Σελίδες

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΡΟΜΒΟΣ

Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο.



ENA.




Ο Λεό Αμάφη φόρεσε διστακτικά τη μονόχρωμη, μπλε φορεσιά του, χωρίς το χαρακτηριστικό, διακριτικό σύμβολο του δόγματός του, και αποτόλμησε να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη του απέναντι τοίχου. Είδε τον εαυτό του, ένα ψηλό, γεροδεμένο, νέο άντρα, με καλοχτενισμένα καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια και αναρίγησε στο αντίκρισμα του γυμνού από τα πατροπαράδοτα σύμβολα στήθους του. Αναλογίστηκε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες αυτής της παρακινδυνευμένης ενέργειάς του, αλλά, παρόλη την άσχημη ψυχική διάθεση που του δημιουργήθηκε, όρθωσε το παράστημά του και αποφάσισε να μην κάνει πίσω.

Ήταν μία, αναμφίβολα, πολύ σημαντική απόφαση, την οποία δεν την είχε πάρει αβασάνιστα, ούτε παραγνώριζε τους κινδύνους που πιθανόν πήγαζαν από αυτήν. Η ιδέα για εκείνη την τόσο σοβαρή και ίσως πρωτοφανή ενέργεια, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο μυαλό του αρκετά χρόνια πριν, και η τελική απόφαση για να τη θέσει σε εφαρμογή, δεν είχε παρθεί επιπόλαια, αλλά ήταν αποτέλεσμα ωρίμου σκέψεως, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει.

Αυτή ήταν η πρώτη από τις δύο πιο σημαντικές αποφάσεις που είχε πάρει μέχρι τότε στη ζωή του. Η δεύτερη, αν και ήξερε ότι θα τον έβαζε σε μεγάλους μπελάδες, ήταν ένας πραγματικά επικίνδυνος λαβύρινθος, μέσα στον οποίο όμως έπρεπε να εισχωρήσει. Δεν γνώριζε αν θα κατάφερνε να βγει, αισθανόταν πάντως υποχρεωμένος να το προσπαθήσει. Πίστευε ότι δεν είχε νόημα να ζει σε μια παράλογη κοινωνία σαν τη δική τους, χωρίς να γνωρίζει ποιοι και γιατί την είχαν δημιουργήσει έτσι. Ήταν της άποψης ότι, ο δογματισμός και η παράλογη βία που πήγαζε από αυτόν, ήταν καθαρά δημιούργημα κάποιων παρανοϊκών εγκεφάλων, που είχαν παρακινηθεί από άγνωστες στον περισσότερο κόσμο αιτίες, και για λόγους που πολύ θα ήθελε να γνωρίζει.

Ζούσαν σε έναν κόσμο που, για τους περισσότερους ανθρώπους ήταν φυσιολογικός, εκείνος όμως είχε σοβαρές αντιρρήσεις γι’ αυτό. Απορούσε μάλιστα με το σκεπτικό και τη συμπεριφορά των συνανθρώπων του, που αποδέχονταν αβασάνιστα την νοσηρή εκείνη κατάσταση και, όχι μόνο δεν αντιδρούσαν, αλλά την επικροτούσαν κιόλας.

Αφορμή για το ξεκίνημα αυτής της αμφισβήτησης σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία της κοινωνίας τους, του είχε δώσει το ξαφνικό και συνάμα τραγικό περιστατικό της απώλειας της οικογένειάς του, επτά χρόνια πριν. Φοιτούσε τότε στην τελευταία τάξη του κολλεγίου, κι επέστρεφε ανέμελος το μεσημέρι στο σπίτι του. Μπαίνοντας μέσα, διαπίστωσε ότι οι γονείς του και η μικρότερη αδελφή του απουσίαζαν. Φαντάστηκε ότι για κάποιο λόγο θα είχαν καθυστερήσει και δεν είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα. Ήταν βλέπεις η ώρα που έπαιρναν τη μικρή από το σχολείο και σκέφτηκε ότι ίσως δε μπορούσαν να βρουν εύκολα αεροταξί.

Πήγε στο δωμάτιό του, άφησε την τσάντα του επάνω στο κομοδίνο του, κι ετοιμάστηκε να μπει στο μπάνιο. Περνώντας μπροστά από το γραφείο που βρισκόταν ο πομποδέκτης επικοινωνιών, σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά μήπως είχε κάποιο μήνυμα. Άνοιξε την πόρτα και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν, το κίτρινο φως του τηλεπικοινωνητή που αναβόσβηνε συνέχεια, ειδοποιώντας ότι υπήρχε κλήση μηνύματος. Έτρεξε πάνω από το μηχάνημα και το έθεσε σε λειτουργία. Στην οθόνη εμφανίστηκε η ένδειξη ‘’Ε Π Ε Ι Γ Ο Ν» και ο Λεό πάτησε το πλήκτρο ‘’ΟΝ’’.

Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε το κείμενο του μηνύματος: ‘’Αδελφοί Αμάφη, πατέρας, μητέρα και κόρη, τραυματίστηκαν θανάσιμα σε συμπλοκή με αλλόδοξους. Παρακαλείσθε να προσέλθετε στο πτωματοφυλάκιο της υπηρεσίας μας για να τους παραλάβετε’’.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΩΝ

Τι τραγική ειρωνεία! Σε μια κοινωνία μίσους και αίματος, οι άνθρωποι αποκαλούνταν μεταξύ τους αδελφοί.

Δεν πίστευε ότι είχε συμβεί στην οικογένειά του αυτό που απευχόταν και το ξαναδιάβασε για να βεβαιωθεί. Όταν δεν είχε πια την παραμικρή αμφιβολία ότι είχε μείνει ορφανός και μόνος, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Μέχρι τότε, όλη αυτή την ιστορία του δογματισμού την έβλεπε σαν παιχνίδι. Το θεωρούσε απόλυτα λογικό να ανήκει σε κάποιο δόγμα και να αντιμάχεται όσους ανήκαν σε άλλο δόγμα. Του φαινόταν εντελώς φυσιολογικό να συμπλέκονται μεταξύ τους οι οπαδοί διαφορετικών δογμάτων, άσχετα αν πολλές φορές οι συμπλοκές αυτές οδηγούσαν πολλούς ακόμα και στο θάνατο.

Και να που είχε έρθει η ώρα των δικών του. Ο θάνατος, που ο Λεό νόμιζε ότι βρισκόταν μακριά τους, επισκέφτηκε τα τρία από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Αμάφη. Κι εκείνος, που από εύνοια της τύχης είχε παραμείνει ζωντανός, όφειλε τώρα να παλέψει για την επιβίωσή του, μέσα σ’ έναν άκρως επικίνδυνο και παράλογο κόσμο.

Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από μερικά δευτερόλεπτα, για να αλλάξουν όλα μέσα του. Όλα όσα πίστευε για τους ανθρώπους και την κοινωνία, γκρεμίστηκαν σαν χάρτινος πύργος. Η αμφιβολία ριζώθηκε βαθειά μέσα στο μυαλό του και, στο εξής, κανένας δεν θα κατάφερνε να του την ξεριζώσει.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΝΤΟΝΤΟ

'Ενα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου με τίτλο  ''Ο  ΝΤΟΝΤΟ  ΚΑΙ  Ο  ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ  ΤΩΝ  ΠΑΡΑΘΥΡΩΝ''


Ο Τζόϋ άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του και κοίταξε το ταβάνι. Του φάνηκε άγνωστο, διαφορετικό. Ήταν ολόλευκο, χωρίς γύψινα γύρω-γύρω και ήταν βέβαιος ότι δεν το είχε ξαναδεί. Αναρωτήθηκε που βρισκόταν και τι του είχε συμβεί και, γυρίζοντας το κεφάλι του αριστερά, αντίκρισε το πρόσωπο της μητέρας του που καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του.

«Συνήλθες γιε μου;» αναφώνησε η μεσόκοπη γυναίκα μόλις τον είδε ν’ ανοίγει τα μάτια του. «Για πες μου, πώς αισθάνεσαι;»

«Τι έγινε μητέρα; Πού βρίσκομαι;»

«Στο νοσοκομείο είσαι, αγόρι μου. Μη φοβάσαι όμως, όλα θα πάνε καλά. Οι γιατροί με διαβεβαίωσαν ότι αύριο θα βγεις».

Ένιωθε λίγο ζαλισμένος και πονούσε το κεφάλι του. Κατάλαβε ότι κάτι δυσάρεστο είχε συμβεί και είχε βρεθεί στο νοσοκομείο, αλλά η μνήμη του δεν τον βοηθούσε. Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά οι αναμνήσεις του ήταν θολές. Κοίταξε με παράπονο τη μητέρα του και σκέφτηκε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να τον βοηθήσει να ανατρέξει στα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος.

«Τι μου συνέβη, μητέρα; Γιατί βρίσκομαι εδώ;»

Η γυναίκα, μόλις το άκουσε, έδειξε ν’ αναστατώνεται. Φοβήθηκε ότι το μοναχοπαίδι της είχε πάθει αμνησία. Μόλις χθες είχε συμβεί το τραγικό συμβάν στο μετρό, κι εκείνος δεν θυμόταν τίποτα; Σκέφτηκε ότι έπρεπε επειγόντως να ενημερώσει το γιατρό. Τρομοκρατήθηκε στην ιδέα ότι μπορούσε να είχε χάσει τη μνήμη του. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ήταν σίγουρη πως δεν θα είχε τη δύναμη να το αντέξει. Πριν από δυο χρόνια είχε δεχτεί το οδυνηρό πλήγμα της απώλειας του συντρόφου της, κι ένα δεύτερο χτύπημα θα την αποτελείωνε, θα της έδινε τη χαριστική βολή.

«Δεν θυμάσαι το δυστύχημα χθες το βράδυ στο μετρό, αγόρι μου;» του υπενθύμισε με τρεμάμενη φωνή. «Δυστυχώς ήσουν και συ μέσα».

Ο Τζόϋ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ο θόρυβος της σύγκρουσης, οι φωνές των επιβατών και τα αίματα στα πρόσωπά τους και στο πάτωμα του βαγονιού, παρέλασαν διαδοχικά μέσα στο μυαλό του. Έζησε ξανά τη στιγμή που έφυγε με ταχύτητα από τη θέση του και χτύπησε με φόρα το μέτωπό του στην κόχη του παραθύρου. Και τότε θυμήθηκε το λόγο που ταξίδευε με το μετρό και η μορφή μιας πληγωμένης και θυμωμένης Τζωρτζέτας ήρθε να του χτυπήσει το καμπανάκι του πανικού. Σκέφτηκε ότι θα ήταν μεγάλη αδικία να χάσει αυτό το θεϊκό πλάσμα. Τη γνώριζε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα, μόλις μία φορά την είχε δει, και όμως ήταν βέβαιος ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Την αγάπησε παράφορα, πίστευε ότι κι εκείνη είχε δείξει ενδιαφέρον για το άτομό του, και να που, μια ατυχής συγκυρία, θα του στερούσε την ευτυχία να την κάνει δική του.

«Θέλω να κάνω ένα τηλεφώνημα», παρακάλεσε τη μητέρα του που παρακολουθούσε ανήσυχη τις εκφράσεις του προσώπου του.

Η μητέρα του κατάλαβε πως επρόκειτο για γυναικοδουλειά. Δεν χάρηκε και πολύ που διαπίστωνε ότι είχε κάποια σχέση, ανακουφίστηκε όμως που είδε να διαψεύδονται οι φόβοι της για αμνησία. Έβγαλε από την τσάντα της το κινητό της και του το έδωσε. «Θυμάσαι τον αριθμό;»

«Και βέβαια τον θυμάμαι. Τι νόμιζες δηλαδή ότι, επειδή χτύπησα λίγο στο κεφάλι, θα πάθαινα αμνησία; Αλλά, και όλα τα άλλα να τα ξεχνούσα, το τηλέφωνο αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να σβηνόταν από τη μνήμη μου».