Σελίδες

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ

 ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ από τη συλλογή μεταφυσικής παράνοιας ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ.

ΤΟΥ  ΒΑΣΙΛΗ  ΣΑΚΚΑ

    Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι έβαλε τον Βασίλη στο μάτι. Σε κάποιο καράβι του Καραγεωργη το MV MESS ARETI τον έψησε για συνεργασία. Κάποιο βράδυ σε κάποιον ωκεανό στη μέση του πουθενά, που λένε, του τα έριξε.  «Δεν κάνεις Βασίλη ότι μιλάω μαζί σου δυο-τρεις φορές την εβδομάδα; Έτσι να δούμε πόσους φιλάθλους έχει ο Ουβραίος Θεός στο καράβι, βρε αδερφέ».
    Άλλο που δεν ήθελε ο Βασίλης που ήταν φτυστός του Lusifer στις σκανδαλιές και, μιας και βαριόταν τα μεγάλα ταξίδια, του έφεξε.  «Ναι αμέ, ξεκινάμε και από σήμερα το βράδυ άμα γουστάρεις»,  του είπε. Νύχτωσε κάποτε και σκεπτόταν πως να αρχίσει τα Βελζεβουλικά σχέδιά του. Ήπιε και δυο-τρία ουισκάκια, έστριψε και τσιγαριλίκι για σιγουριά, για  να δουλέψει η γκλάβα του και κατά τη μια τη νύχτα το βρήκε. Η καμπίνα του ηταν ακριβώς δίπλα στου Κυριάκου του ανθυποπλοίαρχου, που ήταν ταγμένος, φανατικός Θεούσος, με τα λιβάνια, τα σταυρουδάκια, τα γούρια, τις άγιες φυλλάδες, τα κομποσχοίνια και τα εικονίσματα. Ιερός ναός η καμπίνα του Κυριάκου. Θα γινόταν της αγίας Κυριακής. Πετάχτηκε λοιπόν ο Βασιλοβελζεβούλης έξω από την καμπίνα του με το σώβρακο αλαφιασμένος και άρχισε να χτυπά  δυνατά την πόρτα του γείτονα. Ξύπνησε ο Κυριάκος, αντίκρισε τον Βασίλη με κόκκινα μάτια και αφρούς στο στόμα και τρόμαξε,
    «ΤΙ ΕΠΑΘΙΣ ΡΕ; ΤΙ ΧΑΛΙΑ ΕΧΣ; ΑΡΩΣΤΣΙΣ;» ρώτησε με την ιδιαίτερη προφορά της πατρίδας του.  «Όχι, όχι Κυριάκο», του είπε. «Κάποιος χθες το Βράδυ κι απόψε, μου μιλάει μέσα από τη ντουλάπα μου. Επάνω εκεί που είναι το σωσίβιο. Δεν αντέχω άλλο.  Θα τρελαθώ, φοβάμαι απόψε».
    «ΚΙ ΤΙ ΣΙ ΛΕΕΙ; ΠΑΜΙ ΣΝ ΚΑΜΠΙΝΑΣ ΝΑ ΜΙ ΔΕΙΞ ΑΠ ΠΟΥ ΣΙ ΜΙΛΑΕΙ».
    «Να Κυριάκο, από εκεί ψηλά ανοίγει και κλείνει η ντουλάπα, όταν μου μιλάει μια γλυκιά φωνή. ‘’ΜΟΥ ΛΕΕΙ, ΒΑΣΙΛΗ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΕΣΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ; Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΣΕ ΑΓΑΠΑΕΙ. ΜΟΝΟΝ ΕΓΩ ΣΕ ΑΓΑΠΩ. ΠΑΡΑΤΑ ΤΟΝ’’
    Είδε ο Κυριάκος τα συμπτώματα του Βασίλη και σιγουρεύτηκε ότι ο φίλος του δαιμονίστηκε. Και μιας που είχε πείρα στο παρελθόν από εξορκισμούς και μάγια,  του είπε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, για να τον διαβάσει. Ετοίμασε και λιβάνια, σταυρούς, μαντζούνια και φυλαχτά, να του τα δώσει. Πήρε και μια άγια φυλλάδα και άρχισε να τον καταβρέχει με μαντζούνια, διαβάζοντάς τον. Μισή ώρα πέρασε και ο Βασίλης δάγκωνε την γλώσσα του για να μην τον πιάσουν τα γέλια. Δεν κρατήθηκε όμως και ξέσπασε σε άγρια γέλια. Σταματημό δεν είχε. Ξύπνησαν και μερικοί άλλοι από τη φασαρία και ήρθαν να δουν τι γινόταν στις δυο η ώρα το πρωί. Κοιτούσαν τον έναν στο κρεβάτι να έχει σκάσει στα γέλια, και τον άλλον με εικόνες και σταυρούς, και απορούσαν.    
    «ΔΙΜΟΥΝΙΣΜΕΝΟΥΣ, ΔΙΜΟΥΝΙΣΜΕΝΟΥΣ», φώναζε ο Κυριάκος. «ΦΙΓΑΤΙ, ΦΙΓΑΤΙ ΑΠ ΙΔΩ. ΑΥΤΟΣ ΠΡΕΠ Α ΞΙΜΠΑΡΚΑΡ ΝΑ ΠΑΕΝ Σ ΙΞΟΥΡΚΙΣΤΗ ΖΝ ΙΛΛΑΔΑ. ΙΓΩ ΔΙΝ ΜΠΟΥΡΩ. ΑΥΤΟΣ ΕΧ ΟΛ ΤΣ ΔΙΑΟΛΙ ΑΠΑΝΟΥ Τα».
    Έφυγε ο Βασίλης για την καμπίνα του, ευχαριστημένος για την συνεργασία του με τον Λούσιφερ. Είχε καταφέρει και είχε κάνει όλο το θεϊκό πλήρωμα άνω-κάτω. Το παράδοξο ήταν ότι, στο λιμάνι που έπιασαν σε λίγες μέρες, δεν ξεμπαρκάρισε ο Βασίλης, αλλά ο Κυριάκος. Υποστήριζε ότι του πονούσαν τα πόδια από τα μάγια, γι’ αυτό θα πήγαινε να του τα λύσει κάποια διάσημη καφεμαντοχαρτορίχτρα, μαζί με έναν άλλο, διάσημο τράγο. 
    Ίσως και να είχε κολλήσει δαιμονάκια από τον Βασίλη!

Δεν υπάρχουν σχόλια: