Διήγημα Ε.Φ. του Στέλιου Αρώνη
ΜΙΛΤΟΣ Ο ΤΑΡΙΦΑΣ
Στεκόταν όρθιος στην αποβάθρα-πιάτσα του διαστημοδρόμιου, έχοντας ακουμπισμένη την πλάτη του στη μπουκαπόρτα του διαστημοταξί του, και παρακολουθούσε συλλογισμένος το ασταμάτητο πηγαινέλα ανθρώπων και σκαφών. Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα κόντευε δέκα και τα άλλα διαστημικά ταξί απογειώνονταν και προσγειώνονταν με μεγάλη συχνότητα, εκείνος όμως δεν είχε σταυρώσει πελάτη.
«Τι γίνεται, ρε Μίλτο; Ακόμα εδώ είσαι;» ήρθε να του το υπενθυμίσει ένας συνάδελφός του, που μόλις είχε προσγειωθεί στη διπλανή θέση της πιάτσας.
Ο Μίλτος τον στραβοκοίταξε και ετοιμάστηκε να τον ‘’στολίσει’’ κατάλληλα, προτίμησε όμως να τον χτυπήσει εκεί που τον πονούσε. «Κι εσύ που πήγες δυο δρομολόγια από το πρωί, τι κέρδισες;»
Ο άλλος χαμήλωσε το κεφάλι του και τραβήχτηκε στο πλάι. «Δεν έχεις άδικο», παραδέχτηκε, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Αν αφαιρέσεις τα καύσιμα και το φόρο βλακείας που πληρώνουμε στο κράτος, δεν μένει σχεδόν τίποτα».
«Όταν εγώ ισχυρίζομαι ότι δεν πρέπει να παίρνουμε μόνον έναν πελάτη», συνέχισε την επίθεση ο Μίλτος, «εσείς με αποκαλείτε παράξενο και σχολαστικό. Μόνον με διπλή και τριπλή κούρσα συμφέρει η πτήση στους διαστημικούς σταθμούς, μπορείτε να το καταλάβετε; Διαφορετικά, θα εργαζόμαστε εμείς, για να αυξάνουν τα κέρδη τους οι εταιρίες καυσίμων και να εισπράττουν τους παχυλούς μισθούς τους οι υπεύθυνοι του διαστημοδρόμιου.
Ένιωσε το ποτήρι της αγανάκτησης να ξεχειλίζει και το καλοσχηματισμένο του πρόσωπο κοκκίνισε από θυμό. Περισσότερο τον εκνεύρισε η στενοκεφαλιά των συναδέλφων του που δεν εννοούσαν να αλλάξουν τακτική. Η εμμονή τους να βολοδέρνουν στο διάστημα χωρίς κάποιο ουσιαστικό όφελος, τον έβγαζε από τα ρούχα του. Αφού έβλεπαν ότι, παρόλη την αύξηση των μετακινήσεων προς τους διαστημικούς σταθμούς, τα κέρδη τους μειώνονταν αντί να αυξάνονται, συνέχιζαν να παραλαμβάνουν έναν και μοναδικό επιβάτη κάθε φορά.
«Ξεχνάς, φαίνεται», η φωνή του άλλου τον έβγαλε από τις σκέψεις, «ότι ο νόμος μας απαγορεύει τη διπλή μίσθωση και την άρνηση παραλαβής επιβάτη. Γιατί λοιπόν επιμένεις να κρατάς αυτήν την άκαμπτη στάση και να είσαι άδικος με τους συναδέλφους σου;»
«Γιατί κάτι πρέπει να κάνουμε για να ζήσουμε, βρε ηλίθιε», φώναξε ο Μίλτος, βγαίνοντας εκτός εαυτού. «Γιατί δεν έχει νόημα να κοπιάζουμε και να κινδυνεύουμε εμείς, για να κονομάνε κάποιοι άλλοι. Κι αν θέλεις να μάθεις και κάτι άλλο, οι νόμοι έχουν γίνει για να τους παραβαίνουμε. Ας έρθει λοιπόν καμιά βιαστική κυρά-Κατίνα να μου διαμαρτυρηθεί γιατί δεν την παίρνω κούρσα, επειδή δήθεν κινδυνεύει να χάσει την υπερδιαστημική πτήση της και να δεις πως θα αλλάξει γνώμη μόλις της κολλήσω τη διμούτσουνη στη μούρη της».
Χάιδεψε το δίκαννο πιστόλι του, που αναπαυόταν στην ειδική του θήκη που κρεμόταν από τη ζώνη της μέσης του, κι αισθάνθηκε περισσότερο δυνατός. Γνώριζε ότι θα είχε επιπτώσεις αν συμπεριφερόταν έτσι όπως είχε πει στον συνάδελφό του, αλλά αυτό λίγο τον απασχολούσε. Σημασία είχε πως οι αρχές τους επέτρεπαν να οπλοφορούν ελεύθερα, κι αυτή ήταν η μοναδική περίπτωση για την οποία ένιωθε ευγνωμοσύνη προς την Πολιτεία. Όχι δηλαδή πως, αν η οπλοφορία απαγορευόταν, εκείνος θα συμμορφωνόταν με την απαγόρευση, αλλά εν πάση περιπτώσει κουβαλούσε επάνω του ένα από τα τελειότερα όπλα της αγοράς, χωρίς να χρειάζεται να παρανομεί. Το επάγγελμα που είχε διαλέξει ήταν επικίνδυνο και η συντροφιά ενός ή και περισσότερων όπλων ήταν επιβεβλημένη.
Εκείνη τη στιγμή, είδε να τους πλησιάζουν τρεις υποψήφιοι πελάτες. Έφτασαν κοντά στα σκάφη τους, αγνόησαν το άλλο ταξί και μπήκαν μέσα στο δικό του. Ο πρώτος άντρας της συντροφιάς, κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα χαρτοφύλακα, ο δεύτερος όμως, εκτός από το διαστημικό του κράνος, δεν μετέφερε αποσκευές. Το ίδιο συνέβαινε και με το τρίτο μέλος της παράξενης τριάδας, μιας ψηλής, κατάξανθης σαραντάρας.
Ο Μίλτος τους αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή. Τα μούτρα τους δεν του άρεσαν καθόλου. Εκείνο το ψυχρό τους βλέμμα και τα βλοσυρά και αγέλαστα πρόσωπά τους, του προκάλεσαν μιαν αποστροφή. Αν ήταν στο χέρι του, θα τους παρέπεμπε στον συνάδελφό του, δίστασε όμως να το κάνει. Εκτός του ότι δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια για μια ακόμα απώλεια κούρσας, δεν ήξερε και ποια θα ήταν η αντίδρασή τους. Άσε που, αν αρνιόταν τη μεταφορά τους, μάλλον θα έπρεπε να αλλάξει επάγγελμα.
«Βάλε πλώρη για το διαστημικό σταθμό ΦΑΕΘΩΝ», τον πρόσταξε εκείνος που κρατούσε το χαρτοφύλακα και ο Μίλτος τον αντιπάθησε περισσότερο.
Φόρεσε το κράνος του και, τη στιγμή που και οι επιβάτες του έκαναν το ίδιο, έβαλε μπροστά τον κινητήρα. Σκέφτηκε ότι από τον ΦΑΕΘΩΝΑ αναχωρούσαν τα μεγαλύτερα διαστημόπλοια με προορισμό τις εσχατιές του διαστήματος και αναρωτήθηκε, πώς αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι ξεκινούσαν για ένα τόσο μακρινό ταξίδι χωρίς αποσκευές; Αρχίζοντας τη διαδικασία απογείωσης, ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος. Η ιστορία αυτή δεν του άρεσε καθόλου. Διαισθάνθηκε ότι θα είχε μπλεξίματα, με κανένα τρόπο όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έκανε το πιο επικίνδυνο ταξίδι της ζωής του. Κι αυτή του η άγνοια ήταν που του επέτρεψε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να δώσει ατάραχος την κατάλληλη πορεία στο μικρό του σκάφος, επιτυγχάνοντάς το μάλιστα στο λιγότερο δυνατό χρόνο, κάτι που ελάχιστοι πιλότοι το κατάφερναν.
Κανονικά, έχοντας τη φήμη του ικανότερου κυβερνήτη διαστημικού σκάφους, θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή της προτίμησης του επιβατικού κοινού, η επιμονή του όμως να απορρίπτει τις μεμονωμένες κούρσες και ο ατίθασος χαρακτήρας του, είχαν επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι φορές, κατά τις οποίες οι πελάτες τον αναζητούσαν προσωπικά, ήταν ελάχιστες. Η ανώριμη κατά τη γνώμη τους συμπεριφορά του, είχε επιδράσει αρνητικά στη φήμη του, έχοντας ουσιαστικά εκμηδενίσει το ατού της εξαιρετικά μεγάλης αξιοπιστίας του σαν πιλότος.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχε εξοβελιστεί από τις πρώτες θέσεις στην επετηρίδα κυβερνητών διαστημοπλοίων. Ενώ όλοι οι εφοπλιστές γνώριζαν πόσο άριστος κυβερνήτης ήταν, προτιμούσαν να προσλαμβάνουν άλλους. Το αναμφισβήτητο ταλέντο του στην πλοήγηση διαστημικών σκαφών, παραγνωριζόταν εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα του. Κανένας από τους ιδιοκτήτες μεγάλων σκαφών δεν διακινδύνευε να τον τοποθετήσει επικεφαλής σε κάποιο από αυτά, καθώς ήταν βέβαιος ότι, μια τέτοια απερίσκεπτη ενέργειά του, μόνο προβλήματα θα του δημιουργούσε.
Όταν κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της πτήσης προς τον ΦΑΕΘΩΝΑ, άκουσε ν’ αναφέρεται το όνομά του, κατάλαβε ότι οι τρεις εκείνοι τύποι δεν τον είχαν διαλέξει τυχαία. Προφανώς, οι επιβάτες του ήταν απ’ αυτούς τους λίγους που τον επέλεγαν προσωπικά, ο Μίλτος όμως δεν ένιωσε κολακευμένος. Αντιθέτως, η εξέλιξη αυτή τον υποχρέωσε ν’ ανησυχήσει πραγματικά. Του δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν πήγαιναν για καλό σκοπό στον διαστημικό σταθμό. Μη γνωρίζοντας τι να υποθέσει, έπιασε στον δέκτη του σκάφους ένα κανάλι με μουσική, κι έθεσε όλες του τις αισθήσεις σ’ επιφυλακή. Αποφάσισε να πάψει να βασανίζει το μυαλό του με κινδυνολογίες και έριξε όλο του το βάρος στην όσο το δυνατόν πιο ασφαλή πτήση του διαστημικού ταξί του, το οποίο εξερχόταν ήδη από τη γήινη ατμόσφαιρα.
Πλησιάζοντας στο σταθμό, οι φόβοι του άρχισαν να επαληθεύονται. Η γυναίκα που καθόταν ακριβώς πίσω του, με μια ομολογουμένως ταχυδακτυλουργική κίνηση, του απέσπασε το όπλο από τη θήκη της μέσης του και το έχωσε στα πλευρά του. «Πρόσεξε καλά, φιλαράκο», την άκουσε να τον προειδοποιεί, «και δώσε βάση σ’ αυτά που θα σου πω. Μόλις πατήσουμε στην εξέδρα προσέγγισης, εσύ κι εγώ θα παραμείνουμε ήσυχα μέσα στο σκάφος, περιμένοντας τους άλλους. Όσο θα περιμένουμε, μη διανοηθείς να κάνεις καμιά βλακεία, γιατί θα την πληρώσεις ακριβά, εντάξει;»
Ο Μίλτος τρομοκρατήθηκε. Από την αρχή είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, τέτοια εξέλιξη όμως δεν την περίμενε. Συνειδητοποίησε ότι ήταν πια πολύ αργά, για να κάνει κάτι που θα μπορούσε να ματαιώσει τα εγκληματικά σχέδιά τους. Ευχήθηκε μόνο να μην γινόταν εκείνος η αιτία να χάσει κάποιος ανυποψίαστος άνθρωπος τη ζωή του, αφού το δικό του όπλο ήταν εκείνο που θα χρησιμοποιούσαν για να διεκπεραιώσουν την άνομη πράξη τους, όποια κι αν ήταν αυτή. Προσάραξε στη θέση που του υπέδειξαν και, τη στιγμή που έσβηνε τον κινητήρα του σκάφους, τον αιφνιδίασαν για μια ακόμα φορά. Προτού προλάβει να λύσει τη ζώνη συγκράτησης, μια δεύτερη δερμάτινη ζώνη ήρθε και σφίχτηκε γύρω από το κορμί του, ακινητοποιώντας τον στο κάθισμά του. Αμέσως μετά, το όπλο του άλλαξε χέρια και βρέθηκε μέσα στο χαρτοφύλακα του τύπου, που φαινόταν ότι ήταν ο αρχηγός της συμμορίας.
«Πρόσεχέ τον καλά», συμβούλεψε τη γυναίκα, καθώς έβγαινε από το ταξί ακολουθούμενος από τον άλλον. «Δεν πρόκειται να αργήσουμε».
Παρακολουθώντας τους να απομακρύνονται μ’ εκείνο το ανάλαφρο, πηδηχτό περπάτημα, λόγω της χαμηλής βαρύτητας του διαστημικού σταθμού, προσπάθησε να φανταστεί πια θα ήταν η επόμενη κίνηση των κακοποιών και με ποιο τρόπο εκείνος θα κατάφερνε να ξεμπλέξει. Η αναμονή τους δεν κράτησε πολύ. Σε πέντε λεπτά οι δυο άντρες είχαν επιστρέψει. Χώθηκαν βιαστικά μέσα στο σκάφος και ο αρχηγός έδωσε το όπλο στο συνεργό του. «Λύσε τον», είπε στη γυναίκα.
Καθώς εκείνη τον ελευθέρωνε, την άκουσε να ρωτάει. «Πόσα πήρατε;»
«Οχτακόσια χιλιάρικα», της απάντησε ο αρχηγός.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μιλούσαν για τη λεία της ληστείας. Να λοιπόν για ποιο λόγο είχαν έρθει στο σταθμό. Μάζεψαν τις ημερήσιες εισπράξεις του ταμείου και επέστρεφαν πίσω ανενόχλητοι.
«Ξεκίνα γρήγορα για τη Γη και θα σου πούμε εμείς που να προσγειωθείς», τον πρόσταξε ο αρχηγός.
Ο Μίλτος, μην τολμώντας να ανοίξει το στόμα του, έβαλε μπροστά και σήκωσε το σκάφος από την εξέδρα. Του έδωσε πορεία για το γαλάζιο πλανήτη, ευχόμενος τουλάχιστον να μην είχε πάθει κακό κάποιος από τους υπαλλήλους του σταθμού. Αναρωτήθηκε βέβαια για ποιο λόγο δεν είχε σημάνει ο συναγερμός και τότε ήταν που άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια. Φτάνοντας στο μέσον της διαδρομής και αντιλαμβανόμενος ότι δεν τους καταδίωκε κάποιο σκάφος της διαστημικής αστυνομίας, ένα μόνο συμπέρασμα μπόρεσε να βγάλει.
Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Όταν θα προσεδαφίζονταν, πίστευε ότι, μόνον αν κρατούσε καθαρό το μυαλό του και τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, θα κατάφερνε να βγει ζωντανός από αυτήν την άσχημη περιπέτεια, στην οποία άθελά του είχε μπλεχτεί. Αντικρίζοντας τη σφαίρα της Γης να μεγαλώνει, θυμήθηκε το συναγερμό. Από την εμπειρία του γνώριζε ότι, σε περίπτωση ανάγκης, οι σειρήνες ενεργοποιούνταν αμέσως από τους υπαλλήλους της υπηρεσίας και άρχιζαν να ηχούν. Το ότι δεν σήμανε ο συναγερμός, μόνο σε μια αιτία μπορούσε να το αποδώσει. Δεν τον ενεργοποίησαν, επειδή δεν πρόλαβαν να το κάνουν. Πιθανότατα, οι αιμοδιψείς και αδίστακτοι εκείνοι ληστές, τους είχαν εξοντώσει. Κόντευαν να φτάσουν στη Γη, απ’ ό, τι έδειχναν όμως τα πράγματα, καμιά υπηρεσία δεν είχε πάρει ακόμα είδηση αυτό που είχε συμβεί. Σκέφτηκε να μειώσει ταχύτητα, δεν θεώρησε όμως ότι αυτό θα βοηθούσε την κατάσταση. Αντιθέτως προτίμησε να επισπεύσει την επάνοδό τους στη Γη, γιατί πίστευε ότι, πατώντας σε στέρεο έδαφος, ίσως κατάφερνε να ενεργήσει αποτελεσματικότερα και χωρίς τον κίνδυνο κάποιου ατυχήματος.
Την ώρα που είχαν φτάσει πάνω από τη Μεσόγειο, ο αρχηγός της συμμορίας του κόλλησε μπροστά στη μούρη του ένα χάρτη. «Εδώ θα προσεδαφιστούμε», του δήλωσε, δείχνοντάς του ένα σημείο που ήταν κυκλωμένο με κόκκινο μαρκαδόρο.
Ο Μίλτος τον πήρε στα χέρια του και τον μελέτησε με προσοχή. Η ακριβής τοποθεσία που θα προσγειώνονταν, βρισκόταν είκοσι χιλιόμετρα ανατολικά της Καζαμπλάνκας, στις χαμηλότερες πλαγιές του όρους Άτλας. Κατευθύνοντας το σκάφος προς τα εκεί, σκέφτηκε ότι θα ήταν μεγάλο κρίμα να αφήσει τα κόκαλά του στο Μαρόκο, πολύ μακριά από την πατρίδα του. Δεν έτρεφε αυταπάτες. Ήξερε πως ενεργούν οι στυγνοί κακοποιοί σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν αμφέβαλε ότι, μετά το τέλος μιας επιτυχημένης επιχείρησης, μοναδική τους μέριμνα πάντοτε ήταν να μην αφήνουν μάρτυρες.
Προσγείωσε το σκάφος στο σημείο που του είχαν υποδείξει και, πριν ακόμα σβήσει τον κινητήρα, έλυσε τη ζώνη συγκράτησης και έβγαλε το κράνος του. Οι τρεις κακοποιοί, έλυσαν κι εκείνοι τις ζώνες τους και έβγαλαν τα κράνη τους. Ο αρχηγός και η γυναίκα ετοιμάστηκαν να βγουν έξω, ο τρίτος όμως παρέμεινε στη θέση του και σημάδευε το Μίλτο με το πιστόλι.
Το σημείο στο οποίο είχαν προσγειωθεί, απείχε σαράντα περίπου μέτρα από το δημόσιο δρόμο και σε ένα άνοιγμα εκεί κοντά βρισκόταν σταθμευμένο ένα όχημα εδάφους, χωρίς οδηγό. Καθώς οι δυο ληστές κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο, ο αρχηγός σήκωσε το χέρι του και φώναξε σ’ εκείνον που είχε μείνει μέσα: «Τώρα».
Ο τύπος που τον σημάδευε πέταξε ένα, «συγνώμη, ρε φίλε, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά», κι ετοιμάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη, η έκπληξή του όμως, μόλις δέχτηκε τη σφαίρα από το όπλο του Μίλτου, ήταν μεγαλύτερη από τον πόνο που του προξένησε η πληγή στο χέρι που κρατούσε το δικό του όπλο. Ξεφώνισε ένα δυνατό ‘’ωχ’’ και το δίκαννο έπεσε από τα χέρια του. Ο Μίλτος έσκυψε και το μάζεψε από το πάτωμα, νιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη για τον παλιό συνάδελφό του τον Τζιμ, που τον είχε κάποτε συμβουλεύσει να κρύβει πάντοτε κι ένα εφεδρικό όπλο κάτω από το κάθισμά του.
Οι άλλοι δύο στράφηκαν ξαφνιασμένοι να δουν τι συνέβη και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις διπλές, σκοτεινές κάννες που τους σημάδευαν, των δύο όπλων που κρατούσε στα χέρια του ο Μίλτος. Απειλώντας τους με τα πιστόλια, τους συγκέντρωσε όλους κοντά στο σκάφος και κάλεσε με τον ραδιοπομπό του τις αρχές. Περιμένοντας την άφιξη των αστυνομικών, κάθισε σε μια πέτρα απέναντι από τους κακοποιούς και δεν τους άφηνε λεπτό από τα μάτια του. Εκείνοι τον κοιτούσαν με φαρμακερό βλέμμα και περίμεναν να τους δοθεί η ευκαιρία να δράσουν δυναμικά. Το ύφος τους φανέρωνε το μίσος που έτρεφαν για εκείνον και την απροθυμία τους να παραδοθούν αμαχητί. Όλα επάνω τους μαρτυρούσαν ότι δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός πως είχαν αιφνιδιαστεί τόσο εύκολα και είχαν πιαστεί στη φάκα σαν ηλίθια ποντίκια.
Ο Μίλτος από την πλευρά του, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση που είχε καταφέρει να σώσει ο ίδιος τη ζωή του και να ξεμπλέξει ανώδυνα από εκείνη την απίθανη περιπέτεια. Διακρίνοντας τώρα την επιθυμία των άλλων να εκμεταλλευτούν κάποια αδράνειά του και να του επιτεθούν, κούνησε απειλητικά τα όπλα του και τους προειδοποίησε: «Το ξέρω πως σας κακοφαίνεται που βρεθήκατε σ’ αυτή τη θέση, αλλά νομίζω ότι το αξίζετε. Βγάλτε λοιπόν από το μυαλό σας οποιαδήποτε σκέψη για προσπάθεια εξουδετέρωσής μου και καθίστε ήσυχα μέχρι να έρθει η αστυνομία, διαφορετικά θα πάτε εκεί που θέλατε να στείλετε εμένα».
Οι κακοποιοί είχαν λυσσάξει. Η ιδέα ότι περίμεναν σαν κότες τη σύλληψή τους, τους έκανε να νιώθουν σαν σε θηρία στο κλουβί. Ο ένας ήταν ήδη εξουδετερωμένος και καθόταν στην άκρη διπλωμένος στα δύο, βαστώντας ένα μαντήλι επάνω στην πληγή του χεριού του. Οι άλλοι δύο έδειχναν έτοιμοι να εφορμήσουν επάνω στο Μίλτο, δίσταζαν όμως να το επιχειρήσουν. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά και ο Μίλτος φάνηκε να χάνει την υπομονή του. Είχε κουραστεί, ένιωθε όλα τα μέλη του κορμιού του πιασμένα και φοβόταν μήπως του επιτεθούν και δεν κατάφερνε ν’ αντιδράσει. Κάποια στιγμή πρόσεξε ότι ο αρχηγός κινήθηκε λίγο προς το μέρος του, κι αυτό τον ανησύχησε. Δεν σκόπευε να τους δώσει το δικαίωμα να ξεφύγουν ή να του κάνουν κακό, γι αυτό και ενήργησε αστραπιαία, θέλοντας παράλληλα να τους στείλει και το μήνυμα ότι δεν αστειευόταν. Πυροβόλησε μια φορά μπροστά στα πόδια του ληστή και τον υποχρέωσε να οπισθοχωρήσει τρομαγμένος.
Μισή ώρα αργότερα, η αναμονή τελείωσε. Τρία σκάφη της διαστημικής αστυνομίας, προσγειώθηκαν κοντά τους και μια ντουζίνα πάνοπλοι αστυνομικοί πήδησαν στο έδαφος και περιτριγύρισαν το ταξί και τους κακοποιούς. Ο Μίλτος κατέβασε τα όπλα του, τα ακούμπησε στο χώμα και τραβήχτηκε στην άκρη. Ο επικεφαλής αξιωματικός, πλησίασε κοντά του και του άπλωσε το χέρι.
«Συγχαρητήρια, αγαπητέ», του είπε σφίγγοντάς του το χέρι. «Έκανες πολύ καλή δουλειά. Ούτε αστυνομικός να ήσουνα. Χάρη σε σένα πιάσαμε αυτά τα καθάρματα που έχουν σκοτώσει τόσο κόσμο».
Από τα λεγόμενά του, ο Μίλτος κατάλαβε ότι η ληστεία στο διαστημικό σταθμό δεν ήταν αναίμακτη. «Υπήρξαν πολλά θύματα;» ρώτησε τον αστυνομικό.
«Στη σημερινή ληστεία δύο, αλλά υπάρχουν και άλλα τρία σε προηγούμενες απόπειρες. Τους αναζητούσαμε καιρό, αλλά κατάφερναν και ξεγλιστρούσαν. Εσύ όμως, πώς τα κατάφερες; Όταν επιστρέψουμε στην Ευρώπη, κάνε μου μια αναφορά. Θα μας χρειαστεί για την προανάκριση».
Καθώς οι αστυνομικοί συλλάμβαναν τους ληστές, ο αξιωματικός τον τράβηξε παράμερα. «Το χειρότερο σε αυτήν την υπόθεση», του είπε, κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του, «είναι ότι το ένα από τα δύο σημερινά θύματα είχε τέσσερα παιδιά. Αντιλαμβάνεσαι επομένως την τραγωδία αυτής της οικογένειας».
Ο Μίλτος ένιωσε πολύ άσχημα. Κοίταξε τα ανθρωπόμορφα τέρατα που σπρώχνονταν από τους άντρες της αστυνομίας να μπουν μέσα στα αερόπλοια και ευχήθηκε να εισέπρατταν την τιμωρία που τους άξιζε. Χαιρέτησε τον αξιωματικό κι ετοιμάστηκε να επιβιβαστεί στο σκάφος του, τον είδε όμως να επιστρέφει κοντά του και να του λέει: «Το ξέρεις βέβαια ότι δικαιούσαι αμοιβή για την πράξη σου. Το δέκα τοις εκατό από τα χρήματα που εκλάπησαν, είναι δικά σου. Πρόκειται για αρκετά μεγάλο ποσόν, το οποίο φαντάζομαι ότι θα σου λύσει αρκετά προβλήματα».
Καθώς έφευγε τον ρώτησε χαμογελώντας: «Αλήθεια, για πες μου, τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;» ο Μίλτος όμως απέφυγε να του απαντήσει.
Μπήκε μέσα στο ταξί του πλημμυρισμένος από ανάμικτα συναισθήματα. Ένιωθε θλίψη για τα αθώα θύματα εκείνων των καθαρμάτων, αλλά και χαρά για την αίσια έκβαση της απίθανης εκείνης ιστορίας. Το ζήτημα της αμοιβής δεν τον συγκίνησε και τόσο. Όχι πως ήταν άσχημα που, από τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε με ογδόντα χιλιάρικα στην τσέπη, αλλά εκείνο που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν το γεγονός ότι είχε καταφέρει να επιβιώσει από μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Ασυναίσθητα σκέφτηκε πάλι την ερώτηση του αξιωματικού. Άκου τι θα τα έκανε τόσα λεφτά; Μα θα έλυνε το βιοποριστικό του πρόβλημα. Θα εγκατέλειπε οριστικά το επάγγελμα του ταξιτζή, αφού είχε αποδειχτεί ότι έβλαπτε σοβαρά την υγεία.
Καθώς έβαζε μπροστά τον κινητήρα, άρχισε να σκέφτεται που θα μπορούσε να τα επενδύσει, όταν όμως είδε με τη φαντασία του τέσσερα ζευγάρια παιδικά μάτια να τον κοιτάζουν λυπημένα, δεν του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία για το τι ακριβώς θα τα έκανε τα χρήματα της αμοιβής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου