Χιουμοριστικό αφήγημα του Βασίλη Σακκά
7.
Ο ΚΑΛΟΣ Ο ΚΑΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΕΡΑΤΑΣ
Του Βασίλη
Σακκά
Γύρισε
κατάκοπος ένα βράδυ ο θεός από τα πεδία των καταστροφών επί γης, άραξε το
διαστημόπλοιό του, κι έβαλε να πιει κάνα τσίπουρο για να ξεκουραστεί. Αφού
ρούφηξε κάμποσα μπουκάλια, σκέφτηκε: «Ρε συ, δεν βάζουν μυαλό τα κωλόπαιδα που
έκανα. Όσους και να φάω, πάλι μυαλό δεν θα βάλουν. Τι στο διάολο να κάνω με
δαύτους;
Σκέφτηκε,
ξανασκέφτηκε και είπε να κάνει κάνα μήνα διακοπές. Έκανε τα μπανάκια του τα
διαστημικά και κάποτε στρώθηκε στη δουλειά για να βρει λύση στον μπελά που είχε
με τους αμνούς του, που άλλαζαν DNA και γίνονταν ερίφια.
Και σαν από
μηχανής θεός, του κατέβηκε μια φαεινή ιδέα. Του χρειαζόταν επειγόντως γιος… ναι
γιος… αλλά πώς να τον κάνει μόνος του; Οι άλλοι θεοί ήταν αρσενικοί. Ξαφνικά
θυμήθηκε έναν φιλαράκο του μαραγκό, που είχε κάτω στο Ισραήλ από παλιά. Τραβάει
λοιπόν στο μαραγκούδικο του Ιωσήφ, κάθονται παράμερα, αρχίζουν τα κρασιά και
στο τέλος του σκάει το μυστικό.
«Ιωσήφ, θέλω
να μου κάνεις ένα παιδί, αγόρι όμως».
«Πώς να το
κάνω μόνος μου;»
«Όχι, βρε
βλάκα εσύ. Η γκόμενα που έχεις, η Μαρία».
«Τιμή μου,
φίλε, θα με απαλλάξεις και από τη δουλειά, αλλά πώς; Εσύ είσαι δεκαπέντε
τρισεκατομμυρίων ετών, πώς θα τα καταφέρεις;»
«Όχι εγώ, ρε
βόδι, εμένα μου ξεράθηκε πριν από τρία δισεκατομμύρια χρόνια!»
«Τότε πώς;»
«Άκου, βρε
μπουνταλά. Με λουλούδι θα το κάνω. Με κρίνο!»
«Αααα, είπα
κι εγώ. Θαυματάκι δηλαδή, έτσι;»
«Ναι…, σαν
να παραέφαγα κόσμο, να κατακλυσμούς, να Σόδομα, να Ερυθρά, να πληγές, να
Ιεριχούδες, να τούτο, να το άλλο, μυαλό δεν βάζουν οι άπιστοι. Άρχισαν να με
ψυλιάζονται για δολοφόνο-δράκο και μου την κοπανάνε από το μαντρί. Λοιπόν,
αποφασίζω και διατάζω, εδώ και τώρα θα κάνω γιο, αλλά έναν μόνο, όχι δύο, γιατί
θα με φάνε. Θα τους πιάσει ζήλια για το θρόνο μου, εντάξει; Και θα σου στείλω
και πολιτικούς μάγους όταν γεννήσει η Μαρία, για να το μάθει όλος ο κόσμος».
«Εντάξει,
αφέντη μου. Πάω να το πω στη Μαρία, για να προετοιμαστεί και να μην τρομάξει».
«Όταν με το
καλό γεννηθεί, να μου τον προσέχεις σαν τα μάτια σου, να τον κάνεις καλό παιδί,
μπας και πιάσει το κόλπο».
Έτσι κι
έγινε. Γκαστρώθηκε από το λουλούδι η Μαρίτσα, τον μεγαλώσανε μαζί κρυφά μακριά
από τα μπαρ και τις πουτάνες, κι όταν έγινε τριάντα χρόνων, τον αμολήσανε
ελεύθερο στην πιάτσα! Το παιδί έπιασε και… δουλειά, για να αντιστρέψει το ίματζ
του μπαμπά του, το κακόφημο. Κάθε τρεις και λίγο, θαυματάκια. Οι πιστοί άρχιζαν
πλέον να αλλάζουν γνώμη, αλλά οι ιερείς και οι Ρωμαίοι δεν την είδαν καλά τη
δουλειά, αυτουνού που ήθελε να γίνει βασιλιάς τους. Θα έχαναν βλέπεις την
εξουσία τους.
Τον έπιασαν
λοιπόν και τον κρέμασαν επάνω σε ένα σταυρό, εντούτοις όμως το θέλημα του
μπαμπά του έγινε.
Κι έτσι, τον έχουμε μετά
θάνατον, να μας ζαλίζουν τα χριστιανά με τα θαυματάκια του. Και γίναν πάλι
δισεκατομμύρια, τα πιστά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου