Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά μου με τον παραπάνω τίτλο.
Προσπέρασαν τα πρώτα κτίσματα και εισήλθαν στο μεγάλο προαύλιο του ιερού της Άλτης. Ο Τιμολέων δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει. Τα κτίσματα της Ολυμπίας ήταν το ένα ωραιότερο απ’ το άλλο και στον ελεύθερο μεταξύ τους χώρο κυριαρχούσε το πράσινο και τα αγάλματα. Πλήθος ανδριάντων ηρώων και ολυμπιονικών βρίσκονταν παραταγμένα δεξιά και αριστερά. Παρέκαμψαν ένα μικρό κεραμοσκεπές μνημείο κι ένα βωμό και βρέθηκαν μπροστά στον μεγαλοπρεπή ναό του πατέρα των Θεών. Η κίνηση σ’ όλη την περιοχή του ιερού ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μέχρι την είσοδο του ναού του Δία, μόνον έναν άνθρωπο συνάντησαν. Στάθηκαν μπροστά στην τεράστια είσοδό του, με τον εμβρόντητο Τιμολέοντα να νιώθει τους παλμούς της καρδιάς του να αυξάνονται με αλματώδη ρυθμό.
«Είπες ότι δεν έχεις ξανάρθει εδώ, έτσι δεν είναι;» άκουσε τον Παρμενίδη να του λέει. Στράφηκε προς το μέρος του και του έγνεψε καταφατικά. Εκείνος του χαμογέλασε με συγκατάβαση και έσπευσε να συμπληρώσει. «Μόνον αν αντικρίσουν τα μάτια σου το δημιούργημα του συμπατριώτη σου του Φειδία, θα καταλάβεις τι θα πει τέχνη. Ακόμα και αυτό το άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, στην Ακρόπολη της πόλης σας, υστερεί σε κάλλος από το άγαλμα του Δία».
Νιώθοντας το πρόσωπό του να καίει από έξαψη, τόλμησε να κάνει μερικά βήματα. Μπαίνοντας μέσα στον πρόναο, σταμάτησε για να συνηθίσουν τα μάτια του στο χαμηλό φωτισμό του εσωτερικού. Διέκρινε το άγαλμα του Ίφιτου και το σύμπλεγμα των αλόγων της Κυνίσκας, κι ένιωσε ανείπωτο θαυμασμό για τους προγόνους του. Προσπέρασε όλα τα αγάλματα του πρόναου και πάτησε το πόδι του στον κυρίως ναό, κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, αισθάνθηκε την αναπνοή του να κόβεται. Στο βάθος, μέσα στον τεράστιο σηκό, ο γιγάντιος Δίας ορθωνόταν ολοζώντανος θαρρείς πάνω στο υπερυψωμένο βάθρο του.
Ο Τιμολέων συγκλονίστηκε. Απέναντί του, όσο κι αν του φαινόταν απίστευτο, καθόταν στο θρόνο του ο ίδιος ο πατέρας των αρχαίων θεών. Περιγραφές για το περιβόητο εκείνο άγαλμα-που θεωρείτο το σπουδαιότερο από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου-είχε διαβάσει πολλές, καμιά τους όμως δε μπορούσε ν’ αποδώσει με ακρίβεια, αυτό που αντίκριζαν εκείνη τη στιγμή τα μάτια του. Με συνολικό ύψος πάνω από δώδεκα μέτρα, το αριστοτεχνικό δημιούργημα του Φειδία, άφηνε άναυδο όποιον το αντίκριζε.
Ο Τιμολέων άργησε να συνέλθει. Όταν μετά από μερικά λεπτά το κατάφερε, πλησίασε κοντύτερα. Έχοντας πια προσαρμοστεί στις συνθήκες φωτισμού του ναού, δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει πάνω σ’ εκείνο το μοναδικό έργο της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Τα υλικά κατασκευής του, το μέγεθός του, την αριστουργηματική σύνθεσή του, ή το απαράμιλλο κάλλος του;
Με σώμα φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο και μανδύα, σανδάλια, γένια και μαλλιά από ατόφιο χρυσάφι, το άγαλμα δεν είχε μόνο μεγάλη καλλιτεχνική, αλλά και ανυπολόγιστη οικονομική αξία. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα ολόχρυσο σκήπτρο μ’ έναν αετό στην κορυφή του, στο δε δεξί υποβάσταζε το χρυσό άγαλμα της Νίκης. Τα μαλλιά του ήταν στεφανωμένα με χρυσό κλαδί ελιάς, ο δε θρόνος στον οποίο αναπαυόταν ήταν κι αυτός καμωμένος από ελεφαντόδοντο και χρυσό.
Ο Τιμολέων δεν ήταν θρησκόληπτος και πολύ περισσότερο δεν ήταν ειδωλολάτρης. Η εικόνα όμως που παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια του ήταν απίστευτη. Κάτι μέσα του, του ταρακούνησε τα πιστεύω του. Αισθάνθηκε μια ανεξήγητη ανάταση της ψυχής του και κατάλαβε ότι υπήρχαν καταστάσεις και πράγματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την περιορισμένη ανθρώπινη οπτική τους.
Το αντίκρισμα λοιπόν του δημιουργήματος του Φειδία, ήρθε να του επιβεβαιώσει το μεγαλείο, όχι κάποιου κατασκευασμένου Θεού, αλλά του ίδιου του Ανθρώπου. Το επιβλητικό εκείνο αριστούργημα, που όμοιό του δεν θα ξαναφτιαχνόταν ποτέ πάνω στη γη, το είχε εμπνευστεί και δημιουργήσει ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά.
Έτσι, νιώθοντας απέραντο θαυμασμό για τον άνθρωπο που άκουγε στο όνομα Φειδίας και ωθημένος από μια ανεξήγητη παρόρμηση, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου