Σελίδες

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ

Απόσπασμα από το τελευταίο μου αστυνομικό μυθιστόρημα.


ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ.




Την αλήθεια για το συμβάν στη Δροσιά, ο Ανδροκλής την έμαθε από τη Μένια. Είχε πληροφορηθεί βέβαια ότι δυο κακοποιοί είχαν σκοτωθεί τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς τους να διαρρήξουν το σπίτι του Μιγκέτη, και είχε στείλει έναν δημοσιογράφο της εφημερίδας για να καλύψει το γεγονός, αλλά δεν γνώριζε ποια ήταν τα θύματα του μακελειού. Το έμαθε λίγη ώρα αργότερα από τη γυναίκα του.

«Ξέρεις ποιοι ήταν οι διαρρήκτες της Δροσιάς, που μας άφησαν χρόνους;» την άκουσε να τον πληροφορεί από το τηλέφωνο. «Οι ίδιοι που μακέλεψαν την οικογένεια του Βούγενα και τις δυο κοπέλες στη Ν. Χαλκηδόνα. Οι συνάδελφοι του εγκληματολογικού το υποπτεύθηκαν από την αρχή, αλλά ήθελαν πρώτα να βεβαιωθούν, πριν προχωρήσουν σε ανακοινώσεις. Τους το επιβεβαίωσε η βαλλιστική και ήδη ο αρχηγός της αστυνομίας ετοιμάζεται να κάνει τις σχετικές δηλώσεις».

Άλλο πάλι και τούτο, συλλογίστηκε ο Ανδροκλής, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο. Πώς βρέθηκαν αυτοί εκεί; Τι πήγαν να κάνουν; Δεν γνώριζαν ότι ένα σπίτι σαν εκείνο, θα ήταν φυλασσόμενο; Τι διάολο σημαίνει πάλι αυτό; Κι εντάξει, αν το δει κάποιος ρεαλιστικά, αυτή ήταν μια δίκαιη τιμωρία που άξιζε να υποστούν αυτά τα καθάρματα, έλα όμως που μαζί με αυτούς χάθηκαν και οι μοναδικοί μάρτυρες που θα μπορούσαν να καταθέσουν σε βάρος του Γαργανόπουλου.

Η σκέψη αυτή, του γέννησε μια άλλη. Λες να ήταν δάκτυλος του επιχειρηματία; Αναλογίστηκε. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς μια τόσο αφελή ενέργεια; Βασιζόμενοι πού, επιχείρησαν να διαρρήξουν ένα σπίτι-φρούριο; Η λογική λέει ότι μάλλον πήγαν συστημένοι στο στόμα του λύκου, με σκοπό να βγουν από τη μέση. Ο άνθρωπος είναι τετραπέρατος, πανούργος και αδίστακτος. Εξάλλου, βασιζόμενος σ’ αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα του, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει την αμύθητη περιουσία που έχει στη κατοχή του; Κατάφερε τελικά να εξαφανίσει κάθε στοιχείο και κάθε μάρτυρα που θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει. Θα μας δυσκολέψει πολύ μέχρι να καταφέρουμε να τον βάλουμε στο χέρι.

Θυμήθηκε τη χθεσινή πληροφορία που του είχε δώσει ο Μελικίδης, ότι δηλαδή ο επιχειρηματίας είχε κάποτε δικαστική διαμάχη με την εφημερίδα, σε καμιά περίπτωση όμως το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν επιβαρυντικό στοιχείο. Άλλωστε, είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε και η αντιπαλότητα εκείνη δεν ήταν κάτι προσωπικό μεταξύ του Γαργανόπουλου και του Βούγενα, αλλά μεταξύ του επιχειρηματία και της εφημερίδας.

Συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν πάλι στο σκοτάδι, αρνιόταν όμως να δεχτεί την ήττα τους. Ο Γαργανόπουλος ήταν ένοχος, γι’ αυτό δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, και ασφαλώς κάτι θα υπήρχε που θα φώτιζε τελικά αυτήν την υπόθεση. Δεν γινόταν, ο ηθικός αυτουργός όλων αυτών των φονικών, ο βασικός υπεύθυνος όλης αυτής της αιματηρής ιστορίας, να ξέφευγε από την τσιμπίδα του νόμου και να έμενε ατιμώρητος. Κάτι παρόμοιο, θα ήταν ντροπή για μια ευνομούμενη κοινωνία, θα ήταν ο χειρότερος εξευτελισμός του όντος, που ήθελε να λέγεται πολιτισμένος άνθρωπος.

Σταμάτησε να σκέφτεται την υπόθεση Γαργανόπουλου και αφοσιώθηκε στη δουλειά του. Ο όγκος των κειμένων που έπρεπε να επεξεργαστεί ήταν μεγάλος και δεν διέθετε την πολυτέλεια του χασομεριού. Εκτός αυτού, σε μια ώρα έπρεπε να παραβρεθεί στη σύσκεψη που είχε με τον αρχισυντάκτη και τον γενικό διευθυντή και, μια μικρή προετοιμασία για τη συζήτηση που θα επακολουθούσε, ήταν επιβεβλημένη.



Δεν υπάρχουν σχόλια: