Ρουφούσε με απληστία την ανείπωτης ομορφιάς εικόνα που ξεδιπλώθηκε σαν εξαίσιος πίνακας μπροστά του και δεν πίστευε στα μάτια του. Βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου, σε ένα σημείο που σχηματιζόταν ένα μικρό πλάτωμα, και από κάτω του εκτεινόταν ο καταπράσινος κάμπος. Στη μέση της πεδιάδας ο ποταμός, σαν ένα τεράστιο γαλαζοπράσινο φίδι, σερνόταν αργά-αργά προς την άκρη του ορίζοντα, που σε κάποιο σημείο του φαινόταν αμυδρά η θάλασσα. Στα δεξιά του απλωνόταν ο πανέμορφος οικισμός των εφοπλιστών με τα κεραμοσκεπή, εντυπωσιακά κτίσματά του και τις τεράστιες πισίνες. Ένιωσε ένα κύμα θριάμβου να πλημμυρίζει όλο του το είναι. Αισθάνθηκε πολύ δυνατός, πολύ γεμάτος, όχι τόσο για το εκπληκτικό επίτευγμά του, όσο για την ανυπαρξία διαταραχών και άλλων επώδυνων καταστάσεων στον ίδιο του τον εαυτό. Ένιωσε τόσο μεγάλος, που, ακόμα κι αν τύχαινε να βρεθεί μπροστά του κάποιος από τους πάμπλουτους εφοπλιστές του οικισμού, θα τον έβλεπε σαν σκουλήκι. Νιώθοντας μεγάλη ευφορία, αισθάνθηκε σαν κυρίαρχος του κόσμου.
Είχε καταφέρει να φέρει σε πέρας το πιο απίθανο, το πιο καταπληκτικό ίσως επιστημονικό επίτευγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και δεν μπόρεσε να μη θριαμβολογήσει. Δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα, τη μια στιγμή να βρίσκεται στο καταθλιπτικό, υπόγειο εργαστήριό του στην καρδιά της πολύβουης πόλης τους και, δευτερόλεπτα αργότερα, να βρίσκεται σ’ εκείνον τον παράδεισο, ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας. Ο τηλεμεταφορέας του είχε δουλέψει στην εντέλεια. Το όνειρο της τηλεκίνησης είχε γίνει πραγματικότητα. Εκατό χρόνια πριν, οι επιστήμονες είχαν προσπαθήσει μερικές φορές να το καταφέρουν, όλες όμως οι προσπάθειές τους είχαν καταλήξει σε αποτυχία. Οι επιπτώσεις από τα πειράματα που είχαν δοκιμάσει, ήταν οδυνηρές, και σε ορισμένες περιπτώσεις εντελώς καταστροφικές, κι αυτό τους είχε αποθαρρύνει να επιμείνουν στην εξεύρεση τρόπου λύσης ενός επιστημονικού προβλήματος, το οποίο πάντως είχε δείξει ότι υπήρχαν ελπίδες πραγματοποίησής του.
Εκείνος όμως είχε αποφασίσει να προσπαθήσει να λύσει το γόρδιο δεσμό, που έδενε τα χέρια των επιστημόνων και οδηγούσε τις προσπάθειες τους σε αποτυχία, και τα είχε καταφέρει. Είχε μελετήσει επισταμένως τις θεωρίες που είχαν κατά καιρούς διατυπωθεί, είχε ανατρέξει στα πειράματα που είχαν γίνει στο παρελθόν και του είχε κεντριστεί το ενδιαφέρον στο έπακρο. Αναλογιζόμενος τα οφέλη για τον άνθρωπο από ένα τέτοιο σπουδαίο επίτευγμα, το είχε θεωρήσει αναγκαίο να το επιχειρήσει. Το είχε πάρει πολύ ζεστά, το είχε κάνει τρόπο ζωής και δεν θα το σταματούσε, ακόμα κι αν διαπίστωνε ότι κινδύνευε η ίδια του η ζωή. Στο βωμό της επιτυχίας, είχε θυσιάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του, είχε στερηθεί κυριολεκτικά τα πάντα, το αποτέλεσμα όμως δικαίωσε αυτήν την ακραία και επικίνδυνη επιλογή του. Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του ότι θα τα κατάφερνε και το κέρδισε πανηγυρικά.
Ο Ρας χάιδεψε τον τηλεμεταφορέα του, που βρισκόταν προσαρμοσμένος στη φαρδιά, δερμάτινη ζώνη του, και κοίταξε για μια ακόμα φορά τα πολυτελή σπίτια των εφοπλιστών. Σε άλλη περίπτωση ίσως να τα ζήλευε, αλλά τώρα όχι. Ήξερε καλά ότι, με την καινούρια καταπληκτική εφεύρεσή του, μπορούσε να αποκτήσει ό, τι ήθελε. Του δινόταν η δυνατότητα να εκπληρώσει όποια υλική του ανάγκη επιθυμούσε. Αρχικά σκέφτηκε να την κοινοποιήσει στην επιστημονική κοινότητα και στη συνέχεια να την πουλήσει σε όποιον έδειχνε ενδιαφέρον, αναλογιζόμενος όμως ότι πίσω από κάθε συντεχνία κρύβονταν μεγάλα και άνομα συμφέροντα, το μετάνιωσε. Ίσως ανακοίνωνε το επίτευγμά του αργότερα. Θα έβλεπε αν και πότε θα το έκανε, προς το παρόν όμως θα το χρησιμοποιούσε για δικό του όφελος. Δεν είχε καμιά όρεξη να το αντίκριζε να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιους επιτήδειους, ίσως μάλιστα μόνο για κανένα ξεροκόμματο. Δεν παιδεύτηκε επί μια ολόκληρη εξαετία, για να καρπωθούν άλλοι τους κόπους και τις θυσίες του. Είχε χάσει πολλά όλο αυτό το χρονικό διάστημα και ήθελε να τα πάρει πίσω. Τα χρωστούσε στον εαυτό του, τα δικαιούνταν.
Γνώριζε πλέον με ποιον τρόπο μπορούσε να το πραγματοποιήσει, δεν είχε όμως σκοπό να αδικήσει κάποιον αθώο. Έπλασε νοερά ένα σχέδιο δράσης και θα το έβαζε αμέσως σε εφαρμογή. Θα έκανε υφαρπαγή μαύρου, βρώμικου χρήματος. Δεν θα το έπαιρνε από τους φτωχούς και τους τίμιους, οι οποίοι άλλωστε δεν το διέθεταν. Θα το αφαιρούσε από εκείνους που είχαν πολλά και οι οποίοι τα είχαν αποκτήσει με ανέντιμα μέσα. Θα ξεκινούσε μάλιστα από έναν γνωστό επιχειρηματία, ο οποίος στο παρελθόν είχε χρηματίσει κυβερνητικό στέλεχος και είχε ρημάξει το δημόσιο χρήμα. Και ο άνθρωπος αυτός, μετά τη λήξη της θητείας του και με την ανοχή βέβαια του σάπιου πολιτικού συστήματος, αντί να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα κάποιας φυλακής, είχε μεταβληθεί σε έναν πανίσχυρο και πάμπλουτο επιχειρηματία. Όλοι γνώριζαν ότι η κινητήρια δύναμη που τον είχε οδηγήσει στη δημιουργία της οικονομικής του αυτοκρατορίας ήταν τα χρήματα των φορολογουμένων, κανένας όμως από τους αρμόδιους δεν είχε τολμήσει να τον αγγίξει.
Ενεργοποίησε το μηχάνημά του, έκανε τις κατάλληλες ρυθμίσεις και το επόμενο λεπτό βρισκόταν ξανά μέσα στο εργαστήριό του. Ο τηλεμεταφορέας του δούλευε στην εντέλεια. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν φόρτιση της μπαταρίας του, σωστή χρήση των κουμπιών και των ρυθμίσεων την ώρα της λειτουργίας του, και απόσταση του σώματός του σε ακτίνα μεγαλύτερη του ενός μέτρου από οποιοδήποτε κινητό αντικείμενο ή ον, βρισκόταν κοντά του. Διαπίστωσε με μεγάλη ικανοποίησή του ότι, αν τα έκανε όλα σωστά, δεν είχε να φοβηθεί για τίποτα.
Καθώς το μέγαρο των γραφείων του Άντι, βρισκόταν κοντά στο κτήριο που στεγαζόταν το εργαστήριό του, αποφάσισε να βάλει το σχέδιό του σε άμεση εφαρμογή. Από την ίδια κιόλας μέρα, έθεσε το οίκημα του επιχειρηματία κάτω από στενή παρακολούθηση, ώστε να μπορέσει να καταλήξει με βεβαιότητα ποιος ήταν ο καταλληλότερος τρόπος που έπρεπε να εφαρμόσει, για να πετύχει το σκοπό του.
# # # # #
Δυο μέρες αργότερα ήταν απολύτως έτοιμος για δράση. Θα επισκεπτόταν το γραφείο του Άντι κάποια βραδινή ώρα, που συνήθως έλειπαν όλοι από μέσα, και θα ερευνούσε γρήγορα το περιεχόμενό του. Δεν είχε σκοπό, αν τυχόν έβρισκε χρήματα εκεί μέσα, να επιχειρήσει να τα πάρει μαζί του. Δεν γνώριζε τι επιπτώσεις μπορούσαν να έχουν επάνω του αντικείμενα που θα τηλεμεταφέρονταν ταυτόχρονα μ’ εκείνον. Θυμόταν μια παλιά ταινία με τίτλο ‘’Η ΜΎΓΑ’’, στην οποία ένας επιστήμονας είχε κάνει ένα παρόμοιο πείραμα, αλλά είχε την ατυχία, τη στιγμή του πειράματος να κυκλοφορεί μια μύγα κοντά του, και τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια. Δεν θα διακινδύνευε να πάθει κι εκείνος κάτι παρόμοιο με αυτό που είχε συμβεί στον επιστήμονα του έργου. Εντάξει, το περιστατικό εκείνο ήταν αποκύημα της φαντασίας του δημιουργού της, ίσως όμως και να ήταν προφητικό. Ήταν προτιμότερο να έπαιρνε όσο περισσότερα προληπτικά μέτρα μπορούσε, κι ας θεωρούνταν υπερβολικά, παρά να βρισκόταν στην τραγική θέση του πρωταγωνιστή της ταινίας. Ας επιθεωρούσε πρώτα το χώρο και ύστερα θα έβλεπε με ποιον τρόπο θα καρπωνόταν τα λεφτά.
Το ίδιο βράδυ, φόρεσε μαύρα ρούχα, γάντια και μια σκουρόχρωμη κουκούλα, για να μην αναγνωριστεί σε περίπτωση που ο χώρος εποπτευόταν από κάμερες, κι ενεργοποίησε τον τηλεμεταφορέα του. Υλοποιήθηκε μέσα σε ένα μεγάλο, σκοτεινό χώρο, και στάθηκε για λίγο ακίνητος, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Βεβαιώθηκε ότι βρισκόταν στο πολυτελές γραφείο του Άντι και άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια του. Εκτός από υπηρεσιακά έγγραφα, ημερολόγια, διαφημιστικά έντυπα και γραφική ύλη, άλλο αντικείμενο δεν μπόρεσε να εντοπίσει. Απογοητευμένος από την άκαρπη προσπάθεια, επιχείρησε να ανοίξει και το τελευταίο συρτάρι, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν κλειδωμένο.
Αναθάρρησε βλέποντάς το. Η ύπαρξη ενός κλειδωμένου ερμαρίου, σήμαινε κάτι ενθαρρυντικό. Δοκίμασε την αντοχή του και προσπάθησε να το ανοίξει με ένα χαρτοκόπτη. Όταν το κατάφερε, το τράβηξε έξω και έλεγξε το περιεχόμενό του. Το αποτέλεσμα της έσχατης εκείνης έρευνας ήταν άκρως θετικό. Σ’ εκείνο το συρτάρι ανακάλυψε ό, τι δεν είχε κατορθώσει να βρει στα υπόλοιπα. Βρήκε πιστωτικές κάρτες και μερικά βιβλιάρια καταθέσεων, σε ένα εκ των οποίων αναγραφόταν ένα αστρονομικό ποσόν κατάθεσης, το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι μαζί με αυτό βρίσκονταν και οι κωδικοί ηλεκτρονικής πρόσβασης στο λογαριασμό της τράπεζας, στον οποίον ήταν κατατεθειμένα τα αμαρτωλά χρήματα του απατεώνα, πρώην πολιτικού.
Η ευτυχής συγκυρία ήταν ότι, στην ίδια τράπεζα, υπήρχε και δικός του λογαριασμός καταθέσεων. Η μόνη διαφορά ήταν ότι, σε αντίθεση με τον δικό του φτωχικό λογαριασμό, σ’ εκείνον του Άντι υπήρχε το ιλιγγιώδες ποσόν των εξακοσίων εκατομμυρίων ευρώ. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι αυτός ο συσχετισμός σύντομα επρόκειτο να αλλάξει.
Έγραψε στην παλάμη του με ένα στυλό τον αριθμό του λογαριασμού και τον κωδικό ηλεκτρονικής πρόσβασής του και επέστρεψε στο εργαστήριό του. Ενεργοποίησε τον υπολογιστή του και έκανε στα γρήγορα τη ‘’συναλλαγή’’. Με τόσες εκατοντάδες εκατομμύρια στο λογαριασμό του, ο Άντι μάλλον θα αργούσε να αντιληφθεί την απουσία των μόλις πεντακοσίων χιλιάδων που μετέφερε ο Ρας στο λογαριασμό του.
Με το ηθικό του ανεβασμένο στα ύψη, ετοιμάστηκε να πέσει για ύπνο. Φόρεσε τις πιζάμες του, έπλυνε τα δόντια του και αποσύρθηκε στην άκρη του εργαστηρίου, εκεί που βρισκόταν το διπλό κρεβάτι του. Αναπόλησε την εποχή που κοιμόταν αγκαλιά με τη συμβία του και ένιωσε μια μικρή μελαγχολία. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τη μέρα που τον είχε εγκαταλείψει. Η γυναίκα δεν είχε αντέξει άλλο και είχε επιστρέψει στο πατρικό της. Τον είχε βέβαια πειράξει, αλλά δεν την αδικούσε. Στο βάθος γνώριζε ότι εκείνη είχε δίκιο. Δεν ήταν ζωή αυτή που της προσέφερε. Αντί να της παρέχει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης σε ένα αξιοπρεπές καταφύγιο, την είχε και βολόδερνε μέσα σ’ εκείνο το ανήλιαγο υπόγειο, το οποίο, εκτός από εργαστήριο, το χρησιμοποιούσε και για κατοικία. Της υποσχόταν ότι σύντομα όλα θα άλλαζαν, αλλά τα χρόνια περνούσαν χωρίς να φαίνεται κάποιο φως στην άκρη του τούνελ. Εκείνος βρισκόταν διαρκώς απορροφημένος από τα πειράματά του, κι εκείνη μαράζωνε μέσα στην μιζέρια. Ώσπου μια ωραία πρωία, μάζεψε τα μπογαλάκια της και έφυγε χωρίς να του πει ούτε αντίο.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι, με τη συμπαθητική μορφή της να τριγυρίζει μπροστά στα μάτια του. Την αγαπούσε, αυτό όφειλε να το παραδεχτεί, περισσότερο όμως αγαπούσε τα πειράματά του. Είχε παθιαστεί με το άλυτο ζήτημα της τηλεκίνησης. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην επίλυσή του, και ήταν ικανός να φτάσει ακόμα και στο τέλος της ύπαρξής του, ασχολούμενος μόνο με αυτό. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο στον κόσμο.
Κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος, όταν άκουσε το βιντεοτηλέφωνο να κουδουνίζει μελωδικά. Απόρησε ποιος ήταν αυτός που τον αναζητούσε τέτοια ώρα, κατά βάθος όμως ήξερε ποιον θα αντίκριζε στην οθόνη. Σηκώθηκε και έτρεξε στο σημείο που βρισκόταν η συσκευή. Πίεσε το πλήκτρο ΟΝ και, καθώς η οθόνη φωτίστηκε, διέκρινε το πρόσωπο της Έρσης.
«Καλησπέρα, Ρας». Η μελωδική της φωνή, ήχησε γλυκά στα αυτιά του. Ήξερε για ποιο λόγο τον έπαιρνε, τη συνδιάλεξη αυτή όμως την περίμενε πως και πως. Έχοντας πια τη δυνατότητα να της προσφέρει όλα αυτά που δεν είχε καταφέρει στο παρελθόν, αν δεν τον είχε καλέσει εκείνη, θα την έπαιρνε ο ίδιος την άλλη μέρα το πρωί.
«Καλησπέρα, Έρση», της ανταπόδωσε το χαιρετισμό. «Πώς ήταν αυτό, τέτοια ώρα;» τη ρώτησε, κοροϊδεύοντας ουσιαστικά τον εαυτό του. Αφού γνώριζε καλά ότι η γυναίκα του τον έπαιρνε, μόνον όταν ήταν να του ζητήσει λεφτά.
Η Έρση ξίνισε τα μούτρα της. «Ξέρεις για ποιο λόγο σε ανησυχώ. Έχω ξεμείνει από χρήματα. Αυτά που μου στέλνεις, δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Στείλε μου κάτι παραπάνω, σε παρακαλώ. Το ξέρω ότι στενεύεσαι, αλλά κι εγώ πρέπει να ζήσω. Άλλωστε, δεν είμαι εγώ εκείνη που ευθύνεται γι αυτήν την κατάσταση».
Ο Ρας δεν παραγνώριζε το γεγονός ότι η γυναίκα του είχε δίκιο. Μπορεί να τον είχε εγκαταλείψει, εκείνος όμως ήταν που την είχε παρακαλέσει να μην ζητήσει διαζύγιο, υποσχόμενός της ότι θα της κάλυπτε πάντοτε τις οικονομικές της απαιτήσεις. Δυσκολευόταν λίγο στην πραγματοποίηση αυτής της υπόσχεσης, αλλά στερούνταν ο ίδιος τα πάντα για να το καταφέρει και να μην φανεί ασυνεπής. Ήξερε ότι κάποια μέρα, όταν τα πειράματά του θα στέφονταν από επιτυχία, θα την ξανάκανε δική του. Και η ώρα αυτή, είχε επιτέλους φτάσει.
«Πόσα θέλεις;» τη ρώτησε, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο.
Η έκφρασή του δεν πέρασε απαρατήρητη από τα μάτια της όμορφης γυναίκας. Κατάλαβε ότι κάποια αλλαγή είχε συντελεστεί, η οποία πιθανόν είχε σχέση με τα επιστημονικά πειράματα του.
«Και με δυο χιλιάρικα θα ήμουν ευχαριστημένη», του πέταξε, με την ελπίδα ότι θα τον ανάγκαζε να της αποκαλύψει τα αίτια της αλλαγής στη συμπεριφορά του.
«Εντάξει», συμφώνησε ο Ρας. «Αύριο, πρωί-πρωί, θα σου τα στείλω με τηλεφωνική επιταγή. Μετά τις έντεκα, πήγαινε στην τράπεζά σου να τα πάρεις».
Η Έρση δεν άντεξε να μην τον ρωτήσει. «Πώς και τόση άνεση; Κέρδισες κανένα λαχείο;»
Ο Ρας δεν είχε σκοπό να της αποκαλύψει τη χρηματοδοτική πηγή του, δεν σκόπευε όμως και να της κρύψει τα αποτελέσματα των πειραμάτων του, Άλλωστε, αυτό θα της το φανέρωνε, ακόμα κι αν εκείνη δεν το είχε ρωτήσει. Το επόμενο στάδιο της επιτυχούς κατάληξης των ερευνών του, θα ήταν η προσπάθεια επανασύνδεσής του με την Έρση, κάτι για το οποίο ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα συνέβαινε.
«Πρέπει να σου ομολογήσω ότι ολοκλήρωσα επιτέλους το πείραμα μου και ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Στο εξής, τέρμα πια στην ανέχεια και τη μιζέρια. Από δω και πέρα, θα ζήσουμε πλέον σαν άνθρωποι».
«Α, ώστε έτσι, λοιπόν;» έκανε η Έρση και το πρόσωπό της πήρε μια φανερά ενθουσιώδη έκφραση. «Το πούλησες; Πόσα πήρες;»
«Μη ρωτάς λεπτομέρειες», της είπε, αποφεύγοντας να της δώσει περισσότερες εξηγήσεις. «Τα έχω κανονισμένα. Θα πάρω πολλά από αυτήν την υπόθεση, αλλά σταδιακά».
«Ε, τότε να βρεθούμε κάποια στιγμή και να τα πούμε από κοντά», την άκουσε να του προτείνει.
Ο Ρας χάρηκε που τον είχε προλάβει. Σκόπευε να της το προτείνει εκείνος, αλλά η συμβία του ήταν πιο γρήγορη στις αποφάσεις της. Το είχε από παλιά αυτό το προτέρημα. Ήταν βέβαια λίγο φιλοχρήματη, αλλά αυτό είχε πολύ μικρή σημασία. Το πιο σπουδαίο ήταν ότι θα ξανάσμιγαν.
Για την Έρση, η πληροφορία ότι ο σύζυγός της είχε ανακάμψει οικονομικά, ήταν η πιο χαρμόσυνη είδηση των τελευταίων ετών. Σκέφτηκε ότι είχε πράξει σωστά και δεν του είχε δώσει διαζύγιο. Αν το είχε κάνει, τώρα θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να μην έχει δικαίωμα να απαιτήσει μερίδιο από αυτά τα χρήματα και, απ’ ό, τι μπόρεσε να συμπεράνει, μάλλον θα ήταν πολλά.
# # # # #
Το επόμενο πρωινό, λίγο μετά τις έντεκα, ετοιμάστηκε να βγει έξω. Αφού τακτοποίησε πρώτα με την τράπεζα το ζήτημα με τα χρήματα που είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του, πήρε ένα ελαφρύ πρωινό και έκανε μια μικρή τακτοποίηση στα πράγματά του. Έπειτα, έκρυψε τη θαυματουργή μηχανή του, για να τη διασφαλίσει από τον κίνδυνο κάποιας ενδεχόμενης κλοπής, και στάθηκε μπροστά στην έξοδο. Θα επισκεπτόταν πρώτα ένα Α.Τ.Μ. για να κάνει ανάληψη μετρητών και ύστερα θα πήγαινε στα μαγαζιά για να ψωνίσει ρούχα. Η γκαρνταρόμπα του χρειαζόταν ανανέωση και στο εξής θα κυκλοφορούσε έξω ντυμένος σαν καθώς πρέπει κύριος. Τη στιγμή που φορούσε το σακάκι του, άκουσε το βιντεοτηλέφωνο. Έτρεξε να το σηκώσει και στη φωτισμένη οθόνη είδε πάλι το πρόσωπο της Έρσης.
«Καλημέρα, κοριτσάκι μου, πώς…», η φωνή της έξαλλης γυναίκας του, δεν του επέτρεψε να συνεχίσει.
«Βρε, κακομοίρη, βρε ανυπόληπτε, τι απατεωνιά έκανες πάλι; Γιατί με έστειλες στην τράπεζα; Πού τα βρήκες τα λεφτά που μου έβαλες στο λογαριασμό;»
Ο Ρας έμεινε εμβρόντητος. Άργησε να καταλάβει για ποιο πράγμα του μιλούσε. Όταν συνειδητοποίησε ότι η απάτη του είχε ανακαλυφθεί, έπεσε από τα σύννεφα.
«Βρε αχαϊρευτε», την άκουσε να συνεχίζει, ωρυόμενη, «νομίζεις ότι είχα καμιά όρεξη να με ανακρίνουν πρωί-πρωί, για κάτι που δεν είχα κάνει; Νομίζεις ότι μου ήταν ευχάριστο να ακούω μπροστά σε όλο τον κόσμο, ‘’δε μπορείτε να πάρετε αυτά τα χρήματα που σας έβαλαν στο λογαριασμό σας, γιατί είναι προϊόν εγκληματικής πράξης’’; Εκείνη την ώρα, θέλησα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Τέτοια ντροπή δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Ευτυχώς που δεν έπαθα συγκοπή».
Τώρα ήταν η σειρά του να νιώσει την ανάγκη της εξαφάνισής του από το πρόσωπο της γης. Αυτό δεν το περίμενε, ή τουλάχιστον δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε τόσο γρήγορα. Νόμιζε ότι είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να προετοιμάσει την απόδρασή του από τη χώρα τους. Θεωρούσε ότι, χάρη στις δυνατότητες του τηλεμεταφορέα του, θα μπορούσε να μεταβεί σε όποιο μέρος της Γης επέλεγε, χωρίς να νιώθει την υποχρέωση να δώσει λογαριασμό στον οποιοδήποτε. Θα πήγαινε εκεί, θα τακτοποιούνταν μια χαρά και ύστερα θα προσκαλούσε και την Έρση. Να όμως που τώρα έπρεπε επειγόντως να επισπεύσει τη μετανάστευσή του.
«Θα σου εξηγήσω άλλη φορά», είπε στη γυναίκα του, κυριευμένος από αδημονία. «Κλείσε τώρα και θα σε πάρω εγώ να σου τα πω».
Αναζητώντας νοερώς και εναγωνίως την τοποθεσία διαφυγής του, άνοιξε την τηλεόραση. Έχοντας την υποψία ότι η πράξη του θα μεταδιδόταν σαν είδηση από τα Μ.Μ.Ε., έψαξε να βρει κάποιο κανάλι που να μεταδίδει τα νέα της ημέρας. Παραδόξως, κανένας σταθμός δεν αναφερόταν στο ζήτημα που τον αφορούσε. Αντιθέτως, όλα μιλούσαν για την ξαφνική ενεργοποίηση του ηφαιστείου της Αίτνας στην Ιταλία. Το γεγονός αυτό τον βοήθησε να νιώσει μια προσωρινή ανακούφιση, δεν μπορούσε όμως να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα και να περιμένει τη σύλληψή του από την αστυνομία, η οποία ασφαλώς δεν θα αργούσε να εμφανιστεί.
Ύστερα από λίγη ώριμη σκέψη, αποφάσισε, κάνοντας φυσικά χρήση της μηχανής του, να επισκεφτεί πρώτα την Ελβετία. Εκεί, θα έκανε ανάληψη όσο μεγαλύτερου ποσού μπορούσε και μετά θα ‘’ταξίδευε’’ για Νότια Αμερική. Ελπίζοντας ότι η τράπεζα στην Ελβετία, λόγω της διαφοράς των τριών ωρών που είχε με τη χώρα του, δεν θα είχε ακόμα ενημερωθεί για την απάτη του, έβγαλε τον τηλεμεταφορέα του από εκεί που τον είχε καταχωνιάσει και τον προσάρμοσε στη ζώνη του.
Γνωρίζοντας ότι τα χρονικά περιθώρια είχαν στενέψει πολύ, κι ότι δεν υπήρχε λόγος για άλλη καθυστέρηση, ενεργοποίησε τη συσκευή του και ρύθμισε τις συντεταγμένες για Ελβετία. Ζωσμένος με την εκπληκτικής σύλληψης μηχανή του, αισθάνθηκε πολύ δυνατός. Η αρχική του ανησυχία εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Νιώθοντας σιγουριά για τον εαυτό του και διαισθανόμενος ότι όλα θα πήγαιναν καλά, πίεσε το κουμπί που θα τον έστελνε στον προορισμό του.
Στον ελάχιστο χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την εμφάνισή του στον τόπο που είχε επιλέξει, κυριεύτηκε από μεγάλη ανησυχία και κατά προέκταση από έναν ανείπωτο τρόμο. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Πολύ θα ήθελε να μπορούσε να αλλάξει τη ρύθμιση που είχε επιλέξει, αλλά δυστυχώς ήταν πια πολύ αργά. Επάνω στη βιασύνη του να εξαφανιστεί γρήγορα από τον τόπο του εγκλήματος, είχε μπερδέψει το κουμπί της κατεύθυνσης με το πλήκτρο του υπολογισμού της απόστασης. Έτσι, αντί να βρεθεί στην Ελβετία, θα βρισκόταν κάπου αλλού, δεν γνώριζε όμως που.
Μόνον όταν ένιωσε πόσο οδυνηρή και κυρίως πόσο φριχτή εμπειρία είναι να καίγεσαι ζωντανός, τότε κατάλαβε ότι, με δική του εντολή, η μηχανή του τον είχε στείλει κατευθείαν μέσα στον διάπυρο κρατήρα του ηφαιστείου.
@ @ @ @ @ @ @ @
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου