγούδι έφτανε στο τέλος του, ένιωσε δίπλα του την παρουσία κάποιου. Παραδόξως δεν πανικοβλήθηκε, ούτε γύρισε να κοιτάξει για να δει ποιος ήταν. Είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω ν’ απολαμβάνει τη μουσική που νόμιζε ότι  απεχθανόταν και ήξερε με βεβαιότητα πια ότι, ο δρόμος που είχε οριστικά και αμετάκλητα διαλέξει, ήταν χωρίς επιστροφή.
    «Το τραγούδι που ακούς», άκουσε τον Χάπινς να του φωνάζει, προσπαθώντας να καλύψει τα ντεσιμπέλ των ηχείων, «είναι το PARANOID των BLACK SABBATH».
    Μόλις το θαυμάσιο κομμάτι  τελείωσε, ο άλλος τον προσπέρασε και πλησίασε κοντά στο στερεοφωνικό. «Θα σου βάλω να ακούσεις κάτι διαφορετικό», τον άκουσε να του λέει.
    Ο Χάπινς κάθισε σε μια καρέκλα και προέτρεψε κι εκείνον να κάνει το ίδιο. Δευτερόλεπτα αργότερα ο αέρας γέμισε από τους μελωδικούς ήχους ενός τραγουδιού εντελώς διαφορετικού σε ύφος από το προηγούμενο.
    Ο Φίγκινς έπεσε από τα σύννεφα. Στράφηκε και κοίταξε απορημένος τον άλλο. «Το τραγούδι που ακούμε είναι ροκ;» τον ρώτησε, παρόλο που γνώριζε από πριν την απάντηση. Καθώς ο Χάπινς του έγνεφε καταφατικά, αφοσιώθηκε στο άκουσμα του εξαίσιου εκείνου κομματιού συνεπαρμένος, όχι μόνον από την πανέμορφη μελωδία του, αλλά και από τα θαυμάσια λυρικά λόγια του.
      Χορέψτε στο σκοτάδι της νύχτας, τραγουδήστε στο φως της αυγής,
        τα μήλα γίνονται καστανά και μαύρα, το πρόσωπο του τυράννου είναι κόκκινο…,
τραγουδούσε με την χαρακτηριστική φωνή του ο παράξενος τροβαδούρος της εκπληκτικής εκείνης μπάντας και ο Φίγκινς λίγο έλειψε να κλάψει.
    «Είναι οι LED ZEPELLIN στο THE BATTLE OF EVERMORE”, του εξήγησε ο Χάπινς και ο Φίγκινς ένιωσε πανευτυχής που είχε ήδη μάθει δύο από τα πολλά (πόσα άραγε;) συγκροτήματα της μουσικής που, όπως διαπίστωνε, διέθετε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο.
       επιτέλους ο ήλιος λάμπει, τα γαλάζια σύννεφα κυλούν στον ουρανό,
           ανάμικτα με φλόγες του δράκοντα του σκότους,
           τα μάτια του οποίου τυφλώνει το φως του ήλιου.
    Με αυτά τα αλληγορικά λόγια τελείωσε το υπέροχο εκείνο τραγούδι και η ψυχή του Φίγκινς σημαδεύτηκε ανεξίτηλα. Το συμπέρασμα που είχε ήδη, χωρίς μεγάλη δυσκολία, εξάγει ήταν προφανές. Αν ο λαός άκουγε αυτά τα τραγούδια, τα ψωμιά του Λαμασών θα ήταν πολύ λίγα. Ο τόπος δεν θα τον χωρούσε πλέον. Αν η ροκ μουσική διαδιδόταν, ο δικτάτορας θα έπαυε να υπάρχει. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε απαγορεύσει.
    Έμεινε στο υπόγειο μέχρι αργά τη νύχτα. Επί ώρες άκουγε ασταμάτητα τα τραγούδια εκείνα, τα οποία με τον απίθανο δυναμισμό τους και την εκπληκτική αμεσότητά τους, σε έκαναν σκλάβο τους για πάντα. Μέσα σε ένα μόλις βράδυ, είχε μετατραπεί σε φανατικό εραστή της ροκ, και δε ντράπηκε να το παραδεχτεί. Αντιθέτως μάλιστα ένιωθε υπερήφανος γι’ αυτό και φασκέλωσε τον εαυτό του που είχε αφήσει να περάσουν τόσα χρόνια χωρίς ν’ ακούει μουσική, γιατί βέβαια η μπραίηντ μόνο μουσική δεν ήταν.
    Απόλαυσε παρέα με τον Χάπινς τα καλύτερα τραγούδια των μεγαλύτερων τραγουδιστών και συγκροτημάτων της χρυσής εποχής της ροκ, κι έμαθε ένα σωρό λεπτομέρειες από τον υπομονετικό δάσκαλό του, γύρω από αυτό το τόσο ενδιαφέρον και ανεξάντλητο θέμα. Αποστήθισε τα ονόματα όλων σχεδόν των θρύλων της καινούριας του αγάπης, κι έφτασε μάλιστα στο σημείο να μη θέλει να φύγει από το στούντιο του καινούριου του φίλου.

                                                           # # # # #

    Από εκείνο το βράδυ-ορόσημο της ζωής του, ο Φίγκινς έγινε ο πιο τακτικός θαμώνας του παράνομου υπόγειου. Καθόταν εκεί επί ώρες, άλλοτε μόνος και άλλοτε με τη συντροφιά του Χάπινς και δυο-τριών ακόμα νεαρών, και άφηνε τον εαυτό του να μεταφερθεί στο μαγευτικό κόσμο της πιο συναρπαστικής μουσικής όλων των εποχών. Αρκετά σύντομα είχε μάθει να ξεχωρίζει με ευχέρεια τα διάφορα είδη της. Από τις πρώτες κιόλας νότες ήταν σε θέση να καταλαβαίνει αν ακούει κλασσικό ροκ, χαρντ ροκ, χέβυ μέταλ, πανκ ροκ, μπάλαντ ροκ, εναλλακτικό ροκ, και τα λοιπά. Είχε χωθεί ολόκληρος μέσα σ’ εκείνον τον υπέροχο κόσμο, κι αισθανόταν ότι δεν επρόκειτο ποτέ πια στη ζωή του να ξαναβγεί από αυτόν.
    Ένα απόγευμα όμως έγινε αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού, που τον υποχρέωσε να συνειδητοποιήσει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο δυστυχώς το είχε ξεχάσει. Αντικρίζοντας, καθώς μετέβαινε στο στούντιο του Χάπινς, μια ομάδα νεαρών να δέρνεται ανηλεώς, στη μέση  του δρόμου, από μια διμοιρία σιδερόφρακτων αστυνομικών, ένιωσε να κυριεύεται από έναν ανείπωτο τρόμο. Μαθαίνοντας αργότερα ότι τα παιδιά εκείνα είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να ακούν ροκ τραγούδια, το χώνεψε αρκετά καλά ότι το νέο του χόμπι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο.
    Συζητώντας το μάλιστα με τον Χάπινς, καθώς το στερεοφωνικό έπαιζε το SWEET FREEDOM των URIAH HEEP, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάτι έπρεπε να κάνουν. Το να κάθονταν με σταυρωμένα χέρια και ν’ ακούν απλώς τα τραγούδια που τους άρεσαν, δεν έδινε λύση στο πρόβλημά τους.
    Η νύχτα εκείνη τους φάνηκε ιδιαίτερα σκοτεινή και άκρως ζοφερή. Το απογευματινό περιστατικό τους είχε τρομοκρατήσει. Κινδύνευαν, αυτό ήταν βέβαιο, ενώ δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν και το γεγονός ότι υπήρχαν και σπιούνοι που, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, θα μπορούσαν εύκολα να τους καταδώσουν στις αρχές.
    Άκουγαν μανιωδώς μουσική και δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα. Άκουσαν ROLLING STONES, ANIMALS, PINK FLOYD, DEEP PURPLE, QUEEN, DOORS, AC/DC, WHO, R.E.M., IRON MAIDEN, METALLICA, RAMONES, JAMES, GUNS NROSES, SCORPIONS, OASIS, U2, IGGY POP, και μια σωρεία ακόμα συγκροτημάτων και τραγουδιστών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρουν με ποιο τρόπο έπρεπε να ενεργήσουν. Το είχαν πάρει απόφαση ότι όφειλαν να δραστηριοποιηθούν. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν ήταν διατεθειμένοι να πιαστούν σαν τα ποντίκια μέσα σε εκείνο το υπόγειο. Τους φαινόταν παράλογο να διώκονται  επειδή το έγκλημά τους ήταν ότι άκουγαν μουσική. Αν επρόκειτο να συλληφθούν, ας το πάθαιναν τουλάχιστον για κάποιο άλλο σοβαρότερο λόγο.
    Λίγο πριν το ξημέρωμα τους πήρε ο ύπνος. Δεν άντεξαν άλλο και κοιμήθηκαν επάνω στα άβολα καθίσματά τους. Όταν ξύπνησαν, κόντευε μεσημέρι. Σηκώθηκαν με όλα τα μέλη του σώματός τους πιασμένα και με τη διάθεσή τους στο ναδίρ. Η ολονύκτια ακρόαση, ουδόλως τους είχε βοηθήσει. Όσο κι αν προσπάθησαν, τρόπο δράσης δεν κατάφεραν να βρουν. Νιώθοντας πίκρα και απογοήτευση, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Μέχρι να ετοιμαστούν, ο Χάπινς άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπιασε ένα σταθμό που μετέδιδε ειδήσεις και κινήθηκε προς την τουαλέτα. Άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα, αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνησή του. Ακούγοντας τον εκφωνητή να αναφέρεται στο χθεσινό γεγονός της σύλληψης των νεαρών, επέστρεψε στην αίθουσα.
    ‘’…οι δε δράστες του εγκλήματος της ακρόασης ροκ μουσικής, οδηγήθηκαν στη φυλακή και θα δικαστούν αύριο. Μεθαύριο Κυριακή, ο άρχοντας Λαμασών, με την ευκαιρία της νέας πολεμικής σύγκρουσης με τους βόρειους γείτονές μας, θα απευθύνει διάγγελμα προς τον λαό. Κανένας δεν πρέπει να λείψει από τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που θα πραγματοποιηθεί στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Όσοι δεν μπορέσουν να παραβρεθούν, ή όσοι μένουν μακριά, μπορούν να  την παρακολουθήσουν από τις τηλεοράσεις τους, αφού έγινε γνωστό ότι θα μεταδοθεί και τηλεοπτικώς…’’
    Ο Φίγκινς δεν χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα. Παραμέρισε τον φίλο του και έκλεισε το ραδιοφωνικό δέκτη. Έβαλε στο στερεοφωνικό ένα δίσκο των TEN YEARS AFTER, επέλεξε το τραγούδι με τίτλο I’ D LOVE TO CHANGE THE WORLD και το έβαλε να παίζει. Η ιδέα του ήρθε εντελώς ξαφνικά και το χαμόγελο ξανάνθισε στα χείλη του. Στράφηκε προς τον Χάπινς και του είπε αινιγματικά: «Πάμε στη σχολή και θα σου πω στο δρόμο τι μπορούμε να κάνουμε».

                                                      # # # # #

            Λίγο πριν ο άρχοντας της χώρας κάνει την εμφάνισή του στην εξέδρα που είχε στηθεί δίπλα στο κυβερνητικό μέγαρο, χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένοι στη  μεγάλη, κεντρική πλατεία, ενώ χιλιάδες άλλοι συνέχιζαν να καταφτάνουν από όλες τις πλευρές. Οι κυλιόμενοι διάδρομοι δεν προλάβαιναν να αποβιβάζουν ανθρώπους όλων των ηλικιών. Οι περισσότεροι κρατούσαν στα χέρια τους τις πολύχρωμες σημαίες του έθνους, με το χαρακτηριστικό κεραυνό στην κάτω δεξιά γωνία τους, και το στεφανωμένο κεφάλι του Λαμασών στο κέντρο τους.
    Τα παιδιά ανέμιζαν χαρούμενα τα σύμβολα της πατρίδας τους, οι περισσότεροι όμως από τους μεγάλους, δεν έδειχναν να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό τους. Τι χαρά και τι ενθουσιασμό μπορούσαν να δείξουν οι ταλαίπωροι πολίτες, τη στιγμή που στα χίλια προβλήματά τους, ερχόταν τώρα να προστεθεί κι εκείνο του πολέμου; Ποιος μπορούσε να φανταστεί τα δεινά που τους περίμεναν; Άραγε, πόσα  από τα παιδιά τους θα άφηναν για πολλοστή φορά την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο;
    Στέκονταν όρθιοι, σκυθρωποί και ζαβλακωμένοι και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον, κυριευμένοι από το φόβο των σπιούνων που συνήθιζαν να χώνονται ανάμεσά τους. Περίμεναν υπομονετικά την εμφάνιση του δικτάτορα, ελπίζοντας σε μια σύντομη λήξη της φαρισαϊκής εμφάνισής του. Όταν τελικά εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά τους, άρχισαν όλοι να τον χειροκροτούν με προσποιητό ενθουσιασμό, χωρίς να παραλείπουν βέβαια να τον βρίζουν από μέσα τους. Ο Λαμασών χαιρετούσε το πλήθος που τον επευφημούσε, στρεφόταν κι έκανε το ίδιο και στις τηλεοπτικές κάμερες και κάποτε αποφάσισε να αρχίσει.
    Καθάρισε τη φωνή του, έφτιαξε το μικρόφωνο και, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ένας πρωτόγνωρος, δυνατός ήχος ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από τα ηχεία. Το ξάφνιασμα ήταν ισχυρό για όλους, περισσότερο όμως για τον κεραυνοβολημένο δικτάτορα. Το τραγούδι που ακουγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, η μουσική  που  έφτανε στα αυτιά και του τελευταίου πολίτη, ήταν απαγορευμένη. Το μουσικό κομμάτι, το οποίο οι περισσότεροι άκουγαν για πρώτη φορά, ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά τους. Ύστερα μάλιστα από το πρώτο ξάφνιασμα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αφυπνίστηκαν και άρχισαν κουνιούνται δειλά-δειλά στο ρυθμό του.
    Ο Λαμασών ούρλιαζε, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Φώναζε στους ακολούθους του να κλείσουν τα μεγάφωνα, να σταματήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τη συνέχιση εκείνης της οδυνηρής για τ’ αυτιά του μουσικής, που το άκουσμά της τον οδηγούσε στα όρια της παραφροσύνης, κανείς τους όμως δε φαινόταν πως είχε τη δυνατότητα να το κάνει.   Το τραγούδι συνεχιζόταν με την ίδια αμείωτη ένταση και οι αντιπολεμικοί στίχοι του γέμισαν με αισιοδοξία τις ψυχές των πολιτών.
    Κι ενώ ο OZZY OSBOURNE των BLACK SABBATH τραγουδούσε το WAR PIGS, εκατοντάδες χιλιάδες ευτυχισμένοι άνθρωποι, αγνοώντας το ανθρωπάκι που χτυπιόταν σαν δαιμονισμένο επάνω στην εξέδρα, λικνίζονταν αγκαλιασμένοι.



                                               @ @ @ @ @ @ @ @

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΤΑΞΙΕΣ

Οι αταξίες, τα πειράγματα και οι κάθε είδους  παλαβομάρες είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των νεαρών ηλικιών και θα ήταν μεγάλο ψέμα, αν ισχυριζόμουν ότι η δική μας παρέα τότε δεν συμμετείχε σε τέτοιου είδους πειράγματα και τρέλες. Θυμάμαι κάποια περίοδο, κατά την οποίαν, βολτάροντας ανέμελα στους δρόμους, χτυπούσαμε τα κουδούνια των σπιτιών, απλώς και μόνο για να κάνουμε χαβαλέ! Ένα βράδυ, περνώντας μπροστά από μια πολυκατοικία στην οδό Πατησίων, είδαμε με έκπληξή μας σε δυο από τα κουδούνια της, να γράφονται τα επώνυμα ΓΑΤΟΣ στο ένα και ΠΟΝΤΙΚΗΣ στο άλλο. Όταν σταματήσαμε να γελάμε, αποφασίσαμε να τους κάνουμε φάρσα. Χτυπήσαμε πρώτα το κουδούνι του κυρίου Ποντίκη, αλλά δεν μας απάντησε κανένας. Το επαναλάβαμε με το κουδούνι του κυρίου Γάτου και μας απάντησε μια αντρική φωνή: ''Ποιος είναι;"
Πετάχτηκε τότε το πειραχτήρι της παρέας και είπε, κάνοντας τη φωνή του σοβαρή: ''Κύριε Γάτο, σας ζητάει ο ποντικός!''
Ακόμα τρέχουμε! 

ΣΗΜ: Το περιστατικό είναι αληθινό καθώς επίσης και τα ονόματα των ενοίκων. Ε, πείτε μου τώρα σας παρακαλώ, το ζητούσε το πείραγμα ο οργανισμός τους, ή δεν το ζητούσε; Είναι δυνατόν να έχει κάποιος τέτοιου είδους επώνυμο και να μην το αλλάζει; Μια ζωή στην καζούρα θα είναι!

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Ο ΞΥΛΕΜΠΟΡΟΣ

"Ευτυχώς που ήρθε νέος γιατρός στην περιοχή μας'', μου είπε ο εικοσιπεντάχρονος ξυλέμπορος, καθώς ξεφόρτωνε τα ξύλα που του είχα παραγγείλει. "Θα μας εξυπηρετήσει πολύ, γιατί δεν θα τρέχουμε από δω κι από κει".
Άλλο που δεν ήθελα εγώ, μόλις το άκουσα, για να πετάξω τη σπόντα μου στο νεαρό και να τον ψαρέψω για τα πιστεύω του.
"Στον γιατρό να τρέχεις", του είπα. "Τους παπάδες να αποφεύγεις".
"Μπα, δεν τους πολυγουστάρω", μου είπε, κι εγώ ένιωσα να αναθαρρώ. "Έχω να πάω στην εκκλησία από τα δεκαοκτώ μου. Αλλά... (αχ αυτό το αναθεματισμένο το ''αλλά'', εμφανίζεται ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις, και σου χαλάει τη συνταγή, σε προσγειώνει ανώμαλα στη νοσηρή πραγματικότητα), ...όταν αντικρίζω τον ουρανό και τα αστέρια, σκέφτομαι ότι, δεν μπορεί, κάποιος θεός πρέπει να τα έχει δημιουργήσει όλα αυτά''.
Επάνω λοιπόν που είχα γεμίσει την κανάτα με ελπίδα, ο ξυλέμπορος του Αιγίου έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και την άδειασε και πάλι. Απογοητεύτηκα, γιατί είχα ελπίσει ότι ο νεαρός διακατεχόταν από απέχθεια για κάθε τι που είχε σχέση με την εκκλησία, αλλά είχα πέσει έξω. Με είχε παραπλανήσει η φράση του ότι δεν γουστάριζε τους ρασοφόρους.
''Δεν αναρωτήθηκες ποτέ, ότι ίσως κάνεις λάθος;" τον ρώτησα. "Μήπως η απάντησή σου στο ερώτημα αν υπάρχει θεός, είναι πολύ απλοϊκή;"
Με κοίταξε περίεργα και μπήκε μέσα στο φορτηγό του: "Το ζήτημα αυτό χρειάζεται μεγάλη συζήτηση", μου είπε, καθώς έβαζε μπροστά. "Αν είχα χρόνο, θα πίναμε καφέ και θα το κουβεντιάζαμε, αλλά δυστυχώς δεν προλαβαίνω''.
''Ξανασκέψου το λίγο'', του είπα, πριν κλείσει τον πόρτα. "Μήπως η πεποίθησή σου, εγείρει περισσότερα ερωτήματα, από όσα απαντάει".
Δεν πρόλαβα να του πω περισσότερα. Αν καθόταν θα του έλεγα: ''Θα σου απαριθμήσω μερικά από αυτά τα ερωτήματα, μήπως και προβληματιστείς. Πρώτον, ποιος δημιούργησε το θεό; Δεύτερον, πώς βρέθηκε μόνος του μέσα στο τίποτα; Τρίτον, τι έκανε μέχρι να φτιάξει τον κόσμο; Τέταρτον, πού βρήκε τα υλικά για την κατασκευή του; Πέμπτον, με τι ακριβώς ασχολείται τώρα; Έκτον, γιατί έχει εξαφανιστεί; Και πολλά άλλα!