Άλλο ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το νέο μου μυθιστόρημα.
...Τώρα όμως είχε αναθαρρήσει. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την κατοχύρωση των κληρονομικών δικαιωμάτων της, πετούσε σε πελάγη ευτυχίας. Αμέσως μετά θα άρχιζε την προσωπική της ‘’αναβάθμιση’’. Θα επισκεπτόταν τα ινστιτούτα αισθητικής και τα κομμωτήρια και θα μεταμορφωνόταν σε μανούλι. Για τον αδελφό της βέβαια δεν είχε στενοχωρηθεί ιδιαίτερα. Εκτός του γεγονότος ότι, όσο εκείνος ζούσε, οι σχέσεις τους δεν ήταν αγαθές, η ίδια ήταν και μοιρολάτρης και θεοφοβούμενη.
«Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού», είπε στην Αλίνα, όταν εκείνη της έκανε παρατήρηση για την εμφανή απουσία θλίψης και πένθους για τον χαμό του Βούγενα. «ΕΚΕΙΝΟΣ αποφασίζει για τη ζωή και για το θάνατο. Άλλωστε, μάλλον τον τιμώρησε για την απαράδεκτη συμπεριφορά του απέναντί μου», της είχε δικαιολογηθεί για την ψυχρή και ασυγκίνητη στάση της, δείχνοντας ταυτόχρονα με το δάχτυλό της προς τον ουρανό, και η αλήθεια ήταν ότι το πίστευε. «Στο κάτω-κάτω, εκείνος δεν ήταν που δεν μου μιλούσε και με είχε διαγράψει από αδελφή του; Εγώ δεν του είχα κάνει τίποτα. Γιατί λοιπόν να στενοχωρηθώ;».
Σ’ αυτό το θέμα ισχυριζόταν με αναίδεια ότι δεν είχε εντελώς άδικο που σκεφτόταν και αισθανόταν έτσι, ποτέ της όμως δεν αναρωτήθηκε ποια ήταν η βαθύτερη αιτία αυτής του της συμπεριφοράς απέναντί της. Γνώριζε βέβαια ότι είχε ψυχρανθεί με τον άντρα της, το φταίξιμο όμως το έριχνε όλο επάνω στον αδελφό της. Θεωρούσε πως, όποιο κι αν ήταν το πρόβλημα που είχε με τον Μπάζα, με εκείνην είχε υποχρέωση να μιλάει, κλείνοντας προκλητικά τα μάτια μπροστά στα τραγικά λάθη και τις παράλογες απαιτήσεις του συζύγου της, παρόλο που όλα αυτά ήταν κυρίως υπαίτια γι’ αυτήν την ψυχοφθόρα κατάσταση.
Αυτά όλα ανήκαν τώρα στο παρελθόν. Από τη στιγμή που απέκτησαν μια μεγάλη περιουσία, δεν είχαν να ανησυχούν για τίποτα. Η Μαρία πίστευε ότι, αυτή η εντυπωσιακή αλλαγή της ζωής τους προς το καλύτερο, ήταν θέλημα Θεού. Άλλωστε, γιατί να μην το πιστεύει; Εκείνη πήγαινε τακτικά στην εκκλησία, νήστευε κάθε Τετάρτη και Παρασκευή και προσευχόταν ευλαβικά κάθε βράδυ προτού πέσει για ύπνο, κάτω από το εικονοστάσι και το αναμμένο καντήλι, οπότε το θεώρησε σαν ανταμοιβή για την συνεπή και ανελλιπή εκτέλεση των θρησκευτικών της καθηκόντων. Τώρα, για ποιο λόγο, η γυναίκα του αδελφού της, η οποία ακολουθούσε κι εκείνη την ίδια ακριβώς θρησκευτική τυπολατρεία, είχε πεθάνει άδικα με εκείνον τον ξαφνικό και φριχτό τρόπο, ούτε που την απασχόλησε ιδιαίτερα.
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε τις σκέψεις του κυρίου και Θεού μας», έλεγε σε όποιον της υπέβαλλε εκείνο το απλοϊκό ερώτημα. «Η μεγαλοσύνη του γνωρίζει καλύτερα από μας, κι εγώ δεν είμαι σε θέση να κρίνω τις αποφάσεις του. Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου».
Και κάνοντας επιδεικτικά ένα μεγάλο σταυρό, απέφευγε να προβεί σε άλλες εξηγήσεις, αδιαφορώντας αν οι άλλοι έδιναν την ίδια ή διαφορετική ερμηνεία σε λογικές, μεταφυσικές απορίες.
Την επόμενη μέρα θα άρχιζε την ‘’επισκευή’’ του εαυτού της, φιλοδοξώντας, όταν ερχόταν ο γιος της από την Ιταλία, να δυσκολευτεί να τη γνωρίσει. Σε λίγες μέρες ο μονάκριβος γιος της θα ερχόταν για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας οριστικά την πολύχρονη, ατυχή προσπάθειά του για απόκτηση κάποιου πτυχίου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου