Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Ο Κάρμαξ βγήκε από το κυβερνητικό κτήριο και κατευθύνθηκε προς το σημείο που είχε σταθμεύσει το όχημά του. Μπαίνοντας μέσα, ξανάφερε στο νου του τα τελευταία λόγια του προέδρου, πριν την οριστική ψηφοφορία, κι ένιωσε μια μικρή αμφιβολία για τις πραγματικές προθέσεις του ανώτατου άρχοντα. Τους είχε τονίσει χαρακτηριστικά ότι, το νέο διάταγμα που θα ψήφιζαν εκείνη τη μέρα, θα επέφερε μεν ένα μικρό σφίξιμο στα ζωνάρια των πολιτών, θα τους έσωζε όμως οριστικά από τη χρεωκοπία. Αναρωτήθηκε αν είχε πράξει σωστά που κι εκείνος είχε ψηφίσει το νέο αντιλαϊκό διάταγμα, αντικρίζοντας όμως τώρα τον κόσμο γύρω του να κυκλοφορεί σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό στη ζωή του, ένιωσε καθαρή τη συνείδησή του.
Γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση του ίδιου του προέδρου, αλλά και των περισσότερων από τους συμβούλους, συνειδητοποίησε ότι η λιτότητα που είχαν αποφασίσει, θα έπληττε κατά βάση τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας τους, αφήνοντας αλώβητους τους έχοντες και κατέχοντες. Με απλά λόγια, το μάρμαρο θα το πλήρωναν πάλι οι αδύναμοι οικονομικά. Ελπίζοντας ότι αυτή η κατάσταη δεν θα διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, έβαλε μπροστά τον κινητήρα και ξεκίνησε αργά για τη βίλα του στα προάστια. Φτάνοντας στο κοντινότερο σούπερ-μάρκετ, έκοψε ταχύτητα με πρόθεση να σταματήσει για λίγο εκεί και να κάνει κάποιες αγορές. Έβγαλε φλάς δεξιά, προσπέρασε ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, που κατευθυνόταν κι εκείνο στο πολυκατάστημα, σέρνοντας πίσω του ένα καροτσάκι για τα ψώνια και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Οι πολίτες, όποιες κι αν ήταν οι αποφάσεις που έπαιρναν οι άρχοντές τους, συνέχιζαν τη ζωή τους κανονικά και δεν έδειχναν να επηρεάζονται ιδιαίτερα από τα μέτρα λιτότητας που τους είχαν επιβάλλει.
Εισήλθε στο χώρο στάθμευσης, παρκάρισε σε μια θέση κοντά στην κεντρική είσοδο και βγήκε από το αυτοκίνητό του. Καθώς το κλείδωνε, είδε απέναντί του να διαδραματίζεται μια σκηνή, στην οποία στην αρχή δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ίσως επειδή το μυαλό του βρισκόταν ακόμα αλλού, ίσως γιατί ο απόηχος των λεχθέντων στο Συμβούλιο τον είχε επηρεάσει θετικά, το περιστατικό που συνέχιζε να συμβαίνει μπροστά του, του φάνηκε απίστευτο. Έριξε όλο το βάρος της προσοχής του εκεί και ένιωσε να συγκλονίζεται. Το ζευγάρι με το καροτσάκι, που είχε δει προηγουμένως να κατευθύνεται στο κατάστημα, είχε σταματήσει μπροστά στους κάδους των σκουπιδιών και, χωρίς υπερβολή, είχε κυριολεκτικά χωθεί μέσα τους, αναζητώντας εναγωνίως κάτι χρήσιμο μέσα στα απορρίμματα.
Έμεινε άναυδος από τη σκηνή. Παρακολουθούσε το συμβάν και δυσκολευόταν να πιστέψει ότι λάβαινε χώρα μπροστά στα μάτια του. Κάτι παρόμοιο δεν είχε ξαναδεί. Είχε ακούσει για κάποια τέτοιου είδους περιστατικά, αλλά τα είχε θεωρήσει υπερβολικά. Πίστευε ότι απηχούσαν κακοήθειες των αντιπάλων τους, που αποσκοπούσαν στο να τους πλήξουν πολιτικά.
Δεν μπήκε μέσα στο σούπερ-μάρκετ. Έκανε μεταβολή και αναχώρησε για το σπίτι του, χωρίς να ψωνίσει. Τη νύχτα εκείνη έζησε το μεγαλύτερο εφιάλτη του. Ήταν η πρώτη φορά, μετά τα δύο ολόκληρα χρόνια της θητείας του στο Συμβούλιο, που δεν κατάφερε να κλείσει μάτι. Οι φιγούρες των δυο ταλαίπωρων συμπολιτών του, που έψαχναν μέσα στα σκουπίδια, στριφογύριζαν διαρκώς μπροστά του, αντανακλώντας μιαν απέραντη θλίψη και μιαν ανείπωτη δυστυχία, δυστυχώς όμως κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά για να επανορθώσει.
Ο Κάρμαξ βγήκε από το κυβερνητικό κτήριο και κατευθύνθηκε προς το σημείο που είχε σταθμεύσει το όχημά του. Μπαίνοντας μέσα, ξανάφερε στο νου του τα τελευταία λόγια του προέδρου, πριν την οριστική ψηφοφορία, κι ένιωσε μια μικρή αμφιβολία για τις πραγματικές προθέσεις του ανώτατου άρχοντα. Τους είχε τονίσει χαρακτηριστικά ότι, το νέο διάταγμα που θα ψήφιζαν εκείνη τη μέρα, θα επέφερε μεν ένα μικρό σφίξιμο στα ζωνάρια των πολιτών, θα τους έσωζε όμως οριστικά από τη χρεωκοπία. Αναρωτήθηκε αν είχε πράξει σωστά που κι εκείνος είχε ψηφίσει το νέο αντιλαϊκό διάταγμα, αντικρίζοντας όμως τώρα τον κόσμο γύρω του να κυκλοφορεί σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό στη ζωή του, ένιωσε καθαρή τη συνείδησή του.
Γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση του ίδιου του προέδρου, αλλά και των περισσότερων από τους συμβούλους, συνειδητοποίησε ότι η λιτότητα που είχαν αποφασίσει, θα έπληττε κατά βάση τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας τους, αφήνοντας αλώβητους τους έχοντες και κατέχοντες. Με απλά λόγια, το μάρμαρο θα το πλήρωναν πάλι οι αδύναμοι οικονομικά. Ελπίζοντας ότι αυτή η κατάσταη δεν θα διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, έβαλε μπροστά τον κινητήρα και ξεκίνησε αργά για τη βίλα του στα προάστια. Φτάνοντας στο κοντινότερο σούπερ-μάρκετ, έκοψε ταχύτητα με πρόθεση να σταματήσει για λίγο εκεί και να κάνει κάποιες αγορές. Έβγαλε φλάς δεξιά, προσπέρασε ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, που κατευθυνόταν κι εκείνο στο πολυκατάστημα, σέρνοντας πίσω του ένα καροτσάκι για τα ψώνια και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Οι πολίτες, όποιες κι αν ήταν οι αποφάσεις που έπαιρναν οι άρχοντές τους, συνέχιζαν τη ζωή τους κανονικά και δεν έδειχναν να επηρεάζονται ιδιαίτερα από τα μέτρα λιτότητας που τους είχαν επιβάλλει.
Εισήλθε στο χώρο στάθμευσης, παρκάρισε σε μια θέση κοντά στην κεντρική είσοδο και βγήκε από το αυτοκίνητό του. Καθώς το κλείδωνε, είδε απέναντί του να διαδραματίζεται μια σκηνή, στην οποία στην αρχή δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ίσως επειδή το μυαλό του βρισκόταν ακόμα αλλού, ίσως γιατί ο απόηχος των λεχθέντων στο Συμβούλιο τον είχε επηρεάσει θετικά, το περιστατικό που συνέχιζε να συμβαίνει μπροστά του, του φάνηκε απίστευτο. Έριξε όλο το βάρος της προσοχής του εκεί και ένιωσε να συγκλονίζεται. Το ζευγάρι με το καροτσάκι, που είχε δει προηγουμένως να κατευθύνεται στο κατάστημα, είχε σταματήσει μπροστά στους κάδους των σκουπιδιών και, χωρίς υπερβολή, είχε κυριολεκτικά χωθεί μέσα τους, αναζητώντας εναγωνίως κάτι χρήσιμο μέσα στα απορρίμματα.
Έμεινε άναυδος από τη σκηνή. Παρακολουθούσε το συμβάν και δυσκολευόταν να πιστέψει ότι λάβαινε χώρα μπροστά στα μάτια του. Κάτι παρόμοιο δεν είχε ξαναδεί. Είχε ακούσει για κάποια τέτοιου είδους περιστατικά, αλλά τα είχε θεωρήσει υπερβολικά. Πίστευε ότι απηχούσαν κακοήθειες των αντιπάλων τους, που αποσκοπούσαν στο να τους πλήξουν πολιτικά.
Δεν μπήκε μέσα στο σούπερ-μάρκετ. Έκανε μεταβολή και αναχώρησε για το σπίτι του, χωρίς να ψωνίσει. Τη νύχτα εκείνη έζησε το μεγαλύτερο εφιάλτη του. Ήταν η πρώτη φορά, μετά τα δύο ολόκληρα χρόνια της θητείας του στο Συμβούλιο, που δεν κατάφερε να κλείσει μάτι. Οι φιγούρες των δυο ταλαίπωρων συμπολιτών του, που έψαχναν μέσα στα σκουπίδια, στριφογύριζαν διαρκώς μπροστά του, αντανακλώντας μιαν απέραντη θλίψη και μιαν ανείπωτη δυστυχία, δυστυχώς όμως κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά για να επανορθώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου