Σελίδες

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ

 

    Ο Τζάκος επί δύο ολόκληρα  χρόνια ασχολείτο με την κατασκευή της μηχανής, με την οποία θα ταξίδευε στο χρόνο, την οποία τελικά κατάφερε να την ολοκληρώσει. Εκτός από τη φαιά ουσία που είχε αναλώσει για να το κατορθώσει, είχε ξοδέψει και όλες του τις οικονομίες. Τα υλικά βλέπεις, για την δημιουργία μιας τέτοιου είδους συσκευής, ήταν πανάκριβα, αυτός όμως δεν πτοήθηκε, γιατί θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος της Γης, που θα ταξίδευε σε κάποια άλλη, μελλοντική εποχή! Το  ευτύχημα ήταν ότι δεν είχε οικογένεια, ούτε κοινωνικές και εργασιακές υποχρεώσεις, οπότε ήταν ελεύθερος να ασχοληθεί με το δημιούργημά του.

     Καθώς διέθετε τις απαραίτητες τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, το είχε θεωρήσει αναγκαίο να προσπαθήσει να κάνει μια μικρή επιθεώρηση στο μέλλον. Του το είχαν επιβάλλει τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Από  τη μια οι πόλεμοι και οι εξεγέρσεις των λαών, και από την άλλη, η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, με επακόλουθο τις καταστροφές που ακολουθούσαν, του είχαν εξάψει τη φαντασία. Ήθελε να μάθει, με αυτόν τον τρόπο, που πήγαινε τέλος πάντων η ανθρωπότητα και ποιό θα ήταν το μέλλον του πλανήτη. Ο ίδιος μπορεί να μην είχε απογόνους, για να νοιαστεί για το μέλλον τους, αλλά αυτό  δεν σήμαινε ότι δεν ενδιαφερόταν για τους απογόνους της γενιάς του. Καλώς ή κακώς, είχε βρεθεί σε έναν πλανήτη, στον οποίον ζούσε ένα νοήμον υποτίθεται ον, και του φαινόταν αδιανόητο να κάθεται και να παρακολουθεί αμέτοχος και αδρανής τα τεκταινόμενα γύρω του. Ο χαρακτήρας του, η ευαισθησία του, η αγάπη του για τον άνθρωπο και για τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη και η υπαρξιακή αγωνία του, του επέβαλλαν να αναρωτηθεί ποιο θα ήταν το μέλλον της ανθρωπότητας και των  υπόλοιπων ζωντανών οργανισμών, ποια θα ήταν η κατάληξη της ζωής. Εξάλλου, θα μάθαινε  για το τι επρόκειτο να συμβεί σε βάθος χρόνου, και αν αυτό βέβαια δεν ήταν καλό, θα του δινόταν η ευκαιρία να το γνωστοποιήσει στους συγχρόνους του, ώστε να πάρουν τα αναγκαία μέτρα, για μια πιο ομαλή, πιο ειρηνική, πιο λογική και  πιο ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο πλανήτης έπρεπε να σωθεί, κι αυτό μόνον η ανίχνευση του μέλλοντος θα μπορούσε να τους συμβουλεύσει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να το καταφέρουν.

    Εκείνο το πρωί, σηκώθηκε νωρίς, ήπιε έναν καφέ και ετοιμάστηκε για το μεγάλο, το απίθανο ταξίδι στο μέλλον. Μπήκε μέσα στο ωοειδές κατασκεύασμά του, παίρνοντας μαζί του και το υπερσύγχρονο κινητό του, έλεγξε τη μπαταρία και τα χειριστήρια του σκάφους και το έβαλε σε λειτουργία. Ρύθμισε το χρόνο στον οποίο ήθελε να βρεθεί, ακριβώς έναν ολόκληρο αιώνα μετά, και πάτησε το πλήκτρο εκκίνησης.

 

    Το ταξίδι εκείνο ήταν πολύ σύντομο. Δευτερόλεπτα μετά, βρέθηκε σε ένα αρχικά άγνωστο σε εκείνον μέρος, έσβησε τον κινητήρα και βγήκε εξω, για να δει το περιβάλλον. Η άκρα ησυχία και η ανυπαρξία ανθρώπων τον παραξένεψαν. Τα οικοδομήματα γύρω ήταν σχεδόν όλα μισογκρεμισμένα, τα λίγα αυτοκίνητα που βρίσκονταν παρκαρισμένα ήταν προφανώς εγκαταλλειμένα και σε άθλια κατάσταση, και το όλο σκηνικό τον  γέμισε με αισθήματα απογοήτευσης και ανησυχίας.

    «Τι γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε. «Πού στο καλό έχουν πάει όλοι; Λες να μην υπάρχει κανένας; Μήπως οι φόβοι μας για εξαφάνιση του είδους μας από τον πλανήτη, να έχουν γίνει πραγματικότητα;»

    Άρχισε να βαδίζει στον πρώτο δρόμο που συνάντησε, κοιτάζοντας με προσοχή δεξιά και αριστερά, αλλά ανθρώπινο ον δεν είδε πουθενά. Τράβηξε και αρκετές φωτογραφίες και βίντεο με το κινητό  του, αλλά τον παραξένεψε και κάτι άλλο, η ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά που οσμιζόταν, δεν του άρεσε καθόλου. Ανησύχησε για την ίδια του την υγεία. Αν ο αέρας ήταν μολυσμένος, κάτι που ήταν πολύ πιθανό, κατάλαβε ότι κινδύνευε και  ο ίδιος. Επομένως, μάλλον δεν θα ήταν φρόνιμο να καθήσει πολλή ώρα εκεί. Έκανε μεταβολή, πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τη  χρονομηχανή του. Στην επόμενη γωνία είδε κάτι που τον παραξένεψε. Στην πρόσοψη ενός ισόγειου καταστήματος, διάβασε την επιγραφή που ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα: ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΔΡΟΕΙΔΩΝ.

    Αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένα κάποιου είδους συνεργείο, που χρησιμοποιείτο παλιά από ανθρώπους για το σέρβις των ρομπότ, όταν όμως πρόσεξε ότι στο βάθος υπήρχε κινητικότητα, αναθάρρησε. «Επιτέλους», σκέφτηκε,  «θα συναντήσω και κάποιον, για να με πληροφορήσει, τι ακριβώς έχει συμβεί στον ταλαίπωρο πλανήτη μας».

    Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, αυτό που είδε όμως τον εξέπληξε. Ένα ρομπότ βρισκόταν ξαπλωμένο πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο πάγκο, και ένα άλλο ρομπότ στεκόταν από πάνω του και το μαστόρευε. Φωτογράφησε την απίθανη εκείνη εικόνα, τη στιγμή που το όρθιο ρομπότ αντιλήφθηκε την παρουσία του και γύρισε να δει ποιος ήταν. Το άψυχο κατασκεύασμα, μόλις τον είδε, παράτησε κάτω το εργαλείο που κρατούσε και  αναφώνησε με τρόμο: «Βοήθεια, ένα φάντασμα».

    «Δεν είμαι φάντασμα», προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο Τζάκος. «Άνθρωπος ζωντανός είμαι».

    «Αποκλείεται», τσίριξε με τη μεταλλική φωνή του το ρομπότ. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Οι τελευταίοι, οι λίγοι που επέζησαν από τον μεγάλο πόλεμο, πέθαναν από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας».

    Ο Τζάκος, μόλις το άκουσε, κόνεψε να πάθε έμφραγμα. Τελικά οι φόβοι του είχαν επαληθευτεί. Οι άνθρωποι της Γης, κάπου στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, είχαν καταφέρει να σβήσουν οριστικά την παρουσία τους από το χάρτη.

    «Δηλαδή, δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σήμερα στον πλανήτη;» τόλμησε να ρωτήσει.

    «Όχι βέβαια», του  απάντησε το ρομπότ, «Και απορώ από που ξεφύτρωσες εσύ. Πως κατάφερες να επιζήσεις;»

    «Εγώ έρχομαι από άλλη εποχή», του απάντησε ο Τζάκος. «Πίστεψέ με, είμαι αληθινός άνθρωπος και όχι φάντασμα».

    «Εντάξει, σε πιστεύω», του είπε το ρομπότ, «φρόντισε όμως να εξααφανιστείς γρήγορα από  εδώ, γιατί κανένα έμβυο ον δεν μπορεί  πλέον να επιζήσει στον πλανήτη. Δεν υπάρχει τροφή, ούτε καθαρό νερό, ούτε καθαρός αέρας. Οπότε, αν μείνεις ακόμα μερικές ώρες, μετά θα  πρέπει το πτώμα σου να το τρέχω στα αποτεφρωτήρια».

    ΟΤζάκος δεν αμφέβαλλε ότι το άψυχο εκείνο κατασκεύασμα του έλεγε την αλήθεια. Έτσι, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον μεταλλικό φίλο του, επέστρεψε στη χρονομηχανή του, την έβαλε σε λειτουργία και ξαναγύρισε στην εποχή του.

    Η πρώτη του δουλειά, μόλις εγκατέλειψε το σκάφος και πέρασε στο δωμάτιό του, ήταν να ανοίξει τον υπολογιστή του, να καταχωρήσει τις φωτογραφίες και τα βίντεο που είχε πάρει από εκείνο το σύντομο, αλλά τόσο ψυχοφθόρο ταξίδι  του στο μέλλον, και αμέσως μετά να τα δημοσιεύσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γράφοντας κι ένα μικρό κείμενο από την απίθανη εκείνη εμπειρία του για το μέλλον της ανθρωπότητας, ελπίζοντας στον προβληματισμό και την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων της εποχής του.

    Λίγη ώρα αργότερα δέχτηκε την επίσκεψη του φίλου του Ιάκωβου, ο οποίος ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε από πριν το επιχείρημα του  Τζάκου. Αφού πρώτα χαιρετήθηκαν, ο Ιάκωβος του είπε με θλίψη: «Χάρηκα που επέστρεψες σώος και αβλαβής από αυτό το τολμηρό ταξίδι, αλλά στενοχωρήθηκα αφάνταστα από αυτό που έμαθα ότι θα συμβεί στο μέλλον».

    «Ασφαλώς θα είδες και θα διάβασες την ανάρτησή μου στο ίντερνετ, έτσι δεν είναι;» σχολίασε ο Τζάκος.

    «Ναι, και γι’αυτό άλλωστε βρίσκομαι τώρα εδώ. Αυτό που θα συμβεί στην ανθρωπότητα στο μέλλον, με σοκάρισε πολύ, πιο πολύ όμως με σύγχισε η αντίδραση των συγχρόνων μας, διαβάζοντας την ανάρτησή σου. Θα διάβασες κι εσύ τα απαράδεκτα σχόλιά τους. Προφανώς, θα την θεώρησαν φτιαχτή, ψεύτικη και δημιούργημα της φαντασίας σου, γι’ αυτό και έγραψαν σχόλια υβριστικά, ειρωνικά, χλευαστικά και υποτιμητικά.

Δυστυχώς, φίλε μου Τζάκο, συνειδητοποίησέ το, ότι δεν υπάρχει σωτηρία».

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: