Σελίδες

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

     Ο Μάριος και η Μάρθα επέστρεψαν στο σπίτι τους, αφήνοντας πίσω τους τον χώρο παραμονής φερέτρων, στενοχωρημένοι αφάνταστα, για τον άδικο χαμό του Μαρίνου. Ο καλός τους φίλος, αν και δεν ήταν ακόμα ούτε πενήντα χρόνων, ούτε είχε εμφανίσει ποτέ συμπτώματα καρδιοπάθειας, την προηγούμενη ημέρα είχε πάθει έμφραγμα και είχε πεθάνει ακαριαία, πριν καν προλάβουν να τον διακομίσουν στο νοσοκομείο. Η κηδεία του θα γινόταν την επόμενη ημέρα και το  ζευγάρι τα είχε φροντίσει όλα για έναν αξιοπρεπή αποχαιρετισμό του φίλου τους, καθώς ο άτυχος εκείνος άνθρωπος δεν είχε ούτε οικογένεια, ούτε στενούς συγγενείς. Συζητώντας, λίγο πριν φύγουν, με τον υπεύθυνο του γραφείου τελετών, τον άκουσαν να τους υπενθυμίζει το θέμα του εισιτηρίου της μεταθανάτιας ζωής. Αυτό βέβαια τους ήταν γνωστό, καθώς είχε θεσμοθετηθεί και είχε επικρατήσει τα τελευταία χρόνια κατά τη διαδικασία της κηδείας και του ενταφιασμού των νεκρών. Η ύπαρξη του χρηματικού ποσού των εκατό ευρώ στις τσέπες του αποδημήσαντος, ήταν αναγκαία και εντελώς επιβεβλημένη, για την μετάβαση του πεθαμένου στον Παράδεισο. Ήταν το εισιτήριό του, για την είσοδό του στον κήπο της Εδέμ, όπως διατυμπάνιζαν οι εκπρόσωποι της θρησκείας. Ισχυρίζονταν μάλιστα ότι, ο ίδιος ο άγιος Πέτρος τους το είχε επισημάνει, καθώς τα τελευταία χρόνια, χάρη στην επιστήμη, είχε καταστεί δυνατή η επικοινωνία των ανθρώπων της Γης με τους ουράνιους πατέρες, ακόμη και με τον ίδιο τον Πάνσοφο Πλάστη των πάντων!

    Μπήκαν στο σπίτι τους, φανερά εξαντλημένοι ψυχικά και σωματικά. Η αυριανή ημέρα θα ήταν ένα ακόμη ψυχικό μαρτύριο! Τα τελευταία χρόνια, ένας-ένας έφευγαν από τη ζωή συγγενείς, γνωστοί και φίλοι. Αν και είχαν φτάσει στο σωτήριο έτος 2048, ο θάνατος δεν είχε ακόμη νικηθεί. Ευτυχώς τουλάχιστον τώρα που, με την πληρωμή ενός μικρού σχετικά αντιτίμου, δινόταν η δυνατότητα στον απελθόντα από τη γήινη ζωή, να μεταβεί στον παράδεισο για να ζήσει ανέμελα εκεί για πάντα!

    Έκαναν μπάνιο, έφαγαν και κάθισαν στον καναπέ να ξεκουραστούν. Είδαν λίγη ώρα τηλεόραση, άκουσαν τις ειδήσεις της ημέρας και λίγο πριν τις έντεκα, αποφάσισαν να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάρθα, πριν φορέσει το νυχτικό της, έκανε μια μικρή επιθεώρηση στην τσάντα της και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Βρήκε ένα πενηντάρικο ξέμπαρκο μέσα στη θήκη της τσάντας και τρομοκρατήθηκε, γιατί κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος και δεν είχε βάλει στις τσέπες του Μαρίνου εκατό ευρώ, αλλά μόνον πενήντα. 

    ''Πω, πω, τι πάθαμε", τσίριξε συγκλονισμένη. "Του βάλαμε μόνο πενήντα, και όχι εκατό ευρώ", είπε στον Μάριο. "Από λάθος δικό μας, ο καλός μας φίλος δεν θα πάει στον παράδεισο, αλλά στην κόλαση".

    "Φτου να πάρει", έκανε ο Μάριος. "Πρέπει να πάμε στο γραφείο κηδειών, να βάλουμε και το άλλο πενηντάρι".

    "Τέτοια ώρα;", αναρωτήθηκε η Μάρθα. "Αφού θα είναι κλειστά και μάλλον κλειδωμένα".

    "Δεν πειράζει", είπε ο Μάριος και σηκώθηκε όρθιος, χαμογελώντας πονηρά. "Βάλε το πανωφόρι σου και πάμε. Ξεχνάς ότι έχω εργαστεί και σε κλειδαράδικο;"

    Μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και ξεκίνησαν για το γραφείο. Δεν ήταν πολύ μακριά και σε πέντε λεπτά είχαν φτάσει. Το άφησαν λίγο πιο πέρα και, τη στιγμή που αποβιβάζονταν, είδαν έναν παπά να βγαίνει από το γραφείο και να κλειδώνει την πόρτα. Κρύφτηκαν πίσω από το αυτοκίνητο για να μην τους δει και, μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, στάθηκαν μπροστά στην είσοδο.

    "Τι ζητούσε αυτός ο παπάς τέτοια ώρα εδώ;" ρώτησε η Μάρθα.

    "Δεν ξέρω", της απάντησε ο Μάριος. "Ελπίζω να το μάθουμε σύντομα"

    Σε δυο λεπτά κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα, και μπήκαν μέσα και οι δύο. Δεν άναψαν φως, για να μη γίνουν αντιληπτοί και στάθηκαν πάνω από το φέρετρο του Μαρίνου. Ο Μάριος άναψε το φως του κινητού του και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του πεθαμένου.

    "Ούτε το άλλο πενηντάρι υπάρχει", είπε στη γυναίκα του, "Το πήρε φαίνεται το λαμόγιο που ήταν πριν από λίγο εδώ μέσα''.

    Στο θάλαμο υπήρχαν άλλοι τρεις νεκροί και ο Μάριος δεν δίστασε να ψάξει κι εκείνων τις τσέπες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλων οι τσέπες ήταν άδειες.

    "Κατάλαβες τώρα, κορίτσι μου, τι συμβαίνει με τους ρασοφόρους; Τα αρπάζουν από παντού. Το μόνο που τους νοιάζει είναι η κονόμα. Κι εμείς οι αφελείς, οι ανόητοι, τρώμε τα παραμύθια τους με το κουτάλι".

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

     Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό της ήρθε η ακατανίκητη επιθυμία να περπατήσει. Της ήρθε έτσι, ξαφνικά, όπως μας έρχονται πολλές φορές διάφορες άλλες επιθυμίες. Ήταν η τέταρτη μέρα από τότε που την έφεραν από την κλινική, κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που  την κυρίευσε τέτοιου είδους επιθυμία. Τις προηγούμενες ημέρες, μόνον τρία πράγματα την ενδιέφεραν, το φαγητό, ο ύπνος και η αφόδευση. Και να που τώρα, ήθελε να περπατήσει.

    «Πώς θα τους φανεί, άραγε, σαν με δουν να περπατώ;», αναρωτήθηκε.

    Χαμογέλασε, καθώς έβλεπε με τη φαντασία της τον εαυτό της, αυτό το μικροσκοπικό, το χαριτωμένο ανθρωπάκι, να στριφογυρίζει με τσαχπινιά και με χάρη ανάμεσα  στα έπιπλα του σπιτιού.

    «Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτα μπροστά στο άλλο», συνέχισε να λέει από μέσα της. «Για φαντάσου την έκπληξή τους, όταν αντιληφθούν ότι έχω την ικανότητα να σκέφτομαι και να εκφράζομαι».

    Πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος, έσμιξε τα λεπτά της φρύδια και μουρμούρισε σιωπηλά: «Θέλει όμως πολύ σκέψη το πράγμα. Στην κατάσταση που βρίσκομαι, δεν είναι και τόσο εύκολο να σηκωθώ και να περπατήσω. Πρέπει να το μελετήσω καλά, πρέπει να βάλω τα δυνατά μου! Θα μπορούσα βέβαια να τους ζητήσω να με βοηθήσουν, αλλά πώς να τους το πώ; Μπορεί να έχω την ικανότητα να σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω».

    Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα, της ήρθε η δεύτερη επιθυμία. Μια επιθυμία πιο δυνατή από την πρώτη. Ήθελε να ανοίξει το στοματάκι της  και να αρχίσει να λέει, να λέει, χωρίς σταματημό, γιατί είχε πολλά να πει. Από εκείνη τη στιγμή, ούτε το  φαγητό, ούτε ο ύπνος την ενδιέφεραν. Ένιωθε ότι, ακόμα και για λίγες ημέρες χωρίς αυτά, θα μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς περπάτημα όμως και ομιλία, δεν θα μπορούσε να ζήσει άλλο.

    Σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις δυο τελευταίες της επιθυμίες. Έμεινε έτσι για λίγη ώρα και μετά, εντελώς ξαφνικά, κατάλαβε ότι ήταν σε θέση να τις πραγματοποιήσει και τις δύο. Το μικρό της στήθος φούσκωσε από υπερηφάνεια. Αισθάνθηκε πολύ δυνατή. Ήταν πλέον απόλυτα σίγουρη ότι, και όποια άλλη φυσιολογική επιθυμία της ερχόταν, θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Τι φυσιολογική; Ακόμα και υπερφυσική να ήταν, το ένιωθε καθαρά ότι βρισκόταν μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της.

    Δεν θέλησε να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί μια παράλογη, μια δύσκολη για τα ανθρώπινα δεδομένα επιθυμία. Προς το παρόν, αρκέστηκε στις δύο πρώτες, φαινομενικά απλές επιθυμίες, και βάλθηκε να τις μεταφέρει από το  χώρο της σκέψης, στο χώρο της πραγματοποίησης.

    Πιάστηκε προσεκτικά από τα κάγκελα της βρεφικής της κούνιας, σηκώθηκε αργά-αργά και, αφού πρώτα τα πήδηξε με ευκολία, βρέθηκε να στέκεται όρθια δίπλα στο κομοδίνο.

    «Το πρώτο βήμα έγινε», τσίριξε θριαμβευτικά! «Ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω».

    Έκανε με μεγάλη προσοχή μερικά αδέξια βήματα, αλλά σταμάτησε απότομα, γιατί η ψυχή της είχε πλημμυριστεί από μεγάλη συγκίνηση, καθώς συνειδητοποίησε ότι, όχι μόνον είχε περπατήσει, αλλά είχε μιλήσει κιόλας! Οι  λέξεις που είχαν σχηματιστεί μέσα στο μυαλό της, δεν έμειναν κλεισμένες εκεί, αλλά μεταφέρθηκαν αστραπιαία μέχρι το  φωνητικό της όργανο. Η  φράση ΄΄το πρώτο βήμα έγινε, ας δοκιμάσω τώρα και να περπατήσω΄΄, ακούστηκε σιγά, αλλά σταθερά, μέσα στο μικρό υπνοδωμάτιο, από μια λεπτή, χαριτωμένη φωνούλα, τη φωνούλα της!

 

    Το απόγευμα της αμέσως επόμενης ημέρας, της ήρθε μια άλλη, καθόλου παράξενη ή αφύσικη επιθυμία. Ήταν η επιθυμία που έχει κάθε λογικός και σκεπτόμενος άνθρωπος, όταν αρχίζει να καταλαβαίνει. Ήθελε να μάθει να διαβάζει και να γράφει! Το περπάτημα και η ομιλία δεν την συγκινούσαν πλέον ιδιαίτερα. Η ανάγνωση και το  γράψιμο ήταν άλλου είδους εμπειρία, ήταν το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ του ανθρώπινου πολιτισμού! Ήταν συγκλονιστικό να ανοίγεις ένα βιβλίο και να έχεις ολόκληρο τον κόσμο μπροστά στα μάτια σου. Μπορούσες θαυμάσια να ταξιδέψεις σε οποιοδήποτε μέρος της Γης ή του σύμπαντος, χωρίς να μετακινηθείς καθόλου από το δωμάτιό σου. Μπορούσες εύκολα και ευχάριστα να μεταβείς σε κάποια άλλη, μακρινή χρονικά εποχή. Μπορούσες να μάθεις για χίλια δυο πράγματα, να γνωρίσεις ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, χωρίς να κουνηθείς ρούπι. Ταυτόχρονα, είχες τη  δυνατότητα να εκφράσεις τις σκέψεις, τα αισθήματά σου και τις εμπειρίες σου, απλά και μόνον αποτυπώνοντάς τις σε μια κόλλα χαρτί ή στην οθόνη ενός υπολογιστή!

    Κατεβηκε από το κρεβατάκι της, πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε στα χέρια της ένα ιστορικό βιβλίο και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα.

    «Εύκολο πράγμα το διάβασμα», μονολόγησε. «Έχω την εντύπωση ότι αυτή τη δουλειά, την κάνω εδώ και χρόνια».

    Σε μισή ώρα το είχε διαβάσει όλο. Το επέστρεψε στη θέση του και πήρε ένα άλλο, ένα ταξιδιωτικό. Σε δέκα λεπτά, το είχε διαβάσει και αυτό. Ασχολήθηκε δυο ολόκληρες ώρες με την ανάγνωση βιβλίων και στο διάστημα αυτό ρούφηξε  στην κυριολεξία το περιεχόμενο δεκαπέντε βιβλίων. Στο τέλος, μόλις ένιωσε ότι άρχισε να κουράζεται, παράτησε το διάβασμα κι επέστρεψε στο κρεβάτι της. Άλλωστε, πλησίαζε η ώρα του δείπνου  και δεν ήθελε να την βρει η μητέρα της σηκωμένη από την κούνια της.

    «Αρκετά, για σήμερα», μουρμούρισε, καθώς σκεπαζόταν με το σεντόνι της. «Και αύριο μέρα είναι. Πόσα πράγματα έμαθα όμως και πόσα έχω ακόμα να μάθω! Η καλύτερη, η πιο χρήσιμη επιθυμία που μου έχει έρθει μέχρι σήμερα, είναι αυτή».

 

    Το επόμενο πρωί, αμέσως μετά την αλλαγή πάνας από τη μητέρα της και το ρούφηγμα του γάλακτος, σηκώθηκε κι επισκέφτηκε ξανά τη βιβλιοθήκη. Είχε μεγάλη επιθυμία να διαβάσει περισσότερη ιστορία. Κατέβασε μερικούς τόμους από τα ράφια, κι επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας του κόσμου, στον οποίον την είχαν φέρει. Μέχρι το μεσημέρι είχε μάθει σχεδόν όλη την ιστορία των λαών αυτού του πλανήτη. Στο τέλος, έμεινε ασάλευτη στη θέση της, προσπαθώντας να κατανοήσει αυτά που είχε μάθει για τη Γη και τους κατοίκους της. Επιχείρησε να δώσει μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά που είχε μάθει, όσο όμως κι αν προσπάθησε, στάθηκε αδύνατο.

    Δυστυχώς, η ιστορία της Γης, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελείτο από γεγονότα βίας και αίματος. Εκείνη την ημέρα, στενοχωρήθηκε αφάνταστα με όλα αυτά που είχε μάθει για τον κόσμο που είχε έρθει να ζήσει! Έμαθε για τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, τις δολοφονίες, τις εξοντώσεις ολόκληρων πληθυσμών, τις αδικίες, τις καταστροφές και  όλα τα δεινά της ανθρώπινης ύπαρξης, γεγονότα δηλαδή απίστευτα, απαράδεκτα για έναν πολιτισμένο, υποτίθεται, κόσμο. Που και που μόνο, αυτήν  την μονοτονία της βίας και του αλληλοσπαραγμού, την έσπαγε κάποια επιστημονική ανακάλυψη ή κάποια χρήσιμη εφεύρεση, ή κάποια μεμονωμένη πράξη αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Λίγο έλειψε να πάθει κατάθλιψη. Μα καλά, σε τι κόσμο την είχαν φέρει να ζήσει; Αν μπορούσε, την ίδια κιόλας στιγμή, θα σηκωνόταν να φύγει. Αδυνατούσε να φανταστεί τον εαυτό της συνδεδεμένο συναισθηματικά με έναν τέτοιου είδους κόσμο.

 

    Το πρωινό της έκτης ημέρας άργησε να ξυπνήσει. Ξύπνησε όταν ένιωσε την παρουσία της μητέρας της, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια της, κι έκανε πως κοιμόταν ακόμα. Άκουσε τη μανούλα της να καταπιάνεται με την τακτοποίηση και την καθαριότητα του  δωματίου, και η ίδια, αν και κρατούσε ακόμα τα βλέφαρά της κλειστά, άρχισε βλέπει αμυδρά την επισκέπτρια. Μόλις λίγα λεπτά αργότερα, άρχισε να βλέπει καθαρά τα τεκταινόμενα, παρόλο που δεν είχε ανοίξει καθόλου τα ματάκια της.

    Αυτή τη φορά αισθάνθηκε υπέροχα! Ένιωσε ότι είχε έρθει πια η στιγμή του υπερφυσικού, η αρχή της ολοκλήρωσης!

    «Και να σκεφτείς ότι ήρθε εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς εγώ να έχω εκφράσει  κάποια σχετική επιθυμία», σκέφτηκε με ικανοποίηση.

    Έκανε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσει αυτήν την καινούρια, την υπερφυσική ικανότητά της, και να την βάλει κάτω από πλήρη έλεγχο. Δεν δυσκολεύτηκε να το καταφέρει. Άρχισε μάλιστα να το διασκεδάζει.  Χωρίς να ανοίξει καθόλου τα μάτια της, όποτε ήθελε έβλεπε και όποτε ήθελε όχι. Μπορούσε να βλέπει και από το ένα μόνο μάτι, ή να βλέπει ένα και μοναδικό αντικείμενο, αυτό που συγκεκριμένα ήθελε να δει. Καλαμπούριζε τώρα με τη μητέρα της. Την έβλεπε να πηγαινοέρχεται μέσα σε ένα αόρατο δωμάτιο, κρατώντας ένα ανύπαρκτο   ξεσκονόπανο και ξεσκονίζοντας ανύπαρκτα έπιπλα!

    Η όλη σκηνή ήταν πολύ αστεία, γι’ αυτό και της ξέφυγε ένα μικρό, χαρακτηριστικό γελάκι, που όμως έγινε αντιληπτό από τη μαμά  της. Την είδε λοιπόν κάτω από τα κλειστά βλέφαρά της, να πλησιάζει προς το μέρος της, ακούγοντάς την να σχολιάζει τρυφερά: «Άχου, το μωράκι μου! Ποιος ξέρει άραγε, τι όμορφο όνειρο βλέπει στον ύπνο του και γελάει; Πάω να σου φέρω το γαλατάκι σου, μάτια μου γλυκά. Είναι ώρα πια, για το πρωινό σου!»

 

    Το πρωινό της έβδομης μόλις ημέρας, από τον ερχομό της στη ζωή, ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αισθανόταν παράξενα και η ατμόσφαιρα του μικρού δωματίου της, της προκαλούσε κατάθλιψη! Σηκώθηκε από το κρεβατάκι της και πλησίασε με αργά βήματα στο παράθυρο. Αισθάνθηκε πολύ άσχημα, γι’ αυτό ανέβηκε στην καρέκλα και άνοιξε το τζάμι, για να μπει φρέσκος αέρας. Αυτό που συνέβη αμέσως μετά, τη συντάραξε, την ξάφνιασε και της έφτιαξε τη διάθεση! Για πρώτη φορά στην ολιγοήμερη ζωή της, τα αυτιά της συνέλαβαν κάποιον πρωτόγνωρο ήχο. Από απέναντι, από κάποιο γειτονικό σπίτι ακουγόταν, αρκετά δυνατά, μουσική! Ο ρυθμός εκείνου του τραγουδιού ήταν χορευτικός, γι’ αυτό κι εκείνη άρχισε να λικνίζεται ξέφρενα επάνω στην καρέκλα.

    Έμεινε εκεί, χορεύοντας για αρκετή ώρα, όσο διήρκησε το άκουσμα εκείνων των υπέροχων ήχων. «Να, λοιπόν», μονολόγησε, «που, εκτός από το φαγητό, τα βιβλία και τα ποτά, υπάρχει ακόμη κάτι πολύ ωραίο, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Κι αυτοί, αντί να απολαμβάνουν όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που τους έχει χαρίσει η φύση και η έμπνευση κάποιων συνανθρώπων τους, τρώγονται μεταξύ τους».

    Κοίταξε ψηλά, έξω από το παράθυρο, τον σκεπασμένο με σύννεφα ουρανό, κι ένιωσε μια μεγάλη, μια ακατανίκητη δύναμη να την πλημμυρίζει. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη της, αφού άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Η υπερφυσική εκείνη δύναμη την ευχαριστούσε, την γέμιζε με ένα σωρό ευχάριστα συναισθήματα, αφαιρώντας από μέσα της κάθε αρνητική σκέψη. Η κακοδιαθεσία και η ακεφιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Ένιωσε σαν τον φυλακισμένο, που του δίνουν τα κλειδιά του κελιού του και του λένε: «Όποτε σου  αρέσει, μπορείς να φύγεις».

    Μα, ναι, αυτό ακριβώς θα εκανε. Θα έφευγε. Τα κλειδιά πλέον τα είχε. Το δωμάτιο, τώρα πια, της φαινόταν πολύ πληκτικό, πολύ ανιαρό. Το ίδιο και όλη η Γη, παρόλο που την είχε γνωρίσει μόνον από τα βιβλία. Της ήρθε η επιθυμία της φυγής. Έτσι ξαφνικά, όπως της είχε έρθει η ίδια επιθυμία λίγες μόλις μέρες πριν, τότε που διάβασε την ιστορία της ανθρωπότητας. Το πήρε λοιπόν απόφαση, να φύγει οριστικά. Δεν θα άντεχε να μείνει άλλο εκεί. Εξάλλου, η φυγή της αυτή ήταν πια στο χέρι της, μπορούσε εύκολα να την πραγματοποιήσει!

    Κατέβηκε από  την καρέκλα και πήγε στη βιβλιοθήκη. Πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι, κι έγραψε ένα σημείωμα στη μητέρα της. Το άφησε επάνω στο κρεβάτι, ώστε να φαίνεται καθαρά και, αμέσως μετά, ανέβηκε στο  περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και…!

    Όταν, λίγη ώρα αργότερα, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο και αντιλήφθηκε την εξαφάνιση της, κόντεψε να παραφρονίσει! Δεν πίστευε στα μάτια της! Αρχικά φοβήθηκε ότι το μωρό της είχε πέσει θύμα απαγωγής, όταν όμως είδε το ανοιχτό παράθυρο, φοβήθηκε για το χειρότερο, απορώντας όμως πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ένα τόσο μικρό πλασματάκι σαν εκείνο. Η θέα του σημειώματος, την σάστισε. Το πήρε γεμάτη αγωνία στα χέρια της και άρχισε να το διαβάζει:

    «Μαμά,  σου ζητώ συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να ζήσω άλλο στη Γη! Θα ήθελα πολύ να μείνω μαζί σου, αλλά φοβάμαι ότι δεν θα άντεχα  πολύ! Η Γη, καλή μου μητερούλα, κατοικείται από άρρωστα όντα. Η συμπεριφορά τους είναι χειρότερη και από αυτήν των άγριων ζώων. Φοβάμαι λοιπόν ότι η ασθένειά τους δεν παίρνει  γιατρειά. Δυστυχώς, μανούλα μου, ο πλανήτης είναι καταδικασμένος σε αφανισμό! Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου εκεί που θα πάω, αλλά αυτό είναι αδύνατο!».

    Οι έρευνες που ακολούθησαν δεν απέδωσαν καρπούς, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το μωρό δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε στο δρόμο μπροστά από το παράθυρο, ούτε σε κάποιο άλλο σημείο της ευρύτερης περιοχής! Εξαφανίστηκε, χωρίς να γνωρίζει κανένας πως, κι αυτό ήταν ένα μυστήριο, που δεν θα λυνόταν ποτέ!

 

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ

 

    Ο Τζάκος επί δύο ολόκληρα  χρόνια ασχολείτο με την κατασκευή της μηχανής, με την οποία θα ταξίδευε στο χρόνο, την οποία τελικά κατάφερε να την ολοκληρώσει. Εκτός από τη φαιά ουσία που είχε αναλώσει για να το κατορθώσει, είχε ξοδέψει και όλες του τις οικονομίες. Τα υλικά βλέπεις, για την δημιουργία μιας τέτοιου είδους συσκευής, ήταν πανάκριβα, αυτός όμως δεν πτοήθηκε, γιατί θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος της Γης, που θα ταξίδευε σε κάποια άλλη, μελλοντική εποχή! Το  ευτύχημα ήταν ότι δεν είχε οικογένεια, ούτε κοινωνικές και εργασιακές υποχρεώσεις, οπότε ήταν ελεύθερος να ασχοληθεί με το δημιούργημά του.

     Καθώς διέθετε τις απαραίτητες τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, το είχε θεωρήσει αναγκαίο να προσπαθήσει να κάνει μια μικρή επιθεώρηση στο μέλλον. Του το είχαν επιβάλλει τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Από  τη μια οι πόλεμοι και οι εξεγέρσεις των λαών, και από την άλλη, η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, με επακόλουθο τις καταστροφές που ακολουθούσαν, του είχαν εξάψει τη φαντασία. Ήθελε να μάθει, με αυτόν τον τρόπο, που πήγαινε τέλος πάντων η ανθρωπότητα και ποιό θα ήταν το μέλλον του πλανήτη. Ο ίδιος μπορεί να μην είχε απογόνους, για να νοιαστεί για το μέλλον τους, αλλά αυτό  δεν σήμαινε ότι δεν ενδιαφερόταν για τους απογόνους της γενιάς του. Καλώς ή κακώς, είχε βρεθεί σε έναν πλανήτη, στον οποίον ζούσε ένα νοήμον υποτίθεται ον, και του φαινόταν αδιανόητο να κάθεται και να παρακολουθεί αμέτοχος και αδρανής τα τεκταινόμενα γύρω του. Ο χαρακτήρας του, η ευαισθησία του, η αγάπη του για τον άνθρωπο και για τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη και η υπαρξιακή αγωνία του, του επέβαλλαν να αναρωτηθεί ποιο θα ήταν το μέλλον της ανθρωπότητας και των  υπόλοιπων ζωντανών οργανισμών, ποια θα ήταν η κατάληξη της ζωής. Εξάλλου, θα μάθαινε  για το τι επρόκειτο να συμβεί σε βάθος χρόνου, και αν αυτό βέβαια δεν ήταν καλό, θα του δινόταν η ευκαιρία να το γνωστοποιήσει στους συγχρόνους του, ώστε να πάρουν τα αναγκαία μέτρα, για μια πιο ομαλή, πιο ειρηνική, πιο λογική και  πιο ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο πλανήτης έπρεπε να σωθεί, κι αυτό μόνον η ανίχνευση του μέλλοντος θα μπορούσε να τους συμβουλεύσει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να το καταφέρουν.

    Εκείνο το πρωί, σηκώθηκε νωρίς, ήπιε έναν καφέ και ετοιμάστηκε για το μεγάλο, το απίθανο ταξίδι στο μέλλον. Μπήκε μέσα στο ωοειδές κατασκεύασμά του, παίρνοντας μαζί του και το υπερσύγχρονο κινητό του, έλεγξε τη μπαταρία και τα χειριστήρια του σκάφους και το έβαλε σε λειτουργία. Ρύθμισε το χρόνο στον οποίο ήθελε να βρεθεί, ακριβώς έναν ολόκληρο αιώνα μετά, και πάτησε το πλήκτρο εκκίνησης.

 

    Το ταξίδι εκείνο ήταν πολύ σύντομο. Δευτερόλεπτα μετά, βρέθηκε σε ένα αρχικά άγνωστο σε εκείνον μέρος, έσβησε τον κινητήρα και βγήκε εξω, για να δει το περιβάλλον. Η άκρα ησυχία και η ανυπαρξία ανθρώπων τον παραξένεψαν. Τα οικοδομήματα γύρω ήταν σχεδόν όλα μισογκρεμισμένα, τα λίγα αυτοκίνητα που βρίσκονταν παρκαρισμένα ήταν προφανώς εγκαταλλειμένα και σε άθλια κατάσταση, και το όλο σκηνικό τον  γέμισε με αισθήματα απογοήτευσης και ανησυχίας.

    «Τι γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε. «Πού στο καλό έχουν πάει όλοι; Λες να μην υπάρχει κανένας; Μήπως οι φόβοι μας για εξαφάνιση του είδους μας από τον πλανήτη, να έχουν γίνει πραγματικότητα;»

    Άρχισε να βαδίζει στον πρώτο δρόμο που συνάντησε, κοιτάζοντας με προσοχή δεξιά και αριστερά, αλλά ανθρώπινο ον δεν είδε πουθενά. Τράβηξε και αρκετές φωτογραφίες και βίντεο με το κινητό  του, αλλά τον παραξένεψε και κάτι άλλο, η ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά που οσμιζόταν, δεν του άρεσε καθόλου. Ανησύχησε για την ίδια του την υγεία. Αν ο αέρας ήταν μολυσμένος, κάτι που ήταν πολύ πιθανό, κατάλαβε ότι κινδύνευε και  ο ίδιος. Επομένως, μάλλον δεν θα ήταν φρόνιμο να καθήσει πολλή ώρα εκεί. Έκανε μεταβολή, πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τη  χρονομηχανή του. Στην επόμενη γωνία είδε κάτι που τον παραξένεψε. Στην πρόσοψη ενός ισόγειου καταστήματος, διάβασε την επιγραφή που ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα: ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΔΡΟΕΙΔΩΝ.

    Αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένα κάποιου είδους συνεργείο, που χρησιμοποιείτο παλιά από ανθρώπους για το σέρβις των ρομπότ, όταν όμως πρόσεξε ότι στο βάθος υπήρχε κινητικότητα, αναθάρρησε. «Επιτέλους», σκέφτηκε,  «θα συναντήσω και κάποιον, για να με πληροφορήσει, τι ακριβώς έχει συμβεί στον ταλαίπωρο πλανήτη μας».

    Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, αυτό που είδε όμως τον εξέπληξε. Ένα ρομπότ βρισκόταν ξαπλωμένο πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο πάγκο, και ένα άλλο ρομπότ στεκόταν από πάνω του και το μαστόρευε. Φωτογράφησε την απίθανη εκείνη εικόνα, τη στιγμή που το όρθιο ρομπότ αντιλήφθηκε την παρουσία του και γύρισε να δει ποιος ήταν. Το άψυχο κατασκεύασμα, μόλις τον είδε, παράτησε κάτω το εργαλείο που κρατούσε και  αναφώνησε με τρόμο: «Βοήθεια, ένα φάντασμα».

    «Δεν είμαι φάντασμα», προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο Τζάκος. «Άνθρωπος ζωντανός είμαι».

    «Αποκλείεται», τσίριξε με τη μεταλλική φωνή του το ρομπότ. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Οι τελευταίοι, οι λίγοι που επέζησαν από τον μεγάλο πόλεμο, πέθαναν από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας».

    Ο Τζάκος, μόλις το άκουσε, κόνεψε να πάθε έμφραγμα. Τελικά οι φόβοι του είχαν επαληθευτεί. Οι άνθρωποι της Γης, κάπου στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, είχαν καταφέρει να σβήσουν οριστικά την παρουσία τους από το χάρτη.

    «Δηλαδή, δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σήμερα στον πλανήτη;» τόλμησε να ρωτήσει.

    «Όχι βέβαια», του  απάντησε το ρομπότ, «Και απορώ από που ξεφύτρωσες εσύ. Πως κατάφερες να επιζήσεις;»

    «Εγώ έρχομαι από άλλη εποχή», του απάντησε ο Τζάκος. «Πίστεψέ με, είμαι αληθινός άνθρωπος και όχι φάντασμα».

    «Εντάξει, σε πιστεύω», του είπε το ρομπότ, «φρόντισε όμως να εξααφανιστείς γρήγορα από  εδώ, γιατί κανένα έμβυο ον δεν μπορεί  πλέον να επιζήσει στον πλανήτη. Δεν υπάρχει τροφή, ούτε καθαρό νερό, ούτε καθαρός αέρας. Οπότε, αν μείνεις ακόμα μερικές ώρες, μετά θα  πρέπει το πτώμα σου να το τρέχω στα αποτεφρωτήρια».

    ΟΤζάκος δεν αμφέβαλλε ότι το άψυχο εκείνο κατασκεύασμα του έλεγε την αλήθεια. Έτσι, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον μεταλλικό φίλο του, επέστρεψε στη χρονομηχανή του, την έβαλε σε λειτουργία και ξαναγύρισε στην εποχή του.

    Η πρώτη του δουλειά, μόλις εγκατέλειψε το σκάφος και πέρασε στο δωμάτιό του, ήταν να ανοίξει τον υπολογιστή του, να καταχωρήσει τις φωτογραφίες και τα βίντεο που είχε πάρει από εκείνο το σύντομο, αλλά τόσο ψυχοφθόρο ταξίδι  του στο μέλλον, και αμέσως μετά να τα δημοσιεύσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γράφοντας κι ένα μικρό κείμενο από την απίθανη εκείνη εμπειρία του για το μέλλον της ανθρωπότητας, ελπίζοντας στον προβληματισμό και την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων της εποχής του.

    Λίγη ώρα αργότερα δέχτηκε την επίσκεψη του φίλου του Ιάκωβου, ο οποίος ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε από πριν το επιχείρημα του  Τζάκου. Αφού πρώτα χαιρετήθηκαν, ο Ιάκωβος του είπε με θλίψη: «Χάρηκα που επέστρεψες σώος και αβλαβής από αυτό το τολμηρό ταξίδι, αλλά στενοχωρήθηκα αφάνταστα από αυτό που έμαθα ότι θα συμβεί στο μέλλον».

    «Ασφαλώς θα είδες και θα διάβασες την ανάρτησή μου στο ίντερνετ, έτσι δεν είναι;» σχολίασε ο Τζάκος.

    «Ναι, και γι’αυτό άλλωστε βρίσκομαι τώρα εδώ. Αυτό που θα συμβεί στην ανθρωπότητα στο μέλλον, με σοκάρισε πολύ, πιο πολύ όμως με σύγχισε η αντίδραση των συγχρόνων μας, διαβάζοντας την ανάρτησή σου. Θα διάβασες κι εσύ τα απαράδεκτα σχόλιά τους. Προφανώς, θα την θεώρησαν φτιαχτή, ψεύτικη και δημιούργημα της φαντασίας σου, γι’ αυτό και έγραψαν σχόλια υβριστικά, ειρωνικά, χλευαστικά και υποτιμητικά.

Δυστυχώς, φίλε μου Τζάκο, συνειδητοποίησέ το, ότι δεν υπάρχει σωτηρία».