Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο μου.
Ο άντρας παραπάτησε
λίγο πριν τη μισοφωτισμένη είσοδο της μονοκατοικίας και, μόλις κατάφερε να
ξαναβρεί την ισορροπία του, στάθηκε σκυφτός μπροστά της. Ο δρόμος ήταν στενός,
ερημικός και κακοφωτισμένος και το σπίτι παρέμενε ερμητικά κλειστό. Ο άντρας
κοίταξε πρώτα ολόγυρα και μετά έβαλε το χέρι του μέσα στην τσέπη του σακακιού
του. Έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά και, με χέρια που έτρεμαν, βάλθηκε να προσπαθεί να ξεκλειδώσει την
πόρτα. Η προσπάθειά του κράτησε πέντε ολόκληρα λεπτά, αλλά ήταν χωρίς
αποτέλεσμα. Άρχισε να ιδρώνει και να αγανακτεί. Του ξέφυγε μια βλαστήμια και
αποφάσισε να μην παραδώσει τα όπλα.
«Θα σε …ανοίξω,
μωρή καριόλα, …πού θα μου πάς;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, προφέροντας
τις λέξεις σπαστά και με δυσκολία. «Στο …χέρι σου είναι, …νομίζεις;»
Αυτή τη φορά οι
κινήσεις του ήταν πιο νευρικές. Επιχειρώντας πάλι να ανοίξει, τα κλειδιά του
έπεσαν κάτω. Ο θόρυβος έσπασε λίγο την ησυχία της γειτονιάς. Ήταν περασμένα
μεσάνυχτα και οι περισσότεροι κοιμόνταν. Έσκυψε να τα πιάσει και κόντεψε να
πέσει και ο ίδιος στο έδαφος. Βλαστήμησε για μια ακόμα φορά και, όταν κατάφερε
να τα πιάσει στα χέρια του και να σηκωθεί, επιδόθηκε σε μια τρίτη προσπάθεια
ξεκλειδώματος.
Από τη γωνία
εμφανίστηκαν δυο αστυνομικοί, εκείνος όμως, καθώς τους είχε γυρισμένη την
πλάτη, δεν ήταν σε θέση να τους αντιληφθεί. Οι δυο φύλακες της δημόσιας τάξης
πλησίασαν αθόρυβα κοντά του και ο ένας έβγαλε το όπλο του. Ο δεύτερος, απλά
σήκωσε το χέρι του. Ο άντρας τους αντιλήφθηκε μόνον όταν είχαν φτάσει στα τρία
μέτρα πίσω του. Ξαφνιάστηκε από την παρουσία τους και έδειξε να τρομοκρατείται.
Του έπεσαν πάλι τα κλειδιά και γύρισε να δει ποιοι ήταν αυτοί που τον πλησίαζαν
απειλητικά. Η κίνησή του αυτή παρερμηνεύτηκε από το δεύτερο όργανο. Το ρομπότ-αστυνομικός, ενεργοποίησε με
ταχύτητα το ηλεκτροφόρο σύστημά του,
εξαπολύοντας εναντίον του μια ηλεκτρική ακτίνα που τον έστειλε να
σωριαστεί στο έδαφος.