Ο Τζόϋ άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του και κοίταξε το ταβάνι. Του φάνηκε άγνωστο, διαφορετικό. Ήταν ολόλευκο, χωρίς γύψινα γύρω-γύρω και ήταν βέβαιος ότι δεν το είχε ξαναδεί. Αναρωτήθηκε που βρισκόταν και τι του είχε συμβεί και, γυρίζοντας το κεφάλι του αριστερά, αντίκρισε το πρόσωπο της μητέρας του που καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του.
«Συνήλθες γιε μου;» αναφώνησε η μεσόκοπη γυναίκα μόλις τον είδε ν’ ανοίγει τα μάτια του. «Για πες μου, πώς αισθάνεσαι;»
«Τι έγινε μητέρα; Πού βρίσκομαι;»
«Στο νοσοκομείο είσαι, αγόρι μου. Μη φοβάσαι όμως, όλα θα πάνε καλά. Οι γιατροί με διαβεβαίωσαν ότι αύριο θα βγεις».
Ένιωθε λίγο ζαλισμένος και πονούσε το κεφάλι του. Κατάλαβε ότι κάτι δυσάρεστο είχε συμβεί και είχε βρεθεί στο νοσοκομείο, αλλά η μνήμη του δεν τον βοηθούσε. Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά οι αναμνήσεις του ήταν θολές. Κοίταξε με παράπονο τη μητέρα του και σκέφτηκε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να τον βοηθήσει να ανατρέξει στα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος.
«Τι μου συνέβη, μητέρα; Γιατί βρίσκομαι εδώ;»
Η γυναίκα, μόλις το άκουσε, έδειξε ν’ αναστατώνεται. Φοβήθηκε ότι το μοναχοπαίδι της είχε πάθει αμνησία. Μόλις χθες είχε συμβεί το τραγικό συμβάν στο μετρό, κι εκείνος δεν θυμόταν τίποτα; Σκέφτηκε ότι έπρεπε επειγόντως να ενημερώσει το γιατρό. Τρομοκρατήθηκε στην ιδέα ότι μπορούσε να είχε χάσει τη μνήμη του. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ήταν σίγουρη πως δεν θα είχε τη δύναμη να το αντέξει. Πριν από δυο χρόνια είχε δεχτεί το οδυνηρό πλήγμα της απώλειας του συντρόφου της, κι ένα δεύτερο χτύπημα θα την αποτελείωνε, θα της έδινε τη χαριστική βολή.
«Δεν θυμάσαι το δυστύχημα χθες το βράδυ στο μετρό, αγόρι μου;» του υπενθύμισε με τρεμάμενη φωνή. «Δυστυχώς ήσουν και συ μέσα».
Ο Τζόϋ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ο θόρυβος της σύγκρουσης, οι φωνές των επιβατών και τα αίματα στα πρόσωπά τους και στο πάτωμα του βαγονιού, παρέλασαν διαδοχικά μέσα στο μυαλό του. Έζησε ξανά τη στιγμή που έφυγε με ταχύτητα από τη θέση του και χτύπησε με φόρα το μέτωπό του στην κόχη του παραθύρου. Και τότε θυμήθηκε το λόγο που ταξίδευε με το μετρό και η μορφή μιας πληγωμένης και θυμωμένης Τζωρτζέτας ήρθε να του χτυπήσει το καμπανάκι του πανικού. Σκέφτηκε ότι θα ήταν μεγάλη αδικία να χάσει αυτό το θεϊκό πλάσμα. Τη γνώριζε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα, μόλις μία φορά την είχε δει, και όμως ήταν βέβαιος ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Την αγάπησε παράφορα, πίστευε ότι κι εκείνη είχε δείξει ενδιαφέρον για το άτομό του, και να που, μια ατυχής συγκυρία, θα του στερούσε την ευτυχία να την κάνει δική του.
«Θέλω να κάνω ένα τηλεφώνημα», παρακάλεσε τη μητέρα του που παρακολουθούσε ανήσυχη τις εκφράσεις του προσώπου του.
Η μητέρα του κατάλαβε πως επρόκειτο για γυναικοδουλειά. Δεν χάρηκε και πολύ που διαπίστωνε ότι είχε κάποια σχέση, ανακουφίστηκε όμως που είδε να διαψεύδονται οι φόβοι της για αμνησία. Έβγαλε από την τσάντα της το κινητό της και του το έδωσε. «Θυμάσαι τον αριθμό;»
«Και βέβαια τον θυμάμαι. Τι νόμιζες δηλαδή ότι, επειδή χτύπησα λίγο στο κεφάλι, θα πάθαινα αμνησία; Αλλά, και όλα τα άλλα να τα ξεχνούσα, το τηλέφωνο αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να σβηνόταν από τη μνήμη μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου