Ένα διήγημα του Στέλιου Αρώνη, για το αυτοκίνητο και την ανόητη συμπεριφορά των οδηγών.
Τη στιγμή που είχε φτάσει στη διασταύρωση ‘’Μαύρος Τόπος’’, ο μετρητής ταχύτητας του οχήματος που οδηγούσε, έγραφε εξήντα δύο χιλιόμετρα ανά ώρα. Με όριο τα εξήντα χιλιόμετρα, η ταχύτητα εκείνη ήταν νόμιμη και μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα λογική. Η κίνηση, όπως τις περισσότερες φορές τον τελευταίο καιρό που έκανε εκείνο το δρομολόγιο, ήταν αραιή, αυτός όμως δεν ήταν και ένας ιδιαίτερα σοβαρός λόγος που, όπως είχε επανειλημμένα αποδειχτεί, θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των πιθανοτήτων να συμβεί κάποιο ατύχημα στο συγκεκριμένο σημείο. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν. Η λογική αυτό θα έλεγε. Λιγότερα αυτοκίνητα στους δρόμους, σήμαινε και λιγότερα ατυχήματα. Αμ δε, η συχνότητα των συγκρούσεων στο συγκεκριμένο κόμβο, δεν εξαρτιόταν από το πλήθος των αυτοκινήτων που κινούνταν στην κεντρική εκείνη αρτηρία, αλλά από το πλήθος των ηλιθίων που επέμεναν να οδηγούν τροχοφόρο όχημα, χωρίς να έχουν την απαιτούμενη ικανότητα να το κάνουν, κι οι οποίοι δυστυχώς ήταν πάρα πολλοί.
Ορισμένοι βέβαια ισχυρίζονταν ότι ο βασικότερος υπεύθυνος για εκείνη την απαράδεκτη κατάσταση ήταν η Αρμοστεία, και δεν είχαν και πολύ άδικο, λίγοι όμως το πίστευαν πραγματικά. Εντάξει, η Αρμοστεία είχε ακυρώσει τον αρχικό σχεδιασμό για δημιουργία γέφυρας και είχε αγνοήσει την επιθυμία των διερχομένων για κατασκευή ανισόπεδου κόμβου, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι οι οδηγοί έπρεπε να αγνοούν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και να παίζουν ρώσικη ρουλέτα. Η αυτοκαταστροφική μανία που είχε κυριεύσει τους περισσότερους οδηγούς, ήταν αδύνατο να εξηγηθεί. Άλλωστε, η υιοθέτηση της συμβιβαστικής λύσης για επίγεια διασταύρωση, δεν είχε γίνει από καπρίτσιο, αλλά είχε υποβληθεί από καθαρά αντικειμενικούς παράγοντες. Τη στιγμή που οι βάσεις της γέφυρας, λόγω έλλειψης χώρου, έπρεπε αναγκαστικά να κατασκευαστούν μέσα σε ιδιωτικές εκτάσεις, αυτό συνιστούσε εκ των πραγμάτων μια αντισυνταγματική και παράνομη ενέργεια, κάτι που απέτρεπε τους αρμόδιους από το να κάνουν οποιαδήποτε σκέψη για σχεδίαση ανισόπεδου κόμβου. Άλλωστε, οι απαλλοτριώσεις και οι δικαστικές διενέξεις με τους κατόχους αυτών των ιδιοκτησιών, απαιτούσαν υπέρογκα έξοδα και αρκετά χρονοβόρες διαδικασίες, οπότε δεν έμπαιναν καν στον κόπο να τις ξεκινήσουν.
Κι έτσι, σκοτώνονταν σαν τα αρνιά. Η τοποθέτηση φωτεινών σηματοδοτών, ουδόλως είχε βοηθήσει. Κάθε τρεις-τέσσερις μέρες, αναγκάζονταν να τους επανατοποθετούν. Όλο και κάποιος ανεγκέφαλος έπεφτε επάνω τους και τους κατέστρεφε. Ώσπου στο τέλος, οι υπεύθυνοι απηύδησαν με αυτήν την τραγελαφική κατάσταση και τους κατήργησαν εντελώς. Τοποθέτησαν σήματα στοπ στον κάθετο άξονα και άφησαν τα ζώα με την ανθρώπινη μορφή, που δυστυχώς συνήθιζαν να κρατούν ακόμα τιμόνι στα χέρια τους, να σκοτώνονται σαν τα πρόβατα.
Ο Δήμος κοίταξε για λίγο ψηλά και ατένισε τα δεκάδες αερόπλοια που πετούσαν πάνω από το κεφάλι του, εκείνος όμως ποτέ του δεν θα έμπαινε μέσα σε ένα τέτοιο μεταφορικό μέσον. Προτιμούσε να πραγματοποιεί τις μετακινήσεις του με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Αν και γνώριζε ότι περιτριγυριζόταν από χιλιάδες εν δυνάμει ακούσιους, εποχούμενους δολοφόνους, εντούτοις αισθανόταν πιο ασφαλής, πατώντας στο έδαφος. Οι θιασώτες του αερόπλοιου υποστήριζαν ότι ήταν το πιο ασφαλές μέσον, ο Δήμος όμως αδυνατούσε να ενστερνιστεί την άποψή τους. Δεν του ενέπνεε εμπιστοσύνη η ιδέα να νιώθει ότι βρίσκεται αιωρούμενος δεκάδες μέτρα πάνω από τη γη. Πίστευε ότι, η υπερβολική διαφήμιση που γινόταν για την ασφάλεια των νέων, ιπτάμενων μεταφορικών μέσων, αποσκοπούσε μόνο στην αύξηση των πωλήσεών τους και κατ’ επέκταση στην αντίστοιχη αύξηση των κερδών όλων όσων συμμετείχαν στη δημιουργία και τη διάθεσή τους. Παραδεχόταν ότι το αυτοκίνητο παρέμενε σταθερά πρώτο στον μακάβριο απολογισμό καταμέτρησης όλων όσων έχαναν με αιφνίδιο τρόπο τη ζωή τους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν το αποχωριζόταν. Εκείνος πίστευε ότι είχε τα φόντα να αποφύγει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη επαφή με κάποιον βιαστικό ή ανεγκέφαλο οδηγό, εμπιστευόταν όμως απόλυτα και το όχημά του. Το είχε αγοράσει μόλις συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία του, σε αντικατάσταση του παλιού, και το είχε παραγγείλει με όλον τον σύγχρονο εξοπλισμό άνεσης και ασφάλειας. Έτσι, αισθανόταν άτρωτος όταν καθόταν στη θέση του οδηγού και ταξίδευε μαζί του.
Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, έφτασε κοντά στην επικίνδυνη διασταύρωση. Ένα από τα μειονεκτήματά της ήταν και η μικρή ορατότητα που προσέφερε στους οδηγούς. Ακριβώς λίγα μέτρα πριν από τη γωνία με τον κάθετο δρόμο, και στο ρεύμα προς την έξοδο της πόλης, υπήρχε από παλιά ένας μεγάλος μαντρότοιχος που έκρυβε από τα μάτια των οδηγών την κίνηση στον δευτερεύοντα δρόμο. Έτσι, αν κάποιο αυτοκίνητο που ερχόταν από εκεί, έδειχνε προθέσεις παραβίασης του στοπ, μόνο την τελευταία στιγμή μπορούσε να γίνει αντιληπτό. Ένα πρόσθετο αρνητικό στοιχείο ήταν η πλημμελής αστυνόμευση της περιοχής. Η παρουσία της αστυνομίας, δυστυχώς περιοριζόταν μόνο στην εναέρια παρακολούθηση της κίνησης, γεγονός που δεν είχε αποδειχτεί ικανό να αποτρέψει οποιοδήποτε ατύχημα.
Ο Δήμος το γνώριζε καλά, γι’ αυτό και φρόντιζε πάντοτε να είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο, αυτή τη φορά όμως τα χρειάστηκε. Λίγα μόλις μέτρα πριν από τη γωνία της διασταύρωσης, το ημιφορτηγό που ερχόταν με μικρή ταχύτητα κάθετα από δεξιά του, αντί να σταματήσει στο στοπ, ανέπτυξε ταχύτητα. Ο Δήμος αιφνιδιάστηκε από την αψυχολόγητη ενέργεια του άλλου οδηγού, η στιγμή όμως δεν ήταν κατάλληλη για να μπορέσει να προχωρήσει σε εξήγηση των αιτίων της, ούτε υπήρχε χρόνος για αναλύσεις. Εκείνος έπρεπε να αντιδράσει άμεσα και με τον πλέον σωστό τρόπο, για να μπορέσει να αποφύγει την αναπόφευκτη σύγκρουση.
«Πρόσεξε!» άκουσε τη γυναίκα του από δίπλα να ουρλιάζει. «Κόψε, κόψε, θα πέσει επάνω μας!»
Σε μια τέτοια ακραία περίπτωση, η ενστικτώδης ενέργεια κάθε οδηγού είναι να κάνει ακριβώς αυτό που τον συμβούλευσε η συμβία του, αλλά ο Δήμος δεν έπεσε στα φρένα, όπως ίσως θα έκανε κάποιος άλλος. Εκείνος έκανε το εντελώς αντίθετο. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, κατέβασε ταχύτητα στο κιβώτιο και πάτησε τέρμα το γκάζι. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων που έρχονταν από πίσω, έκλεισαν τα μάτια τους για να μη δουν τη σφοδρή σύγκρουση που διαφαινόταν, το όχημα του Δήμου όμως διέψευσε τους φόβους τους. Πέρασε σαν αστραπή από τη διασταύρωση, δέκατα του δευτερολέπτου προτού το φορτηγάκι του εγκληματία οδηγού εμφανιστεί στη μέση του κεντρικού δρόμου.
# # # # #
Για τη διεξαγωγή αγώνα βετεράνων, το έμαθε από το ρομπότ του. Είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι από την αγορά, όταν το πληροφορήθηκε από τον Αντρέ. «Τα μάθατε, κύριε;» τον άκουσε να του λέει πριν ακόμα πατήσει καλά-καλά το πόδι του στο χολ, «Η Λέσχη Αυτοκινήτου, διοργανώνει γκραν πρι για μεγάλους σε ηλικία οδηγούς».
Ο Δήμος κοίταξε απορημένος τον οικιακό τους βοηθό και ακούμπησε τις τσάντες με τα ψώνια στο πάτωμα. «Πήγαινέ τα στην κουζίνα», πρόσταξε τον Αντρέ και έβγαλε το σακάκι του. Αναζήτησε με το βλέμμα του τη γυναίκα του, αλλά θυμήθηκε ότι είχε πάει στο κομμωτήριο. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που είχε ακούσει από το μεταλλικό στόμα του Αντρέ και αναρωτήθηκε τι είδους αγώνας ήταν αυτός που διοργάνωνε η Λ. Α. Έτρεξε χωρίς καθυστέρηση στο σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Βρήκε το κανάλι του αθλητισμού και θρονιάστηκε στον καναπέ, κυριευμένος από μεγάλη περιέργεια να μάθει περισσότερα για εκείνο το πρωτάκουστο γεγονός.
Στην οθόνη εναλλάσσονταν φάσεις από διάφορους ποδοσφαιρικούς αγώνες, πουθενά όμως δεν γινόταν λόγος για το γκραν πρι παλαιών οδηγών. Νιώθοντας ανυπομονησία, άρχισε να κάνει ζάπινγκ, ελπίζοντας να δει σε κάποιο άλλο κανάλι αυτό που τον ενδιέφερε. Τελικά, ύστερα από μια αρκετά πολύωρη και εναγώνια αναζήτηση, το βρήκε. Ήταν ένα διαφημιστικό σποτ της λέσχης, που πληροφορούσε με λεπτομέρειες τους τηλεθεατές για τις προϋποθέσεις και τους όρους συμμετοχής όσων ενδιαφέρονταν να πάρουν μέρος σ’ εκείνο το πρωτοφανές στην ιστορία των αγώνων αυτοκινήτων γεγονός.
Δεν μπόρεσε να συμπεράνει ποιος ήταν ο λόγος που τους είχε παρακινήσει και είχαν αποφασίσει να διοργανώσουν έναν τόσο παράξενο αγώνα. Υπέθεσε ότι το κίνητρό τους μάλλον ήταν οικονομικό. Η διεξαγωγή και παρουσίαση στην τηλεόραση ενός αγώνα αυτοκινήτων, στον οποίον οι συμμετέχοντες θα ήταν μεταξύ πενήντα πέντε και εξήντα πέντε ετών, σίγουρα θα πουλούσε καλά. Το αυτοκινητοδρόμιο θα γέμιζε ασφυκτικά και όλοι οι υπόλοιποι πολίτες θα στήνονταν μπροστά στις οθόνες τους για να θαυμάσουν τους βετεράνους οδηγούς. Οι περισσότεροι ίσως έλπιζαν και σε μια θεαματική εξέλιξη της αναμέτρησης, γεμάτης με συγκρούσεις, καραμπόλες και, γιατί όχι, μπόλικο αίμα στην άσφαλτο της πίστας, και η προοπτική μιας τραγωδίας ήταν αποδεδειγμένο ότι ανέβαζε πάντοτε τη θεαματικότητα στα ύψη.
Σκέφτηκε ότι κι εκείνος θα μπορούσε να πάρει μέρος, αφού πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις. Ήταν πενήντα οκτώ χρόνων, ήταν υγιής και κατείχε δίπλωμα οδήγησης ακριβώς σαράντα χρόνια. Εκτός αυτού, είχε μεγάλη εμπειρία στο τιμόνι και αρκετές γνώσεις αγωνιστικής οδήγησης. Μετά ήταν και το δέλεαρ των βραβείων για τους νικητές. Κάθε μια από τις τρεις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη του αγώνα, εκτός από το αναμνηστικό κύπελλο, θα βραβευόταν επιπρόσθετα και με μερικές χιλιάδες ευρώ, κι αυτά τα λεφτά τα είχε άμεση ανάγκη.
Το συζήτησε με τη γυναίκα του, όταν εκείνη γύρισε από το κομμωτήριο, και τη βρήκε απόλυτα σύμφωνη μαζί του. Τελικά, θα δήλωνε συμμετοχή. Δεν είχε και τίποτα να χάσει. Με ένα παράβολο πενήντα μόλις ευρώ, με μια φωτοτυπία της άδειας οδήγησης και με μια ιατρική βεβαίωση, θα γινόταν αυτόματα διεκδικητής ενός τροπαίου στο αγαπημένο του σπορ και ίσως κατάφερνε να ανέβει και στο βάθρο των νικητών.
# # # # #
Οι αγώνες θα διεξάγονταν στην πίστα της Μικρόπολης. Λόγω της μεγάλης συμμετοχής οδηγών, αποφασίστηκε να γίνει ένα ξεκαθάρισμα με έναν πολύ απλό και αποτελεσματικό τρόπο. Οι εκατό και πλέον υποψήφιοι, θα χωρίζονταν σε ομάδες των είκοσι ατόμων και θα έκαναν έναν μικρό αγώνα πέντε γύρων. Οι πέντε πρώτοι από κάθε σειρά, θα προκρίνονταν αυτόματα για τον τελικό αγώνα της Κυριακής. Οι είκοσι πέντε συμμετέχοντες στον μεγάλο τελικό, θα έπαιρναν μέρος την προηγούμενη μέρα του αγώνα στα δοκιμαστικά, για να δημιουργηθεί η σειρά με την οποία θα παρατάσσονταν στη γραμμή εκκίνησης. Τα αυτοκίνητα με τα οποία θα έτρεχαν, ήταν όλα του ίδιου τύπου. Τα είχε διαθέσει μια μεγάλη ιαπωνική εταιρία και μετά το τέλος του αγώνα θα τα έπαιρνε πίσω.
Ο Δήμος συμμετείχε στη τρίτη σειρά των προκριματικών. Την ώρα της εκκίνησης διακατεχόταν από λίγο άγχος, αλλά το τέλος των πέντε γύρων τον βρήκε στην πρώτη θέση, με διαφορά μισού γύρου από τον δεύτερο. Όταν τελείωσε αυτή η διαδικασία, τα χρονόμετρα έδειξαν ότι ο Δήμος είχε κάνει τον καλύτερο χρόνο απ’ όλους. Οι κριτές έτριβαν τα μάτια τους και τα στοιχήματα άρχισαν να πέφτουν βροχή. Δεύτερο καλύτερο χρόνο είχε κάνει ο Ντόμπλας, ένας γνωστός βιομήχανος, ο οποίος στα νιάτα του είχε συμμετάσχει αρκετές φορές σε αγώνες αυτοκινήτων και είχε μάλιστα κατακτήσει δυο φορές το εθνικό πρωτάθλημα. Όλα συνηγορούσαν με την άποψη ότι θα γινόταν μεγάλη μάχη για την πρώτη θέση. Οι υπόλοιποι, με τις μέτριες επιδόσεις τους, δεν έπεισαν τους θεατές. Όλοι ήταν βέβαιοι ότι απλώς θα συμπλήρωναν αριθμητικά και μόνον τον αγώνα και το μόνο που είχε προκαλέσει κάπως το ενδιαφέρον του κοινού ήταν η διεκδίκηση της τρίτης θέσης, αφού για τις δυο πρώτες δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιοι θα τις καταλάμβαναν.
Παρέδωσε το αγωνιστικό όχημα στους τεχνικούς των πιτς και επέστρεψε στο σπίτι του με το δικό του αυτοκίνητο. Σε όλη τη διαδρομή, η γυναίκα του δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. «Μπράβο, άντρα μου», του έλεγε και του ξανάλεγε. «Την Κυριακή θα τους διαλύσεις. Απ’ ό, τι είδα σήμερα, εκτός από εκείνον τον βιομήχανο, κανένας άλλος δεν μετράει».
«Μην είσαι τόσο σίγουρη», την προσγείωσε ο Δήμος. «Δε νομίζω ότι θα είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Υπάρχουν και άλλοι καλοί οδηγοί. Άλλωστε, θα πρέπει να ξέρεις ότι οι συνθήκες στον τελικό θα είναι τελείως διαφορετικές. Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη του αγώνα. Έχω παρακολουθήσει εκατοντάδες αγώνες στο παρελθόν και σε πληροφορώ πως έχω δει τις πιο απίθανες εξελίξεις».
Αυτό το τελευταίο δεν το είπε έτσι ξεκάρφωτα. Ήξερε καλά τι έλεγε. Έφερε στο νου του το ύφος του Ντόμπλα και τον τρόπο με τον οποίον τον είχε κοιτάξει, μετά την ανακοίνωση των χρόνων που είχαν κάνει, και δεν ένιωσε ευχάριστα. Ο βιομήχανος του είχε ρίξει μια φαρμακερή και γεμάτη νόημα ματιά, σαν να του έλεγε ‘’περίμενε να έρθει η Κυριακή και θα τα πούμε εμείς οι δυο’’. Ήταν φανερό ότι δύσκολα θα δεχόταν την απώλεια της νίκης από ένα άσημο ανθρωπάκι, όπως ίσως θεωρούσε ότι ήταν ο Δήμος. Ο πανίσχυρος μεγιστάνας, γεμάτος περγαμηνές στο χώρο των αγώνων αυτοκινήτου, δεν φαινόταν διατεθειμένος να χάσει τα πρωτεία σε ένα χώρο που τον είχε δοξάσει στο παρελθόν, από έναν απλό συνταξιούχο, από έναν πρώην υπάλληλο.
Σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν λάθος του που είχε μπλεχτεί σ’ εκείνη την ιστορία, αλλά συνειδητοποίησε ότι ήταν πια πολύ αργά για να κάνει πίσω. Δεν γνώριζε με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε ο Ντόμπλας, δεν είχε όμως την παραμικρή αμφιβολία ότι ο βιομήχανος θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσει τον αγώνα. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι ο υπερόπτης μεσήλικας θα έκανε χρήση της δύναμης, της επιρροής και της οικονομικής του επιφάνειας, για να εκμηδενίσει κάθε πιθανότητα απώλειας της πρώτης θέσης. Ο Δήμος δεν έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας θα ήταν τίμιος. Παρόλα αυτά, θα συμμετείχε και ό, τι ήθελε προκύψει. Ακόμα και να μην κατάφερνε να ανέβει στο βάθρο των νικητών, τουλάχιστον θα είχε κάνει το κέφι του. Και μόνον η συγκλονιστική εμπειρία της συμμετοχής του με αξιώσεις σε ένα σιρκουϊ, αρκούσε για να νιώσει ικανοποιημένος.
Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, τους παραξένεψε η παρουσία του Αντρέ μπροστά στην εξώπορτα. Το ρομπότ τους δεν συνήθιζε να συμπεριφέρεται έτσι. Στεκόταν ασάλευτο ένα μέτρο μπροστά από την ξύλινη πόρτα, θαρρείς και παρίστανε τον ακοίμητο φρουρό της μονοκατοικίας. Βρισκόταν στην υπηρεσία τους τρία ολόκληρα χρόνια, και την κίνηση αυτή την έκανε για πρώτη φορά. Δεν δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν ότι κάτι συνέβαινε. Στάθμευσαν το αυτοκίνητο στην άκρη και έτρεξαν να μάθουν τι συμβαίνει.
Ο Αντρέ τους υποδέχτηκε με θέρμη. «Συγχαρητήρια, κύριε», είπε στο Δήμο, σφίγγοντάς του το χέρι. «Τα είδα όλα στην τηλεόραση. Τους διαλύσατε».
Ο Δήμος χαμογέλασε, αλλά δεν πρόλαβε ούτε να τον ευχαριστήσει. Ο Αντρέ παραμέρισε να περάσουν τα αφεντικά του και συνέχισε, διατηρώντας έναν απορημένο τόνο στη φωνή του. «Γιατί κάποιοι είπαν ότι δύσκολα θα καταφέρετε να κερδίσετε στον κανονικό αγώνα;» εξέφρασε την εύλογη απορία του. «Αφού εγώ είδα ότι είσαστε καλύτερος απ’ όλους. Το απέδειξαν και τα χρονόμετρα».
Ο Δήμος κοίταξε τη γυναίκα του και δε μπόρεσε να μη μειδιάσει πικραμένα. «Ποιοι ήταν αυτοί που το είπαν;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω ποιοι ήταν. Άκουσα πέντε άντρες που μιλούσαν για τον αγώνα. Όλοι τους σας εκθείαζαν, αλλά δύο από αυτούς επέμεναν ότι δεν υπήρχε περίπτωση το κατεστημένο να σας αφήσει να κερδίσετε».
«Και για να το λένε, κάτι θα ξέρουν», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Δήμος και δρασκέλισε το κατώφλι.
# # # # #
Στις κερκίδες του αυτοκινητοδρομίου γινόταν το αδιαχώρητο. Η προσέλευση των θεατών είχε αρχίσει από πολύ νωρίς και όσοι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν το πολυπόθητο εισιτήριο για να μπουν μέσα, επέστρεψαν στα σπίτια τους για να παρακολουθήσουν τον αγώνα από την τηλεόραση. Ο Δήμος παρέλαβε το αυτοκίνητό του από το γκαράζ και κατευθύνθηκε αργά στο σημείο εκκίνησης. Στα δοκιμαστικά του Σαββάτου, είχε πάλι καταταγεί πρώτος. Η ανωτερότητά του ήταν εμφανής, όσοι όμως γνώριζαν τι συνέβαινε στα παρασκήνια, αμφέβαλλαν αν θα τα κατάφερνε και στον αγώνα.
Πήρε τη θέση του στην πρώτη σειρά, έχοντας δίπλα του τον Ντόμπλα. Η παρουσία εκείνου του ανθρώπου τον αναστάτωνε. Όσο τον ένιωθε πλάι του, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί. Καθώς μαρσάριζε, προσπαθούσε να μαντέψει με ποιο τρόπο ο αντιπαθητικός βιομήχανος θα επιχειρούσε να τον εμποδίσει να διεκδικήσει την πρώτη θέση. Καθώς το σκεφτόταν, φοβήθηκε για τα χειρότερα.
Μήπως δεν αρκεστεί μόνο σε αυτό, αλλά προσπαθήσει να με βγάλει εντελώς έξω από τον αγώνα; Αναρωτήθηκε.
Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και ηρέμησε λίγο μόνον όταν σκέφτηκε ότι, ακόμα και να μην κατάφερνε να κερδίσει, δεν θα χανόταν δα και ο κόσμος, βρε αδελφέ. Ας πήγαιναν στο διάολο και το βραβείο και τα λεφτά. Ας μην κέρδιζε τίποτα. Το ανέβασμα της αδρεναλίνης στα ύψη, ήταν αρκετό για να νιώσει την ικανοποίηση που προσφέρει η ταχύτητα σε ακραίες συνθήκες, κάτι που ήταν παράλογο και αδύνατο να το επιχειρούσε στο δρόμο, όπως έκαναν κάποιοι ανεγκέφαλοι. Στην πίστα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η ασφάλεια αυτοκινήτων και οδηγών ήταν απείρως μεγαλύτερη απ’ ό, τι στους δρόμους, και ο κίνδυνος για θανατηφόρο ατύχημα ήταν σχεδόν μηδαμινός, κι έτσι εκεί θα του δινόταν η ευκαιρία να τα δώσει όλα.
Μόλις άναψε το πράσινο φως, ο Δήμος έφυγε μπροστά, αφήνοντας το Ντόμπλα να εισπνέει τα καυσαέρια από τις εξατμίσεις του. Μπήκε με τις πάντες στην πρώτη στροφή και συνέχισε να οδηγεί με το γνωστό πλέον σε όλους δυναμικό στυλ του. Στο τέλος του πρώτου γύρου, βρισκόταν πολύ μπροστά από το Ντόμπλα. Οδηγούσε γρήγορα, αποφεύγοντας να μειώσει το ρυθμό του. Ήθελε να ‘’χτίσει’’ μια διαφορά ασφαλείας από τον δεύτερο, καθώς δεν παραγνώριζε ότι στη συνέχεια θα άρχιζαν οι τρικλοποδιές.
Κρατήθηκε ψηλά μέχρι τον δέκατο γύρο, όταν και άρχισε να ντουμπλάρει τους τελευταίους. Πέρασε τον ένα σαν να ήταν σταματημένος, πέρασε έναν ακόμα με την ίδια ευκολία, στον τρίτο όμως άρχισαν τα δύσκολα. Τον πέτυχε επάνω στις στροφές και διαπίστωσε ότι η αντίδραση του δεν ήταν καθόλου αθλητική. Από την πρώτη στιγμή που τον πλησίασε, κατάλαβε ότι ο άλλος δεν θα τον άφηνε εύκολα να περάσει. Το τσιράκι του βιομήχανου έκανε ό, τι ήταν δυνατό για να τον εμποδίσει. Βγαίνοντας από την τελευταία στροφή στη μεγάλη ευθεία, είχε χάσει πολύ χρόνο. Ο Ντόμπλας, τον είχε ήδη φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Το βρώμικο παιχνίδι συνεχίστηκε και με άλλους δύο από τους οδηγούς που προσπαθούσε να προσπεράσει και ο Δήμος κατάλαβε τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε ο Ντόμπλας. Λίγους γύρους αργότερα, αναγκάστηκε να μπει στα πιτς για ανεφοδιασμό. Μαζί του μπήκε και ο ανταγωνιστής του, και δεν του προκλήθηκε έκπληξη που τον είδε να φεύγει γρηγορότερα. Με θλίψη του είδε ότι οι τεχνικοί στα πιτς, έκαναν τα πάντα για να τον καθυστερήσουν. Το ανήθικο κύκλωμα του Ντόμπλα λειτουργούσε υποδειγματικά, επιβεβαιώνοντας τις δυσοίωνες προβλέψεις κάποιων αναλυτών.
Όταν βγήκε από τα πιτς, βρισκόταν στην πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης και, το μόνο που κατάφερε μέχρι το τέλος του αγώνα, ήταν να τερματίσει τελικά τέταρτος. Πρώτος κατετάγη ο βιομήχανος, που έκανε το γύρο του θριάμβου, επευφημούμενος από τους θεατές.
# # # # #
Ο Δήμος δεν έμεινε να παρακολουθήσει την απονομή. Παρέδωσε το αυτοκίνητο στους τεχνικούς και εγκατέλειψε το χώρο πλημμυρισμένος από ανάμικτα συναισθήματα. Ένιωθε μεγάλη πίκρα, όχι τόσο για την απώλεια κάποιας θέσης στο βάθρο, αλλά για την αδικία που είχε γίνει σε βάρος του. Για μια ακόμα φορά, βίωσε έντονα την έλλειψη δικαίου και αξιοκρατίας που επικρατούσε στη χώρα του. Στο βάθος της ψυχής του πάντως ένιωθε και μια μικρή ικανοποίηση. Είχε την τύχη να πραγματοποιήσει, έστω και καθυστερημένα, ένα νεανικό του όνειρο, κι αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να παραγνωριστεί.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του, σταμάτησε για λίγο σε ένα αναψυκτήριο. Εκείνος ήπιε έναν καφέ και η γυναίκα του δοκίμασε ένα γλυκό. Το καλό με τη συμβία του ήταν ότι πάντοτε του συμπαραστεκόταν και είχε μάλιστα ένα διακριτικό τρόπο να το κάνει. Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από ένα ‘’δεν πειράζει, καλέ μου’’, που ξεστόμισε, άλλη κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα της, σε όλη τη διαδρομή.
Μετά από ώρα, επιβιβάστηκαν πάλι στο αυτοκίνητό τους και πήραν το δρόμο για τη γειτονιά τους. Ο Δήμος οδηγούσε δεξιά και με χαμηλή ταχύτητα, αφήνοντας όλους τους εξυπνάκηδες να τον προσπερνούν. Κάπου στα μέσα της διαδρομής, αντιλήφθηκε ένα ασημί, σπορ αυτοκίνητο να τον πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από αριστερά. Όταν έφτασε δίπλα του, το είδε να κόβει ταχύτητα και να κινείται παράλληλα με το δικό του. Παραξενεύτηκε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Το τι σήμαινε αυτό, το πληροφορήθηκε από τη γυναίκα του.
«Ξέρεις ποιος είναι αυτός δίπλα μας με την Πόρσε;» την άκουσε να τον ρωτάει.
Ο Δήμος κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν. Ο εφιάλτης που άκουγε στο όνομα Ντόμπλας, τον ακολουθούσε και στο δημόσιο δρόμο. Σίγουρα αυτός ήταν. Ο βιομήχανος αποδειχνόταν κατάπτυστος. Η συμπεριφορά του ήταν αχαρακτήριστη. Τόσο βρωμερό υποκείμενο είχε χρόνια να συναντήσει. Έριξε μια γρήγορη ματιά δίπλα και τον είδε να χαμογελάει ειρωνικά και να βάζει με νόημα το δάχτυλό του στον κρόταφό του, υπονοώντας ότι, ‘’τα βλέπεις; Σε είχα προειδοποιήσει ότι θα τα πούμε εμείς οι δυο’’.
Ο Δήμος προσήλωσε την προσοχή του στο δρόμο, «Μην του δίνεις σημασία. Δεν αξίζει τον κόπο», τον συμβούλεψε τη γυναίκα του, που κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
Ο Ντόμπλας, συνεχίζοντας να διατηρεί εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο στα αντιπαθητικά του μούτρα, ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε μπροστά. Λίγο πριν την περιοχή του ‘’Μαύρου Τόπου’’, εμφανίστηκε ξανά. Είχε κόψει ταχύτητα και περίμενε το Δήμο. Οδηγούσε στη μεσαία λωρίδα και, μόλις ο Δήμος έφτασε δίπλα του, του έκανε μια απρεπή χειρονομία και γκάζωσε ξανά.
Φτάνοντας στη διασταύρωση, ο Δήμος αντιλήφθηκε έγκαιρα το βυτιοφόρο που ερχόταν από δεξιά και φρενάρισε ακαριαία, ο Ντόμπλας όμως, απασχολημένος με την παρενόχληση του ανόητου οδηγού που είχε τολμήσει να τα βάλει μαζί του, αιφνιδιάστηκε από την εμφάνιση του μεγάλου αυτοκινήτου.
Όταν λίγη ώρα αργότερα κατάφεραν να τον απεγκλωβίσουν από τα συντρίμμια της Πόρσε του, που είχε σφηνωθεί κάτω από το βυτιοφόρο, δεν είχαν μείνει και πολλά πράγματα από εκείνον. Το σώμα του είχε κυριολεκτικά διαμελιστεί, παραδόξως όμως, το πρόσωπό του είχε παραμείνει ανέπαφο.
Βγάζοντάς τον έξω, οι τραυματιοφορείς απόρησαν με την έκφραση του προσώπου του. Μάζεψαν τη ματωμένη σωρό ενός ανθρώπου, τους φάνηκε όμως εντελώς παράξενο που είδαν να είναι ακόμα χαραγμένο στο πρόσωπό του το ειρωνικό χαμόγελο, το οποίο προφανώς, και άγνωστο σ’ εκείνους για ποιο λόγο, είχε αποτυπωθεί επάνω του λίγο πριν πεθάνει.
@ @ @ @ @ @ @ @
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου