Σελίδες

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ

Απόσπασμα από το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημά μου.



    Τράβηξε το βλέμμα του από τους άλλους και το έριξε πάνω στον δολοφονημένο. Του έκανε μεγάλη εντύπωση το ντύσιμό του. Το θύμα ήταν ντυμένο λες και θα πήγαινε για γαμπρός. Κοστούμι μπλε, πουκάμισο λευκό, κόκκινη γραβάτα με πλάγιες, λευκές ρίγες και ακριβό δερμάτινο μπουφάν, αποτελούσαν το ντύσιμό του κακότυχου εκείνου νέου. Αναρωτήθηκε, τι θα μπορούσε εκείνος ο καλοβαλμένος νέος, να ζητάει νυχτιάτικα σ’ εκείνο το απόμερο μέρος; Ήταν άραγε σημείο ραντεβού; Για να είναι ντυμένος τόσο κομψά, μάλλον για συνάντηση με γυναίκα θα επρόκειτο.
    Την συνάντησε όμως άραγε, ή δεν πρόλαβε να το κάνει; Αναρωτήθηκε.
    Τη στιγμή που σκεφτόταν όλα αυτά, ο ιατροδικαστής άπλωσε το χέρι του και του έδωσε ένα πορτοφόλι, ένα μπρελόκ με κλειδιά σπιτιού και ένα κλειδί αυτοκινήτου. «Αυτά είναι όλα όσα βρήκα μέσα στις τσέπες του», του εξήγησε.
    Ο Μπαρόζης τα πήρε στα χέρια του και άνοιξε πρώτα το πορτοφόλι. Τρεις πιστωτικές κάρτες, διακόσια πενήντα ευρώ σε μετρητά, δυο οικογενειακές φωτογραφίες, μια ταυτότητα και μια άδεια οδήγησης αυτοκινήτου ήταν τα ευρήματα του πορτοφολιού. Χάρηκε που δεν θα έψαχναν πολύ για να ανακαλύψουν τα στοιχεία του θύματος, απογοητεύτηκε όμως που η αρχική υποψία του για το κίνητρο του δράστη καταρρίφθηκε.
    Τον παραξένεψε πάντως το γεγονός  ότι δεν βρήκαν επάνω του κινητό. Ή δεν θα είχε, ή πιθανόν να είχε, αλλά του το είχε πάρει ο δράστης. Ο Μπαρόζης εξιχνίαζε τις υποθέσεις του, λειτουργώντας πάντοτε δια της εις άτοπον απαγωγής. Άρχιζε, αφαιρώντας τα κίνητρα που αποδεδειγμένα δεν ίσχυαν και στο τέλος κατέληγε σε ένα ή σε δύο το πολύ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κίνητρο της ληστείας είχε ήδη αποκλειστεί. Όχι ότι, αν ίσχυε η εκδοχή της ληστείας, θα έβρισκαν εύκολα το δράστη, αλλά τουλάχιστον θα γνώριζαν τι και για ποιο λόγο είχε συμβεί. Τώρα, αν δεν έβρισκαν άλλα στοιχεία, θα βάδιζαν εντελώς μέσα στο μαύρο σκοτάδι.
    Έβγαλε έξω την ταυτότητα και διάβασε τα στοιχεία του. Ονομαζόταν Κώστας Μπούας, πιθανότατα  άγαμος και μόλις είκοσι εννέα ετών.
    Την ξανάβαλε στη θέση της και κοίταξε το κλειδί του αυτοκινήτου. Ήταν ενσωματωμένο επάνω σε ένα μικρό τηλεκοντρόλ και, η φίρμα της VW στο πλάι του, δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για το τι αυτοκίνητο ήταν. Έριξε τη ματιά του προς την πλευρά του δρόμου, ερευνώντας για τον εντοπισμό αυτοκινήτου παρόμοιας μάρκας. Διέκρινε δύο αυτοκίνητα αυτής της μάρκας, ένα GOLF κι ένα PASSAT. Ένα απλό πάτημα του πλήκτρου UNLOCK, του φανέρωσε ποιο από τα δύο ήταν το αυτοκίνητο του θύματος. Τα φλας του GOLF αναβόσβησαν δυο φορές ενώ  ακούστηκε καθαρά και ο χαρακτηριστικός ήχος της απασφάλισης των κλειδαριών.
     

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο επίλογος ενός διηγήματος Ε.Φ, εμπνευσμένου από το ομώνυμο τραγούδι των BLACK SABBATH, ενός συγκροτήματος που σημάδεψε τα νιάτα μας και έβαλε πρόσφατα τίτλους τέλους, ύστερα από πενήντα ολόκληρα χρόνια μουσικής πορείας!




   Τα παιδιά ανέμιζαν χαρούμενα τα σύμβολα της πατρίδας τους, οι περισσότεροι όμως από τους μεγάλους, δεν έδειχναν να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό τους. Τι χαρά και τι ενθουσιασμό μπορούσαν να δείξουν οι ταλαίπωροι πολίτες, τη στιγμή που στα χίλια προβλήματά τους, ερχόταν τώρα να προστεθεί κι εκείνο του πολέμου; Ποιος μπορούσε να φανταστεί τα δεινά που τους περίμεναν; Άραγε, πόσα  από τα παιδιά τους θα άφηναν για πολλοστή φορά την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο;
    Στέκονταν όρθιοι, σκυθρωποί και ζαβλακωμένοι και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον, κυριευμένοι από το φόβο των σπιούνων που συνήθιζαν να χώνονται ανάμεσά τους. Περίμεναν υπομονετικά την εμφάνιση του δικτάτορα, ελπίζοντας σε μια σύντομη λήξη της φαρισαϊκής εμφάνισής του. Όταν τελικά εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά τους, άρχισαν όλοι να τον χειροκροτούν με προσποιητό ενθουσιασμό, χωρίς να παραλείπουν βέβαια να τον βρίζουν από μέσα τους. Ο Λαμασών χαιρετούσε το πλήθος που τον επευφημούσε, στρεφόταν κι έκανε το ίδιο και στις τηλεοπτικές κάμερες και κάποτε αποφάσισε να αρχίσει.
    Καθάρισε τη φωνή του, έφτιαξε το μικρόφωνο και, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ένας πρωτόγνωρος, δυνατός ήχος ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από τα ηχεία. Το ξάφνιασμα ήταν ισχυρό για όλους, περισσότερο όμως για τον κεραυνοβολημένο δικτάτορα. Το τραγούδι που ακουγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, η μουσική  που  έφτανε στα αυτιά και του τελευταίου πολίτη, ήταν απαγορευμένη. Το μουσικό κομμάτι, το οποίο οι περισσότεροι άκουγαν για πρώτη φορά, ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά τους. Ύστερα μάλιστα από το πρώτο ξάφνιασμα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αφυπνίστηκαν και άρχισαν κουνιούνται δειλά-δειλά στο ρυθμό του.
    Ο Λαμασών ούρλιαζε, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Φώναζε στους ακολούθους του να κλείσουν τα μεγάφωνα, να σταματήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τη συνέχιση εκείνης της οδυνηρής για τ’ αυτιά του μουσικής, που το άκουσμά της τον οδηγούσε στα όρια της παραφροσύνης, κανείς τους όμως δε φαινόταν πως είχε τη δυνατότητα να το κάνει.   Το τραγούδι συνεχιζόταν με την ίδια αμείωτη ένταση και οι αντιπολεμικοί στίχοι του γέμισαν με αισιοδοξία τις ψυχές των πολιτών.
    Κι ενώ ο OZZY OSBOURNE των BLACK SABBATH τραγουδούσε το WAR PIGS, εκατοντάδες χιλιάδες ευτυχισμένοι άνθρωποι, αγνοώντας το ανθρωπάκι που χτυπιόταν σαν δαιμονισμένο επάνω στην εξέδρα, λικνίζονταν αγκαλιασμένοι.


                                               @ @ @ @ @ @ @ @