ΔΙΗΓΗΜΑ Ε.Φ. Του Στέλιου Αρώνη.
ΥΔΡΟΧΟΟΣ
Κοίταξε με θλιμμένο βλέμμα την τελευταία σταγόνα νερού, που έσταξε βασανιστικά αργά από το στόμιο του πήλινου δοχείου μέσα στο ποτήρι του, και κυριεύτηκε από απελπισία. Στη συνέχεια, ένα δάκρυ, ίδιο και απαράλλαχτο με εκείνην την πολύτιμη σταγόνα, ήρθε και κύλισε πάνω στο μαυρισμένο από τον ήλιο πρόσωπό του. Το σκούπισε με την ανάποδη του ελεύθερου χεριού του και έφερε απρόθυμα το μισοάδειο ποτήρι στο στόμα του, αλλά δίστασε να πιει. Σκέφτηκε ότι η υδροφόρα θα ξαναπερνούσε από τη γειτονιά τους το απόγευμα, τέσσερις ώρες σχεδόν αργότερα, και αποφάσισε να αναβάλει την υδροποσία. Ο καιρός είχε αρχίσει να γίνεται ζεστός και οι ανάγκες του οργανισμού σε υγρά γίνονταν επιτακτικότερες. Θεώρησε ότι, αν έκανε το λάθος και εξαντλούσε αμέσως το τελευταίο απόθεμα του νερού που του αναλογούσε, δύσκολα θα άντεχε να περιμένει τέσσερις ώρες μέχρι να εμφανιστεί ο αντικαταστάτης του. Έτσι, θα έκανε λίγη ώρα υπομονή και θα το κατανάλωνε αργότερα.
Άφησε το βλέμμα από τα μεγάλα, τσακίρικα μάτια του να πλανηθεί έξω από το παράθυρο και, αυτό που αντίκρισε, του θύμισε περισσότερο σεληνιακό τοπίο παρά κήπο. Εκεί που παλιά βρισκόταν ένα ολάνθιστο περιβόλι, στη θέση του τώρα απλωνόταν ένα τραχύς και ξερός χώρος. Και πώς να μην ήταν, όταν η ανομβρία μάστιζε όλη τη χώρα; Την τελευταία φορά που θυμόταν να έχει βρέξει, πήγαινε στην έκτη δημοτικού, και τώρα, δυο ολόκληρα χρόνια μετά, είχε σχεδόν ξεχάσει τι σήμαινε βροχερός καιρός και πως ήταν να πέφτουν οι ζωογόνες σταγόνες της βροχής. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, η παροχή νερού από τις εγκαταστάσεις ύδρευσης είχε σταματήσει εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Πού να έβρισκαν λοιπόν νερό για να ποτίσουν; Πώς να συντηρούσαν τα φυτά και τα λουλούδια τους; Εδώ, μόλις και μετά βίας κατάφερναν να πιουν και να πλυθούν, αφού το νερό που τους αναλογούσε ήταν απελπιστικά λίγο. Η υδροφόρα της Αρμοστείας περνούσε δυο φορές την ημέρα, προμηθεύοντάς τους με μια αυστηρά καθορισμένη ποσότητα, η οποία δυστυχώς δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών τους. Τώρα το πώς η μητέρα του, η ηρωίδα εκείνη γυναίκα, κατάφερνε κάτω από αυτές τις συνθήκες να διατηρεί το σπίτι, τα πιατικά και τα ρούχα τους καθαρά, αυτό κανένας δεν μπορούσε να το εξηγήσει.
Όσο ο χρόνος περνούσε και ο καιρός αρνιόταν πεισματικά να τους κάνει το χατίρι και να τους δείξει το βροχερό του πρόσωπο, τόσο η κατάσταση χειροτέρευε. Ενώ στην αρχή, η ποσότητα του νερού που τους προμήθευε η Αρμοστεία ήταν αρκετή για μια οικογένεια, τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να μειώνεται, καθιστώντας το είδος πολυτελείας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, οι εταιρίες που ασχολούνταν με την εμφιάλωση και την εμπορία νερού, να έχουν θησαυρίσει. Οι εύπορες οικογένειες της πόλης τους, δεν δίσταζαν να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες εμφιαλωμένου νερού, χρησιμοποιώντας το ακόμα και για λάτρα. Η οικογένεια του Φίλη όμως δεν είχε αυτήν την δυνατότητα. Έτσι περιοριζόταν στη λιγοστή ποσότητα που έπαιρνε από την Πολιτεία και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με εκείνην.
Πήρε μαζί του το ποτήρι με το νερό και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Θα αφιέρωνε τον μεσημβρινό του χρόνο στη μελέτη των μαθημάτων του και το απόγευμα, μετά τη διέλευση της υδροφόρας, θα πήγαινε να παίξει με τον φίλο του. Ξέχασε το πρόβλημα του νερού και προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του στο διάβασμα. Διάβαζε λίγο, αλλά η δίψα που του βασάνιζε τα σωθικά, του το ξαναθύμιζε. Εκείνος πάντως αρνιόταν να υποκύψει στον πειρασμό και να πιει το τελευταίο του απόθεμα, αντιστεκόμενος σθεναρά στην πρόκληση. Μετά από μια ώρα, όταν πια είδε ότι τα μάτια του έκαναν πουλάκια και νικημένος οριστικά σε εκείνην την άνιση μάχη με αντίπαλο τη δίψα, παραδόθηκε άνευ όρων. Ρούφηξε με λαχτάρα και ανακούφιση το λιγοστό νεράκι του, κι έπεσε για ύπνο.
# # # # #
Τον ξύπνησε ο θόρυβος της υδροφόρας. Πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε στο παράθυρο. Έξω στο δρόμο, οι γυναίκες και τα ρομπότ της γειτονιάς-και ανάμεσά τους και η μητέρα του-κρατώντας στα χέρια τους τα δοχεία τους, περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να παραλάβουν το πολύτιμο υγρό. Ο Φίλης παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη σκηνή και εστίασε την προσοχή του στον υπάλληλο της Αρμοστείας. Ήταν ένας κοντός, μαυριδερός σαραντάρης και οι νευρικές κινήσεις του φανέρωναν βιασύνη. Ίσως, σκέφτηκε, ο άνθρωπος εκείνος βιαζόταν, για να προλάβει να μοιράσει το φορτίο του και σε άλλες γειτονιές, πριν τον πιάσει το σκοτάδι της νύχτας.
Μόλις είδε τη μητέρα του να επιστρέφει με το γεμάτο δοχείο της, άρπαξε το ποτήρι του κι έτρεξε γρήγορα κάτω για να πάρει την απογευματινή του δόση. Πριν καλά-καλά η ταλαίπωρη γυναίκα προλάβει να μπει μέσα, το άρπαξε από τα χέρια της, γέμισε το ποτήρι του και το κατέβασε μονορούφι. Μόλις τελείωσε, άφησε έναν στεναγμό ικανοποίησης και, χωρίς να πει κουβέντα,, βάδισε προς την έξοδο.
«Για πού το βάλαμε, νεαρέ;» άκουσε τη μητέρα του να τον ρωτάει.
«Πάω να παίξω με τον Κλέαρχο», της απάντησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Τελείωσες τα μαθήματά σου;»
«Μου έμεινε μόνον η γεωγραφία, αλλά θα την διαβάσω το βράδυ, μόλις επιστρέψω».
«Κοίταξε να μην αργήσεις πολύ, σε παρακαλώ, εντάξει;»
«Εντάξει, μητέρα», την καθησύχασε, κι έσπευσε να εξαφανιστεί.
Στο σπίτι του φίλου του πήγε με το ποδήλατο. Δεν απείχε περισσότερο από ένα χιλιόμετρο, ποτέ όμως δεν πήγαινε κατευθείαν εκεί. Συνήθως έκανε παραπάνω από δυο χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Του άρεσε να περιδιαβαίνει πρώτα από τις γειτονιές και να περιεργάζεται τους ανθρώπους. Τον ενδιέφερε να βλέπει καταστάσεις, γεγονότα και συμπεριφορές, που τις πιο πολλές φορές απείχαν σημαντικά από εκείνες που είχε βιώσει στο σπίτι του. Ήταν λίγο περίεργος, κι αυτό του το κουσούρι μερικές φορές του είχε στοιχίσει, εκείνος όμως δεν έβαζε μυαλό. Άλλωστε, όπως λέει και μια παροιμία, πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι. Έτσι και τώρα, θα περνούσε πρώτα από την εργατική συνοικία και μετά θα κατέληγε στη συνοικία των πλουσίων, εκεί που διέμενε και ο Κλέαρχος.
Με τον Κλέαρχο ήταν πολύ καλοί φίλοι. Εκτός από συμμαθητές, είχαν και άλλα πολλά κοινά σημεία, που τους είχαν βοηθήσει να σφυρηλατήσουν μια αγνή φιλία, αν και μερικές φορές ο Φίλης ένιωθε ότι εκμεταλλευόταν κάπως αυτή τη φιλία. Στη σκέψη αυτή τον ωθούσε το γεγονός ότι ο Κλέαρχος ήταν γόνος πλουσίων ανθρώπων, οι οποίοι δεν γνώριζαν τι θα πει στέρηση του πιο πολύτιμου υλικού αγαθού. Έτσι, όποτε τύχαινε να βρεθεί εκεί-κάτι που τον τελευταίο καιρό γινόταν αρκετά συχνά-απολάμβανε κι εκείνος χωρίς περιορισμούς το πιόσιμο άφθονου εμφιαλωμένου νερού, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για την τύχη του, που τον είχε αξιώσει να γίνει φίλος ευκατάστατου παιδιού.
Μερικά στενά πριν φτάσει στη γειτονιά του Κλέαρχου, αντίκρισε ένα παράδοξο φαινόμενο. Μια ομάδα παιδιών έπαιζε μπάλα μέσα στο δρόμο και στο παιχνίδι συμμετείχε κι ένα ρομπότ. Τα μικρά κλωτσούσαν τη μπάλα με τα πόδια και ο μεταλλικός τερματοφύλακας την έπιανε με τα χέρια. Απόρησε με τη δεξιοτεχνία του άψυχου ποδοσφαιριστή και η φουτουριστική εκείνη σκηνή του έφτιαξε για τα καλά τη διάθεση. Το ρομπότ, παρόλη την έλλειψη ευκινησίας που διέκρινε τους ομοίους του, κατάφερνε να αντιδρά σχετικά γρήγορα και να αποκρούει ή να πιάνει με μεγάλη ευχέρεια τη μπάλα που του πετούσαν τα παιδιά, αφήνοντάς τους όλους κατάπληκτους.
Ο Φίλης παρακολούθησε για λίγο την πρωτότυπη αθλητική συνάντηση και κάποια στιγμή θυμήθηκε ότι είχε βγει έξω για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ο φίλος του τον περίμενε να παίξουν και θα είχε αρχίσει να ανησυχεί. Καβάλησε πάλι το ποδήλατό του, προσπέρασε την παράξενη ποδοσφαιρική ομάδα και, περνώντας δίπλα από το ρομπότ, του φώναξε γελώντας: «Απ’ ό, τι βλέπω, φιλαράκο, είσαι καλά προπονημένος».
Ο Κλέαρχος τον περίμενε στην αυλόπορτα. «Άντε, βρε Φίλη, τι έγινες;» του φώναξε χειρονομώντας, μόλις τον είδε να εμφανίζεται.
«Συγνώμη, Κλέαρχε», απολογήθηκε ο Φίλης, καθώς στάθμευε το ποδήλατό του στην άκρη του πεζοδρομίου, «αλλά έπεσα πάνω σε ένα παράξενο θέαμα και γι αυτό καθυστέρησα. Έμεινα λίγο εκεί για να το παρακολουθήσω».
«Δηλαδή, τι ακριβώς ήταν αυτό που σου τράβηξε τόσο την προσοχή;»
«Να, κάτι παιδιά έπαιζαν μπάλα με ένα ρομπότ».
Ο Κλέαρχος γέλασε και τον έπιασε από το χέρι. «Α, λες για τον Ρομπελέ! Το ρομπότ που παίζει ποδόσφαιρο! Τον ξέρω, είναι καταπληκτικός!»
Έτρεξαν μέσα στη μεγάλη αυλή και άρχισαν να παίζουν μπάσκετ. Ο υπαίθριος χώρος της κατοικίας του Κλέαρχου, εκτός από γήπεδο μπάσκετ, διέθετε ακόμα παιδότοπο με κούνιες, παρτέρια με λουλούδια, κιόσκι με καθιστικό και μια μεγάλη πισίνα, παραδόξως γεμάτη νερό. Ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για τους ευτυχείς ενοίκους του και κυρίως για τον μοναχογιό της οικογένειας, τον Φίλη όμως δεν τον εντυπωσίαζαν και πολύ όλα αυτά. Στον φίλο του πήγαινε για την παρέα και όχι για το παιχνίδι. Μπασκέτα και κούνιες είχε και στο δικό του σπίτι και το παιχνίδι δεν το είχε στερηθεί. Με τον Κλέαρχο είχαν ταιριάσει πολύ, σε μια εκ βαθέων όμως εξομολόγηση στον ίδιο του τον εαυτό, παραδέχτηκε ότι, το μεγαλύτερο κίνητρο για τη σύναψη αυτής της φιλικής σχέσης, ήταν το νερό. Αυτό ήταν που είχε στερηθεί. Είχε απωθημένα με το άοσμο, άγευστο και άχρωμο εκείνο υγρό. Από τότε που είχε καταστεί είδος σε ανεπάρκεια, το αναζητούσε μανιωδώς. Του έλειπε φοβερά και δεν το χόρταινε με τίποτα. Το ευτύχημα για εκείνον ήταν ότι, στο σπίτι του φίλου του, ακόμα και σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, το έβρισκε άφθονο.
Μισή ώρα αργότερα, εξουθενωμένοι από το παιχνίδι, έκαναν διάλειμμα. Κάθισαν κάτω από το κιόσκι και ο Κλέαρχος εμφάνισε δυο μπουκαλάκια που είχε κρυμμένα κάτω από το τραπέζι. Πρότεινε το ένα στον Φίλη και το άλλο το χρησιμοποίησε ο ίδιος. Ο Φίλης άδειασε με ικανοποίηση το περιεχόμενο του δικού του μπουκαλιού, χωρίς να σκεφτεί να κρατήσει λίγο και για αργότερα. Ήξερε ότι δεν χρειαζόταν. Αν ζητούσε και άλλο, ο φίλος του θα ικανοποιούσε την επιθυμία του χωρίς φειδώ.
Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, καληνύχτισε το φίλο του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά δεν έκανε παράκαμψη, αλλά ακολούθησε το κανονικό δρομολόγιο. Βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του για να προλάβει να διαβάσει. Δυο τετράγωνα πριν φτάσει στον προορισμό του, συνάντησε ένα μεγάλο φορτηγό της εταιρίας εμφιαλωμένων νερών ‘’ΥΔΡΟΧΟΟΣ’’. Έβγαινε στον κεντρικό δρόμο από μια πάροδο και πέρασε μπροστά από το ποδήλατο του Φίλη, αγνοώντας επιδεικτικά την προτεραιότητα των οχημάτων που κινούνταν στη λεωφόρο.
Ο Φίλης σάστισε με την αντικοινωνική και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του οδηγού του φορτηγού, έκανε έναν ελιγμό για να περάσει πίσω του και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Καθώς το μεγάλο όχημα απομακρυνόταν, ο Φίλης ακινητοποίησε το ποδήλατό του και στράφηκε προς το μέρος του φορτηγού. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι, εκτός από την προκλητική παράβαση του Κ.Ο.Κ, υπήρχε και κάτι άλλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ανεγκέφαλο οδηγό, άργησε όμως να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Το σκεφτόταν συνέχεια, ακόμα και την ώρα που διάβαζε, κι έσπαγε το κεφάλι του για να μπορέσει να βρει την άκρη. Τελικά, το ανακάλυψε λίγο αργότερα, τη στιγμή που έπεφτε για ύπνο.
# # # # #
Όλο το επόμενο πρωινό στο σχολείο, δεν αντάλλαξε και πολλές κουβέντες με τον Κλέαρχο. Απορροφημένοι και οι δύο από τα μαθήματα, αλλά κυρίως επειδή εκείνος βρισκόταν χωμένος μέσα σ’ εκείνην την παράξενη σκέψη, που τριγύριζε διαρκώς μέσα στο μυαλό του και τον βασάνιζε από το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε όρεξη για πολλά λόγια. Μόνο κατά το σχόλασμα, όταν είδε τον Κλέαρχο να τον πλευρίζει και να του λέει, ‘’Θα έρθεις το απόγευμα να παίξουμε;’’, αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του.
Η απάντηση ήταν αυτονόητη και ετοιμάστηκε να του τη δώσει, θυμήθηκε όμως κάτι άλλο, κάτι που είχε άμεση σχέση με αυτά που σκεφτόταν, κι έστρεψε αλλού τη συζήτηση: «Δεν μου λες, Κλέαρχε, κάθε πότε σας φέρνει εμφιαλωμένα νερά το φορτηγό της ‘’ΥΔΡΟΧΟΟΣ;’’»
Το μπουκαλάκι, από το οποίο είχε πιει το προηγούμενο απόγευμα στο σπίτι του Κλέαρχου, ήταν της συγκεκριμένης εταιρίας και ο Φίλης συνειδητοποίησε ότι υπήρχε τρόπος να εξιχνιάσει το μυστήριο που είχε παρουσιαστεί. Θα ξεκινούσε από την οικογένεια του φίλου του, αφού γνώριζε ότι ήταν από τους πιο τακτικούς πελάτες της ‘’ΥΔΡΟΧΟΟΣ Α.Ε.’’
«Δυο φορές την εβδομάδα», του απάντησε ο Κλέαρχος. «Κάθε Τρίτη βράδυ και κάθε Σάββατο βράδυ, αλλά γιατί ρωτάς;»
Ο Φίλης απέφυγε να του εξηγήσει μπροστά στα άλλα παιδιά. «Θα έρθω το απόγευμα να παίξουμε και θα σου πω για ποιο λόγο ρωτάω», του φώναξε καθώς απομακρυνόταν.
Καβάλησε το ποδήλατό του και έβαλε πλώρη για το σπίτι του, σκεφτόμενος ότι ήταν Τρίτη μεσημέρι και σε λίγες ώρες θα του δινόταν η ευκαιρία να μάθει περισσότερα για το ανεξήγητο κατά τη γνώμη του φαινόμενο, που τόσο τον είχε προβληματίσει. Ποδηλατώντας, έπλαθε ήδη με τη σκέψη του το σχέδιο δράσης του. Αρχικά θα έπαιρνε μαζί του και κάποιο από τα βιβλία του, ώστε να έχει το πρόσχημα ότι πηγαίνει στο φίλο του για να διαβάσουν μαζί. Αυτό θα του έδινε το άλλοθι για την όποια βραδινή του αργοπορία. Θα καθόταν στου Κλέαρχου μέχρι τη δύση του ηλίου και, αν μέχρι εκείνη την ώρα το φορτηγό δεν είχε εμφανιστεί, θα κρυβόταν λίγο πιο πέρα και θα το περίμενε.
Το ανακοίνωσε στη μητέρα του κατά τη διάρκεια του φαγητού. «Το απόγευμα θα πάω στου Κλέαρχου και μάλλον απόψε θα αργήσω λίγο περισσότερο».
Η μητέρα του ακούμπησε κάτω το πιρούνι της και τον κοίταξε απορημένη: «Μπα, και γιατί παρακαλώ;» τον ρώτησε κάνοντας ένα μορφασμό.
«Θα παίξουμε το απόγευμα λίγη ώρα μπάσκετ, όπως πάντα, και μετά θα διαβάσουμε μαζί ιστορία», της απάντησε ο γιόκας της με φυσικότατο ύφος. «Σου το λέω για να μην ανησυχείς».
«Ναι, αλλά γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ο πατέρας σου δεν θέλει να κυκλοφορείς με το ποδήλατο το βράδυ».
«Το ξέρω, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη την ώρα οι δρόμοι είναι άδειοι. Άλλωστε, δεν είναι πολύ μακριά».
«Φοβάμαι ότι θα σε μαλώσει», επέμεινε η μητέρα του. «Πάρε τον καλύτερα τώρα στο τηλέφωνο να του το πεις, γιατί το βράδυ θα είναι αργά».
Το αγόρι ξίνισε τα μούτρα του. Η ιδέα της μητέρας του δεν τον ενθουσίασε και πολύ. Ο πατέρας του ήταν λίγο απόλυτος σε αυτά τα ζητήματα και υπήρχε η πιθανότητα να μην του επιτρέψει να μείνει έξω μέχρι αργά. Το επιχείρησε με βαριά καρδιά. Τον πήρε στη δουλειά του και του είπε τα ίδια ακριβώς που είχε πει και στη μητέρα του. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν πήρε απάντηση από το γονιό του και φοβήθηκε ότι ο πολυάσχολος πατέρας του ετοιμαζόταν να τον ‘’στολίσει’’, όταν όμως τον άκουσε να του απαντάει, δεν πίστευε στα αυτιά του.
«Εντάξει, αγόρι μου, να πας. Αλλά θα σε παρακαλέσω να προσέχεις πολύ και να επιστρέψεις από τον κεντρικό δρόμο που είναι άπλετα φωτισμένος».
# # # # #
Αυτή τη φορά πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Κλέαρχου, αποφεύγοντας τις παρακάμψεις. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τα τελευταία λόγια του Αρμοστή, στο διάγγελμα αστραπή που είχε εκφωνήσει το μεσημέρι. ‘’…και να είσαστε βέβαιοι ότι η Αρμοστεία καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να εξασφαλίσει άφθονο νερό σε όλους τους πολίτες της και δεν θα διστάσει να κάνει οποιαδήποτε θυσία χρειαστεί, για να μην επιτρέψει να στερηθεί έστω και ένας το πολύτιμο αυτό αγαθό’’.
Ασφάλισε το βιβλίο που είχε πάρει μαζί του κάτω από την πτυσσόμενη σχάρα του πίσω τροχού, ακούμπησε το ποδήλατο στο μαντρότοιχο, πίσω από ένα θάμνο και μπήκε μέσα στη μεγάλη αυλή. Ο Κλέαρχος τον περίμενε κάτω από τη μπασκέτα. «Καλώς τον», του φώναξε μόλις τον είδε. «Σήμερα θα σε νικήσω».
«Σιγά τα ωά!» γέλασε ο Φίλης και άρπαξε τη μπάλα μέσα από τα χέρια του.
Έπαιξαν μισή ώρα χωρίς σταματημό. Όταν κάποια στιγμή είδαν τον Τέρη, το ρομπότ της οικογένειας, να εμφανίζεται μέσα από το σπίτι, κρατώντας στα ατσάλινα χέρια του ένα δίσκο σερβιρίσματος, αποφάσισαν να κάνουν διάλειμμα. Ο μεταλλικός υπηρέτης, ακούμπησε το δίσκο επάνω στο τραπέζι του υπαίθριου καθιστικού και φώναξε με τη μπάσα φωνή του στα παιδιά. «Ελάτε να φάτε το παγωτό σας».
Τα αγόρια παράτησαν στη μέση το παιχνίδι τους και έτρεξαν να γευτούν την δροσερή απόλαυση που τους περίμενε πλούσια και φανταχτερή επάνω στο δίσκο. Δίπλα στα μπολ με τα παγωτά, αναπαύονταν και δυο μεγάλα μπουκάλια εμφιαλωμένου νερού, κι αυτό έκανε τον Φίλη να νιώσει μιαν ανείπωτη αγαλλίαση.
«Αλήθεια, για πες μου», άκουσε τον Κλέαρχο να τον ρωτάει, καθώς βουτούσε το κουτάλι του στο περιεχόμενο του μπολ, «γιατί με ρώτησες το μεσημέρι, κάθε πότε μας φέρνουν νερό;»
Ο Φίλης δεν το είχε ξεχάσει. Ήταν ένα ζήτημα που τον έκαιγε και που του είχε εξάψει τη φαντασία. Ο νους του τριγύριζε συνέχεια εκεί, δεν επιθυμούσε όμως να θίξει ξανά εκείνο το θέμα, αφού έτσι κι αλλιώς είχε μάθει εκείνο που τον ενδιέφερε. Τα υπόλοιπα ήταν δική του δουλειά. Θα ικανοποιούσε την αρρωστημένη του περιέργεια μοναχός του. Είχε σχεδιάσει λεπτομερώς τις ενέργειες που θα έκανε και δεν είχε σκοπό να ανακατέψει και κάποιον άλλον.
«Έτσι από περιέργεια ρώτησα», του απάντησε διατηρώντας ένα αδιάφορο ύφος και αποφεύγοντας επιμελώς να προβεί σε κάποιο επί πλέον σχόλιο.
Ανακουφίστηκε, όταν κατάλαβε ότι ο φίλος του δεν φαινόταν διατεθειμένος να δώσει συνέχεια στο θέμα. Ο Κλέαρχος, αν και το ύφος του έδειξε ότι δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από την απάντησή του, εντούτοις δεν ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις. Ίσως να μην το είχε θεωρήσει και τόσο σοβαρό, ώστε να ξεκινήσει διάλογο για ένα ασήμαντο, κατά τη γνώμη του, και χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον ζήτημα.
Τελείωσαν το παγωτό τους, ήπιαν και το νεράκι τους και ξανάρχισαν να παίζουν μπάσκετ. Λίγο αργότερα προστέθηκε στην παρέα τους και ένα ακόμα παιδί. Ήταν λίγο μικρότερο από εκείνους, αλλά ήταν γειτονόπουλο του Κλέαρχου και συμμετείχε συχνά στο παιχνίδι τους.
Το φορτηγό στάθμευσε μπροστά στην αυλόπορτα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Η μεγάλη επιγραφή στο πλάι του ‘’ΠΙΝΕΤΕ ΑΓΝΟ, ΦΥΣΙΚΟ ΝΕΡΟ ΥΔΡΟΧΟΟΣ’’, φωτιζόταν έντονα από τις τελευταίες ακτίνες που έστελνε ο ήλιος και ο Φίλης αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε την άφιξή του πριν το ηλιοβασίλεμα. Η αντίδρασή του ήταν ενστικτώδης και απότομη. Πέταξε τη μπάλα από τα χέρια του, κι έτρεξε προς την έξοδο. «Πω, πω, άργησα!» φώναξε στους εμβρόντητους φίλους του, και χωρίς να δώσει κάποια άλλη εξήγηση, έσπευσε να εξαφανιστεί.
Βγήκε έξω και κρύφτηκε πίσω από το θάμνο που βρισκόταν το ποδήλατό του. Στο σχέδιο δράσης του, συμπεριλαμβανόταν και η παρακολούθηση του φορτηγού, αλλά η πρώιμη εμφάνισή του, του ανέτρεπε κάθε προγραμματισμό. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν παρακινδυνευμένο, ενώ βρίσκονταν ακόμα στη διάρκεια της ημέρας, να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Πίστευε ότι, σύμφωνα με τα όσα του είχε πει ο Κλέαρχος, αυτό θα το έβαζε σε εφαρμογή μόλις σκοτείνιαζε, οπότε δύσκολα θα γινόταν αντιληπτός, αλλά να που ο οδηγός του φορτηγού είχε διαφορετική άποψη. Μάλλον θα έπρεπε να το αναβάλει. Δεν υπήρχε λόγος να τον καταλάβουν. Ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κι ας τους είχε διαβεβαιώσει ο Αρμοστής για το αντίθετο, και είχε και μια μικρή υποψία για το τι περίπου ήταν αυτό. Πάντως δεν μπορούσε να είναι βέβαιος, αν προηγουμένως δεν το εξακρίβωνε με τα ίδια του τα μάτια. Αν μάλιστα ήταν τόσο σοβαρό, όσο υπέθετε πως ήταν, τότε θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός.
Ανέβηκε λοιπόν στο ποδήλατό του, χωρίς δεύτερη σκέψη, και αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτή τη φορά δεν βιαζόταν. Είχε πει στους γονείς του ότι θ’ αργούσε και οι άνθρωποι θα παραξενεύονταν αν τον έβλεπαν να επιστρέφει νωρίτερα. Έτσι, αποφάσισε να το κάνει σαν εκδρομή. Απέφυγε να ακολουθήσει τη λεωφόρο και χώθηκε μέσα στα στενά, επιδιδόμενος στο προσφιλές του χόμπι του χαζέματος.
# # # # #
Όλη την επόμενη μέρα την πέρασε αναζητώντας καινούριο σχέδιο δράσης. Δεν είχε την υπομονή να περιμένει μέχρι το Σάββατο, που το φορτηγό της ΥΔΡΟΧΟΟΣ θα επισκεπτόταν ξανά το σπίτι του Κλέαρχου, για να το παρακολουθήσει. Ανυπομονούσε να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε με την περίεργη περίπτωση που είχε υποπέσει στην αντίληψή του και ήταν αποφασισμένος να τελειώνει μ’ εκείνην την υπόθεση την ίδια κιόλας μέρα.
Το απόγευμα δεν πήγε να παίξει με το φίλο του. Έμεινε στο σπίτι του και ασχολήθηκε με τη συντήρηση του ποδηλάτου του. Έσφιξε καλά όλες τις βίδες και τα μπουλόνια, λάδωσε την αλυσίδα, ρύθμισε τα φρένα και τα φώτα, αναζητώντας νοερώς όλη εκείνη την ώρα ένα εναλλακτικό σχέδιο δράσης. Όταν εμφανίστηκε η υδροφόρα για την απογευματινή τροφοδοσία τους, του ήρθε και η έμπνευση. Το σκέφτηκε καλά και αποφάνθηκε ότι δεν ήταν άσχημη ιδέα. Αυτό θα έκανε. Θα παρακολουθούσε την υδροφόρα. Αν η υποψία του ήταν σωστή, τότε δεν θα έχανε και τίποτα να το διακινδυνεύσει. Το πρόβλημα ήταν ότι αργούσε ακόμα πολύ να νυχτώσει. Τότε του ήρθε μια άλλη ιδέα. Θα έφευγε λίγο πριν δύσει ο ήλιος και θα πήγαινε κατευθείαν στο υδραγωγείο της πόλης. Λογικά, εκεί θα έπρεπε να κατέφευγαν όλες οι υδροφόρες, μετά το τέλος της βάρδιας τους. Δεν γνώριζε τι θα έβλεπε εκεί πέρα, κάτι μέσα του όμως του φώναζε ότι μάλλον θα λύνονταν οι απορίες του. Υπήρχε όμως ένα ακόμα πρόβλημα. Αυτό της απουσίας του κατά την ώρα του δείπνου, αλλά πίστευε ότι θα έβρισκε έναν τρόπο να τη δικαιολογήσει. Θα το έκανε μάλιστα προκαταβολικά, ώστε να μην τρομοκρατούσε τους γονείς του με την απροειδοποίητη και ανεξήγητη εξαφάνισή του.
Ανέβηκε στο δωμάτιό του, έβγαλε τη φόρμα του και φόρεσε τα πιο σκούρα ρούχα που υπήρχαν στη ντουλάπα του. Ύστερα έχωσε στην τσέπη του ένα φακό και ξανακατέβηκε στο ισόγειο. Η μητέρα του είχε φέρει μέσα το δοχείο με το νερό και ετοίμαζε το βραδινό τους, αλλά ο πατέρας του δεν είχε φανεί ακόμα.
Ο Φίλης πήρε ένα κομμάτι τυρί από το ψυγείο και πρόλαβε τη μητέρα του πριν αρχίσει να τον μαλώνει: «Ξέρεις κάτι; Πρέπει να πάω επειγόντως στον Κλέαρχο, γιατί χάλασε το ποδήλατό του και μόνο εγώ μπορώ να το φτιάξω. Δεν θ’ αργήσω πολύ, αλλά αν δεν έχω έρθει μέχρι την ώρα του φαγητού, μη με περιμένετε. Ίσως φάω στο σπίτι του».
«Μα τι λες τώρα, παιδάκι μου;» φώναξε με κατάπληξη η γυναίκα. «Σε λίγο θα νυχτώσει, κι εσύ μου δηλώνεις ότι θα πας στο φίλο σου; Τι θα πω στον πατέρα σου όταν έρθει;»
«Είναι μεγάλη ανάγκη, καλέ μητέρα, δεν το καταλαβαίνεις; Αν δεν φτιαχτεί το ποδήλατο του παιδιού, πώς θα πάει αύριο το πρωί στο σχολείο;»
Η τελευταία του φράση την προβλημάτισε. Γνώριζε πόσο καλός και χρήσιμος φίλος του γιου της ήταν ο Κλέαρχος, οπότε της ήρθε λίγο δύσκολο να συνεχίσει να είναι άκαμπτη και αρνητική. Ένιωθε υποχρεωμένη απέναντι σ’ εκείνο το φιλόξενο παιδί, αλλά και στην οικογένειά του.
Κατέβασε το κεφάλι της και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Καλά, βρε παιδάκι μου, αλλά να προσέχεις πολύ, σε παρακαλώ», του έδωσε απρόθυμα τη συγκατάθεσή της.
Ο Φίλης δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει περισσότερα. Το ψέμα του είχε γίνει πιστευτό και το σχέδιό του θα έμπαινε σε εφαρμογή, χωρίς οικογενειακές προστριβές ή άλλου είδους εμπόδια. Έφυγε χωρίς να βιάζεται και θα διέσχιζε πρώτα τη γειτονιά του Ρομπελέ και του Κλέαρχου, ώστε να περνούσε κάπως η ώρα μέχρι τη στιγμή που θα άρχιζε να σουρουπώνει.
Λίγο πριν ό ήλιος κρυφτεί πίσω από το λόφο της δυτικής συνοικίας, πήρε το δρόμο για το υδραγωγείο. Ποδηλατούσε αργά και πεντακόσια μέτρα πιο πάνω είδε να τον προσπερνάει μια υδροφόρα. Αύξησε την ταχύτητα του ποδηλάτου του και, αφού πέρασε δίπλα από τα τελευταία κτήρια της πόλης, έστριψε δεξιά και ακολούθησε το όχημα της Αρμοστείας, διατηρώντας απ’ αυτό μια απόσταση ασφαλείας. Φτάνοντας κοντά στον προορισμό του, κρύφτηκε πίσω από μια πυκνή συστάδα θάμνων και επιδόθηκε στην παρακολούθηση όλων όσων έμπαιναν και έβγαιναν από το χώρο του υδραγωγείου. Η μεγάλη, σιδερένια εξώπορτα ήταν ανοιχτή και είδε την υδροφόρα που είχε μόλις μπει μέσα, να ξαναγεμίζει το βυτίο της. Δέκα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε μια ακόμα υδροφόρα. Στάθμευσε δίπλα στην πρώτη και άρχισε κι εκείνη να ανεφοδιάζεται με φρέσκο νερό.
Ο Φίλης υπέθεσε ότι αυτό γινόταν για να είναι έτοιμα τα βυτιοφόρα για τη διανομή της επόμενης μέρας, αυτό που επακολούθησε όμως διέψευσε την υπόθεσή του. Οι δυο υδροφόρες, γεμάτες πλέον με το ζωογόνο υγρό, πήραν μπροστά και άρχισαν να κινούνται. Έκαναν μανούβρα και βγήκαν από το χώρο του υδραγωγείου. Πέρασαν μπροστά από το σημείο που κρυβόταν ο Φίλης και πήραν κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην της πόλης.
Το αγόρι απόρησε με το γεγονός και αναρωτήθηκε που μπορεί να πήγαιναν τέτοια ώρα, αφού είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Βγήκε από την κρυψώνα του και ακολούθησε από απόσταση τα δυο οχήματα. Ευτυχώς, οι συνθήκες ευνοούσαν την παρακολούθησή τους, καθώς το σκοτάδι είχε αρχίσει να καλύπτει την περιοχή και οι υδροφόρες, λόγω του μεγάλου φορτίου που μετέφεραν, κινούνταν πολύ αργά.
Δεν θα είχαν διανύσει παραπάνω από πέντε χιλιόμετρα και τις είδε από μακριά να κόβουν ταχύτητα και να στρίβουν αριστερά σε μια παρακαμπτήριο. Έφτασε κι εκείνος εκεί και τις ακολούθησε προσεκτικά. Ο δρόμος ήταν στενός, αλλά ασφαλτοστρωμένος και λίγο πιο κάτω έφτανε στο τέλος του. Ο Φίλης κρύφτηκε πίσω από τα δέντρα και, με τη βοήθεια των προβολέων των βυτιοφόρων, τα είδε να μπαίνουν μέσα σε ένα μεγάλο περιμαντρωμένο χώρο.
Το σκοτάδι δεν του επέτρεπε να προσδιορίσει τι ακριβώς βρισκόταν εκεί που είχαν βρεθεί. Η τοποθεσία, του ήταν παντελώς άγνωστη. Δεν ήξερε τι να υποθέσει, αλλά απέφυγε να πλησιάσει κοντά, φοβούμενος μήπως γίνει αντιληπτός από τους οδηγούς των υδροφόρων. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να μάθει επιτέλους τι σήμαιναν όλα αυτά και αποφάσισε να δράσει με διαφορετικό τρόπο. Θα εισέβαλε στον άγνωστο εκείνο χώρο, αλλά από την πίσω πλευρά του.
Ακροπατώντας με μεγάλη προσοχή μέσα στο σκοτάδι, διέσχισε το δάσος και βρέθηκε στο πίσω μέρος του ψηλού μαντρότοιχου. Πριν επιχειρήσει να πηδήσει μέσα, ανέβηκε πρώτα σε ένα δέντρο που βρισκόταν δίπλα στη μάντρα, με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε και διακρίνει τι βρισκόταν πίσω της. Το μόνο που μπόρεσε να δει, ήταν η οπίσθια πλευρά ενός μεγάλου, ισόγειου, σκοτεινού κτηρίου. Από μπροστά ακουγόταν ο θόρυβος των βυτιοφόρων, που μάλλον άδειαζαν το φορτίο τους. Πίσω επικρατούσε σκοτάδι και νεκρική σιγή. Ελπίζοντας ότι δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας, έκανε ένα παρακινδυνευμένο άλμα και γαντζώθηκε στην κορυφή του μαντρότοιχου. Ύστερα, πήδησε από τη μέσα πλευρά και προχώρησε αθόρυβα προς το μέρος του κτηρίου. Φτάνοντας κοντά, αφουγκράστηκε με προσοχή και βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος. Γύρω-γύρω και σε ύψος ενός μέτρου και τριάντα εκατοστών από το έδαφος, υπήρχαν μεγάλα ανοίγματα στους τοίχους, καλυμμένα με τζαμαρίες.
Ο Φίλης ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, δεν μπόρεσε όμως να διακρίνει το παραμικρό. Το σκοτάδι στο εσωτερικό της οικοδομής ήταν πολύ πυκνό και το αγόρι αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το φακό του. Φώτισε το κέντρο του χώρου και είδε ότι βρισκόταν σε ένα εργοστάσιο. Τα μεγάλα μηχανήματα και οι λωρίδες μεταφοράς που εκτείνονταν σε μεγάλη ακτίνα, φανέρωναν ότι εκεί μέσα γινόταν η παραγωγή κάποιου προϊόντος, δεν μπορούσε όμως να το προσδιορίσει επακριβώς. Έριξε τη δέσμη του φακού του λίγο πιο αριστερά και, αυτό που αντίκρισε, του προκάλεσε θυμό, θλίψη και απογοήτευση. Τελικά, η υπόνοια, ότι ο οδηγός της υδροφόρας που τους έφερνε το νερό και ο οδηγός του φορτηγού με τα εμφιαλωμένα νερά που είχε συναντήσει, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο, αποδειχνόταν σωστή.
Κοίταξε για μια ακόμα φορά το λογότυπο που κοσμούσε τα πλαϊνά των μεγάλων χαρτοκιβώτιων, που βρίσκονταν στοιβαγμένα στην άκρη της αίθουσας, και κόντεψε να κλάψει. Το υποψιαζόταν, αλλά είχε και την ελπίδα ότι ίσως είχε κάνει λάθος. Πάντως, τα κεφαλαία, ευδιάκριτα γράμματα που ήταν τυπωμένα επάνω τους και έγραφαν, ‘’ΠΙΝΕΤΕ ΑΓΝΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΝΕΡΟ ΥΔΡΟΧΟΟΣ’’ δεν του άφησαν την παραμικρή αμφιβολία για το τι ακριβώς σήμαιναν όλα αυτά.
@ @ @ @ @ @ @ @
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου