Σελίδες

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΖΩΤΟ, ΟΞΥΓΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ

Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημά μου Ε.Φ.




...Ο Έντι δεν ήταν χαζός. Από την πρώτη μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στον Κέρβερο, είχε καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε στον άθλιο εκείνο πλανήτη. Συνειδητοποιώντας ότι, η άφιξή του εκεί και η συνεχιζόμενη παραμονή του σ’ εκείνο το απαίσιο μέρος, ισοδυναμούσε με την υπογραφή της θανατικής του καταδίκης, φρόντισε να πάρει τα μέτρα του, ώστε να παρατείνει όσο ήταν δυνατόν την διάρκεια της ζωής του. Τη διαστημική στολή του την έβγαζε μόνο για να εξυπηρετήσει τις προσωπικές του ανάγκες, μόλις όμως τελείωνε, την ξαναφορούσε χωρίς καθυστέρηση. Όσο για το κράνος του, αυτό δεν το έβγαζε σχεδόν ποτέ, παρά μόνο για να πάρει ένα γρήγορο γεύμα ή για να λούσει τα μαλλιά του. Το φορούσε ακόμα και στον ύπνο του. Παρατηρώντας το θλιβερό και μακάβριο θέαμα της συνεχούς απώλειας των συντρόφων του, ένιωθε ότι κάτι έπρεπε να κάνει για να το σταματήσει. Καταλάβαινε βέβαια ότι αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το κατορθώσει, βλέποντας όμως τους άλλους να αρρωσταίνουν και να σβήνουν ένας-ένας με τη σειρά, ήταν αποφασισμένος να καταρρίψει όλα τα ρεκόρ μακροβιότητας και ανοσίας σ’ εκείνον τον απαίσιο τόπο, φροντίζοντας με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον έστω τον εαυτό του. Το γνώριζε καλά πως για να το καταφέρει χρειαζόταν υπεράνθρωπη προσπάθεια, εκείνος όμως δεν ήταν από τους ανθρώπους που το βάζουν εύκολα κάτω. Ενδόμυχα, άλλωστε, πίστευε ότι υπήρχε και η δυνατότητα απόδρασης, καθώς ήταν ένθερμος οπαδός του δόγματος ‘’η ελπίδα πεθαίνει τελευταία’’. Από τη φύση του ήταν αισιόδοξος άνθρωπος, οπότε έλπιζε ότι κάποια στιγμή ίσως αυτό γινόταν πραγματικότητα.

Δε μπορεί, βρε αδελφέ, σκεφτόταν κατά καιρούς, προσπαθώντας να ανεβάσει μόνος του το ηθικό του όταν αντιλαμβανόταν ότι αυτό άρχιζε να πέφτει. Κάποτε θα εμφανιστεί κάποιο σκάφος στον ορίζοντα, και τότε βλέπουμε αν θα μπορέσουν να με κρατήσουν άλλο εδώ πάνω.

Είχε καταστρώσει και το σχέδιό του. Όταν το διαστημόπλοιο θα άρχιζε να ξεφορτώνει τις προμήθειες που έφερνε, θα ανακατευόταν με τους εργάτες και τα ρομπότ και, μόλις έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία, θα χωνόταν μέσα στο κήτος του σκάφους και θα κρυβόταν μέσα στις αποθήκες του. Μέχρι να αντιληφθούν οι άλλοι την απουσία του, εκείνος θα βρισκόταν ήδη μακριά. Ελπίζοντας φυσικά ότι, στην περίπτωση ανακάλυψής του, το σκάφος δεν θα επέστρεφε στον Κέρβερο για να τον παραδώσει στους υπεύθυνους, πίστευε πως θα τα κατάφερνε. Το θεωρούσε απλό, αλλά αποτελεσματικό σχέδιο και ήταν εντελώς αποφασισμένος, με την πρώτη ευκαιρία, να το θέσει σε εφαρμογή.

Τον τελευταίο καιρό το σκεφτόταν συνέχεια. Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, και ζώντας σε μια διαρκή μονοτονία, νόμιζε ότι είχε αναλώσει στον Κέρβερο ολόκληρη τη ζωή του. Κουρασμένος ψυχικά από έναν ανελέητο καταιγισμό προβλημάτων, συναισθημάτων και σκέψεων, ώρες-ώρες απογοητευόταν, συγκρίνοντας όμως τον εαυτό του με τους άλλους, ξανάβρισκε τη χαμένη του αυτοπεποίθηση. Εκείνος, ναι μεν μπορεί να είχε κουραστεί από το συνεχές βάρος του κράνους, είχε όμως παραμείνει ακμαίος και υγιής, ενώ οι υπόλοιποι δεν τα κατάφερναν το ίδιο καλά. Καθώς αδυνατούσαν να κοιμηθούν φορώντας στολή και κράνος, έμεναν απροστάτευτοι από την ακτινοβολία και προσβάλλονταν εύκολα από τη ραδιενέργεια, με αποτέλεσμα να λιώνουν σαν τα κεριά. Απορούσαν μάλιστα με την υπομονή του να κοιμάται με πλήρη εξάρτηση, ο Έντι όμως τους αγνοούσε. Γνώριζε πως, αν δεν το έκανε, θα καταντούσε σαν εκείνους. Το ότι ήταν βασανιστικό να κοιμάται έτσι, ένας πραγματικός εφιάλτης, το είχε ζήσει καλά στο πετσί του, αυτός όμως θα συνέχιζε να το κάνει, ακόμα κι αν χρειάζονταν να περάσουν εκατό χρόνια μέχρι να ολοκληρώσει το σκοπό του. Δεν είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την τιτάνια προσπάθειά του, δεν έτρεφε όμως και αυταπάτες. Ήξερε ότι αυτό το τελευταίο, αν αργούσε πολύ ακόμα η εμφάνιση του διαστημόπλοιου, μπορούσε κάποια στιγμή να γίνει, μόνον όμως στην περίπτωση που θα τον πρόδιδαν οι δυνάμεις του, ή θα έχανε τα λογικά του.

Εκείνη την ημέρα δεν είχε προλάβει να σκεφτεί τίποτα από όλα αυτά. Με χαλασμένα τα μισά ρομπότ του εργοταξίου, δεν είχε πάρει ανάσα. Έτρεχε και δεν προλάβαινε. Καθώς απουσίαζε παντελώς η πολυτέλεια της καθυστέρησης των εργασιών του ορυχείου, όφειλε να τα επισκευάσει γρήγορα. Όχι ότι θα είχε επιπτώσεις αν αργούσε να το κάνει, εκείνον όμως τον ενδιέφερε πρωτίστως η φήμη του. Θεωρείτο ο καλύτερος ηλεκτρονικός των αποικιών και την πρωτιά αυτή δεν είχε σκοπό να τη χαρίσει σε άλλον. Ακόμα κι αν ήξερε ότι θα πέθαινε την άλλη μέρα, ποτέ δεν θα άφηνε εκκρεμότητα, και τη δουλειά του θα την έκανε όσο καλύτερα μπορούσε.

Κόντευε να μεσημεριάσει όταν έβαλε σε λειτουργία και το τελευταίο ρομπότ. Έβγαλε για μια στιγμή το κράνος του για να σκουπίσει τον ιδρώτα του και άκουσε έναν δυνατό θόρυβο. Αρχικά νόμισε ότι είχε χαλάσει κάποιο από τα μεγάλα μηχανήματα εκσκαφής και μούγκριζε έτσι εκκωφαντικά, όταν όμως γύρισε το βλέμμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση, το είδε. Πλησίαζε γρήγορα προς το μέρος τους, ήταν κατακίτρινο και φυσικά τεράστιο. Ένιωσε να συνταράζεται. Δεν τολμούσε να το πιστέψει. Η πρώτη σκέψη που έκανε αντικρίζοντάς το ήταν πως, η πολυπόθητη στιγμή που στωικά την περίμενε τόσο καιρό, είχε πια φτάσει.

Το φορτηγό διαστημόπλοιο, με τους φλεγόμενους επιβραδυντές του σε πλήρη ισχύ, ακούμπησε παλινδρομώντας στο έδαφος της μεγάλης αλάνας που χρησίμευε για διαστημοδρόμιο, έβγαλε έναν τελευταίο οξύ ήχο, σαν μουγκρητό πληγωμένου θηρίου, και ακινητοποιήθηκε, τυλιγμένο μέσα σε τόνους κουρνιαχτού. Η ξαφνική του εμφάνιση υποχρέωσε όλο το προσωπικό του εργοταξίου να παρατήσει στη μέση τις εργασίες του και να σταθεί ακίνητο και να το κοιτάζει με δέος.

Ο Έντι, αμέσως μετά το πρώτο ξάφνιασμα, φόρεσε ξανά την κάσκα του, μάζεψε τα εργαλεία του, κι έτρεξε να τα αφήσει στην αποθήκη. Νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, επέστρεψε γρήγορα κοντά στο διαστημοδρόμιο. Σκοπός του ήταν να παρακολουθήσει τις κινήσεις των μελών του πληρώματος, ελπίζοντας να καταφέρει κάποια στιγμή να χωθεί μέσα. Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει και με τίποτα δεν θα άφηνε την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν να πάει χαμένη. Θα το επιχειρούσε, όποιο κι αν ήταν το τίμημα αυτού του τολμήματος.

Μόλις η σκόνη κατακάθισε και ξαναφάνηκε το περίγραμμα του διαστημικού θηρίου, ο Έντι είδε τη μπουκαπόρτα του να ανοίγει και να μετατρέπεται σε μια μεγάλη ράμπα για την εκφόρτωση των εμπορευμάτων. Από μέσα άρχισαν να βγαίνουν κλαρκ και φορτοεκφορτωτές, οδηγούμενοι από μικρά ρομπότ, και εναπέθεταν τα ογκώδη κιβώτια που μετέφεραν κατευθείαν μέσα στις αποθήκες του οικισμού. Η ανθρώπινη παρουσία είχε περιοριστεί μονάχα στην είσοδο του σκάφους, αυτό όμως κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρο σημάδι ήταν. Δυο μεγαλόσωμοι κοσμοναύτες στέκονταν όρθιοι στις άκρες της ράμπας και παρακολουθούσαν τις κινήσεις όσων μπαινόβγαιναν στο σκάφος.

Σκούρα τα πράγματα, συλλογίστηκε ο Έντι. Μάλλον θα πρέπει να σκεφτώ άλλον τρόπο να εισχωρήσω. Πώς στην ευχή θα περνούσα από μπροστά τους χωρίς να με αντιληφθούν; Τι δικαιολογία θα μπορούσα να βρω, αν με ρωτούσαν που πάω;

Δεν γνώριζε πόσο χρόνο θα διαρκούσε η παραμονή του σκάφους στον Κέρβερο, θεώρησε όμως ότι, αν ήθελε να πετύχει το σκοπό του, μάλλον θα έπρεπε να βιαστεί, κι αυτό του προκάλεσε πρόσθετο άγχος. Στάθηκε λίγη ώρα ακόμα εκεί και, όταν αντιλήφθηκε πως η εκφόρτωση τελείωνε, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Στην αποθήκη υπήρχαν τα κιβώτια με τα υλικά που προορίζονταν για εξαγωγή και ο Έντι θα έκανε την κίνησή του, πριν αρχίσει η φόρτωσή τους στο διαστημόπλοιο. Η Ιλιάδα του Ομήρου ήταν ένα από τα αγαπημένα του αναγνώσματα και η θύμηση της εισόδου των Ελλήνων στην Τροία με τον δούρειο ίππο, ήταν το περιστατικό που του καθόρισε πως έπρεπε να ενεργήσει.

Έτρεξε στην αποθήκη χωρίς άλλη χρονοτριβή, αγνοώντας την υπόδειξη ενός συναδέλφου του να προσέχει τα μηχανήματα φορτοεκφόρτωσης, και κρύφτηκε πίσω από τις στοίβες των κιβωτίων. Απέφυγε εκείνα με το ουράνιο και διάλεξε ένα μεγάλο κιβώτιο που η επιγραφή του έγραφε ‘’ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ’’. Ξεκάρφωσε με ένα λοστό το καπάκι του και, αφού πρώτα έβγαλε τη στολή και το κράνος του, τα πέταξε σε ένα ντενεκέ για σκουπίδια. Έπειτα, καταβάλλοντας μια μικρή προσπάθεια, στριμώχθηκε μέσα στο λιγοστό ελεύθερο χώρο του. Στο τέλος, ξανάβαλε το καπάκι πρόχειρα από πάνω, συγκρατώντας το από μέσα με τα χέρια του, και περίμενε με αγωνία τη φόρτωσή του στο διαστημόπλοιο. Λίγα λεπτά αργότερα, που σ’ εκείνον φάνηκαν σαν αιώνες, άκουσε τα μηχανήματα να σηκώνουν ένα-ένα τα κιβώτια. Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του δικού του. Αρχικά ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα και αμέσως μετά άρχισε να κινείται αιωρούμενος. Οι μηχανές των φορτοεκφορτωτών έκαναν μεγάλο θόρυβο καθώς μετέφεραν τα ογκώδη κιβώτια, εκείνος όμως άκουγε μόνον τους χτύπους της καρδιάς του, που την ένιωθε πως ήταν έτοιμη να σπάσει από το δυνατό ταρακούνημά της.

Όταν έπαψε να κινείται και άκουσε το μηχάνημα να απομακρύνεται, τότε κατάλαβε ότι πλέον βρισκόταν μέσα στο σκάφος. Δεν γνώριζε αν ήταν ασφαλής, δεν τολμούσε όμως και να κουνηθεί. Αν δεν βεβαιωνόταν ότι είχαν αναχωρήσει οριστικά και είχαν απομακρυνθεί αρκετά από εκείνον τον μισητό πλανήτη, δεν είχε σκοπό να μετακινηθεί από την άβολη θέση του.

Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά. Όσο η ώρα περνούσε, τα μέλη του άρχισαν να πιάνονται και να νιώθει συμπτώματα ασφυξίας. Σιγά-σιγά, οι θόρυβοι και τα πηγαινέλα των μηχανημάτων άρχισαν να μειώνονται αισθητά, κι αυτό του έδωσε το θάρρος να ανασηκώσει λίγο το καπάκι για να μπορέσει να πάρει μιαν ανάσα. Το έκανε με χίλιες προφυλάξεις και, από το στενό άνοιγμα που δημιουργήθηκε, είδε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα τεράστιο αμπάρι γεμάτο με δεκάδες μικρά και μεγάλα κιβώτια και πως οι φορτοεκφορτωτές εγκατέλειπαν ένας-ένας το χώρο. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, ελπίζοντας ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες δόσεις του όχι και τόσο καθαρού αέρα που αναγκαζόταν να βάλει μέσα στα πνευμόνια του.

Άκουσε σιδερένιες πόρτες να κλείνουν και είδε τους μικρούς λαμπτήρες που κρέμονταν από την οροφή να ανάβουν και να φωτίζουν διακριτικά το χώρο. Επικράτησε μια μικρή ησυχία που δεν διήρκησε όμως πολύ. Εντελώς ξαφνικά, αντήχησε ο βόμβος των πανίσχυρων μηχανών του σκάφους που έπαιρναν μπροστά και ολόκληρο το μεταλλικό θηρίο άρχισε να δονείται, κάνοντας έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Ο Έντι λούφαξε ξανά μέσα στο ξύλινο κουτί του, αποφασισμένος να κάνει υπομονή. Η μεγάλη, η πολυπόθητη στιγμή, είχε πια φτάσει και θα ήταν ανοησία του να τους δώσει το δικαίωμα να τον ανακαλύψουν.

Όση ώρα διήρκησε η εκτόξευση, δεν κούνησε ούτε το δάχτυλό του, όταν όμως κατάλαβε ότι είχαν αφήσει μακριά τον πλανήτη, άνοιξε πάλι το κάλυμμα για να αναπνεύσει. Ότι η ποιότητα του αέρα ήταν καλύτερη, το αντιλήφθηκε από την πρώτη ρουφηξιά. Φαινόταν καθαρά πως τα σύγχρονα κλιματιστικά και οι ιονιστές του σκάφους έκαναν πολύ καλή δουλειά. Νιώθοντας ένα κύμα θριάμβου να γεμίζει την ψυχή του, ξανάκλεισε το καπάκι και κούρνιασε στη θέση του. Σιγά-σιγά κάποιες ατομικές του ανάγκες είχαν αρχίσει να κάνουν έντονα αισθητή την παρουσία τους, εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να συγκρατηθεί, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που θα γίνονταν αφόρητα πιεστικές...

Δεν υπάρχουν σχόλια: