Σελίδες

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ

 ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ

Ένα διήγημα του Στέλιου Αρώνη.


«Το ξέρεις ότι η Βασιλεία απέκτησε οικιακό βοηθό;» ήταν το πρώτο σχόλιο που βγήκε από το στόμα της γυναίκας του, μόλις πάτησε το πόδι του στο σπίτι.

Άρχισαν πάλι οι συγκρίσεις με τη γειτόνισσα, συλλογίστηκε ο Σπύρος. Κακός μπελάς μας έχει βρει με αυτήν την ψηλομύτα. Έχει γούστο η Μαίρη να θέλει κι αυτή ρομπότ; Μόνο αυτό μας έλειπε τώρα. Δεν μας έφταναν τα τόσα προβλήματα με τα παιδιά και με τις δυσκολίες στο μαγαζί, έχουμε και τις παράλογες απαιτήσεις της αγαπητής μας συμβίας.

Ο Σπύρος γνώριζε καλά την αιτία που προκαλούσε αυτήν την αναστάτωση στο σπίτι του. Από την ημέρα που η οικογένεια του Μάνου είχε έρθει από το χωριό της και είχε εγκατασταθεί δίπλα τους, είχαν χάσει την ησυχία τους από την πολυλογού και ξεμυαλισμένη σύζυγό του. Όποτε είχαν την ατυχία να τη συναντήσουν στο διάδρομο, η την είσοδο της πολυκατοικίας, υπέφεραν τα πάνδεινα. Η ενοχλητική εκείνη γυναίκα, άρχιζε έναν ασυνάρτητο μονόλογο και τους έπαιρνε ώρα μέχρι να καταφέρουν να ξεμπλέξουν. Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν μόνον ότι μιλούσε πολύ, αλλά ότι αναφερόταν κυρίως σε ανούσια και πεζά πράγματα. Φυσικά, τον πρώτο λόγο σε ό, τι έλεγε, είχε το ‘’εγώ’’. Η ανεγκέφαλη γυναίκα, νόμιζε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου. Ό, τι είχε σχέση με τον εαυτό της και το σπίτι της, περιγραφόταν πάντοτε στον υπερθετικό βαθμό, οτιδήποτε όμως αφορούσε τους άλλους, υποβαθμιζόταν εντέχνως από το λαλίστατο στόμα της γλωσσούς Βασιλείας. Εκείνος βέβαια δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στις ανοησίες της, η Μαίρη όμως είχε επηρεαστεί. Ο διαρκής κομπασμός και η επαναλαμβανόμενη περιαυτολογία της γειτόνισσας, είχαν δημιουργήσει στη Μαίρη ένα μικρό σύμπλεγμα κατωτερότητας.

Ο Σπύρος, γνωρίζοντας πόσο ανταγωνιστική ήταν η Βασιλεία, απέφευγε να παίξει το ανόητο παιχνίδι της. Εκείνον δεν τον ενδιέφεραν τα εισοδήματα των άλλων, ούτε τον απασχολούσε πόσο καλό σπίτι ή πόσο καλό αυτοκίνητο διέθετε ο καθένας. Εκείνος αγωνιζόταν νυχθημερόν για την ευημερία της οικογένειάς του, αδιαφορώντας να μπει στη λογική μιας ανώφελης επίδειξης, στο όνομα και μόνο της δήθεν κοινωνικής καταξίωσης. Αλίμονο αν παρασυρόταν να λειτουργήσει σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα που είχαν θεσπίσει κάποιοι ρηχά σκεπτόμενοι άνθρωποι. Αυτόν, άλλα τον ενδιέφεραν. Πρωταρχικά τον απασχολούσε η συνεχής αγωνία του να μη στερήσει τα βασικά αγαθά από τους δικούς του ανθρώπους, καθώς και η έννοια του για τη σωστή ανατροφή και μόρφωση των παιδιών του. Τα μεγάλα λόγια και οι κομπασμοί της Βασιλείας και των ομοίων της, τον άφηναν παγερά αδιάφορο.

«Να τον κάνει, τι;» αρκέστηκε να σχολιάσει, καθώς έβγαζε το μπουφάν του.

«Μα τι λες, τώρα;» η Μαίρη ύψωσε τον τόνο της φωνής της. «Άκου τι να τον κάνει; Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο τέλειο ρομπότ, ώστε να μπορούσα να ξεκουραστώ λιγάκι».

Να, τα, σκέφτηκε ο Σπύρος. Καλά το κατάλαβα ότι, εμμέσως πλην σαφώς, θα μου ζητούσε κι εμένα οικιακό βοηθό. Όχι δηλαδή πως θα μου κακοφαινόταν να είχαμε κι εμείς έναν, αλλά το ζήτημα, εκτός από οικονομικό, είναι και ορθολογικό. Η Μαίρη, όπως και η Βασιλεία, δεν εργάζεται, οπότε η απασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού, μάλλον καλό της κάνει. Της δίνει την ευκαιρία να καταπολεμήσει την ανία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η διαρκής ενασχόλησή της με το σπίτι και με τα παιδιά, δίνει και κάποιο νόημα στη ζωή της. Τι θα έκανε αν καθόταν όλη μέρα σταυροπόδι; Πώς θα γέμιζε το χρόνο της; Ή θα αποβλακωνόταν μπροστά στην τηλεόραση, ή θα έλιωνε τις σόλες των παπουτσιών της επιθεωρώντας τις βιτρίνες των καταστημάτων. Εξάλλου, δε μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν βγαίνει. Θα ήταν αγνώμων αν ξεχνούσε ότι, όποτε έχω κι εγώ ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω για να τη βγάλω έξω. Και στο θέατρο πηγαίνουμε και τον κινηματογράφο δεν τον αφήνουμε παραπονεμένο και εκδρομές πάμε και ο καφές και το ποτό δεν μας έχουν λείψει ποτέ. Γιατί λοιπόν να δαπανήσουμε ένα σωρό χρήματα για την αγορά και τη συντήρηση ενός μηχανήματος, το οποίο στην ουσία μας είναι περιττό;

«Κοίταξε να δεις, μωρό μου», της είπε τρυφερά. «Μην παρασύρεσαι από τις επιδεικτικές κινήσεις της Βασιλείας. Η γυναίκα είναι ξιπασμένη και το ξέρεις. Ξεχνάς μήπως, πριν από λίγο καιρό που αγοράσαμε καινούριο αυτοκίνητο, γιατί το παλιό μας τα είχε φάει τα ψωμιά του, που έσπευσε αμέσως να αποκτήσει κι εκείνη μια λιμουζίνα, μόνο και μόνο για να μας δείξει ότι είναι ανώτερη από μας; Η γυναίκα έχει πρόβλημα κι εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από μένα. Είναι ρηχή και φαντασμένη και καλά θα κάνεις να μην την ακολουθείς από πίσω».

Η Μαίρη παραδέχτηκε ενδόμυχα ότι ο άντρας της είχε δίκιο. Τη στενοχωρούσε που η Βασιλεία κόμπαζε συνεχώς και υπήρξαν κάποιες φορές που, εξαιτίας αυτής της βλακώδους συμπεριφοράς της, είχε θιχτεί βάναυσα ο εγωισμός της Μαίρης. Θυμήθηκε μάλιστα τη χρονιά που είχε περάσει ο γιος της στο πανεπιστήμιο, την ίδια εποχή που η κόρη της Βασιλείας είχε μόλις και μετά βίας εισαχθεί σε κάποιο τεχνολογικό ίδρυμα, και η ανόητη γειτόνισσά της υπερηφανευόταν ότι η κόρη της σπούδαζε στο πανεπιστήμιο.

«Μα η κόρη σου δεν φοιτά σε ανώτατη σχολή», είχε τολμήσει να της αντιτάξει κάποια φορά από τις πολλές που το επαναλάμβανε, και είχε δεχτεί μια άνευ λόγου επίθεση.

«Σε γελάσανε», της είχε πει, στραβομουτσουνιάζοντας. «Η κόρη μου είναι φοιτήτρια, αλλά το λες αυτό επειδή ζηλεύεις».

Από τότε, όταν μιλούσε μαζί της, πρόσεχε ιδιαίτερα τα λόγια της. Δεν είχε καμιά όρεξη να έρχεται σε αντιπαράθεση μ’ εκείνη τη σουρλουλού. Την ανεχόταν επειδή είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα της, ώρες-ώρες όμως επηρεαζόταν αρνητικά από την επιδεικτική διάθεσή της. Έρχονταν στιγμές που ήθελε να της αποδείξει ότι κι εκείνη δεν υστερούσε απέναντί της. Το ίδιο είχε πάθει και τώρα που είχε μάθει για την απόκτηση του ρομπότ. Στην ουσία, η ίδια δεν το είχε και μεγάλη ανάγκη, αφού τα έβγαζε εύκολα πέρα με τις δουλειές του σπιτιού. Απλώς, είχε εκφράσει την επιθυμία να αποκτήσει κι εκείνη ένα, για να μη φανεί μικρότερη στα μάτια της Βασιλείας.



# # # # #



Τον Τόκι, τον είδε για πρώτη φορά ένα πρωινό, την ώρα που έβγαζε έξω τα σκουπίδια. Συναντήθηκαν μπροστά στον κάδο απορριμμάτων του Δήμου και η Μαίρη έμεινε έκθαμβη από την εντυπωσιακή εμφάνιση του ρομπότ της Βασιλείας. Με ύψος ένα και ενενήντα, με σιλουέτα που θύμιζε ήρωα των κόμικς και με εκείνο το γυαλιστερό, θαλασσί χρώμα του, σε κέρδιζε με την πρώτη ματιά.

Είναι πανέμορφος, μονολόγησε η Μαίρη, νιώθοντας ζήλια για τη Βασιλεία. Αν είναι καλός και στις δουλειές, τότε παίρνει άριστα.

«Καλημέρα σας, κυρία», τον άκουσε να της απευθύνει το λόγο και η ζήλια της φούντωσε ακόμα περισσότερο. Ο Τόκι ήταν ένα αριστούργημα αισθητικής, ένα άψογο εργαλείο εξυπηρέτησης και ένα ευγενέστατο υποκατάστατο του ανθρώπου. Τι άλλο περισσότερο θα μπορούσε να θέλει κάποιος από ένα ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα που είχε δημιουργηθεί για να υπηρετεί τον άνθρωπο;

«Καλημέρα, Τόκι», του ανταπόδωσε το χαιρετισμό. «Με γνωρίζεις;»

«Ασφαλώς, κυρία. Μένετε στο διπλανό διαμέρισμα και σας λένε Μαίρη».

Χμ, βλέπω είσαι καλά πληροφορημένος, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Μαίρη. «Τι άλλο γνωρίζεις για μένα, Τόκι;» τον ρώτησε φωναχτά, σε μια προσπάθεια να μάθει τι λεγόταν στο σπίτι της Βασιλείας. Ήταν βέβαιη ότι πολλά θα λέγονταν σε βάρος τους από το στόμα της κουτσομπόλας γειτόνισσάς της.

«Είσαστε καλή γυναίκα, αλλά κακομοίρα. Ο άντρας σας είναι ανίκανος να σας προσφέρει αυτά που προσφέρει ο κύριος Μάνος στην κυρία μου».

Ώπα, να που το υποψιαζόμουν, μονολόγησε η Μαίρη. Καλά μου το έλεγε ο Σπύρος να μην της δίνω και μεγάλη σημασία. Η γυναίκα έχει καβαλήσει το καλάμι και νομίζει ότι αυτή είναι και κανένας άλλος. Ο άντρας της, της προσφέρει πολλά, αυτό είναι σίγουρο, απορώ όμως πως το καταφέρνει, τη στιγμή που είναι ένας απλός υπάλληλος.

Την απορία αυτή την είχαν, κι εκείνη και ο άντρας της. Πάντοτε αναρωτιόνταν πού έβρισκαν τα χρήματα οι γείτονές τους, για να προβαίνουν σε τόσες σπατάλες; Τους έβλεπαν κάθε τρεις και λίγο να ανακαινίζουν το σπίτι τους, να αλλάζουν επίπλωση, να αλλάζουν αυτοκίνητα, να στέλνουν τα παιδιά τους σε κολέγια και να ντύνονται με την τελευταία λέξη της μόδας και απορούσαν, πώς ήταν δυνατό να βγαίνουν όλα αυτά πέρα με ένα μόνο μισθό;

«Να σε ρωτήσω κάτι, Τόκι», συνέχισε την ανάκριση η Μαίρη, αφού κατάλαβε ότι η ευκαιρία που της δινόταν να μάθει αυτό που τους βασάνιζε, ήταν μοναδική. «Ο κύριός σου, τι δουλειά κάνει;»

«Είναι επιστάτης σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρία», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Τόκι.

«Εντάξει, αυτό το γνωρίζω», επέμεινε η Μαίρη. «Εκτός από αυτή τη δουλειά όμως, δεν ασχολείται και με κάτι άλλο;»

Το τέλειο κατασκεύασμα, όπως είχε νομίσει η Μαίρη ότι ήταν ο Τόκι, αποδειχνόταν ότι είχε μεγάλο στόμα ήταν όμως και πολύ αφελές. Ήταν άριστα ενημερωμένο, αλλά αγνοούσε την έννοια της λέξης εχεμύθεια και διέδιδε με μεγάλη ευκολία όλα όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι των ιδιοκτητών του. «Δεν χρειάζεται να ασχοληθεί με άλλα πράγματα», άρχισε να αποκαλύπτει αυτό που ενδιέφερε τη συνομιλήτριά του. «Εκτός από τον μισθό του, βγάζει και άλλα χρήματα από τις συναλλαγές που κάνει με τους προμηθευτές της εταιρίας».

Όλα λοιπόν έχουν την εξήγησή τους, μονολόγησε η Μαίρη. Να που βρίσκονται τα χρήματα για τόσο αλόγιστες σπατάλες. Να γιατί η κυρία Βασιλεία κοκορεύεται και μας το παίζει μεγάλη και τρανή. Ξοδεύει με άνεση και ευκολία τα λεφτά που κερδίζει ο Μάνος, γιατί είναι χρήματα αδήλωτα και αφορολόγητα. Και μετά έρχονται και σου λένε ότι το κράτος έχει πρόβλημα. Ε, πώς να μην έχει πρόβλημα όταν, από τη μια, οι κύριοι της εξουσίας σπαταλούν προκλητικά τα λεφτά των κορόιδων που πληρώνουν φόρους και, από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες ‘’έξυπνοι’’ συμπολίτες μας που κερδίζουν χρήματα από αδήλωτες πηγές και ζουν πλουσιοπάροχα, φοροδιαφεύγοντας.

«Τόκι, έλα γρήγορα επάνω», η αντιπαθητική φωνή της Βασιλείας, τους διέκοψε τη συζήτηση. Είχε βγει στο μπαλκόνι του διαμερίσματός της, προφανώς έχοντας ανησυχήσει από την αργοπορία του ρομπότ της. Απέφυγε να χαιρετήσει τη Μαίρη, αγνοώντας την επιδεικτικά. Η αυτάρεσκη γειτόνισσα, μετά την αρχικά επιδεικνυόμενη προσποιητή της ευγένεια, είχε αρχίσει να δείχνει και τον άλλο της εαυτό. Τελικά, όπως είχαν όλοι διαπιστώσει, η γυναίκα εκείνη δεν είχε πάνω της ούτε ένα χάρισμα. Όλοι όσοι τη γνώριζαν, μπροστά της μιλούσαν ευγενικά και χαμογελαστά και πίσω της κρυφογελούσαν και την ειρωνεύονταν. Δεν υπήρχε άνθρωπος στη γειτονιά που να την έχει σε υπόληψη. Εκείνη όμως, εκτός από ξιπασμένη, ήταν και τόσο ηλίθια, που δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν γύρω της. Τυφλωμένη από εκείνον τον αρρωστημένο εγωισμό της, αδυνατούσε να διακρίνει όλα όσα συνέβαιναν στον περίγυρό της, Είχε πλάσει έναν φανταστικό κόσμο και ζούσε μέσα του, τρέφοντας την απατηλή εντύπωση ότι ο εαυτός της ήταν το κεντρικό πρόσωπο του σύμπαντος.



# # # # #



Η Μαίρη άνοιξε την πόρτα του φούρνου και μια εξαίσια μυρωδιά ξεχύθηκε στον αέρα, σπάζοντας τις μύτες των προσκεκλημένων της, που κάθονταν δίπλα στην τραπεζαρία και περίμεναν πως και πως την ώρα που η οικοδέσποινα θα τους σερβίριζε τα νόστιμα εδέσματά της. Οι συνήθεις ύποπτοι ήταν όλοι εκεί. Η οικογένειά της, η αδελφή της Ρένια με τον άντρα της, η φίλη της Τίνα με τον άντρα της και οι αδελφές Ξαρά, χωρίς συντρόφους, γιατί τους είχαν, εδώ και πολύ καιρό, δώσει απολυτήριο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε το τραπέζι σε όλους εκείνους τους προσφιλείς της ανθρώπους, όποτε όμως το συζητούσε με τη Βασιλεία, εκείνη έσπευδε αμέσως να της δηλώσει ότι είχε καλέσει στο σπίτι της τον τάδε διευθυντή και τον δείνα υψηλά ιστάμενο, για να δοκιμάσουν τα υπέροχα φαγητά της. Μια φορά πάντως που η Μαίρη έτυχε να δοκιμάσει κάτι δικό της, διαπίστωσε ότι δεν τρωγόταν. Η γυναίκα μαγείρευε απαίσια, εκείνη όμως κόμπαζε για το πόσο ωραία ήταν τα φαγητά της και για το με πόσο σημαντικούς ανθρώπους έκανε παρέα.

«Αλήθεια, Μαίρη μου», τη ρώτησε η αδελφή της, θυμίζοντάς της ξανά την ανόητη Βασιλεία, «τι κάνει αυτή η φαντασμένη η διπλανή σου;»

Η Μαίρη χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε. Την απάντηση, η Ρένια την πήρε από το Σπύρο. «Έχει λαλήσει. Γελάει μαζί της όλη η γειτονιά, εκείνη όμως ζει στον κόσμο της. Μιλάει ακατάπαυστα και φυσικά λέει βλακείες. Την έχουν πάρει όλοι στο ψητό, αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει τίποτα. Από τότε μάλιστα που ο άντρας της έπιασε δυο δεκάρες-ένας Θεός βέβαια ξέρει πως-η μύτη της έχει αγγίξει τον ουρανό. Ευτυχώς που, λόγω αυτής κυρίως της αιτίας, τώρα τελευταία δεν μας δίνει ιδιαίτερη σημασία. Της έρχεται λίγο δύσκολο βλέπεις να μιλάει με ανθρωπάκια σαν εμάς».

«Την κακομοίρα», σχολίασε η Τίνα. «Αυτή δηλαδή, έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα».

«Έτσι όπως το λες είναι», συμφώνησε ο Σπύρος, «αλλά το δυστύχημα είναι ότι δεν το ξέρει».

«Η γυναίκα έχει τόσο μεγάλο βλάψιμο», επενέβη η Μαίρη, καθώς ακουμπούσε μπροστά τους τις πιατέλες με τα φαγητά που μοσχοβολούσαν, «που, φανταστείτε, βγαίνει για ψώνια με το ρομπότ της. Άσε που, πριν βγει έξω, στήνεται επί δύο ώρες στον καθρέφτη και μακιγιάρεται σα να ήταν να πάει σε δεξίωση. Ακόμα και ένα ψωμί να βγει να πάρει από το φούρνο, ακολουθεί την ίδια διαδικασία και ο Τόκι την ακολουθεί κατά πόδας για το μεταφέρει αυτός. Η κατάστασή της είναι πολύ σοβαρή και ελπίζω να μη γίνει σοβαρότερη».

«Μη σας ξενίζει αυτή η συμπεριφορά», είπε η μία εκ των αδελφών Ξαρά. «Ξέρω πολλές κυρίες σαν αυτήν που κάνουν ακριβώς τα ίδια. Εγώ πιστεύω ότι αυτό βασικά οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφερόντων. Οι γυναίκες αυτές, μην έχοντας με τι να ασχοληθούν και νιώθοντας απίστευτη ανία, προσπαθούν να την καταπολεμήσουν με ανούσιες πρακτικές».

«Εγώ θα πρότεινα», μίλησε η δεύτερη από τις αδελφές, «να αφήσουμε στην άκρη τη συζήτηση για την αντιπαθητική αυτή κυρία, και να πέσουμε με τα μούτρα στο φαί. Ειλικρινά, προτιμώ να δοκιμάζω τις υπέροχες σπεσιαλιτέ της Μαίρης, παρά να μιλάω για ανθρώπους χωρίς περιεχόμενο».

«Δεν έχεις άδικο», συμφώνησε μαζί της η Ρένια, καθώς άρχισε να γεμίζει το πιάτο της με διάφορους μεζέδες. «Ασχολούμαστε με ένα ανάξιο λόγου άτομο, και παραμελούμε αυτό για το οποίο συγκεντρωθήκαμε εδώ πέρα».

Έτσι, επιδόθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια στην απόλαυση της νοστιμότατης κουζίνας της Μαίρης, δοκίμασαν ένα υπέροχο επιδόρπιο και, όταν τελείωσαν, πέρασαν στο σαλόνι. Εκεί συνέχισαν την κουβέντα τους έως αργά τη νύχτα, με τη συνοδεία απαλής μουσικής και πίνοντας διάφορα απεριτίφ.



# # # # #



Το πρωί πετάχτηκε μέχρι το φαρμακείο για να αγοράσει μια κρέμα προσώπου. Φτάνοντας κοντά, αντίκρισε την εντυπωσιακή σιλουέτα του Τόκι να εμφανίζεται μέσα από το κατάστημα. Παραξενεύτηκε που τον είδε μόνο του. Της έκανε εντύπωση που η Βασιλεία τον είχε στείλει για ψώνια, χωρίς τη δική της παρουσία.

«Καλημέρα, κυρία Μαίρη», τη χαιρέτησε με το γνωστό σε όλους ευγενικό του τρόπο.

«Καλημέρα, Τόκι», του ανταπόδωσε το χαιρετισμό η Μαίρη, δράττοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να του κάνει και μια μικρή ανάκριση. «Πώς και βγήκες μόνος σου για ψώνια;»

«Η κυρία μου είναι άρρωστη και με έστειλε να της πάρω το φάρμακό της», της εξήγησε με προθυμία το ρομπότ.

«Μπα, τι έπαθε; Έχει κάτι σοβαρό;»

«Δεν ξέρω ακριβώς», της απάντησε ο Τόκι. «Πονάει το κεφάλι της και άκουσα τον κύριό μου να λέει στο γιατρό ότι το παθαίνει συχνά, λόγω των μεγάλων ευθυνών που έχει αναλάβει».

Η Μαίρη έπεσε από τα σύννεφα. Για ποιες ευθύνες μιλούσε το σαχλοκούδουνο; Εκείνη καθόταν όλη μέρα ξαπλωμένη και διάβαζε περιοδικά και η μόνη της ασχολία εκτός σπιτιού ήταν τα ψώνια από τα μαγαζιά, η λογοδιάρροια με τις πωλήτριες και η επίσκεψή της στην τράπεζα για να ελαφρύνει το λογαριασμό του συζύγου της.

«Τι μου λες; Κρίμα την κακομοίρα», έκανε με συμπονετικό ύφος η Μαίρη.

«Η κυρία μου δεν είναι κακομοίρα», είπε με ύφος συνηγόρου ο Τόκι, δείχνοντας ότι είχε ενοχληθεί από την έκφραση συμπάθειας της Μαίρης. «Εκείνη λέει ότι εσείς είσαστε κακομοίρα και ότι σας λυπάται που ζείτε τόσο στερημένα».

Η Μαίρη έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Η Βασιλεία δεν είχε το Θεό της. Άκου τι ιδέα είχε για εκείνην και ήταν εντελώς βέβαιη ότι θα την διέδιδε και στους άλλους. Δεν την πείραξε η άσχημη γνώμη που έτρεφε για εκείνην, αλλά η κακοήθειά της να τη μεταφέρει και στον κόσμο. Όλοι βέβαια γνώριζαν ποια ήταν η μια και ποια η άλλη, η συνήθεια της όμως να μιλάει υποτιμητικά για την οικογένεια της Μαίρης, της προκάλεσε θυμηδία.

«Η κυρία μου ζει σαν βασίλισσα», συνέχισε ο Τόκι το παραμύθι που είχε διδαχτεί, «κι εσείς, όσο και να θέλετε να τη φτάσετε, ποτέ σας δεν θα μπορέσετε να το καταφέρετε».

Ε, αυτό πάει πολύ, μονολόγησε η Μαίρη. Η γυναίκα έχει τρελαθεί εντελώς. Ποια νομίζει ότι είναι; Ξέχασε από πού έχει έρθει και τι ήταν πριν αρχίσει να βγάζει μαύρα λεφτά ο άντρας της;

Θυμήθηκε τη ρήση του Σόλωνα, τότε που, σύμφωνα με την ιστορία, ο μεγάλος εκείνος Αθηναίος σοφός είχε επισκεφτεί το βασιλιά Κροίσο. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, αυτό να πεις στη φαντασμένη κυρία σου, που έχει τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της», είπε φανερά εκνευρισμένη και μπήκε μέσα στο φαρμακείο.



# # # # #



Τα νέα ο Σπύρος τα έμαθε από τον υπάλληλό του. Είχε πεταχτεί μέχρι την εφορία για να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες και, όταν επέστρεψε στο μαγαζί, πληροφορήθηκε τα συμβάντα από το Μίλτο.

«Τα μάθατε, κύριε Σπύρο;» έτρεξε να τον ενημερώσει μόλις τον είδε να εμφανίζεται. «Τα ρομπότ της εταιρίας ΤΕΧΝΟΠΛΑΣΤΙΚ, παρουσίασαν σοβαρή βλάβη και βγήκε ανακοίνωση επείγουσας απόσυρσής τους. Εμφάνισαν σημάδια δυσλειτουργίας και ακούστηκαν και κάποιες ανεπιβεβαίωτες φήμες ότι μερικά από αυτά έκαναν κακό στους ιδιοκτήτες τους».

Ο Σπύρος θυμήθηκε ότι το ρομπότ της Βασιλείας ήταν προϊόν αυτής της εταιρίας και αναρωτήθηκε τι να είχε συμβεί. «Δηλαδή, τι ακριβώς έκαναν και αναγκάστηκαν να τα αποσύρουν;»

«Οι αρχές, πέραν της ανακοίνωσης περί βλάβης, αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες εξηγήσεις, αλλά ένας δημοσιογράφος ισχυρίστηκε ότι εμφάνισαν σημάδια βίαιης συμπεριφοράς και πιθανολογεί ότι μερικά έφτασαν ακόμα και μέχρι το φόνο».

Ο Σπύρος ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Έχει γούστο, σκέφτηκε, ο Τόκι να επιτέθηκε στην κυρία του. «Θα πεταχτώ λίγο μέχρι το σπίτι μου», ενημέρωσε το Μίλτο. «Εσύ έχε το νου σου στο μαγαζί».

Όταν έφτασε έξω από την πολυκατοικία του, είδε μαζεμένο κόσμο και ο νους του πήγε στο χειρότερο. Επιχείρησε να ανέβει επάνω, αλλά τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί.

«Περιμένετε λίγο να τελειώσει ο ιατροδικαστής», του εξήγησε ένας βαθμοφόρος.

«Μα τι έγινε;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Σπύρος. «Εδώ είναι το σπίτι μου και θέλω να μάθω αν η οικογένειά μου είναι καλά».

«Μην ανησυχείτε. Όλοι, εκτός από την άτυχη κυρία Βασιλεία, είναι καλά».

«Τι έπαθε η Βασιλεία;» ρώτησε ο Σπύρος. Τρόμαξε στη σκέψη ότι η ξιπασμένη γειτόνισσά τους είχε πέσει θύμα του Τόκι

«Δυστυχώς είναι νεκρή», τον πληροφόρησε το όργανο του νόμου, κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. «Τη σκότωσε το ρομπότ της».

Την ίδια στιγμή έτρεξε δίπλα του η Μαίρη και τον έπιασε από το μπράτσο. «Τα έμαθες; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι ο Τόκι έκανε κάτι τέτοιο. Φαινόταν τόσο ήρεμος, τόσο άκακος. Όλα επάνω του μαρτυρούσαν ότι τη Βασιλεία τη λάτρευε».

«Δεν έφταιγε αυτός», της εξήγησε ο Σπύρος. «Απ’ ό, τι είπαν, όλη η σειρά παρουσίασε λειτουργικό σφάλμα. Όλα τα ρομπότ σαν τον Τόκι, αποσύρθηκαν άμεσα από την εταιρία που τα κατασκευάζει, λόγω βλάβης. Το ευτύχημα, απ’ ό, τι έχω ακούσει, είναι πως δεν υπάρχουν πολλά. Ελπίζω να έγινε γρήγορα η απόσυρση και να μην ακούσουμε ότι υπάρχουν και άλλα θύματα».

Λίγη ώρα μετά, εμφανίστηκε ο ιατροδικαστής, συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Αγνόησαν τους δημοσιογράφους που τους πολιόρκησαν και πλησίασαν κοντά στον βαθμοφόρο που στεκόταν δίπλα στο Σπύρο και τη Μαίρη. Η συννεφιασμένη έκφραση των προσώπων τους, φανέρωνε απορία, ανάμικτη με μια εμφανή δόση δυσφορίας. Το ύφος τους προβλημάτισε τους υπόλοιπους.

«Καταφέραμε να μιλήσουμε με την κόρη του θύματος», εξήγησε χαμηλόφωνα ο αξιωματικός στο συνάδελφό του, «μόλις βέβαια το δυστυχισμένο κοριτσάκι μπόρεσε να συνέλθει από το τρομερό σοκ, και μάθαμε όλες τις λεπτομέρειες του συμβάντος. Η άτυχη κοπέλα έγινε άθελά της αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας της. Όπως μας είπε, μπήκε μέσα στο σαλόνι να τη ρωτήσει κάτι, και είδε το ρομπότ τους να έχει πιάσει την οικοδέσποινα από το λαιμό και να ετοιμάζεται να τη στραγγαλίσει. Της λύγισαν τα γόνατα με αυτό που είδε. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι ο πιστός τους οικιακός βοηθός, το αριστούργημα εκείνο της τεχνολογίας, θα προέβαινε σε μια τόσο τρομερή και ακατανόητη πράξη. Θέλησε να φωνάξει, αλλά της είχε κοπεί η μιλιά. Εκείνο που της προξένησε μεγάλη εντύπωση ήταν η στωική αντίδραση της μητέρας της. Η κακότυχη γυναίκα βρισκόταν καθιστή μπροστά στον δήμιό της και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει, πριν το ρομπότ της σφίξει με τα ατσάλινα χέρια του το λαιμό της, ήταν η παράξενη φράση, ‘’όντως, μηδένα προ του τέλους μακάριζε!’’»







Δεν υπάρχουν σχόλια: