Σελίδες

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

     Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό της ήρθε η ακατανίκητη επιθυμία να περπατήσει. Της ήρθε έτσι, ξαφνικά, όπως μας έρχονται πολλές φορές διάφορες άλλες επιθυμίες. Ήταν η τέταρτη μέρα από τότε που την έφεραν από την κλινική, κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που  την κυρίευσε τέτοιου είδους επιθυμία. Τις προηγούμενες ημέρες, μόνον τρία πράγματα την ενδιέφεραν, το φαγητό, ο ύπνος και η αφόδευση. Και να που τώρα, ήθελε να περπατήσει.

    «Πώς θα τους φανεί, άραγε, σαν με δουν να περπατώ;», αναρωτήθηκε.

    Χαμογέλασε, καθώς έβλεπε με τη φαντασία της τον εαυτό της, αυτό το μικροσκοπικό, το χαριτωμένο ανθρωπάκι, να στριφογυρίζει με τσαχπινιά και με χάρη ανάμεσα  στα έπιπλα του σπιτιού.

    «Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτα μπροστά στο άλλο», συνέχισε να λέει από μέσα της. «Για φαντάσου την έκπληξή τους, όταν αντιληφθούν ότι έχω την ικανότητα να σκέφτομαι και να εκφράζομαι».

    Πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος, έσμιξε τα λεπτά της φρύδια και μουρμούρισε σιωπηλά: «Θέλει όμως πολύ σκέψη το πράγμα. Στην κατάσταση που βρίσκομαι, δεν είναι και τόσο εύκολο να σηκωθώ και να περπατήσω. Πρέπει να το μελετήσω καλά, πρέπει να βάλω τα δυνατά μου! Θα μπορούσα βέβαια να τους ζητήσω να με βοηθήσουν, αλλά πώς να τους το πώ; Μπορεί να έχω την ικανότητα να σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω».

    Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα, της ήρθε η δεύτερη επιθυμία. Μια επιθυμία πιο δυνατή από την πρώτη. Ήθελε να ανοίξει το στοματάκι της  και να αρχίσει να λέει, να λέει, χωρίς σταματημό, γιατί είχε πολλά να πει. Από εκείνη τη στιγμή, ούτε το  φαγητό, ούτε ο ύπνος την ενδιέφεραν. Ένιωθε ότι, ακόμα και για λίγες ημέρες χωρίς αυτά, θα μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς περπάτημα όμως και ομιλία, δεν θα μπορούσε να ζήσει άλλο.

    Σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις δυο τελευταίες της επιθυμίες. Έμεινε έτσι για λίγη ώρα και μετά, εντελώς ξαφνικά, κατάλαβε ότι ήταν σε θέση να τις πραγματοποιήσει και τις δύο. Το μικρό της στήθος φούσκωσε από υπερηφάνεια. Αισθάνθηκε πολύ δυνατή. Ήταν πλέον απόλυτα σίγουρη ότι, και όποια άλλη φυσιολογική επιθυμία της ερχόταν, θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Τι φυσιολογική; Ακόμα και υπερφυσική να ήταν, το ένιωθε καθαρά ότι βρισκόταν μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της.

    Δεν θέλησε να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί μια παράλογη, μια δύσκολη για τα ανθρώπινα δεδομένα επιθυμία. Προς το παρόν, αρκέστηκε στις δύο πρώτες, φαινομενικά απλές επιθυμίες, και βάλθηκε να τις μεταφέρει από το  χώρο της σκέψης, στο χώρο της πραγματοποίησης.

    Πιάστηκε προσεκτικά από τα κάγκελα της βρεφικής της κούνιας, σηκώθηκε αργά-αργά και, αφού πρώτα τα πήδηξε με ευκολία, βρέθηκε να στέκεται όρθια δίπλα στο κομοδίνο.

    «Το πρώτο βήμα έγινε», τσίριξε θριαμβευτικά! «Ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω».

    Έκανε με μεγάλη προσοχή μερικά αδέξια βήματα, αλλά σταμάτησε απότομα, γιατί η ψυχή της είχε πλημμυριστεί από μεγάλη συγκίνηση, καθώς συνειδητοποίησε ότι, όχι μόνον είχε περπατήσει, αλλά είχε μιλήσει κιόλας! Οι  λέξεις που είχαν σχηματιστεί μέσα στο μυαλό της, δεν έμειναν κλεισμένες εκεί, αλλά μεταφέρθηκαν αστραπιαία μέχρι το  φωνητικό της όργανο. Η  φράση ΄΄το πρώτο βήμα έγινε, ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω΄΄, ακούστηκε σιγά, αλλά σταθερά, μέσα στο μικρό υπνοδωμάτιο, από μια λεπτή, χαριτωμένη φωνούλα, τη φωνούλα της!

 

    Το απόγευμα της αμέσως επόμενης ημέρας, της ήρθε μια άλλη, καθόλου παράξενη ή αφύσικη επιθυμία. Ήταν η επιθυμία που έχει κάθε λογικός και σκεπτόμενος άνθρωπος, όταν αρχίζει να καταλαβαίνει. Ήθελε να μάθει να διαβάζει και να γράφει! Το περπάτημα και η ομιλία δεν την συγκινούσαν πλέον ιδιαίτερα. Η ανάγνωση και το  γράψιμο ήταν άλλου είδους εμπειρία, ήταν το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ του ανθρώπινου πολιτισμού! Ήταν συγκλονιστικό να ανοίγεις ένα βιβλίο και να έχεις ολόκληρο τον κόσμο μπροστά στα μάτια σου. Μπορούσες θαυμάσια να ταξιδέψεις σε οποιοδήποτε μέρος της Γης ή του σύμπαντος, χωρίς να μετακινηθείς καθόλου από το δωμάτιό σου. Μπορούσες εύκολα και ευχάριστα να μεταβείς σε κάποια άλλη, μακρινή χρονικά εποχή. Μπορούσες να μάθεις για χίλια δυο πράγματα, να γνωρίσεις ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, χωρίς να κουνηθείς ρούπι. Ταυτόχρονα, είχες τη  δυνατότητα να εκφράσεις τις σκέψεις, τα αισθήματά σου και τις εμπειρίες σου, απλά και μόνον αποτυπώνοντάς τις σε μια κόλλα χαρτί ή στην οθόνη ενός υπολογιστή!

    Κατεβηκε από το κρεβατάκι της, πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε στα χέρια της ένα ιστορικό βιβλίο και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα.

    «Εύκολο πράγμα το διάβασμα», μονολόγησε. «Έχω την εντύπωση ότι αυτή τη δουλειά, την κάνω εδώ και χρόνια».

    Σε μισή ώρα το είχε διαβάσει όλο. Το επέστρεψε στη θέση του και πήρε ένα άλλο, ένα ταξιδιωτικό. Σε δέκα λεπτά, το είχε διαβάσει και αυτό. Ασχολήθηκε δυο ολόκληρες ώρες με την ανάγνωση βιβλίων και στο διάστημα αυτό ρούφηξε  στην κυριολεξία το περιεχόμενο δεκαπέντε βιβλίων. Στο τέλος, μόλις ένιωσε ότι άρχισε να κουράζεται, παράτησε το διάβασμα κι επέστρεψε στο κρεβάτι της. Άλλωστε, πλησίαζε η ώρα του δείπνου  και δεν ήθελε να την βρει η μητέρα της σηκωμένη από την κούνια της.

    «Αρκετά, για σήμερα», μουρμούρισε, καθώς σκεπαζόταν με το σεντόνι της. «Και αύριο μέρα είναι. Πόσα πράγματα έμαθα όμως και πόσα έχω ακόμα να μάθω! Η καλύτερη, η πιο χρήσιμη επιθυμία που μου έχει έρθει μέχρι σήμερα, είναι αυτή».

 

    Το επόμενο πρωί, αμέσως μετά την αλλαγή πάνας από τη μητέρα της και το ρούφηγμα του γάλακτος, σηκώθηκε κι επισκέφτηκε ξανά τη βιβλιοθήκη. Είχε μεγάλη επιθυμία να διαβάσει περισσότερη ιστορία. Κατέβασε μερικούς τόμους από τα ράφια, κι επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας του κόσμου, στον οποίον την είχαν φέρει. Μέχρι το μεσημέρι είχε μάθει σχεδόν όλη την ιστορία των λαών αυτού του πλανήτη. Στο τέλος, έμεινε ασάλευτη στη θέση της, προσπαθώντας να κατανοήσει αυτά που είχε μάθει για τη Γη και τους κατοίκους της. Επιχείρησε να δώσει μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά που είχε μάθει, όσο όμως κι αν προσπάθησε, στάθηκε αδύνατο.

    Δυστυχώς, η ιστορία της Γης, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελείτο από γεγονότα βίας και αίματος. Εκείνη την ημέρα, στενοχωρήθηκε αφάνταστα με όλα αυτά που είχε μάθει για τον κόσμο που είχε έρθει να ζήσει! Έμαθε για τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, τις δολοφονίες, τις εξοντώσεις ολόκληρων πληθυσμών, τις αδικίες, τις καταστροφές και  όλα τα δεινά της ανθρώπινης ύπαρξης, γεγονότα δηλαδή απίστευτα, απαράδεκτα για έναν πολιτισμένο, υποτίθεται, κόσμο. Που και που μόνο, αυτήν  την μονοτονία της βίας και του αλληλοσπαραγμού, την έσπαγε κάποια επιστημονική ανακάλυψη ή κάποια χρήσιμη εφεύρεση, ή κάποια μεμονωμένη πράξη αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Λίγο έλειψε να πάθει κατάθλιψη. Μα καλά, σε τι κόσμο την είχαν φέρει να ζήσει; Αν μπορούσε, την ίδια κιόλας στιγμή, θα σηκωνόταν να φύγει. Αδυνατούσε να φανταστεί τον εαυτό της συνδεδεμένο συναισθηματικά με έναν τέτοιου είδους κόσμο.

 

    Το πρωινό της έκτης ημέρας άργησε να ξυπνήσει. Ξύπνησε όταν ένιωσε την παρουσία της μητέρας της, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια της, κι έκανε πως κοιμόταν ακόμα. Άκουσε τη μανούλα της να καταπιάνεται με την τακτοποίηση και την καθαριότητα του  δωματίου, και η ίδια, αν και κρατούσε ακόμα τα βλέφαρά της κλειστά, άρχισε βλέπει αμυδρά την επισκέπτρια. Μόλις λίγα λεπτά αργότερα, άρχισε να βλέπει καθαρά τα τεκταινόμενα, παρόλο που δεν είχε ανοίξει καθόλου τα ματάκια της.

    Αυτή τη φορά αισθάνθηκε υπέροχα! Ένιωσε ότι είχε έρθει πια η στιγμή του υπερφυσικού, η αρχή της ολοκλήρωσης!

    «Και να σκεφτείς ότι ήρθε εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς εγώ να έχω εκφράσει  κάποια σχετική επιθυμία», σκέφτηκε με ικανοποίηση.

    Έκανε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσει αυτήν την καινούρια, την υπερφυσική ικανότητά της, και να την βάλει κάτω από πλήρη έλεγχο. Δεν δυσκολεύτηκε να το καταφέρει. Άρχισε μάλιστα να το διασκεδάζει.  Χωρίς να ανοίξει καθόλου τα μάτια της, όποτε ήθελε έβλεπε και όποτε ήθελε όχι. Μπορούσε να βλέπει και από το ένα μόνο μάτι, ή να βλέπει ένα και μοναδικό αντικείμενο, αυτό που συγκεκριμένα ήθελε να δει. Καλαμπούριζε τώρα με τη μητέρα της. Την έβλεπε να πηγαινοέρχεται μέσα σε ένα αόρατο δωμάτιο, κρατώντας ένα ανύπαρκτο   ξεσκονόπανο και ξεσκονίζοντας ανύπαρκτα έπιπλα!

    Η όλη σκηνή ήταν πολύ αστεία, γι’ αυτό και της ξέφυγε ένα μικρό, χαρακτηριστικό γελάκι, που όμως έγινε αντιληπτό από τη μαμά  της. Την είδε λοιπόν κάτω από τα κλειστά βλέφαρά της, να πλησιάζει προς το μέρος της, ακούγοντάς την να σχολιάζει τρυφερά: «Άχου, το μωράκι μου! Ποιος ξέρει άραγε, τι όμορφο όνειρο βλέπει στον ύπνο του και γελάει; Πάω να σου φέρω το γαλατάκι σου, μάτια μου γλυκά. Είναι ώρα πια, για το πρωινό σου!»

 

    Το πρωινό της έβδομης μόλις ημέρας, από τον ερχομό της στη ζωή, ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αισθανόταν παράξενα και η ατμόσφαιρα του μικρού δωματίου της, της προκαλούσε κατάθλιψη! Σηκώθηκε από το κρεβατάκι της και πλησίασε με αργά βήματα στο παράθυρο. Αισθάνθηκε πολύ άσχημα, γι’ αυτό ανέβηκε στην καρέκλα και άνοιξε το τζάμι, για να μπει φρέσκος αέρας. Αυτό που συνέβη αμέσως μετά, τη συντάραξε, την ξάφνιασε και της έφτιαξε τη διάθεση! Για πρώτη φορά στην ολιγοήμερη ζωή της, τα αυτιά της συνέλαβαν κάποιον πρωτόγνωρο ήχο. Από απέναντι, από κάποιο γειτονικό σπίτι ακουγόταν, αρκετά δυνατά, μουσική! Ο ρυθμός εκείνου του τραγουδιού ήταν χορευτικός, γι’ αυτό κι εκείνη άρχισε να λικνίζεται ξέφρενα επάνω στην καρέκλα.

    Έμεινε εκεί, χορεύοντας για αρκετή ώρα, όσο διήρκησε το άκουσμα εκείνων των υπέροχων ήχων. «Να, λοιπόν», μονολόγησε, «που, εκτός από το φαγητό, τα βιβλία και τα ποτά, υπάρχει ακόμη κάτι πολύ ωραίο, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Κι αυτοί, αντί να απολαμβάνουν όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που τους έχει χαρίσει η φύση και η έμπνευση κάποιων συνανθρώπων τους, τρώγονται μεταξύ τους».

    Κοίταξε ψηλά, έξω από το παράθυρο, τον σκεπασμένο με σύννεφα ουρανό, κι ένιωσε μια μεγάλη, μια ακατανίκητη δύναμη να την πλημμυρίζει. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη της, αφού άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Η υπερφυσική εκείνη δύναμη την ευχαριστούσε, την γέμιζε με ένα σωρό ευχάριστα συναισθήματα, αφαιρώντας από μέσα της κάθε αρνητική σκέψη. Η κακοδιαθεσία και η ακεφιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Ένιωσε σαν τον φυλακισμένο, που του δίνουν τα κλειδιά του κελιού του και του λένε: «Όποτε σου  αρέσει, μπορείς να φύγεις».

    Μα, ναι, αυτό ακριβώς θα εκανε. Θα έφευγε. Τα κλειδιά πλέον τα είχε. Το δωμάτιο, τώρα πια, της φαινόταν πολύ πληκτικό, πολύ ανιαρό. Το ίδιο και όλη η Γη, παρόλο που την είχε γνωρίσει μόνον από τα βιβλία. Της ήρθε η επιθυμία της φυγής. Έτσι ξαφνικά, όπως της είχε έρθει η ίδια επιθυμία λίγες μόλις μέρες πριν, τότε που διάβασε την ιστορία της ανθρωπότητας. Το πήρε λοιπόν απόφαση, να φύγει οριστικά. Δεν θα άντεχε να μείνει άλλο εκεί. Εξάλλου, η φυγή της αυτή ήταν πια στο χέρι της, μπορούσε εύκολα να την πραγματοποιήσει!

    Κατέβηκε από  την καρέκλα και πήγε στη βιβλιοθήκη. Πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι, κι έγραψε ένα σημείωμα στη μητέρα της. Το άφησε επάνω στο κρεβάτι, ώστε να φαίνεται καθαρά και, αμέσως μετά, ανέβηκε στο  περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και…!

    Όταν, λίγη ώρα αργότερα, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο και αντιλήφθηκε την εξαφάνιση της, κόντεψε να παραφρονίσει! Δεν πίστευε στα μάτια της! Αρχικά φοβήθηκε ότι το μωρό της είχε πέσει θύμα απαγωγής, όταν όμως είδε το ανοιχτό παράθυρο, φοβήθηκε για το χειρότερο, απορώντας όμως πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ένα τόσο μικρό πλασματάκι σαν εκείνο. Η θέα του σημειώματος, την σάστισε. Το πήρε γεμάτη αγωνία στα χέρια της και άρχισε να το διαβάζει:

    «Μαμά,  σου ζητώ συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να ζήσω άλλο στη Γη! Θα ήθελα πολύ να μείνω μαζί σου, αλλά φοβάμαι ότι δεν θα άντεχα  πολύ! Η Γη, καλή μου μητερούλα, κατοικείται από άρρωστα όντα. Η συμπεριφορά τους είναι χειρότερη και από αυτήν των άγριων ζώων. Φοβάμαι λοιπόν ότι η ασθένειά τους δεν παίρνει  γιατρειά. Δυστυχώς, μανούλα μου, ο πλανήτης είναι καταδικασμένος σε αφανισμό! Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου εκεί που θα πάω, αλλά αυτό είναι αδύνατο!».

    Οι έρευνες που ακολούθησαν δεν απέδωσαν καρπούς, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το μωρό δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε στο δρόμο μπροστά από το παράθυρο, ούτε σε κάποιο άλλο σημείο της ευρύτερης περιοχής! Εξαφανίστηκε, χωρίς να γνωρίζει κανένας πως, κι αυτό ήταν ένα μυστήριο, που δεν θα λυνόταν ποτέ!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: