Ένα μικρό αφήγημα από τη σειρά ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ.
4. ΝΥΜΦΕΥΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Το πληροφορήθηκε από τη μητέρα της και
μόνον που δεν πέταξε από τη χαρά της. Επιτέλους, το όνειρό της για σπουδές στην
πρωτεύουσα, θα γινόταν πραγματικότητα. «Θα πας στην Αθήνα, να σπουδάσεις
νοσοκόμα», της είπε η μητέρα της, γυρίζοντας στο σπίτι από την εκκλησία. «Μου
το πρότεινε σήμερα ο ίδιος ο πάτερ-Ιάκωβος, προθυμοποιημένος να μας βοηθήσει,
καθώς γνωρίζει καλά την άθλια οικονομική μας κατάσταση».
Ύστερα από δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια μίζερης
ζωής στη γενέτειρά της, ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου, θα επισκεπτόταν
για πρώτη φορά την πρωτεύουσα και θα έμενε εσωτερική για τέσσερα χρόνια, στο
οικοτροφείο της σχολής αδελφών νοσοκόμων της εκκλησίας στα Πατήσια. Θα έδινε
βέβαια εξετάσεις, αλλά δεν ανησυχούσε για το αποτέλεσμα, αφού τα μαθήματα στα
οποία θα εξεταζόταν τα είχε καλά διαβασμένα. Ενθουσιάστηκε με αυτήν την νέα,
ελπιδοφόρα προοπτική. Αφενός, επειδή της άρεσε το επάγγελμα της νοσοκόμας, και
αφετέρου, επειδή θα έμενε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην πλανεύτρα Αθήνα,
την οποίαν την γνώριζε μόνον από φωτογραφίες. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, τα
στενά όρια της επαρχίας την έπνιγαν, την ανάγκαζαν να νιώθει ασφυξία, χώρια που,
οι προοπτικές για βελτίωση της εξαθλιωμένης διαβίωσής της, φάνταζαν ανύπαρκτες.
Κι εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα, ένιωσε τη ζωή της να αλλάζει. Μια
ολοκαίνουρια σελίδα ανοιγόταν στο κεφάλαιο της ταλαίπωρης ύπαρξής της, μια
σελίδα που προμήνυε κάποια λίγο άγνωστα, αλλά πιθανόν σημαντικά και αξιόλογα νέα
δεδομένα για το μέλλον της.
Η Ηλέκτρα ήταν το δεύτερο παιδί μιας
πολύτεκνης οικογένειας. Είχε έναν μεγαλύτερο κατά δυο χρόνια αδελφό, ο οποίος
υπηρετούσε την θητεία του, και άλλες τρεις μικρότερες αδελφές, στις οποίες είχε
παρασταθεί σαν μητέρα, όταν η μάνα τους έλειπε σχεδόν όλη μέρα, δουλεύοντας στα
χωράφια. Παρόλα αυτά, και παρόλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, είχε
καταφέρει και είχε τελειώσει το λύκειο. Και να που, τώρα, το απολυτήριο της
μέσης εκπαίδευσης θα της φαινόταν χρήσιμο για το μεγάλο άλμα που επρόκειτο να
κάνει.
Κάνοντας νοερά μια αναδρομή στα γεγονότα
των τελευταίων ετών, ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη στην μητέρα της, γιατί, όταν
μερικά χρόνια πριν, η αφεντιά της ήθελε να παρατήσει το σχολείο, εκείνη επέμενε
πιεστικά να το συνεχίσει. Και η επιμονή της είχε φέρει αποτέλεσμα. Έτσι, πολύ
σύντομα, εκτός από τον τίτλο του ακαδημαϊκού πολίτη, η Ηλέκτρα θα αποκτούσε και
την ιδιότητα της φοιτήτριας.
Μετέβη στην Αθήνα με τη μητέρα της και
φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός στενού συγγενούς τους. Έμαθαν το δρομολόγιο για τη
σχολή και για αρκετές μέρες πηγαινοέρχονταν για την τακτοποίηση των
διαδικαστικών θεμάτων. Η Ηλέκτρα έδωσε τις υποχρεωτικές εξετάσεις και, όταν
βγήκαν τα αποτελέσματα, έμαθε με ανακούφιση ότι είχε περάσει. Ύστερα από αυτό, τακτοποιήθηκε στο οικοτροφείο,
ελευθερώνοντας έτσι και την μητέρα της, η οποία επέστρεψε στο χωριό.
Η προσαρμογή της στο νέο περιβάλλον έγινε
σταδιακά, όμως ο αρχικός ενθουσιασμός της άρχισε σιγά-σιγά να ξεθυμαίνει. Ο
στρατιωτικός τρόπος ζωής, ο λιγοστός ελεύθερος χρόνος λόγω των πολλών μαθημάτων
και της συνεχούς παρακολούθησης εκκλησιαστικών τελετουργικών (σχολή της
εκκλησίας γαρ), είχαν αρχίσει να την κουράζουν. Αναρωτιόταν πώς θα άντεχε αυτήν
την τόσο μονότονη και ανιαρή ζωή για τέσσερα ολόκληρα χρόνια και παρηγοριόταν
μονάχα στη σκέψη ότι τουλάχιστον τις Κυριακές μετά τον εκκλησιασμό, μπορούσαν
να βγουν για λίγες ώρες έξω.
Ένα άλλο στοιχείο που την παρηγόρησε και
την ανέβασε λίγο ψυχολογικά, ήταν η συγκατοίκησή της με δυο κορίτσια, το ίδιο
φιλελεύθερα πνεύματα σαν κι εκείνην. Έβγαιναν μαζί τις Κυριακές και
επισκέπτονταν τα αξιοθέατα της πρωτεύουσας, κι αυτό ήταν ένα επιπλέον στοιχείο
που μετρίαζε κάπως την μονοτονία των υπολοίπων ημερών της εβδομάδας.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο όταν,
μετά από αρκετό καιρό και λόγω του αυθορμητισμού που την χαρακτήριζε,
ειρωνεύτηκε τρεις θεούσες συμφοιτήτριές της. Ένα μεσημέρι, επιστρέφοντας στους
κοιτώνες τους από το μάθημα, πρόσεξε ότι οι τρεις αυτές κοπέλες φορούσαν βέρα
στο δεξί τους χέρι. Παραξενεύτηκε και τόλμησε να τις ρωτήσει: «Κορίτσια, γιατί
φοράτε βέρα;»
Εκείνες, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ηλίθιο
ύφος, ανασήκωσαν τους ώμους και απάντησαν με μια φωνή: «Μα είμαστε παντρεμένες
με το Χριστό».
Η Ηλέκτρα έμεινε να τις κοιτάζει με ανοιχτό
το στόμα. Δυσκολεύτηκε να πιστέψει εκείνο που είχε ακούσει. Το ήξερε ότι ήταν
θρησκόληπτες, τόση όμως ανοησία από μέρους τους δεν την περίμενε. Ο απείρου
κάλλους διάλογος που επακολούθησε, ήταν αποτέλεσμα του εκρηκτικού ταμπεραμέντου
της και της αθυροστομίας της.
«Α, μάλιστα! Και δεν μου λέτε, βρε
κορίτσια, σεξουαλικά πώς την βρίσκετε μαζί του; Σας πηδάει όλες μαζί, ή πηδάει
την κάθε μια ξεχωριστά;»
Εκείνες αναψοκοκκίνησαν, κοίταξαν με
έκπληξη η μια την άλλη και της απάντησαν όλες μαζί: «Δεν ντρέπεσαι λιγάκι, βρε
παλιοθήλυκο, να χλευάζεις τον Ιησού; Θα πέσει φωτιά και θα σε κάψει».
«Ναι, τώρα με φοβίσατε», συνέχισε να τις
ειρωνεύεται η Ηλέκτρα. «Μα τι θέλατε να σας πω, όταν ξεστομίζετε τέτοιες
σαχλαμάρες; Άκου, είμαστε παντρεμένες με το Χριστό; Κι εγώ είμαι θρησκευόμενη,
κι εγώ πιστεύω στο θεό, αλλά τέτοιες παλαβομάρες δεν λέω. Μήπως έχετε πάθει
παράκρουση;»
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Παρουσίαση
στην διευθύνουσα της σχολής, επίπληξη και μηνιαία απαγόρευση εξόδου. Η όλη
εκείνη ιστορία είχε σαν κατάληξή της το χωρισμό των σπουδαστριών της σχολής σε
δυο ομάδες. Η πρώτη και με μεγαλύτερο αριθμό μελών, υποστήριζε τις θεούσες, η
δεύτερη τάχτηκε με το μέρος της Ηλέκτρας. Σε κάθε ευκαιρία, τα πειράγματα και
οι ειρωνείες έπεφταν βροχή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αναταραχή και ένα
πολύ αρνητικό κλίμα, το οποίο δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από τη διεύθυνση. Έτσι, σε μια
προσπάθεια εκτόνωσης της κρίσης, αποφασίστηκε η απαγόρευση ανταλλαγής
πειραγμάτων και ύβρεων και η ποινή για τους παραβάτες θα ήταν η αποπομπή τους
από τη σχολή. Έκτοτε, τα πνεύματα ηρέμησαν και η Ηλέκτρα χαμήλωσε τους τόνους,
φοβούμενη μήπως εκδιωχθεί από τη σχολή και χάσει την ευκαιρία να κάνει κάτι
θετικό στη ζωή της.
Όταν μετά από χρόνια, παντρεμένη πια και με
παιδιά, συνάντησε τη μια από τις δυο συγκατοίκους της στο οικοτροφείο, έμαθε
για την κατάληξη των τριών… συζύγων του Ιησού. Η πρώτη δεν άσκησε ποτέ το
επάγγελμα της νοσηλεύτριας και κλείστηκε σε μοναστήρι, η δεύτερη έγινε νοσοκόμα
στο νοσηλευτικό ίδρυμα των κληρικών και η τρίτη αυτοκτόνησε λόγω… ερωτικής
απογοήτευσης.
Στενοχωρήθηκε, αλλά, για μια
ακόμα φορά, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον αυθορμητισμό της και να μην
εκδηλώσει την αιρετική σκέψη της: «Κρίμα
για την Αθανασία. Πραγματικά λυπήθηκα πολύ, αλλά πιστεύω ότι τιμωρήθηκε από το
Χριστό, επειδή τόλμησε να τον… απατήσει".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου