Σελίδες

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

 

Ο Χούμος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, η δυνατότητα διαβάσματος της σκέψης των άλλων, ήταν μια πολύ χρήσιμη και, σε μερικές περιπτώσεις, απολύτως αναγκαία ενέργεια! Μετά από μισό αιώνα ζωής και συναναστροφής με ανθρώπους όλων των ειδών και των αποχρώσεων, είχε καταλάβει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι άλλα λένε, άλλα δείχνουν και άλλα σκέφτονται! Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι είχε πληγωθεί ψυχικά, συναισθηματικά και πολλές φορές μάλιστα και οικονομικά, από πολλούς γνωστούς, συγγενείς και φίλους, ούτε βέβαια και το αντίστροφο.  

    Έτσι, μετά από έρευνες, μελέτες και πειραματισμούς ενός ολόκληρου χρόνου, βοηθούμενος βέβαια και από τις προσωπικές του επιστημονικές γνώσεις, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικροτσίπ ανίχνευσης σκέψεων του ατόμου που στεκόταν απέναντί του! Το είχε επικολλήσει στο κεφάλι του, πίσω από το δεξί του αυτί, για να μη  γίνεται εύκολα αντιληπτό. Αρχικά είχε πειραματιστεί με την Μαριέτα, την αξιαγάπητη σύζυγό του, χωρίς φυσικά να της έχει αποκαλύψει οτιδήποτε είχε σχέση με την συγκεκριμένη ασχολία του. Το αποτέλεσμα εκείνου του αρχικού πειράματος, τον είχε δικαιώσει και ευχαριστήσει ταυτόχρονα, αφού διαπίστωσε ότι η γυναικούλα του μόνον θετικές και αγαπησιάρικες σκέψεις έκανε για εκείνον! Το ερώτημα βέβαια ήταν, τι ακριβώς θα συνέβαινε, διαβάζοντας τις σκέψεις των υπολοίπων; Ποιοι άραγε θα αποδείχνονταν πραγματικοί φίλοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, και ποιοι θα αποδείχνονταν υποκριτές, μικρόψυχοι και κακοήθεις;   

    Αυτό δεν θα αργούσε να το μάθει. Αφού είχε τεστάρει το τσιπάκι του και είχε διαπιστώσει ότι λειτουργούσε άψογα, θα έβγαινε έξω, για να κάνει την περίφημη, την σημαντική εκείνη δημοσκόπηση στα άτομα του οικείου του περιβάλλοντος.

    Ξεκίνησε από το ψιλικαντζίδικο της γειτονιάς. Μπήκε μέσα και καλημέρισε τον Ορέστη, τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Εκείνος, τον καλημέρισε φωναχτά και χαμογελαστά, αλλά από μέσα του σχολίαζε: «Καλώς τον φραγκοφονιά. Αγοράζεις δυό πακέτα τσιγάρα και δυο αναψυκτικά την εβδομάδα, και νομίζεις ότι σωθήκαμε».

    «Α, ώστε έτσι, λοιπόν, πουλάκι μου», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Χούμος. «Αν με ξαναδείς, γράψε μου».

    Βγήκε έξω και κόντεψε να πέσει επάνω στην Μαριέτα, την τσαχπίνα της γειτονιάς. Χαιρετήθηκαν και ο δέκτης των σκέψεων την συνέλαβε να λέει: «Αχ, βρε γλυκό μου αγοράκι. Αντί να πηδάς εμένα, πηδάς την κρυόκολη τη γυναίκα σου».

    «Ώπα», μουρμούρισε ο Χούμος. «Αυτό δεν το ήξερα. Να που υπάρχει και μια άλλη γυναίκα, που με γουστάρει».

    Δεν έδωσε συνέχεια στο συμβάν και κατευθύνθηκε προς το καφενείο. Περνώντας μπροστά από τον Γιώργο, τον σερβιτόρο του μαγαζιού, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Να τος πάλι ο τσιγγούνης ο Χούμος. Ούτε ένα ευρώ δεν μου έχει αφήσει ποτέ».

    «Ώπα, εδώ δεν έχει άδικο ο Γιωργάκης», μουρμούρισε ο Χούμος. «Από σήμερα θα το τσιμπάει το φιλοδώρημά του».

    Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι που καθόταν συνήθως με το φίλο του τον Θωμά. Εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί. Μιλούσε στο κινητό και, μόλις είδε τον Χούμο, τον χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι  του.

Ο Χούμος κάθισε απέναντί του, περιμένοντας να τελειώσει τη συνομιλία του και προσπάθησε να ‘’διαβάσει’’ τις σκέψεις του, αλλά στάθηκε αδύνατο, καθώς το τσιπάκι του μετέδιδε ταυτόχρονα τις σκέψεις όλων των θαμώνων του καφενείου, καθιστώντας δύσκολο τον προσδιορισμό των ατόμων που τις εξέπεμπαν. Έτσι, αφού κατάλαβε ότι, όταν βρίσκονταν πολλά άτομα μαζί, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη η λήψη σκέψεων, απενεργοποίησε τον δέκτη του. Θα τον ενεργοποιούσε μόνον όταν βρισκόταν μόνος με κάποιον.

    Παρήγγειλε έναν καφέ από τον σερβιτόρο, τη στιγμή που περνούσε δίπλα του, κάθισε λίγη ώρα εκεί, μίλησε με τον Θωμά και, όταν ήρθε η ώρα να φύγει, πλήρωσε τον καφέ του, αφήνοντας και ένα ολόκληρο ευρώ φιλοδώρημα στον Γιωργάκη, που τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, αφού αδυνατούσε να συλλάβει αυτήν την αλλαγή.

    Επέστρεψε στο σπίτι του και στην είσοδο  της πολυκατοικίας συνάντησε τον διαχειριστή. Καθώς ενεργοποιούσε τον δέκτη σκέψεων, εκείνος τον καλημέρισε και αμέσως μετά του είπε: «Βγήκαν τα κοινόχρηστα του μήνα. Να σας δώσω το ειδοποιητήριο».

    «Δεν χρειάζεται», του είπε ο Χούμος. «Πείτε μου το ποσόν, να σας το πληρώσω τώρα».

    «Εξήντα οκτώ ευρώ είναι», τον πληροφόρησε φωναχτά ο Διαχειριστής, ενώ από μέσα του σκεφτόταν: «Μακάρι να ήταν όλοι οι ένοικοι σαν κι εσένα, Χούμο μου. Οι περισσότεροι εδώ μέσα, μου βγάζουν την ψυχή, για να με πληρώσουν».

    Ο Χούμος του έδωσε τα χρήματα, πήρε την απόδειξη και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Κάνοντας έναν απολογισμό των σκέψεων που είχε ‘’διαβάσει’’ κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης εφαρμογής της απίθανης  εφεύρεσής του, το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν θετικό. Πράγματι, η λειτουργία του ανιχνευτή σκέψεων αποδειχνόταν πολύ χρήσιμη και άκρως εξυπηρετική. Εξάλλου, σε λίγη μόλις ώρα, και ερχόμενος σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους, είχε καταφέρει να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι.

    Η γυναίκα του ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε, κι αυτός κάθισε στο  σαλόνι να δει τηλεόραση. Σε λίγο θα έρχονταν να τους επισκεφτούν η πεθερά του, μαζί με την άλλη κόρη της, οπότε θα του δινόταν η ευκαιρία να ‘’μελετήσει’’ λίγο και το  σόι της γυναίκας του. Θα κατάφερνε επιτέλους να διαπιστώσει τι ακριβώς σκέφτονταν για εκείνον και ποια ήταν τα πραγματικά τους αισθήματα για τον γαμπρό τους.

    Εμφανίστηκαν την ώρα που έστρωναν για το φαγητό. Μπήκαν μέσα, έβγαλαν τα πανωφόρια τους και κάθισαν στην τραπεζαρία. Ο Χούμος είχε ήδη βάλει σε λειτουργία το τσιπάκι του και περίμενε να ‘’διαβάσει’’ τις σκέψεις τους. Την κουνιάδα του στάθηκε αδύνατο να την ‘’διαβάσει’’. Η αδελφή της γυναίκας του δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Από την ώρα που κάθισε, παρλάριζε συνεχώς και αδιαλλείπτως. Την πεθερά του κατάφερε κάποια στιγμή να την ανιχνεύσει. «Τυχερή στάθηκε η κόρη μου, με τον άντρα που πήρε», την συνέλαβε να σκέφτεται. « Ο άνθρωπος ούτε μιλάει πολύ, ούτε νευριάζει. Νοικοκύρης και κουβαλητής είναι!».

    Όταν κάποια στιγμή, την ώρα που έτρωγαν, κατάφερε να ανιχνεύσει και την κουνιάδα του, το μόνο που εκείνη σκεφτόταν ήταν η βραδινή της έξοδος με τις φίλες της στο κλαμπ, για ποτό και μουσική, ευχόμενη να πάνε μαζί της και η Μαριέτα και εκείνος. Πάντως το αποτέλεσμα του τεστ τον ευχαρίστησε, αφού διαπίστωσε ότι, και οι τρεις γυναίκες του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν. Αυτό βέβαια ήταν κάτι για το οποίο δεν αμφέβαλε, απλώς, χρησιμοποιώντας την εφεύρεσή του, του δόθηκε η  ευκαιρία να το επιβεβαιώσει.

    Το απόγευμα, όταν έφυγαν οι γυναίκες, αποφάσισε να συνεχίσει την ανίχνευση σκέψεων, πηγαίνοντας στο σπίτι του Σόλωνα. Αυτός ήταν φίλος του από πολύ παλιά, από την εποχή που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο. Επρόκειτο για ένα μονόχνωτο άτομο, που δεν είχε παντρευτεί και ζούσε ακόμα με τους γονείς του. Όποτε τον συναντούσε, συζητούσαν περισσότερο για το παρελθόν, για τα φοιτητικά τους χρόνια, παρά για το παρόν. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του και χαιρετήθηκε εγκάρδια μαζί  του. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού και, πριν ακόμα αρχίσουν συζήτηση, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Εσύ μας έλειπες τώρα. Καλά είχαμε την ησυχία μας. Άντε τώρα πάλι κουβέντες για  τα παλιά. Δεν μας παρατάς απογευματιάτικα;».

    Ο Χούμος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να ξύνει το  κεφάλι του, «Φτου να πάρει», έκανε τάχα με έκπληξη. «Ξέχασα να πάρω το απογευματινό μου χάπι. Φεύγω και τα λέμε κάποια άλλη φορά».

    «Άντε να χαθείς, ρε κωλόπαιδο», μουρμούρισε ο Χούμος μόλις βγήκε έξω. «Κι εγώ σε νόμιζα για φίλο».

    «Να λοιπόν που, ένας-ένας, αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό και τα πραγματικά του αισθήματα για μένα», μονολόγησε, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του.

    Στη γωνία, πριν στρίψει στο τετράγωνο που  βρισκόταν η πολυκατοικία του, συνάντησε έναν νεαρό, που στεκόταν ακίνητος, με το τσιγάρο στο χέρι και με στραμμένη την προσοχή του στην απέναντι μονοκατοικία. Τη στιγμή που περνούσε δίπλα του, τον συνέλαβε να σκέφτεται: «Άντε ρε ραμολιμέντα, πότε θα βγείτε για ψώνια, για να μπω μέσα και να μη σας αφήσω τίποτα όρθιο;».

    Στο σπίτι εκείνο καθόταν ένα μεγάλης ηλικίας ζευγάρι, γνωστό στον Χούμο και πολύ ευκατάστατο. Κατάλαβε λοιπόν ότι ο λεβέντης εκείνος

σχεδίαζε να μπουκάρει μέσα στο σπίτι και να ληστέψει το ανήμπορο, γηραιό ζευγάρι. Μπήκε χωρίς χρονοτριβή στο σπίτι του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού, απ’ όπου έβλεπε καθαρά τη μονοκατοικία απέναντί του. Ήξερε τι θα έκανε, αν έβλεπε τον διαρρήκτη να μπαίνει μέσα στο σπίτι των γερόντων. Η Μαριέτα ήταν απασχολημένη στην κουζίνα και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του άντρα της.

    Κάπου μισή ώρα αργότερα, είδε το ζευγάρι να βγαίνει από το σπίτι και να απομακρύνεται. Λίγα λεπτά μετά, ο νεαρός επίδοξος ληστής, διέρρηξε την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Ο Χούμος δεν αδράνησε καθόλου. Πήρε αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία και σε πέντε λεπτά, δύο περιπολικά εμφανίστηκαν μπροστά στο σπίτι. Τέσσερις αστυνομικοί, με τα όπλα  στα χέρια, μπούκαραν μέσα και έπιασαν στα πράσα τον ληστή.

    Ο Χούμος ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση. Τελικά, η εφεύρεσή του, αποδειχνόταν πολύ χρήσιμη. Μπορεί από τη χρήση της να απογοητευόταν εκείνος σε προσωπικό επίπεδο από κάποιους ανθρώπους, αλλά να που θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά στην αποφυγή και στην εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων. Συνειδητοποίησε όμως ότι, η χρησιμοποίησή της από άλλους ανθρώπους, μάλλον θα είχε αρνητικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αναστάτωση, ανασφάλεια, διχόνοια, μίσος, καχυποψία, επιθυμία  για κλοπές και απάτες, και  πολλά ακόμα προβλήματα.

Έτσι, το αποφάσισε. Δεν θα γνωστοποιούσε την ύπαρξή της στις αρχές, αλλά θα την κρατούσε μόνο για λογαριασμό του, και θα προσπαθούσε να βοηθήσει τη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις παρανομίας, όπως η σημερινή, που θα  υπέπεπταν στην αντίληψή του!

    «Δεν πειράζει», σκέφτηκε. «Μπορεί να αναθεωρήσω τη  γνώμη μου για κάποιους ανθρώπους και να στενοχωρηθώ από τα αρνητικά τους σχόλια, τα άσχημα αισθήματα και την συμπεριφορά τους, αλλά θα βοηθήσω την κοινωνία να γίνει λίγο καλύτερη».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: