Σελίδες

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ


ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ


                               ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΨΙΣΤΟ


        Στο μυαλό του  Ζαχαρία πάντοτε έμπαιναν ιδέες. Ήταν μια από τις πτυχές του ανήσυχου χαρακτήρα του. Όταν ήταν έξι μόλις χρόνων, του είχε μπει η ιδέα ότι ήταν… εξωγήινος. Έβλεπε κάποιες σειρές Ε.Φ. στη τηλεόραση και το είχε δέσει κόμπο ότι κι ο ίδιος ήταν από άλλον πλανήτη. Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου, να του λένε οι γονείς του, εμείς σε έχουμε γεννήσει, εκείνος όμως τίποτα. Πίστευε ότι του έλεγαν ψέματα, μέχρι την ημέρα που του έδειξαν μια φωτογραφία με τον Ε.Τ., οπότε πείστηκε ότι εκείνος ήταν ο εξωγήινος και ο ίδιος ήταν γέννημα θρέμμα της γης, οπότε και απαλλάχτηκε οριστικά από την εξωφρενική ιδέα του εξωγήινου. Στα δέκα του χρόνια, του είχε κολλήσει η ιδέα ότι μόλις γινόταν είκοσι ετών θα πέθαινε. Άλλος καημός αυτός για τους έρημους γονείς του. Είδαν και έπαθαν μέχρι να τον πείσουν ότι κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει την ημερομηνία του θανάτου του. 
    Λίγο πριν τα δέκατα τρίτα γενέθλιά του, του κόλλησε η ιδέα ότι κάποτε θα γινόταν πρωθυπουργός. Αυτό ίσως δεν ήταν κατ’ ανάγκην κακό και οι γονείς του αυτή τη φορά δεν ανησύχησαν για τον κανακάρη τους. Απεναντίας μάλιστα χάρηκαν που διαπίστωσαν ότι ο γιος τους έβαζε πολύ ψηλά τον πήχη της προσωπικής του επιτυχίας. Ήταν κάτι πολύ ενθαρρυντικό για τους ευτυχείς γονιούς του, οι οποίοι πίστεψαν ότι επιτέλους το αγοράκι τους είχε ωριμάσει και είχε ισορροπήσει πνευματικά.
    Πραγματικά, ο Ζαχαρίας, αν και πολύ μικρός σε ηλικία, άρχισε να διαβάζει άρθρα και σχόλια πολιτικών αναλυτών σε εφημερίδες και περιοδικά, να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις της ολομέλειας της Βουλής και να… σχεδιάζει τον τρόπο με τον οποίον θα κυβερνούσε τη χώρα μόλις γινόταν πρωθυπουργός. Κανονικά οι γονείς του θα έπρεπε να ανησυχήσουν για μια τόσο αφύσικη συμπεριφορά, δυσανάλογη της ηλικίας του, εκείνοι όμως αποδείχτηκαν κοντόφθαλμοι και το θεώρησαν σαν ένα ακόμα παιχνίδι του γιου τους. Άσε δε που δεν έβλεπαν με άσχημο μάτι μια τέτοια προοπτική.
    Όλα καλά, έλα όμως που, αυτή του η εμμονή, τον ανάγκασε να μεταπηδήσει σε μιαν άλλη, εντελώς εξωφρενική αυτή τη φορά. Παρακολουθώντας μια μέρα στην τηλεόραση την ομιλία του προέδρου της κυβέρνησης, τον άκουσε να λέει ότι μίλησε με το Θεό! Ε, τι ήταν να  ακούσει έναν τέτοιο ισχυρισμό; Από τη στιγμή εκείνη, το έδεσε κόμπο ότι κι εκείνος θα μιλούσε με τον Ύψιστο. Το θεώρησε σαν καθήκον του, αφού το είχε βέβαιο ότι κάποτε θα γινόταν και ο ίδιος πρωθυπουργός, να μιλήσει με την Μεγαλοσύνη Του. Άλλωστε, είχε τόσα πολλά να τον ρωτήσει.
    Τον τρόπο τον γνώριζε καλά. Από μικρός είχε γαλουχηθεί στη θρησκεία, στο γονάτισμα μπροστά στις εικόνες και στην προσευχή, με μοναδικό παράπονό του ότι, στις παρακλήσεις του προς τον Θεό, δεν είχε πάρει ποτέ απάντηση από Εκείνον, αυτή τη φορά όμως ήταν αποφασισμένος να πάρει. Αφού οι άλλοι μιλούσαν μαζί Του, θα μιλούσε κι εκείνος.
    Ένα βράδυ, αμέσως μετά το δείπνο, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, αποφασισμένος να εκτελέσει το σχέδιο που είχε κατά νου. Γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι που κοσμούσε τον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι του, σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του και άρχισε να προσεύχεται.
    «Θεούλη μου, εσύ που νοιάζεσαι και φροντίζεις για όλον τον κόσμο και ακούς τις προσευχές μας, ρίξε για λίγο το βλέμμα σου και στο σπιτικό μας».
    Έκανε μια μικρή παύση και, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να συνεχίσει, άκουσε μια βροντερή φωνή να του λέει: «Σε ακούω, τέκνον μου. Τι ακριβώς ζητάς από μένα;»
    Ο Ζαχαρίας απόρησε, αμφιταλαντεύτηκε για λίγο και, στο τέλος, μόνον που δεν κατουρήθηκε από τη χαρά του. Του φαινόταν απίστευτο που είχε καταφέρει να του μιλήσει ο ίδιος ο Θεός. Και να που τώρα του δινόταν η μοναδική ευκαιρία να του εκφράσει τις σκέψεις του, τις επιθυμίες του και τα παράπονά του.
    «Να, Κύριε, θα ήθελα να έχεις καλά την οικογένειά μου και να με βοηθήσεις να πραγματοποιήσω το όνειρό μου».
    «Ποιο όνειρο, αυτό του να γίνεις πρωθυπουργός;»
    Ο Ζαχαρίας εντυπωσιάστηκε. Χωρίς να του το έχει αποκαλύψει, ο Ύψιστος το είχε καταλάβει. Τώρα πια ήταν βέβαιος ότι μιλούσε με τον ίδιο το Θεό.
    «Μάλιστα, Κύριε», μουρμούρισε με φανερή συγκίνηση.
    «Εγώ θα σε βοηθήσω», άκουσε το Θεό να του λέει, «αλλά να ξέρεις ότι πρέπει να προσπαθήσεις κι εσύ».
    «Εντάξει, Κύριε και θεέ μου. Γι’ αυτό μπορείς να μείνεις ήσυχος. Θα ήθελα όμως να μάθω και κάτι άλλο. Γιατί μερικά παιδάκια υποφέρουν; Δεν μπορείς να κάνεις κάτι και γι’ αυτά;»
    «Μου είναι δύσκολο να βοηθώ όσους δεν μου το ζητούν».
    «Μα, εγώ γνωρίζω ένα παιδί που η οικογένειά του πεινάει και ξέρω ότι εκείνο προσεύχεται κάθε βράδυ σε Σένα και σου ζητάει βοήθεια. Αυτό το πλάσμα δεν μπορείς να το βοηθήσεις;»
    «Άκουσε, τέκνον μου. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο τα νομίζεις. Πιθανόν κάποιος από την οικογένειά του να είναι αμαρτωλός, οπότε εγώ υποχρεώνομαι να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά. Αν εξομολογηθούν και μετανοήσουν όλα τα μέλη της οικογένειας, τότε μόνον θα μπορέσω να επέμβω».
    Δεν έχει και άδικο, συμφώνησε νοερά ο Ζαχαρίας. Ας τον ρωτήσω τώρα και για τον κυρ-Νώντα, τον γείτονά μας, που σκοτώθηκε προχθές σε τροχαίο: «Γνώριζα έναν συνταξιούχο, έναν πολύ καλό άνθρωπο, θρησκευόμενο, πράο, ευγενικό, ο οποίος δεν είχε πειράξει ποτέ ούτε κουνούπι, προχθές όμως έπεσε σε μια κολώνα με το αυτοκίνητό του και σκοτώθηκε. Γιατί του συνέβη κάτι τόσο τρομερό; Τι είχε κάνει και τιμωρήθηκε έτσι; Δεν θα ήταν σωστό και δίκαιο να τον σώσεις;»
    «Είσαι μικρός, τέκνον μου, και δεν μπορείς να τα καταλάβεις όλα. Ο κυρ-Νώντας ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία και δυσκολευόταν να οδηγήσει. Αν τον έσωζα από αυτό το τροχαίο, το πιθανότερο ήταν να ξανακάνει ατύχημα και να πάρει και κάποιον άλλον άνθρωπο στον λαιμό του. Τουλάχιστον έτσι, έφυγε μόνος του και σώθηκε κάποιος άλλος. Εξάλλου, λόγω της υποδειγματικής διαγωγής του, τον έχω ήδη πάρει στον παράδεισο. Μπορεί λοιπόν να μην σώθηκε η ζωή του, σώθηκε όμως η ψυχή του».
    Πράγματι ο Θεός είναι σοφός και μεγαλόψυχος, συλλογίστηκε ο Ζαχαρίας. Τα προβλέπει όλα και προνοεί για όλους τους ανθρώπους. Έχουν δίκιο οι χριστιανοί που τον πιστεύουν, τον λατρεύουν  και τον προσκυνούν.
    Ετοιμάστηκε να τον ρωτήσει και για τον αγαπημένο του παππού, ο οποίος είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν. Είχε μεγάλη περιέργεια να μάθει αν ο μακαρίτης είχε πάει στον παράδεισο. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει αλλά, αυτό που επακολούθησε, τον σάστισε και τον υποχρέωσε να ανοίξει τα μάτια του, που όλη εκείνη την ώρα τα κρατούσε κλειστά. Αναρωτήθηκε, τι μπορούσε να ήταν αυτό που του συνέβαινε; Είχε παραισθήσεις;
    «Ζαχαρία, ακόμα κοιμάσαι;» είχε ακούσει μια φωνή να του λέει και ήταν βέβαιος ότι εκείνη δεν ήταν η φωνή του Θεού. Έμοιαζε περισσότερο με την φωνή της μητέρας του. «Σήκω επιτέλους, βρε αγόρι μου, γιατί δεν θα προλάβεις να πας έγκαιρα στο σχολείο».