Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημά μου.
Έμειναν ακόμα λίγη ώρα εκεί, περιεργαζόμενοι το άγαλμα και το εσωτερικό του ναού, κι ύστερα αποχώρησαν. Κατέβηκαν από τον ιερό βράχο και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας κοντά στην αγορά, παρατήρησαν κάτι που τους τράβηξε την προσοχή και τους κίνησε την περιέργεια. Μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων βρισκόταν συγκεντρωμένη στον ανοιχτό χώρο μπροστά από το μεγαλοπρεπές κτήριο της αγοράς και είχε περικυκλώσει δύο άντρες. Πλησίασαν κοντύτερα για να δουν τι συμβαίνει και ένιωσαν να συγκλονίζονται όταν διαπίστωσαν ότι ο ένας από τους δυο άντρες ήταν ο Σωκράτης.
Ο μεγαλύτερος φιλόσοφος όλων των εποχών, φανερά γερασμένος από τα χρόνια και την πολυτάραχη ζωή, στεκόταν όρθιος μπροστά τους και συζητούσε με κάποιο συμπολίτη του. «Δηλαδή, Τιμόξενε», τον άκουσαν να λέει, «ισχυρίζεσαι ότι ο μικρός γιός σου δεν πρέπει να αθλείται, έτσι δεν είναι;»
Ο συνομιλητής του που άκουγε στο όνομα Τιμόξενος, χαμήλωσε το κεφάλι του και είπε: «Μα αφού όλοι μου λένε ότι αυτό είναι το σωστό για το παιδί, εγώ τι πρέπει να κάνω;»
«Μου φαίνεται ότι δεν μου τα λες πολύ καλά, Τιμόξενε», ξίνισε τα μούτρα του ο Σωκράτης, «Γιατί πιστεύεις ότι δεν είναι σωστό και ποιοι είναι αυτοί που σου το λένε;»
Το ενδιαφέρον των δύο νέων από το μέλλον (η Αντιγόνη είχε μείνει πιο πίσω, αφού είδαν ότι καμία γυναίκα δε συμμετείχε στη συζήτηση), είχε κεντριστεί για τα καλά. Τους δινόταν μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουν τη διαλεκτική ικανότητα του Αθηναίου σοφού που ισχυριζόταν ότι, το μόνο που γνώριζε, ήταν το ότι δεν ήξερε τίποτα.
«Δεν είναι σωστό, επειδή ο γιος μου, όπως και συ ο ίδιος γνωρίζεις, έχει μια μικρή σωματική δυσμορφία, γι αυτό και όλοι ανεξαιρέτως με συμβουλεύουν να μην τον στέλνω στο γυμναστήριο».
«Σε πληροφορώ ότι δε μπορείς να με πείσεις για την ορθότητα των ισχυρισμών σου», επέμεινε ο φιλόσοφος. «Εγώ, βέβαια από την πλευρά μου, δεν ισχυρίζομαι ότι το σωστό είναι να τον στείλεις. Σ’ αυτό το θέμα δε μπορώ να σε βοηθήσω. Αναρωτιέμαι όμως, πριν κάνεις κάτι για το οποίο ίσως αργότερα μετανιώσεις πικρά, μήπως θα έπρεπε να συμβουλευτείς κάποιον ειδικό; Γιατί, κακά τα ψέματα, αγαπητέ Τιμόξενε, τη λύση σε κάθε μας πρόβλημα δεν δύναται να μας την προσφέρει η γνώμη των πολλών, αλλά μονάχα η γνώση των ειδικών. Κι επειδή είμαι βέβαιος ότι ενδιαφέρεσαι πραγματικά για το καλό του παιδιού σου, θα ήθελα εδώ, ενώπιον των συμπολιτών μας, να υποσχεθείς ότι θα πράξεις αυτό που θα σου πει ο ειδικός, εντάξει;»
Ο Τιμόξενος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του και απάντησε καταφατικά. Ο Σωκράτης τότε γύρισε προς το συγκεντρωμένο πλήθος που, όσο περνούσε η ώρα, μεγάλωνε και ρώτησε δυνατά. «Υπάρχει μήπως ανάμεσά σας κάποιος γυμναστής, ή, έστω, κάποιος θεραπευτής;»
Κάποιος από το πλήθος σήκωσε το χέρι του. «Εγώ εργάστηκα επί δέκα χρόνια στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου», φώναξε ο άντρας, ένας μεγαλόσωμος χαμογελαστός τύπος.
«Ωραία, λοιπόν», φώναξε ευχαριστημένος ο Σωκράτης και στράφηκε προς το μέρος του Τιμόξενου. «Ας ακούσουμε λοιπόν τι έχει να μας πει αυτός ο άνθρωπος, που, απ’ ότι φαίνεται, γνωρίζει περισσότερα από εμάς τους υπόλοιπους».
«Κανονικά θα πρέπει να δω με τα ίδια μου τα μάτια το παιδί, για να μπορέσω να μιλήσω με σιγουριά για το τι είναι πρέπον γι’ αυτό», είπε ο θεραπευτής, βγαίνοντας μπροστά, «αλλά, εν πάση περιπτώσει, πείτε μου τουλάχιστον πιο ακριβώς είναι το πρόβλημά του».
Η Αντιγόνη παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από κάποια απόσταση και σκεφτόταν ότι, ακόμα κι εκείνη η σχεδόν τέλεια κοινωνία, είχε και τ’ αρνητικά της, ένα από τα οποία ήταν η απαγόρευση στις γυναίκες ν’ ασχολούνται με τα κοινά. Τουλάχιστον, στον τομέα αυτόν, στις περισσότερες κοινωνίες της εποχής της, ο ρόλος της γυναίκας είχε αναβαθμιστεί.
«Έχει μια μικρή δυσκαμψία στο αριστερό του χέρι», εξήγησε ο Τιμόξενος στο θεραπευτή, «και δε μπορεί να το λυγίσει εντελώς, κι αυτό, δυστυχώς, είναι ένα κουσούρι που το έχει από την ημέρα που γεννήθηκε».
Ο θεραπευτής, σκέφτηκε αρκετά πριν μιλήσει. Το πλήθος περίμενε με ανυπομονησία τη γνωμάτευσή του. Μετά από λίγο, εκείνος, αφού πρώτα ανασήκωσε τα χέρια του, κοίταξε στα μάτια το Σωκράτη και είπε: «Έχω την πεποίθηση ότι, στην περίπτωση αυτή, η άθληση, όχι μόνο δεν θα έβλαπτε το νεανία, αλλά ίσως και να τον βοηθούσε να βελτιώσει λίγο την κινητικότητα του χεριού του. Στο κάτω-κάτω, δεν θα έχανε και τίποτα να το δοκιμάσει».
Τα μάτια του πανέξυπνου φιλόσοφου έλαμψαν από ικανοποίηση. Με τη γνωστή του μέθοδο και χωρίς ο ίδιος να έχει εκφράσει την προσωπική του άποψη, είχε οδηγήσει τα πράγματα εκεί ακριβώς που ήθελε. Έπιασε λοιπόν τον Τιμόξενο από τους ώμους και του είπε πολύ φιλικά: «Άκουσες αγαπητέ μου, τι είναι το καλύτερο για το παιδί σου. Πήγαινε, λοιπόν, αμέσως να το πάρεις και να το οδηγήσεις στο γυμναστήριο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου