Σελίδες

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΠΛΗΡΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Βιογραφικό του Στέλιου Αρώνη


                                                   Β Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο




Ο Στέλιος Αρώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947, όπου και τελείωσε το Λύκειο. Εργάσθηκε επί τριάντα τρία χρόνια σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρία, δημοσιεύοντας κατά καιρούς άρθρα του ασφαλιστικού περιεχομένου στο περιοδικό ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΙΣ. Το 1987 εκδίδεται από τον ίδιο το πρώτο του μυθιστόρημα Ε.Φ. με τίτλο ‘’ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ’’. Το 1989 εκδίδεται από τις εκδόσεις ΛΩΤΟΣ το δεύτερο μυθιστόρημά του, με τίτλο ‘’ΑΦΙΛΟΞΕΝΗ ΠΟΛΗ’’, ένα περιβαλλοντικό θρίλερ. Στο διάστημα εκείνο γράφει και αρκετά διηγήματα Ε.Φ., ένα εκ των οποίων με τίτλο ‘’ΠΡΟΧΩΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΎΝΘΗΜΑ’’, δημοσιεύεται στο περιοδικό CYBORG το 1994. Το 2000 γράφει ένα σενάριο αστυνομικής πλοκής για κινηματογραφική ταινία ΜΕ ΤΊΤΛΟ ‘’ΕΡΝΕΣΤΟΣ ΑΜΠΡΟΖΗΣ: Ο ΑΚΤΙΝΑΣ’’ και παίρνει μέρος στον διαγωνισμό σεναρίου του περιοδικού ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ. Παράλληλα δεν σταματάει να διαβάζει. Μελετάει δοκίμια λογοτεχνικής γραφής, αρχαία ελληνική ιστορία, κοινωνιολογία, κλασσική και αστυνομική λογοτεχνία και ρουφάει με απληστία ό, τι έχει σχέση με Ε.Φ. Το 2008, έχοντας πλέον από καιρό συνταξιοδοτηθεί από την εταιρία του, επανέρχεται δριμύτερος στη συγγραφική δράση. Στις αρχές του 2009 ολοκληρώνει το μυθιστόρημά του με τίτλο ‘’Ο ΧΡΥΣΕΛΕΦΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΣ’’, το οποίο είναι ένας συνδυασμός Ε.Φ. και ιστορίας. Τον ίδιο χρόνο γράφει και το μυθιστόρημα Ε.Φ. με τίτλο ‘’Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΡΟΜΒΟΣ’’, ενώ αρχίζει και τη συγγραφή ενός ακόμα μυθιστορήματος Ε.Φ. με τίτλο ‘’ΑΖΩΤΟ, ΟΞΥΓΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ’’, το οποίο και ολοκληρώνει στις αρχές του 2010. Το πρώτο τρίμηνο του 2010, και σε χρόνο ρεκόρ, γράφει ένα ακόμα μυθιστόρημα Ε.Φ. με τίτλο ‘’Ο ΝΤΟΝΤΟ ΚΑΙ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΥΡΩΝ’’, σατιρίζοντας το άθλιο τηλεοπτικό τοπίο της χώρας μας και αναδεικνύοντας τα προβλήματα από τη λανθασμένη χρήση της τεχνολογίας, ενώ δεν παύει να γράφει συνεχώς διηγήματα Ε.Φ. Στις αρχες του 2011 ολοκλήρωσε τη συγγραφή ενός πολιτικού θρίλερ με τίτλο ‘’ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΜΑΣ;’’, ενώ τελείωσε και τη συγγραφή ενός ακόμα αστυνομικού  μυθιστορήματος με τίτλο ''ΟΙ ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ''. Το τελευταίο μυθιστόρημά του είναι κι αυτό αστυνομικό και έχει τίτλο: Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ!

Σημ: Αποσπάσματα από τα μυθιστορήματά του καθώς και μερικά διηγήματα, μπορείτε να διαβάσετε στο: http://stylscifi.blogspot.com/

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ΥΔΡΟΧΟΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ Ε.Φ. Του Στέλιου Αρώνη.

                                                        ΥΔΡΟΧΟΟΣ




Κοίταξε με θλιμμένο βλέμμα την τελευταία σταγόνα νερού, που έσταξε βασανιστικά αργά από το στόμιο του πήλινου δοχείου μέσα στο ποτήρι του, και κυριεύτηκε από απελπισία. Στη συνέχεια, ένα δάκρυ, ίδιο και απαράλλαχτο με εκείνην την πολύτιμη σταγόνα, ήρθε και κύλισε πάνω στο μαυρισμένο από τον ήλιο πρόσωπό του. Το σκούπισε με την ανάποδη του ελεύθερου χεριού του και έφερε απρόθυμα το μισοάδειο ποτήρι στο στόμα του, αλλά δίστασε να πιει. Σκέφτηκε ότι η υδροφόρα θα ξαναπερνούσε από τη γειτονιά τους το απόγευμα, τέσσερις ώρες σχεδόν αργότερα, και αποφάσισε να αναβάλει την υδροποσία. Ο καιρός είχε αρχίσει να γίνεται ζεστός και οι ανάγκες του οργανισμού σε υγρά γίνονταν επιτακτικότερες. Θεώρησε ότι, αν έκανε το λάθος και εξαντλούσε αμέσως το τελευταίο απόθεμα του νερού που του αναλογούσε, δύσκολα θα άντεχε να περιμένει τέσσερις ώρες μέχρι να εμφανιστεί ο αντικαταστάτης του. Έτσι, θα έκανε λίγη ώρα υπομονή και θα το κατανάλωνε αργότερα.

Άφησε το βλέμμα από τα μεγάλα, τσακίρικα μάτια του να πλανηθεί έξω από το παράθυρο και, αυτό που αντίκρισε, του θύμισε περισσότερο σεληνιακό τοπίο παρά κήπο. Εκεί που παλιά βρισκόταν ένα ολάνθιστο περιβόλι, στη θέση του τώρα απλωνόταν ένα τραχύς και ξερός χώρος. Και πώς να μην ήταν, όταν η ανομβρία μάστιζε όλη τη χώρα; Την τελευταία φορά που θυμόταν να έχει βρέξει, πήγαινε στην έκτη δημοτικού, και τώρα, δυο ολόκληρα χρόνια μετά, είχε σχεδόν ξεχάσει τι σήμαινε βροχερός καιρός και πως ήταν να πέφτουν οι ζωογόνες σταγόνες της βροχής. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, η παροχή νερού από τις εγκαταστάσεις ύδρευσης είχε σταματήσει εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Πού να έβρισκαν λοιπόν νερό για να ποτίσουν; Πώς να συντηρούσαν τα φυτά και τα λουλούδια τους; Εδώ, μόλις και μετά βίας κατάφερναν να πιουν και να πλυθούν, αφού το νερό που τους αναλογούσε ήταν απελπιστικά λίγο. Η υδροφόρα της Αρμοστείας περνούσε δυο φορές την ημέρα, προμηθεύοντάς τους με μια αυστηρά καθορισμένη ποσότητα, η οποία δυστυχώς δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών τους. Τώρα το πώς η μητέρα του, η ηρωίδα εκείνη γυναίκα, κατάφερνε κάτω από αυτές τις συνθήκες να διατηρεί το σπίτι, τα πιατικά και τα ρούχα τους καθαρά, αυτό κανένας δεν μπορούσε να το εξηγήσει.

Όσο ο χρόνος περνούσε και ο καιρός αρνιόταν πεισματικά να τους κάνει το χατίρι και να τους δείξει το βροχερό του πρόσωπο, τόσο η κατάσταση χειροτέρευε. Ενώ στην αρχή, η ποσότητα του νερού που τους προμήθευε η Αρμοστεία ήταν αρκετή για μια οικογένεια, τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να μειώνεται, καθιστώντας το είδος πολυτελείας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, οι εταιρίες που ασχολούνταν με την εμφιάλωση και την εμπορία νερού, να έχουν θησαυρίσει. Οι εύπορες οικογένειες της πόλης τους, δεν δίσταζαν να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες εμφιαλωμένου νερού, χρησιμοποιώντας το ακόμα και για λάτρα. Η οικογένεια του Φίλη όμως δεν είχε αυτήν την δυνατότητα. Έτσι περιοριζόταν στη λιγοστή ποσότητα που έπαιρνε από την Πολιτεία και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με εκείνην.

Πήρε μαζί του το ποτήρι με το νερό και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Θα αφιέρωνε τον μεσημβρινό του χρόνο στη μελέτη των μαθημάτων του και το απόγευμα, μετά τη διέλευση της υδροφόρας, θα πήγαινε να παίξει με τον φίλο του. Ξέχασε το πρόβλημα του νερού και προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του στο διάβασμα. Διάβαζε λίγο, αλλά η δίψα που του βασάνιζε τα σωθικά, του το ξαναθύμιζε. Εκείνος πάντως αρνιόταν να υποκύψει στον πειρασμό και να πιει το τελευταίο του απόθεμα, αντιστεκόμενος σθεναρά στην πρόκληση. Μετά από μια ώρα, όταν πια είδε ότι τα μάτια του έκαναν πουλάκια και νικημένος οριστικά σε εκείνην την άνιση μάχη με αντίπαλο τη δίψα, παραδόθηκε άνευ όρων. Ρούφηξε με λαχτάρα και ανακούφιση το λιγοστό νεράκι του, κι έπεσε για ύπνο.



# # # # #



Τον ξύπνησε ο θόρυβος της υδροφόρας. Πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε στο παράθυρο. Έξω στο δρόμο, οι γυναίκες και τα ρομπότ της γειτονιάς-και ανάμεσά τους και η μητέρα του-κρατώντας στα χέρια τους τα δοχεία τους, περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να παραλάβουν το πολύτιμο υγρό. Ο Φίλης παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη σκηνή και εστίασε την προσοχή του στον υπάλληλο της Αρμοστείας. Ήταν ένας κοντός, μαυριδερός σαραντάρης και οι νευρικές κινήσεις του φανέρωναν βιασύνη. Ίσως, σκέφτηκε, ο άνθρωπος εκείνος βιαζόταν, για να προλάβει να μοιράσει το φορτίο του και σε άλλες γειτονιές, πριν τον πιάσει το σκοτάδι της νύχτας.

Μόλις είδε τη μητέρα του να επιστρέφει με το γεμάτο δοχείο της, άρπαξε το ποτήρι του κι έτρεξε γρήγορα κάτω για να πάρει την απογευματινή του δόση. Πριν καλά-καλά η ταλαίπωρη γυναίκα προλάβει να μπει μέσα, το άρπαξε από τα χέρια της, γέμισε το ποτήρι του και το κατέβασε μονορούφι. Μόλις τελείωσε, άφησε έναν στεναγμό ικανοποίησης και, χωρίς να πει κουβέντα,, βάδισε προς την έξοδο.

«Για πού το βάλαμε, νεαρέ;» άκουσε τη μητέρα του να τον ρωτάει.

«Πάω να παίξω με τον Κλέαρχο», της απάντησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.

«Τελείωσες τα μαθήματά σου;»

«Μου έμεινε μόνον η γεωγραφία, αλλά θα την διαβάσω το βράδυ, μόλις επιστρέψω».

«Κοίταξε να μην αργήσεις πολύ, σε παρακαλώ, εντάξει;»

«Εντάξει, μητέρα», την καθησύχασε, κι έσπευσε να εξαφανιστεί.

Στο σπίτι του φίλου του πήγε με το ποδήλατο. Δεν απείχε περισσότερο από ένα χιλιόμετρο, ποτέ όμως δεν πήγαινε κατευθείαν εκεί. Συνήθως έκανε παραπάνω από δυο χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Του άρεσε να περιδιαβαίνει πρώτα από τις γειτονιές και να περιεργάζεται τους ανθρώπους. Τον ενδιέφερε να βλέπει καταστάσεις, γεγονότα και συμπεριφορές, που τις πιο πολλές φορές απείχαν σημαντικά από εκείνες που είχε βιώσει στο σπίτι του. Ήταν λίγο περίεργος, κι αυτό του το κουσούρι μερικές φορές του είχε στοιχίσει, εκείνος όμως δεν έβαζε μυαλό. Άλλωστε, όπως λέει και μια παροιμία, πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι. Έτσι και τώρα, θα περνούσε πρώτα από την εργατική συνοικία και μετά θα κατέληγε στη συνοικία των πλουσίων, εκεί που διέμενε και ο Κλέαρχος.

Με τον Κλέαρχο ήταν πολύ καλοί φίλοι. Εκτός από συμμαθητές, είχαν και άλλα πολλά κοινά σημεία, που τους είχαν βοηθήσει να σφυρηλατήσουν μια αγνή φιλία, αν και μερικές φορές ο Φίλης ένιωθε ότι εκμεταλλευόταν κάπως αυτή τη φιλία. Στη σκέψη αυτή τον ωθούσε το γεγονός ότι ο Κλέαρχος ήταν γόνος πλουσίων ανθρώπων, οι οποίοι δεν γνώριζαν τι θα πει στέρηση του πιο πολύτιμου υλικού αγαθού. Έτσι, όποτε τύχαινε να βρεθεί εκεί-κάτι που τον τελευταίο καιρό γινόταν αρκετά συχνά-απολάμβανε κι εκείνος χωρίς περιορισμούς το πιόσιμο άφθονου εμφιαλωμένου νερού, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για την τύχη του, που τον είχε αξιώσει να γίνει φίλος ευκατάστατου παιδιού.

Μερικά στενά πριν φτάσει στη γειτονιά του Κλέαρχου, αντίκρισε ένα παράδοξο φαινόμενο. Μια ομάδα παιδιών έπαιζε μπάλα μέσα στο δρόμο και στο παιχνίδι συμμετείχε κι ένα ρομπότ. Τα μικρά κλωτσούσαν τη μπάλα με τα πόδια και ο μεταλλικός τερματοφύλακας την έπιανε με τα χέρια. Απόρησε με τη δεξιοτεχνία του άψυχου ποδοσφαιριστή και η φουτουριστική εκείνη σκηνή του έφτιαξε για τα καλά τη διάθεση. Το ρομπότ, παρόλη την έλλειψη ευκινησίας που διέκρινε τους ομοίους του, κατάφερνε να αντιδρά σχετικά γρήγορα και να αποκρούει ή να πιάνει με μεγάλη ευχέρεια τη μπάλα που του πετούσαν τα παιδιά, αφήνοντάς τους όλους κατάπληκτους.

Ο Φίλης παρακολούθησε για λίγο την πρωτότυπη αθλητική συνάντηση και κάποια στιγμή θυμήθηκε ότι είχε βγει έξω για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ο φίλος του τον περίμενε να παίξουν και θα είχε αρχίσει να ανησυχεί. Καβάλησε πάλι το ποδήλατό του, προσπέρασε την παράξενη ποδοσφαιρική ομάδα και, περνώντας δίπλα από το ρομπότ, του φώναξε γελώντας: «Απ’ ό, τι βλέπω, φιλαράκο, είσαι καλά προπονημένος».

Ο Κλέαρχος τον περίμενε στην αυλόπορτα. «Άντε, βρε Φίλη, τι έγινες;» του φώναξε χειρονομώντας, μόλις τον είδε να εμφανίζεται.

«Συγνώμη, Κλέαρχε», απολογήθηκε ο Φίλης, καθώς στάθμευε το ποδήλατό του στην άκρη του πεζοδρομίου, «αλλά έπεσα πάνω σε ένα παράξενο θέαμα και γι αυτό καθυστέρησα. Έμεινα λίγο εκεί για να το παρακολουθήσω».

«Δηλαδή, τι ακριβώς ήταν αυτό που σου τράβηξε τόσο την προσοχή;»

«Να, κάτι παιδιά έπαιζαν μπάλα με ένα ρομπότ».

Ο Κλέαρχος γέλασε και τον έπιασε από το χέρι. «Α, λες για τον Ρομπελέ! Το ρομπότ που παίζει ποδόσφαιρο! Τον ξέρω, είναι καταπληκτικός!»

Έτρεξαν μέσα στη μεγάλη αυλή και άρχισαν να παίζουν μπάσκετ. Ο υπαίθριος χώρος της κατοικίας του Κλέαρχου, εκτός από γήπεδο μπάσκετ, διέθετε ακόμα παιδότοπο με κούνιες, παρτέρια με λουλούδια, κιόσκι με καθιστικό και μια μεγάλη πισίνα, παραδόξως γεμάτη νερό. Ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για τους ευτυχείς ενοίκους του και κυρίως για τον μοναχογιό της οικογένειας, τον Φίλη όμως δεν τον εντυπωσίαζαν και πολύ όλα αυτά. Στον φίλο του πήγαινε για την παρέα και όχι για το παιχνίδι. Μπασκέτα και κούνιες είχε και στο δικό του σπίτι και το παιχνίδι δεν το είχε στερηθεί. Με τον Κλέαρχο είχαν ταιριάσει πολύ, σε μια εκ βαθέων όμως εξομολόγηση στον ίδιο του τον εαυτό, παραδέχτηκε ότι, το μεγαλύτερο κίνητρο για τη σύναψη αυτής της φιλικής σχέσης, ήταν το νερό. Αυτό ήταν που είχε στερηθεί. Είχε απωθημένα με το άοσμο, άγευστο και άχρωμο εκείνο υγρό. Από τότε που είχε καταστεί είδος σε ανεπάρκεια, το αναζητούσε μανιωδώς. Του έλειπε φοβερά και δεν το χόρταινε με τίποτα. Το ευτύχημα για εκείνον ήταν ότι, στο σπίτι του φίλου του, ακόμα και σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, το έβρισκε άφθονο.

Μισή ώρα αργότερα, εξουθενωμένοι από το παιχνίδι, έκαναν διάλειμμα. Κάθισαν κάτω από το κιόσκι και ο Κλέαρχος εμφάνισε δυο μπουκαλάκια που είχε κρυμμένα κάτω από το τραπέζι. Πρότεινε το ένα στον Φίλη και το άλλο το χρησιμοποίησε ο ίδιος. Ο Φίλης άδειασε με ικανοποίηση το περιεχόμενο του δικού του μπουκαλιού, χωρίς να σκεφτεί να κρατήσει λίγο και για αργότερα. Ήξερε ότι δεν χρειαζόταν. Αν ζητούσε και άλλο, ο φίλος του θα ικανοποιούσε την επιθυμία του χωρίς φειδώ.

Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, καληνύχτισε το φίλο του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά δεν έκανε παράκαμψη, αλλά ακολούθησε το κανονικό δρομολόγιο. Βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του για να προλάβει να διαβάσει. Δυο τετράγωνα πριν φτάσει στον προορισμό του, συνάντησε ένα μεγάλο φορτηγό της εταιρίας εμφιαλωμένων νερών ‘’ΥΔΡΟΧΟΟΣ’’. Έβγαινε στον κεντρικό δρόμο από μια πάροδο και πέρασε μπροστά από το ποδήλατο του Φίλη, αγνοώντας επιδεικτικά την προτεραιότητα των οχημάτων που κινούνταν στη λεωφόρο.

Ο Φίλης σάστισε με την αντικοινωνική και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του οδηγού του φορτηγού, έκανε έναν ελιγμό για να περάσει πίσω του και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Καθώς το μεγάλο όχημα απομακρυνόταν, ο Φίλης ακινητοποίησε το ποδήλατό του και στράφηκε προς το μέρος του φορτηγού. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι, εκτός από την προκλητική παράβαση του Κ.Ο.Κ, υπήρχε και κάτι άλλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ανεγκέφαλο οδηγό, άργησε όμως να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Το σκεφτόταν συνέχεια, ακόμα και την ώρα που διάβαζε, κι έσπαγε το κεφάλι του για να μπορέσει να βρει την άκρη. Τελικά, το ανακάλυψε λίγο αργότερα, τη στιγμή που έπεφτε για ύπνο.



# # # # #



Όλο το επόμενο πρωινό στο σχολείο, δεν αντάλλαξε και πολλές κουβέντες με τον Κλέαρχο. Απορροφημένοι και οι δύο από τα μαθήματα, αλλά κυρίως επειδή εκείνος βρισκόταν χωμένος μέσα σ’ εκείνην την παράξενη σκέψη, που τριγύριζε διαρκώς μέσα στο μυαλό του και τον βασάνιζε από το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε όρεξη για πολλά λόγια. Μόνο κατά το σχόλασμα, όταν είδε τον Κλέαρχο να τον πλευρίζει και να του λέει, ‘’Θα έρθεις το απόγευμα να παίξουμε;’’, αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του.

Η απάντηση ήταν αυτονόητη και ετοιμάστηκε να του τη δώσει, θυμήθηκε όμως κάτι άλλο, κάτι που είχε άμεση σχέση με αυτά που σκεφτόταν, κι έστρεψε αλλού τη συζήτηση: «Δεν μου λες, Κλέαρχε, κάθε πότε σας φέρνει εμφιαλωμένα νερά το φορτηγό της ‘’ΥΔΡΟΧΟΟΣ;’’»

Το μπουκαλάκι, από το οποίο είχε πιει το προηγούμενο απόγευμα στο σπίτι του Κλέαρχου, ήταν της συγκεκριμένης εταιρίας και ο Φίλης συνειδητοποίησε ότι υπήρχε τρόπος να εξιχνιάσει το μυστήριο που είχε παρουσιαστεί. Θα ξεκινούσε από την οικογένεια του φίλου του, αφού γνώριζε ότι ήταν από τους πιο τακτικούς πελάτες της ‘’ΥΔΡΟΧΟΟΣ Α.Ε.’’

«Δυο φορές την εβδομάδα», του απάντησε ο Κλέαρχος. «Κάθε Τρίτη βράδυ και κάθε Σάββατο βράδυ, αλλά γιατί ρωτάς;»

Ο Φίλης απέφυγε να του εξηγήσει μπροστά στα άλλα παιδιά. «Θα έρθω το απόγευμα να παίξουμε και θα σου πω για ποιο λόγο ρωτάω», του φώναξε καθώς απομακρυνόταν.

Καβάλησε το ποδήλατό του και έβαλε πλώρη για το σπίτι του, σκεφτόμενος ότι ήταν Τρίτη μεσημέρι και σε λίγες ώρες θα του δινόταν η ευκαιρία να μάθει περισσότερα για το ανεξήγητο κατά τη γνώμη του φαινόμενο, που τόσο τον είχε προβληματίσει. Ποδηλατώντας, έπλαθε ήδη με τη σκέψη του το σχέδιο δράσης του. Αρχικά θα έπαιρνε μαζί του και κάποιο από τα βιβλία του, ώστε να έχει το πρόσχημα ότι πηγαίνει στο φίλο του για να διαβάσουν μαζί. Αυτό θα του έδινε το άλλοθι για την όποια βραδινή του αργοπορία. Θα καθόταν στου Κλέαρχου μέχρι τη δύση του ηλίου και, αν μέχρι εκείνη την ώρα το φορτηγό δεν είχε εμφανιστεί, θα κρυβόταν λίγο πιο πέρα και θα το περίμενε.

Το ανακοίνωσε στη μητέρα του κατά τη διάρκεια του φαγητού. «Το απόγευμα θα πάω στου Κλέαρχου και μάλλον απόψε θα αργήσω λίγο περισσότερο».

Η μητέρα του ακούμπησε κάτω το πιρούνι της και τον κοίταξε απορημένη: «Μπα, και γιατί παρακαλώ;» τον ρώτησε κάνοντας ένα μορφασμό.

«Θα παίξουμε το απόγευμα λίγη ώρα μπάσκετ, όπως πάντα, και μετά θα διαβάσουμε μαζί ιστορία», της απάντησε ο γιόκας της με φυσικότατο ύφος. «Σου το λέω για να μην ανησυχείς».

«Ναι, αλλά γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ο πατέρας σου δεν θέλει να κυκλοφορείς με το ποδήλατο το βράδυ».

«Το ξέρω, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη την ώρα οι δρόμοι είναι άδειοι. Άλλωστε, δεν είναι πολύ μακριά».

«Φοβάμαι ότι θα σε μαλώσει», επέμεινε η μητέρα του. «Πάρε τον καλύτερα τώρα στο τηλέφωνο να του το πεις, γιατί το βράδυ θα είναι αργά».

Το αγόρι ξίνισε τα μούτρα του. Η ιδέα της μητέρας του δεν τον ενθουσίασε και πολύ. Ο πατέρας του ήταν λίγο απόλυτος σε αυτά τα ζητήματα και υπήρχε η πιθανότητα να μην του επιτρέψει να μείνει έξω μέχρι αργά. Το επιχείρησε με βαριά καρδιά. Τον πήρε στη δουλειά του και του είπε τα ίδια ακριβώς που είχε πει και στη μητέρα του. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν πήρε απάντηση από το γονιό του και φοβήθηκε ότι ο πολυάσχολος πατέρας του ετοιμαζόταν να τον ‘’στολίσει’’, όταν όμως τον άκουσε να του απαντάει, δεν πίστευε στα αυτιά του.

«Εντάξει, αγόρι μου, να πας. Αλλά θα σε παρακαλέσω να προσέχεις πολύ και να επιστρέψεις από τον κεντρικό δρόμο που είναι άπλετα φωτισμένος».



# # # # #



Αυτή τη φορά πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Κλέαρχου, αποφεύγοντας τις παρακάμψεις. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τα τελευταία λόγια του Αρμοστή, στο διάγγελμα αστραπή που είχε εκφωνήσει το μεσημέρι. ‘’…και να είσαστε βέβαιοι ότι η Αρμοστεία καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να εξασφαλίσει άφθονο νερό σε όλους τους πολίτες της και δεν θα διστάσει να κάνει οποιαδήποτε θυσία χρειαστεί, για να μην επιτρέψει να στερηθεί έστω και ένας το πολύτιμο αυτό αγαθό’’.

Ασφάλισε το βιβλίο που είχε πάρει μαζί του κάτω από την πτυσσόμενη σχάρα του πίσω τροχού, ακούμπησε το ποδήλατο στο μαντρότοιχο, πίσω από ένα θάμνο και μπήκε μέσα στη μεγάλη αυλή. Ο Κλέαρχος τον περίμενε κάτω από τη μπασκέτα. «Καλώς τον», του φώναξε μόλις τον είδε. «Σήμερα θα σε νικήσω».

«Σιγά τα ωά!» γέλασε ο Φίλης και άρπαξε τη μπάλα μέσα από τα χέρια του.

Έπαιξαν μισή ώρα χωρίς σταματημό. Όταν κάποια στιγμή είδαν τον Τέρη, το ρομπότ της οικογένειας, να εμφανίζεται μέσα από το σπίτι, κρατώντας στα ατσάλινα χέρια του ένα δίσκο σερβιρίσματος, αποφάσισαν να κάνουν διάλειμμα. Ο μεταλλικός υπηρέτης, ακούμπησε το δίσκο επάνω στο τραπέζι του υπαίθριου καθιστικού και φώναξε με τη μπάσα φωνή του στα παιδιά. «Ελάτε να φάτε το παγωτό σας».

Τα αγόρια παράτησαν στη μέση το παιχνίδι τους και έτρεξαν να γευτούν την δροσερή απόλαυση που τους περίμενε πλούσια και φανταχτερή επάνω στο δίσκο. Δίπλα στα μπολ με τα παγωτά, αναπαύονταν και δυο μεγάλα μπουκάλια εμφιαλωμένου νερού, κι αυτό έκανε τον Φίλη να νιώσει μιαν ανείπωτη αγαλλίαση.

«Αλήθεια, για πες μου», άκουσε τον Κλέαρχο να τον ρωτάει, καθώς βουτούσε το κουτάλι του στο περιεχόμενο του μπολ, «γιατί με ρώτησες το μεσημέρι, κάθε πότε μας φέρνουν νερό;»

Ο Φίλης δεν το είχε ξεχάσει. Ήταν ένα ζήτημα που τον έκαιγε και που του είχε εξάψει τη φαντασία. Ο νους του τριγύριζε συνέχεια εκεί, δεν επιθυμούσε όμως να θίξει ξανά εκείνο το θέμα, αφού έτσι κι αλλιώς είχε μάθει εκείνο που τον ενδιέφερε. Τα υπόλοιπα ήταν δική του δουλειά. Θα ικανοποιούσε την αρρωστημένη του περιέργεια μοναχός του. Είχε σχεδιάσει λεπτομερώς τις ενέργειες που θα έκανε και δεν είχε σκοπό να ανακατέψει και κάποιον άλλον.

«Έτσι από περιέργεια ρώτησα», του απάντησε διατηρώντας ένα αδιάφορο ύφος και αποφεύγοντας επιμελώς να προβεί σε κάποιο επί πλέον σχόλιο.

Ανακουφίστηκε, όταν κατάλαβε ότι ο φίλος του δεν φαινόταν διατεθειμένος να δώσει συνέχεια στο θέμα. Ο Κλέαρχος, αν και το ύφος του έδειξε ότι δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από την απάντησή του, εντούτοις δεν ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις. Ίσως να μην το είχε θεωρήσει και τόσο σοβαρό, ώστε να ξεκινήσει διάλογο για ένα ασήμαντο, κατά τη γνώμη του, και χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον ζήτημα.

Τελείωσαν το παγωτό τους, ήπιαν και το νεράκι τους και ξανάρχισαν να παίζουν μπάσκετ. Λίγο αργότερα προστέθηκε στην παρέα τους και ένα ακόμα παιδί. Ήταν λίγο μικρότερο από εκείνους, αλλά ήταν γειτονόπουλο του Κλέαρχου και συμμετείχε συχνά στο παιχνίδι τους.

Το φορτηγό στάθμευσε μπροστά στην αυλόπορτα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Η μεγάλη επιγραφή στο πλάι του ‘’ΠΙΝΕΤΕ ΑΓΝΟ, ΦΥΣΙΚΟ ΝΕΡΟ ΥΔΡΟΧΟΟΣ’’, φωτιζόταν έντονα από τις τελευταίες ακτίνες που έστελνε ο ήλιος και ο Φίλης αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε την άφιξή του πριν το ηλιοβασίλεμα. Η αντίδρασή του ήταν ενστικτώδης και απότομη. Πέταξε τη μπάλα από τα χέρια του, κι έτρεξε προς την έξοδο. «Πω, πω, άργησα!» φώναξε στους εμβρόντητους φίλους του, και χωρίς να δώσει κάποια άλλη εξήγηση, έσπευσε να εξαφανιστεί.

Βγήκε έξω και κρύφτηκε πίσω από το θάμνο που βρισκόταν το ποδήλατό του. Στο σχέδιο δράσης του, συμπεριλαμβανόταν και η παρακολούθηση του φορτηγού, αλλά η πρώιμη εμφάνισή του, του ανέτρεπε κάθε προγραμματισμό. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν παρακινδυνευμένο, ενώ βρίσκονταν ακόμα στη διάρκεια της ημέρας, να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Πίστευε ότι, σύμφωνα με τα όσα του είχε πει ο Κλέαρχος, αυτό θα το έβαζε σε εφαρμογή μόλις σκοτείνιαζε, οπότε δύσκολα θα γινόταν αντιληπτός, αλλά να που ο οδηγός του φορτηγού είχε διαφορετική άποψη. Μάλλον θα έπρεπε να το αναβάλει. Δεν υπήρχε λόγος να τον καταλάβουν. Ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κι ας τους είχε διαβεβαιώσει ο Αρμοστής για το αντίθετο, και είχε και μια μικρή υποψία για το τι περίπου ήταν αυτό. Πάντως δεν μπορούσε να είναι βέβαιος, αν προηγουμένως δεν το εξακρίβωνε με τα ίδια του τα μάτια. Αν μάλιστα ήταν τόσο σοβαρό, όσο υπέθετε πως ήταν, τότε θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός.

Ανέβηκε λοιπόν στο ποδήλατό του, χωρίς δεύτερη σκέψη, και αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτή τη φορά δεν βιαζόταν. Είχε πει στους γονείς του ότι θ’ αργούσε και οι άνθρωποι θα παραξενεύονταν αν τον έβλεπαν να επιστρέφει νωρίτερα. Έτσι, αποφάσισε να το κάνει σαν εκδρομή. Απέφυγε να ακολουθήσει τη λεωφόρο και χώθηκε μέσα στα στενά, επιδιδόμενος στο προσφιλές του χόμπι του χαζέματος.



# # # # #



Όλη την επόμενη μέρα την πέρασε αναζητώντας καινούριο σχέδιο δράσης. Δεν είχε την υπομονή να περιμένει μέχρι το Σάββατο, που το φορτηγό της ΥΔΡΟΧΟΟΣ θα επισκεπτόταν ξανά το σπίτι του Κλέαρχου, για να το παρακολουθήσει. Ανυπομονούσε να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε με την περίεργη περίπτωση που είχε υποπέσει στην αντίληψή του και ήταν αποφασισμένος να τελειώνει μ’ εκείνην την υπόθεση την ίδια κιόλας μέρα.

Το απόγευμα δεν πήγε να παίξει με το φίλο του. Έμεινε στο σπίτι του και ασχολήθηκε με τη συντήρηση του ποδηλάτου του. Έσφιξε καλά όλες τις βίδες και τα μπουλόνια, λάδωσε την αλυσίδα, ρύθμισε τα φρένα και τα φώτα, αναζητώντας νοερώς όλη εκείνη την ώρα ένα εναλλακτικό σχέδιο δράσης. Όταν εμφανίστηκε η υδροφόρα για την απογευματινή τροφοδοσία τους, του ήρθε και η έμπνευση. Το σκέφτηκε καλά και αποφάνθηκε ότι δεν ήταν άσχημη ιδέα. Αυτό θα έκανε. Θα παρακολουθούσε την υδροφόρα. Αν η υποψία του ήταν σωστή, τότε δεν θα έχανε και τίποτα να το διακινδυνεύσει. Το πρόβλημα ήταν ότι αργούσε ακόμα πολύ να νυχτώσει. Τότε του ήρθε μια άλλη ιδέα. Θα έφευγε λίγο πριν δύσει ο ήλιος και θα πήγαινε κατευθείαν στο υδραγωγείο της πόλης. Λογικά, εκεί θα έπρεπε να κατέφευγαν όλες οι υδροφόρες, μετά το τέλος της βάρδιας τους. Δεν γνώριζε τι θα έβλεπε εκεί πέρα, κάτι μέσα του όμως του φώναζε ότι μάλλον θα λύνονταν οι απορίες του. Υπήρχε όμως ένα ακόμα πρόβλημα. Αυτό της απουσίας του κατά την ώρα του δείπνου, αλλά πίστευε ότι θα έβρισκε έναν τρόπο να τη δικαιολογήσει. Θα το έκανε μάλιστα προκαταβολικά, ώστε να μην τρομοκρατούσε τους γονείς του με την απροειδοποίητη και ανεξήγητη εξαφάνισή του.

Ανέβηκε στο δωμάτιό του, έβγαλε τη φόρμα του και φόρεσε τα πιο σκούρα ρούχα που υπήρχαν στη ντουλάπα του. Ύστερα έχωσε στην τσέπη του ένα φακό και ξανακατέβηκε στο ισόγειο. Η μητέρα του είχε φέρει μέσα το δοχείο με το νερό και ετοίμαζε το βραδινό τους, αλλά ο πατέρας του δεν είχε φανεί ακόμα.

Ο Φίλης πήρε ένα κομμάτι τυρί από το ψυγείο και πρόλαβε τη μητέρα του πριν αρχίσει να τον μαλώνει: «Ξέρεις κάτι; Πρέπει να πάω επειγόντως στον Κλέαρχο, γιατί χάλασε το ποδήλατό του και μόνο εγώ μπορώ να το φτιάξω. Δεν θ’ αργήσω πολύ, αλλά αν δεν έχω έρθει μέχρι την ώρα του φαγητού, μη με περιμένετε. Ίσως φάω στο σπίτι του».

«Μα τι λες τώρα, παιδάκι μου;» φώναξε με κατάπληξη η γυναίκα. «Σε λίγο θα νυχτώσει, κι εσύ μου δηλώνεις ότι θα πας στο φίλο σου; Τι θα πω στον πατέρα σου όταν έρθει;»

«Είναι μεγάλη ανάγκη, καλέ μητέρα, δεν το καταλαβαίνεις; Αν δεν φτιαχτεί το ποδήλατο του παιδιού, πώς θα πάει αύριο το πρωί στο σχολείο;»

Η τελευταία του φράση την προβλημάτισε. Γνώριζε πόσο καλός και χρήσιμος φίλος του γιου της ήταν ο Κλέαρχος, οπότε της ήρθε λίγο δύσκολο να συνεχίσει να είναι άκαμπτη και αρνητική. Ένιωθε υποχρεωμένη απέναντι σ’ εκείνο το φιλόξενο παιδί, αλλά και στην οικογένειά του.

Κατέβασε το κεφάλι της και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Καλά, βρε παιδάκι μου, αλλά να προσέχεις πολύ, σε παρακαλώ», του έδωσε απρόθυμα τη συγκατάθεσή της.

Ο Φίλης δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει περισσότερα. Το ψέμα του είχε γίνει πιστευτό και το σχέδιό του θα έμπαινε σε εφαρμογή, χωρίς οικογενειακές προστριβές ή άλλου είδους εμπόδια. Έφυγε χωρίς να βιάζεται και θα διέσχιζε πρώτα τη γειτονιά του Ρομπελέ και του Κλέαρχου, ώστε να περνούσε κάπως η ώρα μέχρι τη στιγμή που θα άρχιζε να σουρουπώνει.

Λίγο πριν ό ήλιος κρυφτεί πίσω από το λόφο της δυτικής συνοικίας, πήρε το δρόμο για το υδραγωγείο. Ποδηλατούσε αργά και πεντακόσια μέτρα πιο πάνω είδε να τον προσπερνάει μια υδροφόρα. Αύξησε την ταχύτητα του ποδηλάτου του και, αφού πέρασε δίπλα από τα τελευταία κτήρια της πόλης, έστριψε δεξιά και ακολούθησε το όχημα της Αρμοστείας, διατηρώντας απ’ αυτό μια απόσταση ασφαλείας. Φτάνοντας κοντά στον προορισμό του, κρύφτηκε πίσω από μια πυκνή συστάδα θάμνων και επιδόθηκε στην παρακολούθηση όλων όσων έμπαιναν και έβγαιναν από το χώρο του υδραγωγείου. Η μεγάλη, σιδερένια εξώπορτα ήταν ανοιχτή και είδε την υδροφόρα που είχε μόλις μπει μέσα, να ξαναγεμίζει το βυτίο της. Δέκα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε μια ακόμα υδροφόρα. Στάθμευσε δίπλα στην πρώτη και άρχισε κι εκείνη να ανεφοδιάζεται με φρέσκο νερό.

Ο Φίλης υπέθεσε ότι αυτό γινόταν για να είναι έτοιμα τα βυτιοφόρα για τη διανομή της επόμενης μέρας, αυτό που επακολούθησε όμως διέψευσε την υπόθεσή του. Οι δυο υδροφόρες, γεμάτες πλέον με το ζωογόνο υγρό, πήραν μπροστά και άρχισαν να κινούνται. Έκαναν μανούβρα και βγήκαν από το χώρο του υδραγωγείου. Πέρασαν μπροστά από το σημείο που κρυβόταν ο Φίλης και πήραν κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην της πόλης.

Το αγόρι απόρησε με το γεγονός και αναρωτήθηκε που μπορεί να πήγαιναν τέτοια ώρα, αφού είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Βγήκε από την κρυψώνα του και ακολούθησε από απόσταση τα δυο οχήματα. Ευτυχώς, οι συνθήκες ευνοούσαν την παρακολούθησή τους, καθώς το σκοτάδι είχε αρχίσει να καλύπτει την περιοχή και οι υδροφόρες, λόγω του μεγάλου φορτίου που μετέφεραν, κινούνταν πολύ αργά.

Δεν θα είχαν διανύσει παραπάνω από πέντε χιλιόμετρα και τις είδε από μακριά να κόβουν ταχύτητα και να στρίβουν αριστερά σε μια παρακαμπτήριο. Έφτασε κι εκείνος εκεί και τις ακολούθησε προσεκτικά. Ο δρόμος ήταν στενός, αλλά ασφαλτοστρωμένος και λίγο πιο κάτω έφτανε στο τέλος του. Ο Φίλης κρύφτηκε πίσω από τα δέντρα και, με τη βοήθεια των προβολέων των βυτιοφόρων, τα είδε να μπαίνουν μέσα σε ένα μεγάλο περιμαντρωμένο χώρο.

Το σκοτάδι δεν του επέτρεπε να προσδιορίσει τι ακριβώς βρισκόταν εκεί που είχαν βρεθεί. Η τοποθεσία, του ήταν παντελώς άγνωστη. Δεν ήξερε τι να υποθέσει, αλλά απέφυγε να πλησιάσει κοντά, φοβούμενος μήπως γίνει αντιληπτός από τους οδηγούς των υδροφόρων. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να μάθει επιτέλους τι σήμαιναν όλα αυτά και αποφάσισε να δράσει με διαφορετικό τρόπο. Θα εισέβαλε στον άγνωστο εκείνο χώρο, αλλά από την πίσω πλευρά του.

Ακροπατώντας με μεγάλη προσοχή μέσα στο σκοτάδι, διέσχισε το δάσος και βρέθηκε στο πίσω μέρος του ψηλού μαντρότοιχου. Πριν επιχειρήσει να πηδήσει μέσα, ανέβηκε πρώτα σε ένα δέντρο που βρισκόταν δίπλα στη μάντρα, με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε και διακρίνει τι βρισκόταν πίσω της. Το μόνο που μπόρεσε να δει, ήταν η οπίσθια πλευρά ενός μεγάλου, ισόγειου, σκοτεινού κτηρίου. Από μπροστά ακουγόταν ο θόρυβος των βυτιοφόρων, που μάλλον άδειαζαν το φορτίο τους. Πίσω επικρατούσε σκοτάδι και νεκρική σιγή. Ελπίζοντας ότι δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας, έκανε ένα παρακινδυνευμένο άλμα και γαντζώθηκε στην κορυφή του μαντρότοιχου. Ύστερα, πήδησε από τη μέσα πλευρά και προχώρησε αθόρυβα προς το μέρος του κτηρίου. Φτάνοντας κοντά, αφουγκράστηκε με προσοχή και βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος. Γύρω-γύρω και σε ύψος ενός μέτρου και τριάντα εκατοστών από το έδαφος, υπήρχαν μεγάλα ανοίγματα στους τοίχους, καλυμμένα με τζαμαρίες.

Ο Φίλης ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, δεν μπόρεσε όμως να διακρίνει το παραμικρό. Το σκοτάδι στο εσωτερικό της οικοδομής ήταν πολύ πυκνό και το αγόρι αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το φακό του. Φώτισε το κέντρο του χώρου και είδε ότι βρισκόταν σε ένα εργοστάσιο. Τα μεγάλα μηχανήματα και οι λωρίδες μεταφοράς που εκτείνονταν σε μεγάλη ακτίνα, φανέρωναν ότι εκεί μέσα γινόταν η παραγωγή κάποιου προϊόντος, δεν μπορούσε όμως να το προσδιορίσει επακριβώς. Έριξε τη δέσμη του φακού του λίγο πιο αριστερά και, αυτό που αντίκρισε, του προκάλεσε θυμό, θλίψη και απογοήτευση. Τελικά, η υπόνοια, ότι ο οδηγός της υδροφόρας που τους έφερνε το νερό και ο οδηγός του φορτηγού με τα εμφιαλωμένα νερά που είχε συναντήσει, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο, αποδειχνόταν σωστή.

Κοίταξε για μια ακόμα φορά το λογότυπο που κοσμούσε τα πλαϊνά των μεγάλων χαρτοκιβώτιων, που βρίσκονταν στοιβαγμένα στην άκρη της αίθουσας, και κόντεψε να κλάψει. Το υποψιαζόταν, αλλά είχε και την ελπίδα ότι ίσως είχε κάνει λάθος. Πάντως, τα κεφαλαία, ευδιάκριτα γράμματα που ήταν τυπωμένα επάνω τους και έγραφαν, ‘’ΠΙΝΕΤΕ ΑΓΝΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΝΕΡΟ ΥΔΡΟΧΟΟΣ’’ δεν του άφησαν την παραμικρή αμφιβολία για το τι ακριβώς σήμαιναν όλα αυτά.



@ @ @ @ @ @ @ @

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΑΖΩΤΟ,ΟΞΥΓΟΝΟ ΚΑΙ ΕΥΔΩΡΟΝ

Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα Ε.Φ. του Στέλιου Αρώνη.

...«Σιγά τα ωά!», έκανε σκωπτικά η Ερμίνα και τρεμόπαιξε με χάρη τα μεγάλα της μάτια.


Ο Ντάνο έδειξε να ενοχλείται. Ανακάθισε στη θέση του και τη ρώτησε. «Γιατί το λες αυτό; Το ήξερες ότι στον Ιανό υπάρχει αυτό το αέριο;»

«Και βέβαια το ήξερα», του είπε ανοίγοντας με απορία τα χέρια της. «Αν λοιπόν κι εσύ, αντί να ξημεροβραδιάζεσαι στα μπιλιάρδα, άνοιγες και κάποιο σχετικό βιβλίο, θα το γνώριζες. Άλλωστε αυτό μου το είχες υποσχεθεί».

Άντε πάλι με το μπιλιάρδο, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Ντάνο. Τόσο πολύ πια την έχει πειράξει η ενασχόλησή μου μαζί του; Από την άλλη όμως, μάλλον έχει δίκιο που μου τα χώνει. Πηγαίνουμε σε έναν καινούριο, άγνωστο κόσμο, κι εγώ, αντί να στρωθώ στο διάβασμα για να ξεστραβωθώ λιγάκι και να μάθω τι θα συναντήσω και που πρέπει να πατήσω, συνεχίζω να ασχολούμαι με βλακείες.

«Εντάξει», μίλησε δυνατά αυτή τη φορά. «Από σήμερα αρχίζω τη μελέτη. Σου υπόσχομαι ότι, στο εξής, δεν πρόκειται να με ξαναπιάσεις αδιάβαστο».

Η Ερμίνα δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Της φάνηκε αστείο αυτό που άκουσε, όχι επειδή αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια του άντρα της, αλλά γιατί πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να τον φέρνει στα νερά της. Σπάνια έρχονταν σε προστριβή ή σε αντιπαράθεση, όταν όμως συνέβαινε κάτι τέτοιο, νικήτρια στο τέλος έβγαινε εκείνη. Οι Εύες, οι αιώνιες γυναίκες, όσο κι αν κάποιοι άντρες υποστηρίζουν, ή νομίζουν ότι έχουν το πάνω χέρι στη σχέση τους μαζί τους, η ωμή πραγματικότητα είναι πως εκείνες τους σέρνουν πίσω τους σαν τα σκυλάκια.

«Κοίταξε να δεις», του είπε με μειλίχιο ύφος αυτή τη φορά, κάνοντας μια προσπάθεια να πάψει να δείχνει τόσο σκληρή. «Δεν θέλω να σου στερήσω τελείως αυτό που σ’ ευχαριστεί, αφού μπορούμε θαυμάσια να τα συνδυάζουμε όλα. Για παράδειγμα, το πρωί να το αφιερώνουμε στη μελέτη, το μεσημέρι να ξεκουραζόμαστε και να χαλαρώνουμε, το απόγευμα να πηγαίνεις εσύ λίγο για παιχνίδι και το βράδυ να πηγαίνουμε μαζί στο σινεμά ή για μουσική και ποτό στο μπαρ. Έτσι κι αλλιώς, ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας μέχρι να φτάσουμε στον Ιανό, είναι άφθονος».

Πόσο δίκιο έχει αυτό το υπέροχο θηλυκό, σκέφτηκε ο Ντάνο. Καταφέρνει πάντοτε να βρίσκει για όλα τη χρυσή τομή. Αλήθεια, τι θα γινόμουνα χωρίς τη γλυκιά της παρουσία; «Εντάξει», συμφώνησε μαζί της. «Δεν και είναι άσχημη η ιδέα σου».

Γρήγορα όμως η σκέψη του ξαναγύρισε στο παράξενο μυστικό του Ιανού. Κανένας δε μπορούσε να του βγάλει από το μυαλό ότι μάλλον κρυβόταν στην ατμόσφαιρά του. Εξάλλου, για ποιο λόγο οι κρατούντες έστελναν και τρίτο αστροφυσικό εκεί; Ποιος ήταν ο περιβόητος λόγος που τους ωθούσε τόσο πιεστικά να το κάνουν; Ποια ανάγκη υπήρχε για την επανεξέταση ενός, έστω μερικώς, εξερευνημένου πλανήτη και της ατμόσφαιράς του; Τι νόημα είχε η μελέτη στοιχείων, τα οποία είχαν ήδη μελετηθεί;

Τα ερωτήματα ήταν πολλά, η απάντηση όμως ήταν μόνο μία. Παρόλα αυτά, πέρα από τους μονόχνοτους και ιδιοτελείς πολιτικούς τους, δεν φαινόταν πως τη γνώριζε και κάποιος άλλος, κι αυτό τον εκνεύριζε αφάνταστα.

Τα ίδια σκεφτόταν και η Ερμίνα. «Νομίζω ότι δεν αξίζει τον κόπο να σπάμε το κεφάλι μας για να βρούμε απαντήσεις», του είπε λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Όταν με το καλό φτάσουμε εκεί πέρα, πιστεύω ότι θα τα μάθουμε όλα».

«Δεν ξέρω», έκανε εκείνος παραμένοντας σκεφτικός. «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στα μούτρα που μας κυβερνούν».

«Μα, ακόμα και να μη θέλουν να μας αποκαλύψουν το μυστικό τους, πιστεύω ότι θα υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που θα το κάνουν αντί γι’ αυτούς και θα μας φανερώσουν την αλήθεια. Άλλωστε, επάνω στα εδάφη του Ιανού, κατοικούν πολλοί άνθρωποι, ορισμένοι μάλιστα πάνω από τριάντα ολόκληρα χρόνια τώρα. Το θεωρώ απίθανο αυτοί να μη γνωρίζουν κάτι. Θα βρούμε λοιπόν κάποιον από αυτούς, θα γνωριστούμε μαζί του και, δεν γίνεται, θέλει δεν θέλει, θα μας τα πει όλα. Άσε που μπορεί και να μη χρειαστεί».

«Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς;» μονολόγησε και σηκώθηκε αργά από τη θέση του.



Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

ΠΡΟΧΩΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΥΝΘΗΜΑ

Διήγημα Ε.Φ. του Στέλιου Αρώνη.

                                         ΠΡΟΧΩΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΥΝΘΗΜΑ




Το χιόνι έπεφτε πυκνό και ο μανιασμένος αέρας το στριφογύριζε με ορμή και το έριχνε ανελέητα στο πρόσωπο του ξεπαγιασμένου στρατιώτη. Ο Άρης, άξιο τέκνο της μητέρας πατρίδας, πηγαινοερχόταν ασταμάτητα, χοροπηδώντας κατά διαστήματα για την αποφυγή κρυοπαγημάτων. Φυλούσε σκοπιά τα μεσάνυχτα μέσα στην ερημιά των συνόρων, εκτελώντας με ευσυνειδησία το καθήκον του. Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα παραμονής του σ’ εκείνη την ακριτική γωνιά της χώρας, ο χρόνος όμως του φαινόταν ότι είχε σταματήσει. Ήταν τόσο μεγάλη η ανυπομονησία του να αντικατασταθεί από τον συνάδελφο που θα αναλάμβανε την επόμενη βάρδια στη σκοπιά, που νόμιζε ότι θα περνούσαν αιώνες μέχρι να τον δει να εμφανίζεται μπροστά του. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Από τη μια ο αναθεματισμένος ο χιονιάς, από την άλλη το σταμάτημα του χρόνου, του εξάντλησαν και το τελευταίο του απόθεμα υπομονής. Έφερε στο νου του τη σκηνή της παραλαβής του πολυπόθητου απολυτηρίου του από τα χέρια του αρμόδιου υπαξιωματικού, κι αυτό ήταν που τον βοήθησε κάπως να ξαναβρεί το χαμένο του ηθικό.

Συνέχισε να βηματίζει πέρα-δώθε, ελπίζοντας στη γρήγορη λήξη του μαρτυρίου του. Αναθάρρησε όταν σκέφτηκε ότι σε λίγες μόλις ώρες, θα παρέδιδε οριστικά τον στρατιωτικό εξοπλισμό του στον αποθηκάριο του λόχου του. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να αποβάλλει μέσα από το μυαλό του κάθε άλλη δυσάρεστη σκέψη. Όλο εκείνο το χρονικό διάστημα που φύλαγε σκοπιά, η χιονοθύελλα δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό την λευκή, καταιγιστική επιδρομή της και ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν έντονα σ’ εκείνη την ερημιά, ήταν η μονότονη βοή του ανέμου.

Και πάνω που πίστεψε ότι δεν θα άντεχε άλλο, μια σκοτεινή φιγούρα εμφανίστηκε πίσω από το χαμηλό κτήριο του θαλάμου των οπλιτών. Η ψυχή του Άρη αγαλλίασε, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ήταν οριστικά και αμετάκλητα πολίτης. Σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε τον άτυχο αντικαταστάτη του, αποφασισμένος να κάνει την τελευταία του αναγνώριση, όσο πιο άψογα γινόταν.

«Αλτ, τις ει;» βροντοφώναξε σπάζοντας προσωρινά τη μονοτονία του σφυρίγματος του αέρα.

«Σκοπός αλλαγής», του απάντησε ο νεοφερμένος και στον Άρη δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο αντικαταστάτης του ήταν άγνωστος. Η φιγούρα του δεν του θύμιζε κάποιον από τους συναδέλφους του και την άχρωμη, μεταλλική φωνή του την άκουγε για πρώτη φορά.

Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε αυτήν την διαπίστωση, καθώς ήταν και το τελευταίο που τον ενδιέφερε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, και συνέχισε την αναγνώριση στον ίδιο επιθετικό τόνο. «Προχώρα στο παρασύνθημα», ούρλιαξε, και ο άλλος δεν καθυστέρησε να το κάνει.

«Μακεδονία», τον άκουσε να φωνάζει με την τσιριχτή φωνή του, και ο Άρης με δυσκολία κρατήθηκε για να μη σκάσει στα γέλια.

Κατέβασε το όπλο του και παραχώρησε τη θέση του στο σωτήρα του. Ξεκινώντας για τη ζεστασιά του θαλάμου, του ξέφυγε άθελά του ένα πικρόχολο σχόλιο. «Κάθισε λίγη ώρα εδώ έξω κακομοίρη μου και δεν θα αργήσεις να ξεπαγιάσεις».

Καθώς απομακρυνόταν, μετάνιωσε για τη χαιρεκακία του και, γυρίζοντας προς το μέρος του άλλου, του φώναξε: «Σου εύχομαι καλή βάρδια, συνάδελφε. Καλό κουράγιο».



# # # # #



Το επόμενο πρωινό ξύπνησε πρώτος. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, φόρεσε τα πολιτικά του ρούχα και επιδόθηκε με προσοχή στη συγκέντρωση των ατομικών, στρατιωτικών ειδών που επρόκειτο να παραδώσει. Μόλις τα μάζεψε, άνοιξε τον υπηρεσιακό του σάκο και τα τοποθέτησε όλα μέσα. Όταν τελείωσε, έριξε μια ματιά ολόγυρα και διαπίστωσε ότι κανένας από τους άλλους δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Τους δικαιολόγησε απόλυτα. Ποιος τρελός θα σηκωνόταν από τα χαράματα; Για ποιο λόγο να το κάνει; Έξω γινόταν χαλασμός. Μόνον όποιος είχε σειρά να φυλάξει σκοπιά ήταν υποχρεωμένος να σηκωθεί και να πάει να αντικαταστήσει τον ξεπαγιασμένο στρατιώτη που φύλαγε πριν από αυτόν.

Κατευθύνθηκε προς το κέντρο του θαλάμου που βρισκόταν η μεγάλη σόμπα, με σκοπό να αυξήσει λίγο την ένταση της ροής του φυσικού αερίου. Διέσχισε το διάδρομο, ανάμεσα στα κρεβάτια των κοιμισμένων συναδέλφων του και, όταν έφτασε δίπλα στη σόμπα, συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άνοιξε την ένταση του αερίου και βάδισε στο διάδρομο από την άλλη μεριά. Ερεύνησε όλα τα κρεβάτια ένα-ένα και, επιστρέφοντας στη θέση του, διαπίστωσε ότι οι υποψίες του επιβεβαιώνονταν. Όλα τα κρεβάτια ήταν γεμάτα. Δεν έλειπε κανένας από το θάλαμο.

«Τότε, ποιος φυλάει σκοπιά;» αναρωτήθηκε φωναχτά.

Του πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ο χθεσινοβραδινός αντικαταστάτης του βρισκόταν ακόμα έξω, το θεώρησε όμως απίθανο. Απέρριψε αμέσως αυτήν την τρελή ιδέα, αφού γνώριζε ότι όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Σκέφτηκε να ξυπνήσει τον επιλοχία και να τον ενημερώσει για το απαράδεκτο γεγονός ότι το φυλάκιο ήταν αφύλακτο, αλλά δεν έβαλε την σκέψη του σε εφαρμογή. Άλλωστε, τι σημασία είχε κι αν δεν φύλαγε κανείς; Ποιος τρελός θα τολμούσε να έρθει με αυτή τη χιονοθύελλα; Με σύμμαχο εκείνον τον απαίσιο καιρό, δεν κινδύνευαν από κανέναν. Προτίμησε να κάνει κάτι άλλο. Θα έλεγχε μόνος του την κατάσταση. Είχε πολύ χρόνο ακόμα στη διάθεσή του. Θα περνούσαν πάνω από δυο-τρεις ώρες, μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιζόταν το ερπυστριοφόρο του τάγματος για να τους φέρει φαγητό. Τότε, θα ήταν κι εκείνος έτοιμος για να επιστρέψει μαζί του στο τάγμα. Εκεί, θα παρέδιδε τα πράγματά του στην αποθήκη, θα παραλάμβανε το μαγικό χαρτάκι και θα αποχαιρετούσε οριστικά το στράτευμα.

Βγήκε έξω και κοίταξε γύρω του. Είχε αρχίσει να χαράζει και το χιόνι έπεφτε λιγότερο τώρα. Έκανε το γύρο του μικρού κτηρίου και, προβάλλοντας από την άλλη μεριά, ένιωσε να κεραυνοβολείται. Απέναντί του, ακριβώς μπροστά στο μικρό κουβούκλιο της σκοπιάς, ο αντικαταστάτης του βρισκόταν ακόμα εκεί. Στεκόταν όρθιος και ακίνητος στη θέση που τον είχε αφήσει ψες και ο Άρης αναρωτήθηκε αν ήταν ακόμα ζωντανός.

Πλησίασε πιο κοντά και, βλέποντάς τον να κινείται ελαφρά, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ο σκοπός που τον είχε αντικαταστήσει ήταν ένα ακούραστο και απρόσβλητο από κακουχίες ρομπότ. Γι’ αυτό βρίσκονταν όλοι μέσα και κοιμούνταν μακαρίως. Γι αυτό ο ακοίμητος φρουρός της πατρίδας δεν επηρεαζόταν καθόλου από το χιόνι και την παγωνιά. Είχε ακούσει ότι οι νέοι στρατιώτες που θα έρχονταν στο τάγμα, θα ήταν ρομπότ, δεν ήξερε όμως ότι είχαν ήδη έλθει. Δεν φανταζόταν ότι η αλλαγή αυτή θα γινόταν τόσο σύντομα. Είχε την εντύπωση ότι εκείνος δεν θα προλάβαινε να τους γνωρίσει.

Να όμως που τώρα, οι νέοι άνθρωποι θα λυτρώνονταν από το μαρτύριο της στρατιωτικής υπηρεσίας και μάλιστα κυρίως κάτω από τέτοιες άγριες και αντίξοες συνθήκες. Στο εξής, τα ρομπότ-στρατιώτες, θα φυλούσαν σκοπιά και θα εκτελούσαν αγόγγυστα τις ασκήσεις και τις αγγαρείες, απαλλάσσοντας οριστικά τους ταλαίπωρους φαντάρους από αυτή τη βασανιστική υποχρέωση.

Γεμάτος περιέργεια να γνωρίσει καλύτερα τον καινούριο συνάδελφο, επιχείρησε να πλησιάσει περισσότερο. Οι κινήσεις του δυσκολεύονταν από το παχύ στρώμα του χιονιού, αυτό όμως δεν πτόησε τον Άρη. Από κοντά, το ρομπότ έμοιαζε με χιονάνθρωπο. Χιονισμένο από την κορφή μέχρι τα νύχια, προκαλούσε τη θυμηδία σε όποιον το αντίκριζε.

Το ρομπότ τον αντιλήφθηκε έγκαιρα και στράφηκε προς το μέρος του. Με το χιόνι παγωμένο επάνω στο μεταλλικό του σώμα, αν ήταν άνθρωπος θα είχε προ πολλού ξεψυχήσει. Όμως το τέλεια φτιαγμένο μεταλλικό κορμί του ανθρωπόμορφου ρομπότ, δεν έδειχνε να επηρεάζεται από τέτοια ασήμαντα γι’ αυτό πράγματα.

Ο Άρης σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό, το ρομπότ όμως δεν του ανταπέδωσε τη χειρονομία. Εκείνο, απλώς σήκωσε το όπλο του.

Ο Άρης παραξενεύτηκε, αλλά κατάλαβε ότι το άψυχο κατασκεύασμα ετοιμαζόταν να του κάνει αναγνώριση. Δεν τον ενθουσίασε και πολύ η ενέργεια του ντενεκεδένιου στρατιώτη. Τη θεώρησε αψυχολόγητη και αποφάσισε να μην το διακινδυνεύσει και κάνει κάποιο λάθος. Πού στην ευχή τώρα να γνώριζε τα συνθηματικά; Ασφαλώς και θα είχαν αλλάξει από χθες. Δεν είχε προνοήσει να τα μάθει. Το ρομπότ φαινόταν έτοιμο να παίξει σοβαρά το ρόλο του, κι αυτό δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Άρη.

Ετοιμάστηκε να κάνει μεταβολή και να επιστρέψει στο θάλαμο, όταν άκουσε την τσιριχτή φωνή του ρομπότ να λέει. «Αλτ, τις ει;»

Α, το ηλίθιο, συλλογίστηκε με αγανάκτηση ο Άρης. Έχει γούστο να μιλάει σοβαρά; Χωμένος μέχρι τα γόνατα μέσα στο χιόνι, άρχισε να βαδίζει με μεγάλη προσπάθεια προς τα πίσω, λέγοντας ταυτόχρονα στο ρομπότ. «Ο συνάδελφος που άλλαξες χθες το βράδυ είμαι, ρε βλάκα. Δεν με θυμάσαι;»

Αντί για απάντηση το ρομπότ-σκοπός τον σημάδεψε με το όπλο του και συνέχισε την αναγνώριση. «Προχώρα στο παρασύνθημα».

Ο Άρης τα χρειάστηκε. Συνειδητοποίησε ότι ο μεταλλικός συνάδελφός του δεν αστειευόταν. Μια φριχτή, απαισιόδοξη σκέψη πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του και τον υποχρέωσε να πανικοβληθεί.

Έκανε μεταβολή και ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε ένα βήμα δεν μπόρεσε να κάνει. Τα πόδια του είχαν κολλήσει μέσα στο παχύ, λευκό χαλί που είχε καλύψει τα πάντα. Πρόλαβε μόνο, δέκατα του δευτερολέπτου πριν νιώσει εκείνο το φοβερό κάψιμο στη βάση του κρανίου του, να ακούσει το γνώριμο ήχο, που κάνει ένα σύγχρονο, ακτινοβόλο όπλο, τη στιγμή που ξερνάει την καυτή, θανατηφόρα λάμψη του.





@ @ @ @ @ @ @ @

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ;

...Τόσος κόπος, τόσο τρέξιμο, τόσο άγχος, και όλα αυτά για το τίποτα, συλλογίστηκε καθώς έβγαινε από το γραφείο του Μίλτου. Το σκάνδαλο του Βραχοπεδίου, θα έχει κι αυτό την ίδια τύχη με όλα τα προηγούμενα σκάνδαλα της κυβέρνησης, που αποσιωπήθηκαν εντέχνως από όλους τους ‘’αδέκαστους’’ λειτουργούς που είχαν αναλάβει να τα ξεκαθαρίσουν.


Ένιωθε να πνίγεται. Βγήκε έξω από το κτήριο για ν’ ανασάνει. Του φαινόταν απίστευτο ότι ζούσαν σε μια τόσο σάπια κοινωνία, ότι περιβάλλονταν από αρπακτικά. Για εκείνον ήταν αδιανόητο να βλέπει τους ανθρώπους, που τους είχαν εμπιστευτεί την εξουσία, να ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα. Αισθάνθηκε σαν χαμένος σε κάποια αφιλόξενη χώρα, καθώς διαπίστωνε με λύπη του ότι οι πραγματικές αξίες της ζωής είχαν πάει περίπατο. Και το χειρότερο ήταν ότι, ενώ είχαν καταφέρει να βρουν κάποια ντοκουμέντα που ήταν ικανά να ξεσκεπάσουν τις βρωμιές όσων ήταν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα, δεν υπήρχε η βούληση για να έρθουν στο φως. Τα πλοκάμια της πολιτικής μαφίας ήταν χωμένα παντού και είχαν διαβρώσει τα πάντα.

Βάδιζε αργά στο φαρδύ πεζοδρόμιο με το κεφάλι σκυφτό, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Το μόνο που επιζητούσε εκείνη την στιγμή, ήταν να μείνει μόνος με τις σκέψεις του. Δίπλα του περνούσαν βιαστικοί πεζοπόροι, τα αυτοκίνητα κορνάριζαν και βούιζαν σαν τις μέλισσες και οι μικροπωλητές διαλαλούσαν με βροντερή φωνή τα εμπορεύματά τους, αλλά εκείνος δεν άκουγε το παραμικρό. Απορροφημένος από τις μαύρες σκέψεις του και κυριευμένος από μεγάλη απογοήτευση, δεν έβλεπε, ούτε άκουγε τίποτα, κι ας βρισκόταν στο πιο πολύβουο τμήμα της πόλης.

Όταν τα κουρασμένα του βήματα τον έφεραν μπροστά σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, σκέφτηκε να πάρει τον Ερμή. Άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα, αλλά το μετάνιωσε. Εκείνη την ώρα αποκλειόταν να μιλούσε με τον ίδιο. Θα τα έλεγε σε κάποιον άλλον, για να του τα διαβιβάσει, ο ίδιος όμως δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Αν τα νέα του, αντί να φτάσουν στ’ αυτιά του Ερμή, έφταναν στ’ αυτιά κάποιου άλλου, ίσως ο κύκλος του αίματος να συνεχιζόταν, κι αυτό δεν ήταν μέσα στις προθέσεις του. Δεν θεωρούσε ότι, οι πρακτικές των τρομοκρατών, ήταν η λύση στο πρόβλημα της παράνομης συμπεριφοράς των πολιτικών της χώρας. Όσο κι αν απεχθανόταν τις βρώμικες συναλλαγές των αρχόντων τους, δεν ασπαζόταν τις βίαιες μεθόδους των τρομοκρατών. Μπορεί να είχε κάνει μια άτυπη συμφωνία με κάποια παράνομη οργάνωση, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι συμφωνούσε με τη λογική της αυτοδικίας. Το είχε κάνει μόνο και μόνο για να βοηθήσει στη διαλεύκανση κάποιας ανεξιχνίαστης δολοφονίας και για την προστασία μιας γυναίκας που μαχόταν εναντίον του πολιτικού κατεστημένου.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ

             Το πρώτο κεφάλαιο από το πρόσφατο μυθιστόρημα του Στέλιου Αρώνη

                                      ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΜΑΣ;


ΕΝΑ.




Η περίπτωση του υπουργού περιβάλλοντος Χαράλαμπου Λιαμπέλη ήταν χαρακτηριστική, αν και όχι μοναδική. Κακά τα ψέματα, ο άνθρωπος ήταν γεννημένος για πολιτικός, είχε το χάρισμα να ηγείται, κι ας διαδιδόταν ότι οι άνθρωποι του οικογενειακού του περιβάλλοντος τον θεωρούσαν ανίκανο να διαχειριστεί ακόμα και τα του οίκου του. Ό, τι και να έλεγαν, όσο και να τον συκοφαντούσαν, ο πολυτάλαντος εκείνος άνθρωπος, τις δημόσιες υποθέσεις τις έπαιζε στα δάχτυλα. Διέθετε την εντυπωσιακή ικανότητα να πείθει το συνομιλητή του και μάλιστα μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Είτε είχε δίκιο, είτε είχε άδικο, στο τέλος δικαιωνόταν πανηγυρικά. Από την άλλη, όλες οι συναλλαγές για τα έργα αρμοδιότητας του υπουργείου του, περνούσαν από τα χέρια του και η κατάληξη ήταν να γίνεται το δικό του, πάντοτε όμως με το αζημίωτο. Βλέπετε, ο άνθρωπος μοχθούσε για το ‘’συμφέρον’’ της πατρίδας, κι έπρεπε να πάρει κι αυτός το κατιτίς του. Γύρω από αυτόν σέρνονταν διάφορα τρωκτικά, τα οποία τον εξυπηρετούσαν στις ‘’νομιμοφανείς’’ δουλειές του, αποκομίζοντας κι εκείνα το μερίδιό τους και φροντίζοντας να κρατούν το στόμα τους κλειστό για τα όσα συνέβαιναν στο υπουργείο. Το δημόσιο χρήμα έρρεε άφθονο και σπαταλιόταν χωρίς φειδώ και η νοσηρή αυτή κατάσταση κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, ώσπου μια μέρα ένας θαρραλέος υπάλληλος της υπηρεσίας του, τα έβγαλε όλα στη φόρα. Δημιουργήθηκε μια άνευ προηγουμένου αναταραχή, ο υπουργός και οι κόλακες που τον περιτριγύριζαν ορκίζονταν ότι όλα αυτά ήταν συκοφαντίες και η υπόθεση πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Μετά από ένα αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα, βγήκε επιτέλους η απόφαση του δικαστηρίου. Η δικαιοσύνη, φροντίζοντας να επαληθεύσει τη ρήση που την θέλει να είναι τυφλή, δεν βρήκε κάποιο επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του, αθωώνοντας τελικά τον επίορκο δημόσιο λειτουργό.

Το γεγονός εκείνο, αν και δεν ήταν το μοναδικό που μαρτυρούσε ότι μια αβάσταχτη δυσωδία αναδυόταν μέσα από τα σπλάχνα της πολιτικής ζωής του τόπου, θα περνούσε ίσως χωρίς άλλη συνέχεια και θα ξεχνιόταν γρήγορα, αν δεν συνέβαιναν δυο πολύ ηχηρά περιστατικά. Το πρώτο, ήταν η τύχη του υπαλλήλου που είχε τολμήσει να καταγγείλει τον υπουργό, και που δεν ήταν άλλη από την απόλυσή του από τον δημόσιο τομέα και η καταδίκη του σε φυλάκιση, συνεπεία των μηνύσεων που του έγιναν από τους ‘’θιγμένους’’ του υπουργείου. Η αδικία εκείνη σε βάρος του άτυχου υπαλλήλου, εξαγρίωσε την κοινή γνώμη και υποχρέωσε μια παράνομη οργάνωση με την επωνυμία ΟΜΑΔΑ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, να απειλήσει ότι θα προβεί σε ακραίες ενέργειες. Αυτό ήταν το δεύτερο περιστατικό, το οποίο ήταν και το μοναδικό που ανησύχησε λίγο τον υπουργό. Η ΟΜ.Α.Δ., όπως την αποκαλούσαν τα Μ.Μ.Ε., έστειλε μια προκήρυξη στις εφημερίδες, απειλώντας ανοιχτά τον Λιαμπέλη και προειδοποιώντας τον ότι θα πλήρωνε με τη ζωή του για τα όσα αισχρά του καταμαρτυρούσαν ότι είχε κάνει.

Η ΟΜΑΔ ήταν μια χαμηλών τόνων οργάνωση, που η δράση της περιοριζόταν σε προκηρύξεις και η μοναδική δυναμική ενέργειά της ήταν η τοποθέτηση πριν από ένα χρόνο ενός εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία κάποιου μεγαλοεργολάβου που είχε κατηγορηθεί για παράνομες συναλλαγές και απάτες. Η δραστηριότητά της εξαντλούνταν κυρίως στη δημοσίευση αντιεξουσιαστικών κειμένων, κι αυτός ήταν και ο λόγος που κανένας δεν πίστεψε ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή της.

Ο υπουργός, μόλις το πληροφορήθηκε, περιορίστηκε στο πάρσιμο κάποιων πρόσθετων μέτρων ασφαλείας, σχολίασε αρνητικά την προκήρυξη, διαμαρτυρήθηκε δημόσια για τον πόλεμο που γινόταν άδικα σε βάρος του και κλείστηκε πάλι στον εαυτό του, συνεχίζοντας να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: να εξαπατά. Συζητώντας το μάλιστα με ανθρώπους του περιβάλλοντός του, καθώς και με την οικογένειά του, έμεινε ήσυχος ότι τίποτα δεν επρόκειτο να του συμβεί. Όλοι ανεξαιρέτως τον διαβεβαίωναν ότι δεν είχε λόγο να φοβάται για τη ζωή του. Κανένας, του έλεγαν και ξανάλεγαν, δεν έχει τα κότσια να σε αγγίξει.

«Κανένας δεν πρόκειται να σε πειράξει», τον καθησύχασε και ο υπουργός τηλεπικοινωνιών και προσωπικός του φίλος Τηλέμαχος Σκαρλώτας. «Αυτοί οι τύποι, που έτσι κι αλλιώς δεν θ’ αργήσουν να συλληφθούν, είναι θρασύδειλοι. Βγάζουν προκηρύξεις και θέλουν να μας κάνουν μαθήματα ηθικής, ενώ στην ουσία είναι κάποιοι αναρχικοί νεαροί, που προσπαθούν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη και στρέφονται ανοιχτά κατά της δημοκρατίας».

Κάθονταν οι δυο τους στο σαλόνι του πολυτελούς διαμερίσματος του Λιαμπέλη και έπιναν το ποτό τους, συζητώντας για διάφορα θέματα. Η γυναίκα του με την κόρη του έλειπαν για ψώνια στο Λονδίνο και η απουσία τους, του έδινε πάντα την ευκαιρία να καλεί στο σπίτι άτομα που εκείνες δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα, κι ένα από αυτά ήταν και ο Σκαρλώτας.

«Δεν αμφιβάλλω ότι είναι έτσι όπως τα λες», συμφώνησε μαζί του ο Λιαμπέλης, «αλλά καλό θα είναι να έχω πάρει και τα μέτρα μου, δε νομίζεις;. Δεν έχω σκοπό, τώρα που κατάφερα να αποκτήσω στη ζωή μου όλα αυτά που είχα ονειρευτεί, να τα χαραμίσω έτσι άδικα».

«Ασφαλώς, και μάλιστα κάνεις πολύ καλά. Πες μου όμως με την ευκαιρία κάτι. Τι γίνεται τελικά με την υπόθεση του Βραχοπεδίου; Ο αντιπρόεδρος με διαβεβαίωσε ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο, κι ότι σύντομα θα προχωρήσουμε στην ανταλλαγή, θα ήθελα όμως να το ακούσω και από σένα».

«Σε δυο-τρεις μέρες η υπόθεση θα έχει τελειώσει οριστικά. Ο γέροντας συμφώνησε να μας δώσει δέκα εκατομμύρια, κι εμείς σε αντάλλαγμα θα του παραχωρήσουμε όλη την έκταση του Βραχοπεδίου. Ξέρεις τι θα την κάνουν ε; Θα την αξιοποιήσουν τουριστικά και θα γίνει αγνώριστη. Οι μοναχοί βέβαια θα βγάλουν πολλά περισσότερα από αυτά που θα μας δώσουν, αλλά χαλάλι τους. Σημασία έχει ότι εμείς θα βάλουμε στην τσέπη τόσα λεφτά, όσα δεν θα βγάζαμε από τη δουλειά μας ούτε σε δέκα χρόνια».

«Έτσι μπράβο! Τέτοια θέλω να ακούω!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Σκαρλώτας. «Άσε τα κακόμοιρα ανθρωπάκια να προβαίνουν σε ανόητες ηθικές νουθεσίες και λεονταρισμούς κι εσύ κοίτα να αξιοποιήσεις όσο καλύτερα μπορείς αυτά τα ‘’θεόσταλτα’’ χρήματα».

Ο Λιαμπέλης γέλασε με το χαρακτηρισμό. Σκέφτηκε ότι ήταν πετυχημένος και απόλυτα δικαιολογημένος. Αφού θα έπαιρναν χρήματα από μοναστήρι, ήταν σίγουρο ότι τους τα έστελνε ο ίδιος ο Θεός. Ήταν οι εκλεκτοί του και αμείβονταν γι’ αυτήν τους την ιδιότητα.

«Αυτό ακριβώς έχω σκοπό να κάνω», είπε με αποφασιστικότητα και σηκώθηκε από τη θέση του για να ξαναγεμίσει το ποτήρι του. «Θέλεις ακόμα ένα;» ρώτησε τον Σκαρλώτα.

«Όχι, Χαράλαμπε, σ’ ευχαριστώ», αρνήθηκε με ευγένεια την προσφορά και σηκώθηκε κι εκείνος όρθιος. «Πρέπει να φύγω. Καληνύχτα λοιπόν και τα λέμε αύριο στο υπουργικό συμβούλιο».

Μόλις ο Σκαρλώτας αποχώρησε, ο Λιαμπέλης πήρε το ποτό του, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε στη βεράντα. Από κάτω απλωνόταν η πόλη που τον είχε αναδείξει στο υψηλό αξίωμά του και η φωτισμένη θέα της τον έκανε να νιώσει πολύ ευχάριστα. Ικανοποιημένος από όλα όσα είχε πετύχει μέσα στα τρία και κάτι μόλις χρόνια της υπουργικής του θητείας, κάθισε σε μια πολυθρόνα, για να απολαύσει τη στιγμή. Αναλογίστηκε ότι σε λίγες μέρες θα έμπαιναν στην τσέπη του δυο ολόκληρα εκατομμύρια-το μερίδιό του από την πώληση του Βραχοπεδίου στους μοναχούς-και κατάλαβε ότι είχε πια φτάσει η ώρα να τακτοποιήσει τον εαυτό του, αλλά και τους δικούς του συγγενείς. Το σόι της γυναίκας του το είχε ήδη αποκαταστήσει, δεν είχε όμως ακούσει από το στόμα τους ούτε ένα ευχαριστώ. Είχε χτίσει μια ολόκληρη πολυκατοικία στην πεθερά του, είχε αγοράσει ένα πλήρως εξοπλισμένο βιομηχανικό κτήριο στον κουνιάδο του, είχε πάρει ένα ολόκληρο εμπορικό κέντρο στη γυναίκα του και είχε δωρίσει μια εξοχική βίλα στην φαντασμένη την κόρη του. Παρόλα αυτά, εκείνοι δεν ήταν ευχαριστημένοι. Προφανώς ήθελαν περισσότερα.

«Α, τους αχάριστους», μονολόγησε. «Ε, όχι κι έτσι. Αυτή τη φορά έχουν σειρά οι δικοί μου. Καιρός είναι να πάρουν και αυτοί ό, τι δικαιούνται. Τα δικά μου αδέλφια, δηλαδή, δεν έχουν ψυχή; Η ανιψιά μου, που σέρνεται όλη μέρα στα συμβολαιογραφεία και τα δικαστήρια, δεν έχει κι αυτή το δικαίωμα να ξεκουραστεί λίγο και ν’ απολαύσει τους καρπούς των κόπων της, τόσα χρόνια στα θρανία; Νισάφι πια με τους αχόρταγους που έχω μπλέξει. Στο κάτω-κάτω της γραφής, τα χρήματα είναι δικά μου και αυτή τη φορά θα τα διαχειριστώ όπως θέλω εγώ. Αν τους αρέσει, αν δεν τους αρέσει, ας πάνε από εκεί που ήρθαν. Μου χρωστάνε, δεν τους χρωστάω».

Ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και ατένισε απέναντι το λόφο του Λυκαβηττού από τη μια μεριά και τη φωτισμένη Ακρόπολη από την άλλη. Σκέφτηκε ότι η αγορά εκείνου του ρετιρέ στην καρδιά της Αθήνας, ήταν η πιο έξυπνη κίνηση που είχε κάνει. Το σπίτι εκείνο ήταν το μόνο ακίνητο που είχε αγοράσει στο όνομά του, τώρα όμως που θα έπαιρνε κι εκείνα τα λεφτά, είχε σκοπό να αγοράσει και μια μονοκατοικία στα βόρεια προάστια, αφού η υπουργική του θητεία, και πιθανώς και η πολιτική του καριέρα, φαίνονταν να έχουν ημερομηνία λήξης. Έπρεπε να φροντίσει λίγο για τα γεράματά του. Είχε μάθει να ζει στη χλιδή και δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στο μικροαστικό παρελθόν του. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι τα ποσοστά προτίμησής του από τους ψηφοφόρους, είχαν πιάσει πάτο, οπότε το μόνο που του έμενε ήταν να βουτήξει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε. Η θέση του, του παρείχε το προνόμιο να διαχειρίζεται τεράστια κονδύλια και δεν φαινόταν διατεθειμένος να μην χώσει τα χέρια του μέσα σε αυτά, όσο βαθύτερα του επέτρεπαν οι περιστάσεις.

Έμεινε πολλή ώρα σ’ εκείνη τη βολική θέση. Το ποτό, η υπέροχη θέα και η ησυχία, τον είχαν χαλαρώσει και κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος επάνω στην πολυθρόνα του. Αισθάνθηκε την ανάγκη να σηκωθεί και να πάει μέσα, για να πέσει στο αναπαυτικό του κρεβάτι, βαριόταν όμως να σηκωθεί.

Όταν τελικά, γύρω στα μεσάνυχτα, το αποφάσισε, δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ολοκληρώσει την κίνησή του. Κάποιοι από τους γείτονες άκουσαν έναν πυροβολισμό, κανένας όμως δεν φαντάστηκε ότι, η σφαίρα από το άγνωστο όπλο που εκπυρσοκρότησε απροειδοποίητα μέσα στη νύχτα, είχε σαν στόχο της το κεφάλι του υπουργού περιβάλλοντος της χώρας.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΜΑΣ;

Ένα μικρό απόσπασμα από το τελευταίο μυθιστόρημα του Στέλιου Αρώνη. Πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ που φωτογραφίζει μερικώς τη σημερινή πολιτική κατάσταση!

...Η Μάγδα, από την πρώτη στιγμή που την έκλεισαν μέσα σ’ εκείνο το καταθλιπτικό υπόγειο, σκεφτόταν την απόδρασή της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να εξαφανιστεί από τη φυλακή της, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Γνώριζε ότι, αν έμενε αρκετό καιρό φυλακισμένη, οι επιπτώσεις επάνω της θα ήταν επώδυνες. Η συμπεριφορά των δύο δεσμοφυλάκων της, φανέρωνε καθαρά τις εγκληματικές τους προθέσεις, αλλά και τις σεξουαλικές τους διαθέσεις. Δεν γνώριζε τι είδους εντολές είχαν πάρει από εκείνο το κάθαρμα τον αντιπρόεδρο, ούτε στιγμή όμως δεν αμφέβαλλε ότι τα ξεμπερδέματά της μ’ εκείνα τα μούτρα δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστα. Ασφαλώς, ήταν βέβαιη ότι σε λίγες ώρες ο άντρας της θα είχε αρχίσει να την αναζητά και ίσως να δήλωνε την εξαφάνισή της στην αστυνομία, δεν έλπιζε όμως ότι θα μπορούσαν να την βρουν εύκολα. Κανένας σχεδόν δεν την είχε δει να φεύγει με συνοδεία από το υπουργείο, αλλά έστω και ότι υπήρχε κάποιος, αμφέβαλλε αν θα άνοιγε το στόμα του στους αστυνομικούς. Εξάλλου, το μέρος που την είχαν οδηγήσει, δεν το γνώριζε ούτε η ίδια. Αρχικά, είχε πιστέψει ότι είχαν βρεθεί στην περιοχή της Εκάλης, κάπου κοντά στην εθνική οδό, όταν όμως της έδεσαν τα μάτια και άρχισαν τις μανούβρες, υπέθεσε ότι μάλλον κάπου αλλού την είχαν πάει.


  Η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στην περιοχή, συνηγορούσε με αυτήν της την άποψη. Αν βρίσκονταν κοντά στον αυτοκινητόδρομο, ο θόρυβος από τα διερχόμενα αυτοκίνητα θα ήταν μεγάλος και συνεχής, ενώ εκεί επικρατούσε άκρα σιγή. Όταν τα μάτια της άρχισαν να συνηθίζουν στο χαμηλό φωτισμό, άρχισε να αναζητά τρόπο διαφυγής. Παρατηρώντας ολόγυρα, πρόσεξε ότι, εκτός από τη σιδερένια πόρτα εισόδου, το μοναδικό άλλο άνοιγμα που υπήρχε, ήταν ένα μικρός φεγγίτης ψηλά, κάτω από το ταβάνι, απέναντι ακριβώς από την πόρτα. Το παράξενο μ’ εκείνο το χώρο ήταν πως, αν και υπόγειος, ήταν αρκετά ψηλοτάβανος. Τα μοναδικά έπιπλά του ήταν, ένα άθλιο κρεβάτι, ένα μικρό τραπεζάκι και μια καρέκλα έτοιμη να διαλυθεί. Όσο για τουαλέτα, η βρώμικη λεκάνη στη γωνία και ο μικρός νιπτήρας δίπλα της, αρκούσαν για την εξυπηρέτηση της υγιεινής και των φυσικών αναγκών όποιου είχε την ‘’τύχη’’ να βρεθεί εκεί μέσα.

  Εναπόθεσε τις ελπίδες της στην ύπαρξη του φεγγίτη, το πλησίασμά του όμως αποδειχνόταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, κατάλαβε ότι, ακόμα κι αν ανέβαινε στο τραπέζι, πάλι θα δυσκολευόταν να τον φτάσει. Άσε που ήταν μικρός και το ογκώδες σώμα της ίσως δεν χωρούσε να περάσει...