Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημά μου
Η Μαρία πάλι δεν έδινε δεκάρα για τις επενδύσεις του άντρα της. Έχοντας, από τη μια στιγμή στην άλλη βουτηχτεί μέσα στο χρήμα, έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Τα παθήματα του παρελθόντος δεν της είχαν γίνει μάθημα. Είχε νοσήσει από την αρρώστια του νεοπλουτισμού και νόμιζε ότι όλος ο κόσμος ήταν απλωμένος μπροστά στα πόδια της και πως η ζωή ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Κατανάλωνε το χρόνο της μεταξύ αγοράς και εκκλησίας. Δεν υπήρχε μέρα που να μην ψώνιζε κάποιο αντικείμενο, τις περισσότερες φορές άχρηστο, τις δε Κυριακές επισκεπτόταν ανελλιπώς τον ενοριακό ναό τους, για να προσευχηθεί στο Θεό για τα αγαθά που τους είχε απλόχερα προσφέρει. Θεωρούσε τον εαυτό της και την οικογένειά της ευλογημένους, αδιαφορώντας αν κάποιοι άλλοι άνθρωποι που εκκλησιάζονταν μαζί, ζούσαν μέσα στη δυστυχία και την ανέχεια. Τη διάκριση αυτή του Θεού στα πλάσματά του, την απέδιδε σε παράγοντες που σχετίζονταν με τον αμαρτωλό χαρακτήρα ορισμένων. Εκείνη δεν είχε πειράξει ποτέ ούτε μυρμήγκι, εκτελούσε ανελλιπώς και με ευλάβεια τις διδαχές των γραφών και τα θρησκευτικά της καθήκοντα, γι’ αυτό και πίστευε ότι ανταμειβόταν από τον Μεγαλοδύναμο. Ήταν απόλυτα πεπεισμένη ότι οι προσευχές της έπιαναν τόπο.
Της το είχε επιβεβαιώσει και ο εφημέριος. Δεν είχε δυσκολευτεί να την πείσει ότι όσο παρέμενε πιστή και ανοιχτοχέρα, ο Θεός θα συνέχιζε να την επιβραβεύει και να της χαρίζει όλα τα καλά του κόσμου, κι εκείνη βέβαια πάλι δεν τον είχε αφήσει έτσι. Όταν, για παράδειγμα, έμαθε ότι το αυτοκίνητό του είχε χαλάσει, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει οικονομικά, ώστε να μπορέσει να αγοράσει άλλο. Εκτός αυτού, οι προσφορές της στην εκκλησία, αλλά και στον ίδιο τον ιερέα, δίνονταν συχνά και χωρίς φειδώ.
Ο άντρας της δεν συμμεριζόταν αυτή τη συνεχιζόμενη σπατάλη της συμβίας του, ούτε και τον ενθουσίαζε η εξάρτησή της από τη θρησκεία και τους εκμεταλλευτές της, έκανε όμως τα στραβά μάτια, γιατί αυτή η κατάσταση εξυπηρετούσε και τον ίδιο. Όσο εκείνη ξόδευε για τον εαυτό της, έβρισκε κι αυτός τη δικαιολογία να ξοδεύει αφειδώς από τα χρήματα που είχαν κληρονομήσει, με σκοπό τις επικερδείς επενδύσεις, όπως ισχυριζόταν, ασχέτως αν η τοποθέτηση των χρημάτων τους αργούσε να αποδώσει.
Κι εντελώς ξαφνικά, ένα απλό τηλεφώνημα μέσα στην ανεμελιά ενός ευχάριστου, ανοιξιάτικου πρωινού, μετέτρεψε την επίπλαστη ευτυχία σε μιαν ανείπωτη δυστυχία. Μετέτρεψε σε μηδέν χρόνο το όνειρο σε εφιάλτη. Η υποτιθέμενη ευδαιμονία που επικρατούσε το τελευταίο διάστημα μέσα σ’ εκείνο το πολυτελές διαμέρισμα, σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα, μετουσιώθηκε σε μιαν άνευ προηγουμένου τραγωδία.
«Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση», άκουσε η Μαρία τον αξιωματικό της τροχαίας να της ανακοινώνει, «να σας αναγγείλω ότι ο γιος σας έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος».
Η βουβαμάρα της δεν κράτησε πολύ. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, βρήκε το σθένος να ρωτήσει: «Πώς έγινε; Είναι καλά το παιδί;»
«Δυστυχώς…», πρόλαβε μόνο ν’ ακούσει, προτού το ακουστικό φύγει από το χέρι της και πριν η ίδια σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα.
Ο Μπάζας, μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί. Παράτησε την εφημερίδα στο τραπέζι κι έτρεξε πάνω από τη γυναίκα του. Τρόμαξε να τη συνεφέρει και υπέστη κι ο ίδιος νευρικό κλονισμό, όταν πληροφορήθηκε από το στόμα της πως ο γιος τους ήταν νεκρός.
Ήταν λίγη ώρα αργότερα, που εκείνη είχε συνέλθει εντελώς και οι δυο τους έτρεχαν αλλόφρονες στο νοσοκομείο για να παραλάβουν τη σωρό του, όταν η δυστυχισμένη γυναίκα κατέβαλε απεγνωσμένη προσπάθεια να συνδεθεί με την πραγματικότητα. Στιγμές-στιγμές, νόμιζε ότι έβλεπε κάποιο άσχημο όνειρο κι ότι σε λίγη ώρα θα ξυπνούσε και πως όλα θα ήταν όπως πριν. Όμως, τα απότομα σταματήματα και οι ελιγμοί του τρελαμένου συζύγου της, την επανέφεραν σταδιακά στην σκληρή πραγματικότητα. Ο γιος τους ήταν νεκρός, κι εκείνη όφειλε να το αποδεχτεί. Αναρωτιόταν, πού είχαν κάνει λάθος και ο Θεός τους είχε τιμωρήσει τόσο παραδειγματικά; Ποιο ήταν το σφάλμα τους που υποχρέωσε τον Ύψιστο να τους στείλει εκείνο το τόσο σκληρό μήνυμα;
Για πρώτη φορά στη ζωή της, και μέσα από εκείνον τον μεγάλο πόνο της ψυχής της, ένιωσε μια μικρή αμφιβολία για τα πιστεύω της. Απόρησε με την πρακτική του Υπέρτατου Όντος και αναρωτήθηκε μήπως, το τραγικό γεγονός που τόσο απρόσμενα τους είχε συμβεί, δεν ήταν απόρροια άνωθεν εντολής, αλλά κάτι εντελώς συμπτωματικό, κάτι που θα μπορούσε να είχε συμβεί στον καθένα, ανεξαρτήτως του τι πίστευε.
Ο γιος τους, όπως τους εξήγησε αργότερα ένα όργανο του ανακριτικού της Τροχαίας, ανέβαινε τις πολύ πρωινές ώρες με ταχύτητα την οδό Καλλιρόης, έχοντας καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ και μιλώντας στο κινητό, και δεν πρόσεξε τον κόκκινο σηματοδότη με αποτέλεσμα να πέσει με σφοδρότητα επάνω σε ένα κάθετα κινούμενο ημιφορτηγό και να σκοτωθεί ακαριαία. Το ευτύχημα ήταν ότι, λίγο πριν το ατύχημα, είχαν αποβιβαστεί οι δυο επιβαίνοντες στο αυτοκίνητό του, κι έτσι είχε αποτραπεί ένα πολύνεκρο δυστύχημα και, από εντελώς καθαρή τύχη, είχαν σωθεί δυο ζωές. Τελικά, η επιμονή του άσκεφτου νεαρού να επιζητά συνεχώς την έκλυτη ζωή και το ξενύχτι, και η διαρκής αναζήτησή του για ανεύρεση νέων και έξαλλων μεθόδων διασκέδασης, του είχαν φάει το κεφάλι.
Κατά τη διάρκεια της αναγνώρισης του πτώματος, με τα μάτια στεγνά από δάκρυα, κι εν μέσω του επώδυνου και θλιβερού καθήκοντος που της επέβαλε η τυπική αυτή διαδικασία, η Μαρία επεξεργαζόταν νοερά τα δυο συνταρακτικά γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, που είχαν αλλάξει δραματικά τη ζωή της,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου