Σελίδες

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

                           ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ  ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
  

    Ένα από τα επιχειρήματα που προτάσσουν οι θεοφοβούμενοι, όταν τους λες ότι ο ανθρώπινος κόσμος είναι άδικος, παράλογος, ανήθικος και απάνθρωπος, και τους ρωτάς "γιατί ο Θεός δεν επεμβαίνει;", είναι το εξής: Μα ο Κύριος δημιούργησε τον άνθρωπο και του έδωσε ελεύθερη βούληση, άρα υπεύθυνος για τις πράξεις του είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
    Το γράφουν, λέτε, τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού, οπότε και δεν συντρέχει λόγος αμφισβήτησής τους. Ωραία, λοιπόν, ας υποθέσουμε ότι πράγματι ισχύει αυτό και πως ο Θεός μας έφτιαξε και ύστερα μας άφησε ελεύθερους να ορίζουμε τη μοίρα μας, εντάξει; Τότε για ποιο λόγο προσεύχεστε όλη μέρα να σας βοηθήσει; Τι νόημα έχει να κάνετε μετάνοιες και υποκύψεις και να τον παρακαλάτε να επέμβει στη ζωή σας, τη στιγμή που γνωρίζετε ότι δεν πρόκειται να το κάνει; Τι ισχύει, τελικά; Μας έδωσε ελεύθερη βούληση, η όχι; Επεμβαίνει στη ζωή μας, ή όχι; Μήπως, επειδή όλα αυτά τα φαντάστηκαν και τα έγραψαν κάποιοι μισάνθρωποι πρόγονοί μας, δεν ισχύει τίποτα από τα δύο; Μήπως ήρθε η ώρα να αναρωτηθείτε ότι ίσως φάσκουν και αντιφάσκουν; Δεν σας προβληματίζει αυτή η αντίφαση, αυτή η ανακρίβεια; Την αγνοείτε κι αυτήν, όπως και τόσες άλλες ακόμα που γράφουν οι ‘’ιερές’’ γραφές, και δεν νιώθετε την ανάγκη της αμφισβήτησης;
    Είναι απορίας άξιο, πώς γίνεται να σας κοροϊδεύουν κατάμουτρα κάποιοι επιτήδειοι, κι εσείς να μην αντιδράτε; Γιατί καταπίνετε αμάσητα όλα όσα φαιδρά και ανυπόστατα σας σερβίρουν; Τόσο μεγάλος είναι ο φόβος σας για κάποια πιθανή μελλοντική τιμωρία, που δεν τολμάτε να εναντιωθείτε στον παραλογισμό, που δεν έχετε τη δύναμη να ξεφύγετε από τη νοσηρή αγκαλιά των ρασοφόρων;
    Ή είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, η δεν είμαστε. Αν τώρα είμαστε εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη ζωή και τη συμπεριφορά μας, τότε πιθανότατα δεν υπάρχει Θεός. Καταλάβετέ το ότι δεν γίνεται να ισχύει κάτι άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι φτηνές δικαιολογίες και αφελείς εικασίες. Αφαιρέστε τις παρωπίδες και ακολουθείστε το δρόμο της λογικής. 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Ο ΜΠΟΜΠΟΣ, Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ


Ένα σύντομο διήγημα από τη συλλογή ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ

             Ο ΜΠΟΜΠΟΣ,  Ο  ΠΑΠΑΣ  ΚΑΙ  Ο  ΑΓΙΟΣ


    Στο σχολείο που πήγαινε ο Μπόμπος, κάθε Δευτέρα ερχόταν ένας ιερέας, προσκεκλημένος του θρησκόληπτου διευθυντή, και έκανε κήρυγμα στους μαθητές, τους εξομολογούσε και στο τέλος τους υπέβαλλε και διάφορες ερωτήσεις θρησκευτικού και λατρευτικού περιεχομένου, για να διαπιστώσει τι είχαν διδαχτεί τα παιδιά και πόσα από τα λεγόμενά του είχαν αφομοιώσει. Η συνεχιζόμενη αυτή κατάσταση, είχε αρχίσει να κουράζει τα περισσότερα παιδιά. Βέβαια, κάποια που προέρχονταν από θρησκευόμενες οικογένειες, το είχαν βρει ενδιαφέρον και διασκεδαστικό, τα περισσότερα όμως είχαν αγανακτήσει. Εκείνος που είχε εξοργιστεί περισσότερο από όλους ήταν ο Μπόμπος. Συζήτησε λοιπόν το θέμα με κάποιους από τους συμμαθητές του και αποφάσισαν να κάνουν κάποια μαζική κίνηση, να αντιδράσουν συλλογικά. Το δύσκολο σε αυτήν την απόφαση ήταν να βρουν τον τρόπο αντίδρασης, όταν όμως κάποια Δευτέρα ο διευθυντής τους, τους ενημέρωσε για το είδος της ερώτησης που θα τους υπέβαλλε εκείνη τη φορά ο ιερωμένος, ο Μπόμπος εμπνεύστηκε και το σχέδιο δράσης τους.
    «Όταν θα ρωτήσει, ‘’ποιος άγιος θα θέλατε να είσαστε;’’», είπε συνωμοτικά στους φίλους του, «εμείς θα του λέμε διάφορα ονόματα, άσχετα με τη θρησκεία, όπως αρχαιοελληνικά, αιγυπτιακά, αραβικά, ή ότι άλλο σας κατέβει στο νου, εντάξει;»
    Συμφώνησαν λοιπόν τα παιδιά και περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα άρχιζαν οι ερωτήσεις. Γνώριζαν ότι ίσως είχαν επιπτώσεις από αυτήν την επαναστατική τακτική τους, η οποία ασφαλώς θα θεωρούνταν και ασεβής προς το πρόσωπο του παπά, τίποτα όμως δεν ήταν ικανό να τους πτοήσει.
    Έφτασε λοιπόν η αναμενόμενη στιγμή και ο ιερέας ρώτησε τα παιδιά ποιος άγιος θα ήθελαν να είναι και τα παρακάλεσε να απαντούν με τη σειρά. Μερικά στην αρχή είπαν διάφορα χριστιανικά ονόματα, όταν όμως έφτασε η σειρά των αντιδραστικών, εκείνα άρχισαν να λένε άσχετα ονόματα. Ένα είπε ότι ήθελε να είναι ο Ραμσής, άλλο ο Φαέθων, κάποιο άλλο ο Τσακ Νόρις και δεν συμμαζεύεται. Ο παπάς άρχισε να εξοργίζεται.
    «Μα τι είναι αυτά που λέτε;» βρυχήθηκε νευριασμένα.  «Τρελαθήκατε;  Αυτά δεν είναι ονόματα χριστιανών αγίων. Για συνέλθετε λιγάκι, γιατί θα πω στον διευθυντή σας να σας αποβάλλει».
    Προσπάθησε να ηρεμήσει και όταν το κατάφερε στράφηκε  προς το μέρος του Μπόμπου και του είπε: «Πες μου εσύ, καλό μου παιδί, ποιος άγιος της χριστιανοσύνης θα ήθελες να ήσουν;»
    Ο Μπόμπος πήρε ένα ευλαβικό ύφος, κοίταξε τους συμμαθητές του με σημασία και είπε με σταθερή φωνή: «Εγώ πάτερ, θα ήθελα να ήμουνα ο άγιος Γαμήσιος και να ξεκινούσα τη δραστηριότητά μου από ένα μοναστήρι καλογριών».
    Το τι έγινε στην τάξη δεν περιγράφεται. Τα παιδιά σπαρταρούσαν από τα γέλια, ο παπάς ωρυόταν να κάνουν ησυχία και λίγο βέβαια έλειψε να πάθει εγκεφαλικό. Η συνέχεια παίχτηκε στο γραφείο του διευθυντή, όπου προσήχθησαν όλοι οι ασεβείς μαθητές, με πρώτον και καλύτερο τον Μπόμπο. Η αποβολή δέκα ημερών που πήραν, λίγο τους στενοχώρησε. Αντίθετα, όταν πληροφορήθηκαν από τους άλλους συμμαθητές τους ότι ο παπάς δεν επρόκειτο να ξαναπατήσει το πόδι του στο σχολείο τους,  ένιωσαν έναν άκρατο ενθουσιασμό.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

ΤΟ ΧΑΡΕΜΙ


                                         ΤΟ  ΧΑΡΕΜΙ


    Η ιδέα αυτή δεν του ήρθε ξαφνικά. Καιροφυλακτούσε μέσα στο υποσυνείδητό του εδώ και πολύ καιρό, χρόνια ολόκληρα, κι απλώς περίμενε το κατάλληλο ερέθισμα για να εμφανιστεί. Η αλήθεια ήταν ότι εμφανίστηκε εκεί που δεν την περίμενε και μάλιστα το έκανε με έναν πολύ εντυπωσιακό και θορυβώδη τρόπο. Περπατούσε αμέριμνος μαζί με την συμβία του στο μεγάλο παραλιακό πεζοδρόμιο της Ζέας, παρατηρώντας με θαυμασμό τα πλεούμενα και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να ταράξει την ηρεμία του, όταν πρώτα τις άκουσε και ύστερα τις είδε. Ήταν νέες, όμορφες, χαρούμενες και τιτίβιζαν όλες μαζί σαν τα πουλιά. Δεκαεπτά αιθέριες υπάρξεις, τις μέτρησε μία-μία, ντυμένες με κομψά φορέματα, κατέβηκαν όλες μαζί από μιαν εντυπωσιακή θαλαμηγό και ξεχύθηκαν ελεύθερες στον παραλιακό πεζόδρομο, σκορπίζοντας έναν αέρα δροσιάς σε όλη την περιοχή. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μείνει αδιάφορος από την παρουσία τους. Όλων τα βλέμματα ήταν καρφωμένα επάνω τους, με μιαν εύλογη απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. «Ποια ήταν αυτά τα πανέμορφα πλάσματα;»
    Όσοι τις είδαν να βγαίνουν από την θαλαμηγό, κάτι υποψιάστηκαν, και η εμφάνιση πίσω τους ενός κελεμπιοφόρου, περιτριγυρισμένου από τρεις σωματοφύλακες, τους επιβεβαίωσε την υποψία. Προφανώς ήταν το χαρέμι του τυχερού εκείνου Άραβα. Η ζήλια του τρύπησε το στομάχι. Παντρεμένος επτά ολόκληρα χρόνια με μία και μοναδική γυναίκα, βλαστήμησε την τύχη του που ήταν φτωχός και χριστιανός στο θρήσκευμα, ό, τι χειρότερο δηλαδή για έναν σεξομανή. Διάολε, σκέφτηκε με πίκρα, θα χανόταν ο κόσμος αν είχα γεννηθεί πλούσιος και σε κάποια αραβική χώρα; Τώρα θα κυκλοφορούσα όπου ήθελα, παρέα με πολλές γυναίκες, έστω και λιγότερες από αυτές που έχει αυτός ο τύπος, και θα απολάμβανα τη ζωή.
    Από τη στιγμή εκείνη το έβαλε σκοπό ζωής να πλουτίσει και να αλλάξει θρήσκευμα. Το δεύτερο ήταν εύκολο, αλλά και για το πρώτο, αν και φαινομενικά φάνταζε απίθανο, είχε μερικές ιδέες, οι οποίες αν καρποφορούσαν, σύντομα θα απέδιδαν καρπούς. Από την επόμενη κιόλας ημέρα επιδόθηκε με ζήλο στον σκοπό του. Επισκέφτηκε κάποιους γνωστούς του επιχειρηματίες, λάδωσε κάποιους κρατικούς λειτουργούς και μπλέχτηκε στα γρανάζια της παραοικονομίας. Έτρεξε, κουράστηκε, υπέφερε, έγλυψε, έσκυψε το κεφάλι, αλλά ενάμιση μόλις χρόνο αργότερα, όρθωσε το παράστημά του, μάζεψε τα μπογαλάκια του, εγκατέλειψε σύζυγο και χώρα,  κι έβαλε πλώρη για τη Σαουδική Αραβία.
    Με γεμάτο βιβλιάριο καταθέσεων και με τον αέρα που του έδινε η οικονομική ευρωστία, δεν δυσκολεύτηκε να εγκατασταθεί εκεί, να πολιτογραφηθεί Άραβας και να γίνει μουσουλμάνος. Όλες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα στο πέρασμά του. Από την ώρα μάλιστα που έκανε και μια απλόχερη δωρεά στον Εμίρη της πόλης, όλα τα εμπόδια εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας από μπροστά του. Επόμενο στάδιο ήταν η αγορά μιας πολυτελούς έπαυλης και η αναζήτηση γυναικών για το χαρέμι του. Αρχικά, μέσω ενός ειδικού γραφείου, βρήκε δυο-τρεις κουκλάρες που προθυμοποιήθηκαν να μπουν στο χαρέμι του, η συνέχεια όμως αποδείχτηκε πιο δύσκολη απ’ ό, τι είχε υπολογίσει. Όταν μάλιστα πολιόρκησε μια καλλονή, που στο αντίκρισμά της έχασε τα μυαλά του, τα πράγματα πήραν μια πολύ άσχημη τροπή. Η κοπέλα ενοχλήθηκε από το συνεχές κυνηγητό του, παραπονέθηκε στον άντρα με τον οποίον διατηρούσε δεσμό, κι εκείνος δεν περιορίστηκε σε έναν απλό εκφοβισμό, αλλά του έστησε καρτέρι και τον μαχαίρωσε θανάσιμα.

    Τη στιγμή που ξεψυχούσε, αναπόλησε τη ζωή του στην Ελλάδα και βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που εγκατέλειψε μια γυναίκα που τον είχε αγαπήσει πραγματικά, για να ικανοποιήσει ένα του βίτσιο, ένα σεξουαλικό απωθημένο. Και να που τώρα αυτή η αλλαγή, που είχε πιστέψει ότι θα τον έκανε ευτυχισμένο, τον έστελνε στον άλλο κόσμο! Η παροιμία που λέει, ‘’όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα'', επιβεβαιωνόταν με έναν πολύ επώδυνο, πολύ δραματικό τρόπο!