Σελίδες

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

O εφιάλτης (διήγημα Ε.Φ.)

Ακούμπησε το πλαστικό κύπελλο με τον αχνιστό καφέ επάνω στο γραφείο της, ακριβώς δίπλα στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τον έβαλε σε λειτουργία με βαριεστημένες κινήσεις και άρχισε να πληκτρολογεί με αργό ρυθμό. Οι λέξεις σχηματίζονταν ράθυμα επάνω στην οθόνη, αλλά το αποτέλεσμα δεν την ικανοποιούσε. Ακύρωσε όλα όσα είχε γράψει μέχρι τότε, κι επιχείρησε μια δεύτερη προσπάθεια. Βλέποντας ότι το αποτέλεσμα παρέμενε απογοητευτικό, εγκατέλειψε την προσπάθεια και προτίμησε να ασχοληθεί με τον καφέ της. Καθώς ρουφούσε ηδονικά το ρόφημά της, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να εμφανίζεται η φίλη της η Ήρα.

«Καλημέρα, Θεανώ», τη χαιρέτησε με την γλυκιά της φωνούλα.

«Καλημέρα, Ήρα», της ανταπέδωσε άτονα το χαιρετισμό, χωρίς να κάνει προσπάθεια να κρύψει την κακοδιαθεσία της.

Η Ήρα πλησίασε κοντά της και κάθισε στο διπλανό κάθισμα. «Τι σου συμβαίνει, Θεανώ; Τι έχεις;» τη ρώτησε με πραγματικά φιλικό ενδιαφέρον.

Η Θεανώ έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και την κοίταξε κατάματα. «Από υγεία, πάω να σκάσω», της εκμυστηρεύτηκε. «Άλλο είναι αυτό που με βασανίζει».

Η Ήρα ανακάθισε με το ενδιαφέρον της κεντρισμένο στο έπακρο. Η γυναικεία της περιέργεια, υπερίσχυσε της συνήθειάς της να αρχίζει πάντα το πρωινό της με καφέ. Υποψιάστηκε ότι θα μάθαινε κάτι σημαντικό και δεν είχε σκοπό να θυσιάσει την κουτσομπολίστικη διάθεση που της δημιουργήθηκε. Ο καφές μπορούσε να περιμένει. «Για λέγε, λοιπόν», έκανε με ανυπομονησία. «Τι είναι αυτό που σε βασανίζει;»

Η Θεανώ αναστέναξε για μια ακόμα φορά και αποφάσισε να της εξηγήσει. «Να, ξέρεις τι συμβαίνει; Απόψε είδα στον ύπνο μου ένα πολύ άσχημο όνειρο, ήταν όμως τόσο ζωντανό, που νόμιζα πως το ζούσα στην πραγματικότητα. Είδα, λέει ότι βρισκόμαστε στη Γη, κι ότι ζούσαμε μέσα σε ένα άθλιο καταφύγιο. Έξω γινόταν χαλασμός, βιβλική καταστροφή. Οι βόμβες και οι πύραυλοι έπεφταν βροχή και όσοι άνθρωποι δεν προλάβαιναν να χωθούν μέσα στα καταφύγια, γίνονταν κομμάτια. Πήρα μεγάλη τρομάρα. Με επηρέασε πολύ και δύσκολα θα καταφέρω να το ξεχάσω».

«Έλα τώρα, κοριτσάκι μου», τη μάλωσε η Ήρα. «Σιγά που δεν θα το ξεχάσεις. Πρώτη φορά στη ζωή σου βλέπεις εφιάλτη; Σε πληροφορώ ότι εγώ βλέπω συνέχεια. Με βλέπεις να σκάω για τέτοια πράγματα; Για σύνελθε, σε παρακαλώ».

Η Θεανώ πίστευε πολύ στα όνειρα. Είχε την πεποίθηση ότι κάτι ήθελαν να πουν, γι αυτό επισκέπτονταν απρόσκλητα τους ανθρώπους κάθε βράδυ στον ύπνο τους. Ξανάφερε στο νου της το χθεσινό και σκέφτηκε ότι έκανε καλά και δεν της το αποκάλυψε όλο. Ήξερε ότι, αν έλεγε στη φίλη της πως την είχε δει να βρίσκεται κατάκοιτη σε ένα ράντζο, με δεμένο το κεφάλι και έτοιμη να ξεψυχήσει, θα τη στενοχωρούσε. Έτσι, το συγκεκριμένο σημείο του ονείρου το παρέλειψε εσκεμμένα από την περιγραφή της.

«Ξέχασέ το λοιπόν όσο πιο γρήγορα γίνεται», την άκουσε να συνεχίζει, «και φρόντισε το απόγευμα που θα επιστρέψεις στο κατάλυμά σου, να γίνεις όσο πιο όμορφη μπορείς. Μην ξεχνάς ότι το βράδυ έχουμε γιορτή».

Η αλήθεια ήταν ότι την είχε ξεχάσει. Επηρεασμένη από τον νυχτερινό εφιάλτη της, είχε λησμονήσει ότι απόψε ήταν η καθιερωμένη μηνιαία εορταστική συγκέντρωση όλων των κατοίκων του δορυφόρου. Στη σκέψη ότι θα της δινόταν η ευκαιρία να συναντήσει τον Άγγελο, ένιωσε να ξαναβρίσκει τη χαμένη της αισιοδοξία.

# # # # #

Καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι της, αναπόλησε τη σημαντικότερη στιγμή της αποψινής βραδιάς και ανατρίχιασε από ευτυχία. Το αρρενωπό πρόσωπο του Άγγελου στριφογύριζε διαρκώς μπροστά στα μάτια της και την υποχρέωνε να νιώθει μια συνεχή αναστάτωση. Ήταν από καιρό ερωτευμένη μαζί του και περίμενε υπομονετικά τη στιγμή που εκείνος θα την πλησίαζε. Δεν είχε το θάρρος να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα. Υποψιαζόταν βέβαια ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, αλλά δεν τολμούσε να εκδηλώσει τα δικά της, αν δεν βεβαιωνόταν πρώτα ότι το ίδιο αισθανόταν κι εκείνος. Και η πολυπόθητη στιγμή ήρθε. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της γιορτής, της ζήτησε να χορέψουν και λίγο αργότερα της έκανε ερωτική εξομολόγηση. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος και των δύο, που αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν στο μέσον της μεγάλης αίθουσας, αδιαφορώντας εντελώς για την παρουσία των υπολοίπων. Έμειναν εκεί, σφιχταγκαλιασμένοι επί δέκα ολόκληρα λεπτά, χωρίς να νοιάζονται για το τι συνέβαινε γύρω τους. Για εκείνους, ο πραγματικός κόσμος είχε πάψει να υπάρχει. Χωμένοι μέχρι το λαιμό μέσα στην ευτυχία, είχαν ξεχάσει ότι υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι εκεί μέσα.

Όταν αποφάσισαν να ξεκολλήσουν, το παρατεταμένο χειροκρότημα και οι ζωηρές επευφημίες των υπολοίπων κατοίκων του μικρού δορυφόρου, τους επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ταυτόχρονα είδαν την Ήρα να τους πλησιάζει γελώντας και να τους χτυπάει φιλικά στην πλάτη. «Συγχαρητήρια, φίλοι μου. Σας εύχομαι κάθε ευτυχία, κι ελπίζω να είσαστε οι πρώτοι που θα επιστρέψετε στη Γη».

# # # # #

Την ξύπνησε το επίμονο, παρατεταμένο χτύπημα της πόρτας. Σηκώθηκε ξαφνιασμένη με την καρδιά της να χτυπάει γοργά και, πριν καλά-καλά προλάβει να την ανοίξει, ένας θυελλώδης Άγγελος εμφανίστηκε μπροστά της.

«Αγάπη μου, θησαυρέ μου», της είπε γεμάτος έξαψη και την πήρε στην αγκαλιά του. «Συγνώμη για την αναστάτωση, αλλά δεν άντεχα άλλο μακριά σου».

Η Θεανώ ξεπέρασε γρήγορα το πρώτο σοκ και τον απώθησε μαλακά. Τραβήχτηκε στην άκρη του κρεβατιού κι έβγαλε έναν αναστεναγμό. Ο Άγγελος έσμιξε τα φρύδια και κάθισε δίπλα της ανήσυχος. «Τι συμβαίνει, κοριτσάκι μου; Τι έχεις; Μήπως σ’ ενοχλεί η παρουσία μου;»

Η νεαρή κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Όχι, καλέ μου, δεν έχει σχέση με σένα. Άλλο είναι αυτό που με απασχολεί».

Την έπιασε από τη μέση και τη χάιδεψε τρυφερά. «Έλα, αγάπη μου, πες μου τι σου συμβαίνει».

«Να, για δεύτερη συνεχόμενη νύχτα, βλέπω τον ίδιο εφιάλτη», του εξήγησε. «Βρισκόμαστε, λέει, μέσα σε ένα καταθλιπτικό υπόγειο κάπου στη Γη και έξω γίνεται πυρηνικός πόλεμος. Ο θάνατος πλησιάζει απειλητικός και η φίλη μου η Ήρα κείτεται τραυματισμένη δίπλα μου. Πω, πω, τι φριχτός εφιάλτης».

Ο Άγγελος τη φίλησε στο μάγουλο και προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Καλά που το κατάλαβες, κουτό μου κοριτσάκι. Όνειρο ήταν και τελείωσε. Δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέσαι. Ξέχασέ το λοιπόν κι έλα στην αγκαλιά μου».

Η Θεανώ του χαμογέλασε γλυκά και συμφώνησε με την ιδέα του. Άρχισε να βγάζει το νυχτικό της, της φάνηκε όμως ότι κάποιος τη σκούντησε στον ώμο. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και, μετά το νυχτικό, ετοιμάστηκε να αφαιρέσει και το εσώρουχό της. Το σκούντημα αυτή τη φορά ήταν δυνατότερο. Πανικοβλήθηκε, αλλά αδυνατούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Την ώρα που ξάπλωνε δίπλα στον Άγγελο, ένιωσε να την ταρακουνάνε και να της φωνάζουν.

«Ξυπνήστε, δεσποινίς Θεανώ, ξυπνήστε!»

Άνοιξε με κόπο τα μάτια της και αντίκρισε ένα ταλαιπωρημένο, γυναικείο πρόσωπο, που της φάνηκε γνωστό. Η ίδια βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα άθλιο, μεταλλικό κρεβάτι, ενώ μια δυσάρεστη μυρωδιά γαργαλούσε ενοχλητικά τα ρουθούνια της. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει που βρισκόταν. Ο χώρος ήταν καταθλιπτικός, σκοτεινός και κάτι της θύμιζε.

Μόλις άρχισε να υποψιάζεται τι συμβαίνει, η γυναίκα που την είχε ξυπνήσει, ξαναμίλησε: «Δεσποινίς, Θεανώ, σηκωθείτε, σας παρακαλώ. Πρέπει να σηκωθείτε, είναι πολύ επείγον. Η φίλη σας η Ήρα, δεν τα κατάφερε. Μας άφησε χρόνους. Πριν από πέντε λεπτά ξεψύχησε, αναφέροντας συνέχεια το όνομά σας».

@ @ @ @ @ @ @ @

Δεν υπάρχουν σχόλια: