Σελίδες

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

     Ο Μάριος και η Μάρθα επέστρεψαν στο σπίτι τους, αφήνοντας πίσω τους τον χώρο παραμονής φερέτρων, στενοχωρημένοι αφάνταστα, για τον άδικο χαμό του Μαρίνου. Ο καλός τους φίλος, αν και δεν ήταν ακόμα ούτε πενήντα χρόνων, ούτε είχε εμφανίσει ποτέ συμπτώματα καρδιοπάθειας, την προηγούμενη ημέρα είχε πάθει έμφραγμα και είχε πεθάνει ακαριαία, πριν καν προλάβουν να τον διακομίσουν στο νοσοκομείο. Η κηδεία του θα γινόταν την επόμενη ημέρα και το  ζευγάρι τα είχε φροντίσει όλα για έναν αξιοπρεπή αποχαιρετισμό του φίλου τους, καθώς ο άτυχος εκείνος άνθρωπος δεν είχε ούτε οικογένεια, ούτε στενούς συγγενείς. Συζητώντας, λίγο πριν φύγουν, με τον υπεύθυνο του γραφείου τελετών, τον άκουσαν να τους υπενθυμίζει το θέμα του εισιτηρίου της μεταθανάτιας ζωής. Αυτό βέβαια τους ήταν γνωστό, καθώς είχε θεσμοθετηθεί και είχε επικρατήσει τα τελευταία χρόνια κατά τη διαδικασία της κηδείας και του ενταφιασμού των νεκρών. Η ύπαρξη του χρηματικού ποσού των εκατό ευρώ στις τσέπες του αποδημήσαντος, ήταν αναγκαία και εντελώς επιβεβλημένη, για την μετάβαση του πεθαμένου στον Παράδεισο. Ήταν το εισιτήριό του, για την είσοδό του στον κήπο της Εδέμ, όπως διατυμπάνιζαν οι εκπρόσωποι της θρησκείας. Ισχυρίζονταν μάλιστα ότι, ο ίδιος ο άγιος Πέτρος τους το είχε επισημάνει, καθώς τα τελευταία χρόνια, χάρη στην επιστήμη, είχε καταστεί δυνατή η επικοινωνία των ανθρώπων της Γης με τους ουράνιους πατέρες, ακόμη και με τον ίδιο τον Πάνσοφο Πλάστη των πάντων!

    Μπήκαν στο σπίτι τους, φανερά εξαντλημένοι ψυχικά και σωματικά. Η αυριανή ημέρα θα ήταν ένα ακόμη ψυχικό μαρτύριο! Τα τελευταία χρόνια, ένας-ένας έφευγαν από τη ζωή συγγενείς, γνωστοί και φίλοι. Αν και είχαν φτάσει στο σωτήριο έτος 2048, ο θάνατος δεν είχε ακόμη νικηθεί. Ευτυχώς τουλάχιστον τώρα που, με την πληρωμή ενός μικρού σχετικά αντιτίμου, δινόταν η δυνατότητα στον απελθόντα από τη γήινη ζωή, να μεταβεί στον παράδεισο για να ζήσει ανέμελα εκεί για πάντα!

    Έκαναν μπάνιο, έφαγαν και κάθισαν στον καναπέ να ξεκουραστούν. Είδαν λίγη ώρα τηλεόραση, άκουσαν τις ειδήσεις της ημέρας και λίγο πριν τις έντεκα, αποφάσισαν να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάρθα, πριν φορέσει το νυχτικό της, έκανε μια μικρή επιθεώρηση στην τσάντα της και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Βρήκε ένα πενηντάρικο ξέμπαρκο μέσα στη θήκη της τσάντας και τρομοκρατήθηκε, γιατί κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος και δεν είχε βάλει στις τσέπες του Μαρίνου εκατό ευρώ, αλλά μόνον πενήντα. 

    ''Πω, πω, τι πάθαμε", τσίριξε συγκλονισμένη. "Του βάλαμε μόνο πενήντα, και όχι εκατό ευρώ", είπε στον Μάριο. "Από λάθος δικό μας, ο καλός μας φίλος δεν θα πάει στον παράδεισο, αλλά στην κόλαση".

    "Φτου να πάρει", έκανε ο Μάριος. "Πρέπει να πάμε στο γραφείο κηδειών, να βάλουμε και το άλλο πενηντάρι".

    "Τέτοια ώρα;", αναρωτήθηκε η Μάρθα. "Αφού θα είναι κλειστά και μάλλον κλειδωμένα".

    "Δεν πειράζει", είπε ο Μάριος και σηκώθηκε όρθιος, χαμογελώντας πονηρά. "Βάλε το πανωφόρι σου και πάμε. Ξεχνάς ότι έχω εργαστεί και σε κλειδαράδικο;"

    Μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και ξεκίνησαν για το γραφείο. Δεν ήταν πολύ μακριά και σε πέντε λεπτά είχαν φτάσει. Το άφησαν λίγο πιο πέρα και, τη στιγμή που αποβιβάζονταν, είδαν έναν παπά να βγαίνει από το γραφείο και να κλειδώνει την πόρτα. Κρύφτηκαν πίσω από το αυτοκίνητο για να μην τους δει και, μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, στάθηκαν μπροστά στην είσοδο.

    "Τι ζητούσε αυτός ο παπάς τέτοια ώρα εδώ;" ρώτησε η Μάρθα.

    "Δεν ξέρω", της απάντησε ο Μάριος. "Ελπίζω να το μάθουμε σύντομα"

    Σε δυο λεπτά κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα, και μπήκαν μέσα και οι δύο. Δεν άναψαν φως, για να μη γίνουν αντιληπτοί και στάθηκαν πάνω από το φέρετρο του Μαρίνου. Ο Μάριος άναψε το φως του κινητού του και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του πεθαμένου.

    "Ούτε το άλλο πενηντάρι υπάρχει", είπε στη γυναίκα του, "Το πήρε φαίνεται το λαμόγιο που ήταν πριν από λίγο εδώ μέσα''.

    Στο θάλαμο υπήρχαν άλλοι τρεις νεκροί και ο Μάριος δεν δίστασε να ψάξει κι εκείνων τις τσέπες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλων οι τσέπες ήταν άδειες.

    "Κατάλαβες τώρα, κορίτσι μου, τι συμβαίνει με τους ρασοφόρους; Τα αρπάζουν από παντού. Το μόνο που τους νοιάζει είναι η κονόμα. Κι εμείς οι αφελείς, οι ανόητοι, τρώμε τα παραμύθια τους με το κουτάλι".

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χαχα, θα είναι μάλλον η πρώτη φορά που κλέβουν χρήμα οι παπάδες.