Σελίδες

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ

 

    Ο ογδονταπεντάχρονος Μηνάς κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον ογδοντατετράχρονο συνομιλητή του και δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Αυτά που μόλις είχε ξεστομίσει ο Ηλίας, του φάνηκαν σαν ατάκες από ταινία φαντασίας.

    «Καλά, σοβαρά μιλάς τώρα;», τον ρώτησε μόλις κατάφερε να συνέλθει από το σοκ. «Δηλαδή, στο εξής όλοι οι συνταξιούχοι που περνούν την ηλικία των ογδόντα χρόνων, θα παίρνουν μόνον τριακόσια ευρώ το μήνα;»

    «Ακριβώς Μηνά μου», του επιβεβαίωσε εκείνος. «Μας το ανακοίνωσε ο Χαμουριάδης, ο πρόεδρος του συλλόγου, χθες στη γενική συνέλευση. Είναι μια οριστική απόφαση της κυβέρνησης, λόγω της υποβάθμισης των ταμείων και της οικονομικής αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν στις πληρωμές των συντάξεων. Έτσι, αύριο κιόλας, θα περάσουν το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή, για να το ψηφίσουν».

    «Καλά, και πώς θα ζήσουμε εμείς με τόσα λίγα χρήματα; Πώς θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα; Δεν διαμαρτυρηθήκατε, δεν αντιδράσατε;»

    «Ασφαλώς! Του είπαμε ότι δεν έπρεπε να καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια, ότι κάτι έπρεπε να κάνουμε, γιατί θα δυσκολευόταν πολύ η ζωή μας, αν περνούσε αυτό το απάνθρωπο νομοσχέδιο, κι ότι θα μας οδηγούσε στο θάνατο. Κι εκείνος τότε μας είπε ‘’μα γι’ αυτό το κάνουν, για να σας πεθάνουν πριν την ώρα σας’’».

    «Τι είπες τώρα;» τσίριξε ο Μηνάς. «Σας μίλησε στο δεύτερο πρόσωπο, λες κι αυτός δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των συνταξιούχων;»

    «Ξεχνάς, φαίνεται, ότι  αυτός δεν είναι ακόμη ούτε εβδομήντα χρόνων. Άσε που είναι καλά τακτοποιημένος οικονομικά. Τόσα χρόνια στο συνδικαλισμό, έχει κάνει τη μπάζα του».

    «Καλά και δεν προγραμμάτισε κάποια συγκέντρωση, κάποια διαμαρτυρία;»

    «Του το επισημάναμε, αλλά αυτός μας είπε ότι δεν θα είχε νόημα, ούτε αποτέλεσμα μια τέτοια κίνηση, γιατί η απόφαση της κυβέρνησης είναι οριστική και αμετάκλητη».

    «Πω, πω», έκανε με απογοήτευση ο Μηνάς. «Και τώρα τι θα κάνουμε;»

    «Δεν ξέρω. Τι να σου πώ; Σίγουρα πάντως δεν πρέπει να καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Άσε με λίγο να το σκεφτώ, και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Τι στο διάολο γίνεται εδώ πέρα; Φτάσαμε στο έτος 2050, ζούμε σε μια, υποτίθεται, ανεπτυγμένη χώρα κι αυτοί, έτσι όπως το πάνε, θα μας στείλουν μια ώρα αρχύτερα»

        Ο Μηνάς εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Σκεφτόταν διαρκώς ότι, τόσα χρόνια βρε αδελφέ, τα βόλευε μια χαρά με τα 1200 ευρώ που έπαιρνε κάθε μήνα, και τώρα, κάποια ανελέητα όντα, ήθελαν να τον ξεπαστρέψουν. Ζώντας μόνος του, λόγω θανάτου της συζύγου του και μετεγκατάστασης των δυο του τέκνων με τις οικογένειές τους σε άλλη πόλη, τα έβγαζε άνετα πέρα. Τι θα γινόταν όμως στο εξής; Προβλήματα με την υγεία του δεν είχε, κι αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να ζήσει για αρκετά ακόμη χρόνια. Τι είδους ζωή όμως θα ήταν αυτή, μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια; Τι είχε κάνει αυτός και οι υπόλοιποι συνομήλικοί του και τους τιμωρούσαν έτσι;

    Τις πρωινές ώρες τον πήρε λίγο ο ύπνος, όταν όμως ξύπνησε, ντύθηκε και βγήκε αμέσως από το σπίτι. Δεν άντεχε να καθίσει άλλο μέσα. Νόμιζε ότι θα πέσει το ταβάνι και θα τον πλακώσει. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος του μεγάλου πεζόδρομου, πήρε και έναν καφέ από την καφετέρια της γωνίας, και συνέχισε τη βόλτα του, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Λίγο πιο κάτω, στην απέναντι γωνία του δρόμου, βρισκόταν η έπαυλη του Γ. Σκαρπέλου, του υπουργού ΜΕΤΕΡΓΑΣΙΑΣ.

    Φτάνοντας κοντά, είδε έναν ψηλό τύπο να βγαίνει από μέσα, κρατώντας στα χέρια του μια τσάντα. Στην αρχή δεν τον γνώρισε, όταν όμως πρόσεξε καλύτερα, είδε ότι ήταν ο Χαμουριάδης, ο πρόεδρός τους. Αναρωτήθηκε, τι μπορεί να ζητούσε εκεί πέρα ο εργατοπατέρας, πρωί-πρωί, και μάλιστα την ημέρα που κρινόταν η τύχη αυτών που εκπροσωπούσε;

    Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι οι  αρμόδιοι έπαιζαν παιχνίδια στις πλάτες των άμοιρων συνταξιούχων, γι’ αυτό θα επικοινωνούσε αμέσως με τον Ηλία, για να του το αναφέρει. Εκείνος είχε περισσότερες διασυνδέσεις με τους συναδέλφους τους και θα μπορούσε ίσως να χειριστεί καλύτερα εκείνο το φλέγον, εκείνο το τόσο επείγον ζήτημα.

    Τον πήρε αμέσως τηλέφωνο στο κινητό και του εξιστόρησε τι είχε συμβεί. Ο Ηλίας τον καθησύχασε και του είπε ότι είχε ήδη βρει κάποια λύση, κι ότι θα την έβαζε αμέσως σε εφαρμογή. Θα καλούσε όσους περισσότερους συναδέλφους μπορούσε σε άμεση κινητοποίηση, κάνοντας διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, μήπως και κατάφερναν να αναστείλουν την ψηφοφορία εκείνου του αισχρού, του απάνθρωπου νομοσχεδίου.

    Πράγματι, λίγη ώρα αργότερα, καμιά διακοσαριά συνταξιούχοι είχαν συγκεντρωθεί στην κεντρική πλατεία και διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης. Σε μισή ώρα από την έναρξη της διαμαρτυρίας, οι διαδηλωτές είχαν αυξηθεί σε πάνω από χίλια άτομα! Όταν μάλιστα μια διμοιρία αστυνομικών προσπάθησε βίαια να τους διαλύσει, εκείνοι έπεσαν όλοι στο έδαφος, δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου εικόνα! Η παρουσίαση στα ΜΜΕ της αντίδρασης και του βασανισμού χιλίων υπέργηρων ανθρώπων, ευαισθητοποίησε σχεδόν όλον τον πληθυσμό της χώρας, με αποτέλεσμα η κινητοποίηση αυτή να γενικευτεί και να προβληματίσει την εξουσία.

    Έτσι, η επόμενη κίνηση των κυβερνώντων ήταν η ανακοίνωση της αναστολής της ψηφοφορίας του σχετικού νομοσχεδίου και η δημόσια υπόσχεση του αρμόδιου υπουργού, ότι δεν θα ξανασκέφτονταν στο μέλλον να προβούν σε μια τέτοιου είδους ενέργεια.

    Ακούγοντας αυτές τις αποφάσεις της κυβέρνησης, οι πολίτες όλης της χώρας το έριξαν στους πανηγυρισμούς. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Δεν έμεινε ούτε ένας πολίτης ανικανοποίητος, εκτός από το δίδυμο Χαμουριάδη-Σκαρπέλου.

   Αργότερα, όταν ο Μηνάς συνάντησε τον Ηλία στο καφενείο, του έσφιξε με θέρμη το χέρι και τον ευχαρίστησε για όλα αυτά που είχε πετύχει με την άμεση και αποτελεσματική ενέργειά του. Εκείνος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του είπε. «Κατάλαβες τώρα τι ζητούσε ο Χαμουριάδης πρωί-πρωί στο σπίτι του Σκαρπέλου;»

    Ο Μηνάς ετοιμάστηκε να του απαντήσει, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς το έκτακτο δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης, τους τράβηξε την προσοχή:

‘’Μόλις πριν από λίγο’’, άκουσαν τον ρεπόρτερ να ανακοινώνει, ‘’συνελήφθη στο αεροδρόμιο ο πρόεδρος του συλλόγου συνταξιούχων, που ετοιμαζόταν για ταξίδι στο εξωτερικό, καθώς στον πάτο της βαλίτσας του, βρέθηκαν 800.000 ευρώ’’.

    Ο Ηλίας σούφρωσε τα χείλη του και είπε στον κεραυνοβολημένο Μηνά: «Ιδού και η επιβεβαίωση αυτού που θα σου έλεγα. Κατάλαβες τώρα, τι ζητούσε πρωινιάτικα ο  Χαμουριάδης, στο σπίτι του υπουργού; Είχε πάει να πάρει το ‘’δωράκι’’ του, για τη συμβολή του στην αδρανοποίηση των κινητοποιήσεών μας, κάτι όμως που δεν επετεύχθη. Ελπίζω να λειτουργήσει σωστά η δικαιοσύνη και να σαπίσει στη φυλακή αυτό το κάθαρμα».

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: