Σελίδες

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Ο πράσινος ρόμβος

Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στέλιου Αρώνη.


....Βρήκαν ένα άλλο, σχεδόν παρόμοιο κτήριο και στάθμευσαν απ' έξω. Αυτή τη φορά αποφάσισαν να μην περιμένουν, αλλά να το ψάξουν όλοι μαζί. Μπήκαν μέσα στο ισόγειο και το ερεύνησαν εξονυχιστικά. Οι τοίχοι του παλιού εκείνου οικοδομήματος ήταν όλοι ερειπωμένοι, τα ξύλινα πατώματα ήταν ξηλωμένα και τα περισσότερα παράθυρα ήταν σπασμένα. Η νύχτα ήταν πολύ κρύα κι εκεί μέσα η θερμοκρασία, μόλις και μετά βίας ξεπερνούσε την εξωτερική. Ετοιμάζονταν να ανέβουν στον πρώτο όροφο, ένας ανεπαίσθητος και απροδιόριστος θόρυβος όμως, που ακούστηκε από το υπόγειο, τους έστρεψε την προσοχή εκεί. Κατέβηκαν προσεκτικά τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν κάτω, κι εκεί πέρα, τους εντόπισαν πίσω ακριβώς από την εσοχή του κλιμακοστάσιου.
    Στην αρχή, τους τρεις μπόγους που είδαν μαζεμένους κοντά-κοντά, τους πέρασαν για σακούλες γεμάτες σκουπίδια, όταν όμως πλησίασαν κοντά και έριξαν το φως των φακών τους επάνω τους, ένιωσαν να κυριεύονται από θλίψη. Τρεις κουλουριασμένες ανθρώπινες υπάρξεις, σκεπασμένες με κουρέλια, προσπαθούσαν να μην παγώσουν και να κρατηθούν στη ζωή. Τρία ανθρώπινα ράκη, έδιναν με αυτόν τον χαρακτηριστικό τρόπο ένα ηχηρό ράπισμα στην οποιαδήποτε έννοια της υποτιθέμενης αξιοπρεπούς ανθρώπινης διαβίωσης. Το θέαμα τους συγκλόνισε, περισσότερο ίσως και από εκείνο μιας βίαιης, αιματηρής συμπλοκής. Στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν διάχυτη μια δυσάρεστη μυρωδιά. Η ευαίσθητη Ρέα, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και έβαλε τα κλάματα. Τραβήχτηκε στην άκρη κι έκλαιγε με λυγμούς, με αποτέλεσμα να ξυπνήσει τους τρεις αστέγους, οι οποίοι πετάχτηκαν επάνω τρομαγμένοι.
    ''Ποιοι είσαστε; Τι θέλετε;'' φώναξε ο ένας απ' αυτούς, οπισθοχωρώντας φοβισμένα.
    ''Μη φοβάστε'', προσπάθησε να τους καθησυχάσει η Αμφιθέα. ''Δεν πρόκειται να σας πειράξουμε. Να σας βοηθήσουμε, θέλουμε''....


....Ακούμπησε το δάχτυλό του στο σημείο που αναφερόταν το όνομά του και διάβασε φωναχτά: ''Βαν Ντε Μίντλερ, Ολλανδός ιστορικός και συγγραφέας. Έγραψε πολλά πονήματα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ήταν όμως φανατικός πολέμιος του δογματισμού. Σκοτώθηκε σε ηλικία πενήντα έξι ετών, σε κάποια τυχαία συμπλοκή με αλλόδοξους''.
    Τον παραξένεψε η λακωνική αναφορά μιας τόσο έγκριτης έκδοσης και μάλιστα για έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο. Κι εκείνο το επίθετο  ''τυχαία'', τι σου έλεγε πάλι; Για ποιο λόγο είχε δοθεί έμφαση στον τυχαίο τρόπο θανάτου του; Για το Λεό, ήταν όλα σαφή. Το ότι υπήρχε λογοκρισία, το γνώριζε από πρώτο χέρι, το ότι το καθεστώς όμως έβρισκε τον τρόπο να κλείνει τα στόματα των αντιφρονούντων, το μάθαινε μόλις τώρα. Με το πρόσχημα μιας ''τυχαίας'' συμπλοκής, έβγαζε ''νόμιμα'' και αθόρυβα από τη μέση, όποιον του στεκόταν εμπόδιο.
    Θυμήθηκε την προειδοποίηση του μέλλοντα πεθερού του, τότε που είχαν συζητήσει για πρώτη φορά εκείνο το θέμα: ''Θέλω να πιστεύω'', του είχε τονίσει ο απόστρατος, ''ότι γνωρίζω αρκετά καλά το σκεπτικό και τη νοοτροπία των ιθυνόντων, γι' αυτό αισθάνομαι την υποχρέωση να σε προειδοποιήσω πως, αν αντιληφθούν ότι η παρουσία σου αποτελεί κίνδυνο για την εξουσία τους, θα σε εξαφανίσουν''.
    Αυτό λοιπόν είχαν κάνει με τον Βαν Ντε Μίντλερ και ποιος ήξερε με πόσους άλλους ακόμα; Τελικά, η κατάσταση ήταν πολύ πιο επικίνδυνη και απείρως χειρότερη απ' όσο την είχαν εκτιμήσει. Ο εχθρός ήταν αδίστακτος, ύπουλος και πανούργος και προφανώς τον είχαν υποτιμήσει....

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Ο Ντόντο και ο θαυμαστός κόσμος των παραθύρων

Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στέλιου Αρώνη

....Καθώς το σκάφος απογειωνόταν, έφερε στο νου της τη χθεσινοβραδινή, τηλεοπτική πανδαισία. Έκανε ζάπινγκ μέχρι τις δύο η ώρα το πρωί, κι αυτή ήταν και η αιτία που δεν κατάφερε να χορτάσει τον ύπνο της. Παρακολούθησε εκ περιτροπής και με θρησκευτική ευλάβεια το πρόγραμμα και των επτά τοπικών καναλιών και είχε κατασταλάξει στο ποια εκπομπή θα πρότεινε στον εκπρόσωπο της ΑΜΠΑΚΑΣ Α.Ε. για να προβάλουν περισσότερο τη διαφήμιση της εταιρίας του. ''Οι γευσιγνώστες της στρογγυλής τράπεζας'', του καναλιού ΣΟΥΠΕΡΣΤΑΡ, ήταν η καταλληλότερη εκπομπή για να διαφημίσουν τα προϊόντα της αλυσίδας ετοίμων φαγητών του υποψήφιου πελάτη της.
    Το πρόγραμμα εκείνο, εκτός της συγγένειάς του με το διαφημιζόμενο προϊόν, είχε και πολύ μεγάλη θεαματικότητα. Οι μετρήσεις το έφερναν στην πρώτη θέση με με ποσοστό πενήντα δύο τοις εκατό. Σύμφωνα με τη γνώμη των τηλεκριτικών, η καταπληκτική επιτυχία της εκπομπής εκείνης, οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη συμμετοχή σε αυτήν της Λάνας Νταρντάνας και η Τζωρτζέτα δεν είχε κανένα λόγο να διαφωνεί με αυτήν την άποψη. Για μια ακόμα φορά το προηγούμενο βράδυ, η εκπρόσωπος των καλλιεργητών μαϊντανού είχε κλέψει την παράσταση. Μπορεί κατά την τρίωρη διάρκεια της εκπομπής να είχε ξεστομίσει δώδεκα λέξεις όλες κι όλες, (εντάξει, θα δούμε, ίσως, καλά τα λέτε, τρώτε μαϊντανό γιατί κάνει καλό), τα βλέμματα όλων όμως ήταν στραμένα επάνω της.
    Μα τι πλούσιο μπούστο, τέλος πάντων, διαθέτει αυτή η κοπέλα, συλλογίστηκε η Τζωρτζέτα. Και με τι ωραίο τρόπο το παρουσιάζει στο γυαλί. Διακαιολογημένα όλοι οι τηλεθεατές, και ιδιαίτερα οι αρσενικοί, στήνονται με τις ώρες μπροστά στους δέκτες τους για να το απολαύσουν. Χθες το βράδυ έδωσε ρέστα. Φορώντας εκείνο το εκθαμβωτικό, κόκκινο φόρεμα με το αποκαλυπτικό ντεκολτέ, υποχρέωσε τον κόσμο να παραμιλάει...


....Δυο ώρες αργότερα η Τζωρτζέτα επέστρεψε στο σπίτι της. Εκείνη ήταν η μεγάλη μέρα του ερχομού του αγαπημένου της στο διαμέρισμά της για μόνιμη εγκατάσταση, και την είχε πιάσει μεγάλη ανυπομονησία. Ανέβηκε στο πλατύσκαλο της εισόδου και ετοιμάστηκε να μπει στον ανελκυστήρα, όταν άκουσε την πόρτα του διαμερίσματος της διαχειρίστριας να ανοίγει με φούρια.
    "Εντάξει'', άκουσε την ηλικιωμένη γυναίκα να λέει, απευθυνόμενη σ' εκείνην. ''Ήρθαν και τον πήραν. Πιστεύω ότι θα κάνουν καλή δουλειά. Ελπίζω βέβαια να τον επιστρέψουν σύντομα"".
    Η Τζωρτζέτα την κοίταξε απορημένη, προσπαθώντας να καταλάβει σε ποιον αναφερόταν. Ποιος ήταν αυτός που είχαν πάρει και τι σχέση είχε εκείνη με μια υπόθεση που δεν γνώριζε. ''Για ποιο πράγμα μιλάτε;'' τη ρώτησε, καθώς ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ.
    ''Μα για το Ντόντο, σου μιλάω, κορίτσι μου. Εσύ δεν τους ειδοποίησες να τον πάρουν για επισκευή;''
    Η Τζωρτζέτα κόντεψε να λιποθυμίσει. Τι ήταν αυτό πάλι που της έλεγε η κυρία Μαριέτα; Κούνησε το κεφάλι της σε μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. Νόμιζε πως θα τρελαινόταν. Της φαινόταν απίστευτο ότι είχαν ξαναμπεί μέσα στο σπίτι της και είχαν απαγάγει για δεύτερη φορά τον οικιακό βοηθό της.
    ''Μιλάτε σοβαρά, κυρία Μαριέτα;'' κατάφερε να ψελλίσει. ''Ποιοι ήταν αυτοί που πήραν το Ντόντο;''
    Η Μαριέτα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι δυο τύποι της έιχαν πει ότι είχαν ειδοποιηθεί από την ιδιοκτήτρια του ρομπότ, αλλά η κοπέλα μπροστά της έδειχνε να έχει άγνοια. Η αλήθεια ήταν ότι δεν της άρεσε η ενέργειά τους να πάρουν ένα ρομπότ από ένα σπίτι, ενώ η ένοικός του απουσίαζε, η δικαιολογία τους όμως την είχε ξεγελάσει. Την είχαν πιάσει κορόϊδο, κι εκείνη είχε χάψει το παραμύθι τους.
    ''Δυο τεχνικοί και ένα ρομπότ της ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ'', της απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους της. ''Έτσι τουλάχιστον μου είπαν όταν τους ρώτησα''...

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ο Χρυσελεφάντινος Δίας

Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στέλιου Αρώνη

...ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

   Η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, υπήρχε διάχυτη μέσα στο στενόχωρο θάλαμο και είχε κυριεύσει εξ' ολοκλήρου τον πανικοβλημένο επιστήμονα. Ήθελε να αντιδράσει, να ενεργήσει με όποιο τρόπο μπορούσε, χαμένος όμως μέσα στην αδυσώπητη δίνη του χωροχρόνου, αδυνατούσε να επέμβει. Γνώριζε ότι η απώλεια ελέγχου της χρονομηχανής του ήταν ένα δυσάρεστο γεγονός που δεν μπορούσε να αποτραπεί. Έτσι, το μόνο που ευχόταν, ήταν τουλάχιστον να μην είχε τραγική κατάληξη. Η ανεξέλεκτη εκείνη κατάσταση του προκάλεσε ένα δυνατό σφίξιμο στο στήθος και φοβήθηκε μήπως πάθει αποπληξία. Η μηχανή κλυδωνίστηκε λίγο ακόμα, επιτείνοντας το βασανιστικό συναίσθημα που του είχε πλημμυρίσει την ψυχή, σύντομα όμως ακινητοποιήθηκε.
    Όταν τελικά, το επικίνδυνο εκείνο ταξίδι τελείωσε ανώδυνα, μια παγερή ησυχία, συνοδευόμενη από βαθύ σκοτάδι, τύλιξε την παράξενη μηχανή και τους επιβάτες της. Ο Τιμολέων, βέβαιος πια ότι είχαν πάψει να κινδυνεύουν και πως πατούσαν σε στέρεο έδαφος, έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης, κι ένιωσε την καρδιά του να επανέρχεται στη θέση της. Δίπλα του ο Νεοκλής, αν και αρχικά είχε επηρεαστεί περισσότερο από τον φίλο του, έδειξε σημεία ψύχραιμης επαναφοράς του στην πραγματικότητα.
    Πρώτη ενέργεια του Τιμολέοντα ήταν η αγωνιώδης του προσπάθεια να διαπιστώσει σε ποια εποχή βρίσκονταν. Πίεσε μερικά κουμπιά, γύρισε κάποιους διακόπτες, το αποτέλεσμα όμως παρέμενε απογοητευτικό. Με νεκρωμένο κινητήρα, άδειους συσσωρευτές και μηδενικές ενδείξεις στον πίνακα οργάνων, η δυνατότητα μιας τέτοιου είδους αναζήτησης ήταν ανέφικτη.
    Είχε κάνει λάθος και το παραδέχτηκε. Αργά το απόγευμα της ημέρας των γεγονότων με τον κάπρο και το θάνατο του Διαγόρα, κυριευμένος από μεγάλη ανυπομονησία για επιστροφή στην εποχή τους, είχε πάρει την απόφαση να αναχωρήσουν, η κίνησή του όμως αποδείχτηκε λανθασμένη. Θεωρώντας ότι οι ηλιακές μπαταρίες του σκάφους είχαν φορτιστεί επαρκώς, έβαλε μπροοστά τον κινητήρα, συγχρόνισε τις χωροχρονικές συντεταγμένες και έδωσε την τελική εντολή εκτέλεσης. Δυστυχώς όμως, η μηχανή του τους πρόδωσε. Ξέμεινε από ενέργεια, πριν προλάβουν να επιστρέψουν στον αιώνα τους. Και τώρα είχαν βρεθεί, ποιος μπορούσε να ξέρει, σε ποια εποχή;
    Κοίταξε έξω από το πανοραμικό κρύσταλλο και το μόνο που κατάφερε να διακρίνει ήταν ο έναστρος ουρανός μιας ασέληνης νύχτας. Αυτή τουλάχιστον ήταν μια θετική ένδειξη, που προμήνυε τον ερχομό μιας ηλιόλουστης ημέρας. Έλπισε ότι, αυτή τη φορά, οι μπαταρίες θα φορτίζονταν επαρκώς. Πάντως, έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, το πιο σημαντικό απ' όλα ήταν το ότι δεν τους είχε συμβεί κάτι περισσότερο δυσάρεστο. Τα υπόλοιπα, ήταν βέβαιος ότι θα διορθώνονταν.
    Η φωνή του Νεοκλή, που είχε πια κι εκείνος συνέλθει, τον έβγαλε από τις σκέψεις του: ''Τι συνέβη, Τιμολέων; Πού βρισκόμαστε;''
    ''Φαντάζομαι πάλι στην Ολυμπία, αφού αυτός ήταν ο τοπικός προορισμός μας'', του εξήγησε εκείνος. ''Τη χρονολογία όμως δεν τη γνωρίζω. Δεν μπορώ να την προδιορίσω. Δυστυχώς, η μηχανή νέκρωσε λόγω έλλειψης ενέργειας και μας <<ξέβρασε>> σε άλλη εποχή''.
    Ο Νεοκλής ξίνισε το πρόσωπό του και σχολίασε σε ήπιο τόνο: ''Ωραία τα καταφέραμε''. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και αναρωτήθηκε: ''Αργεί άραγε να ξημερώσει;''
     Δεν πήρε απάντηση και, ακουμπώντας το κεφάλι του στο τζάμι της πόρτας, προσπάθησε να κοιμηθεί. Ο Τιμολέων έσπευσε να τον μιμηθεί και σε λίγα λεπτά τους είχε πάρει ο ύπνος και τους δύο. Όταν ξύπνησαν, ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά. Βγήκαν έξω από τη χρονομηχανή και η πρώτη τους διαπίστωση ήταν ότι βρίσκονταν στο ίδιο ακριβώς σημείο. Δεν είχαν μετακινηθεί ούτε ένα χιλιοστό.
    Η πρώτη ματιά τους γνωστοποίησε ότι είχαν βρεθεί σε εποχή προχωρημένου φθινόπωρου. Τα φύλλα των δέντρων είχαν κιτρινίσει και έπεφταν αργά, αφήνοντας τα κλαδιά γυμνά. Το τοπίο είχε αρχίσει να γίνεται μελαγχολικό, το ευτύχημα όμως ήταν ότι υπήρχε πλήρης άπνοια. Έτσι, η παραμονή τους στον ανοιχτό χώρο, χάρη βέβαια και στην ηλιοφάνεια, ήταν ευχάριστη και δεν τους ενόχλησε, παρόλο το ελαφρύ ντύσιμό τους.
    Κατηφόρισαν αμίλητοι προς την ιερή Άλτη, αδημονώντας να μάθουν σε ποια εποχή της ιστορίας είχαν βρεθεί. Πλησιάζοντας κοντά, περίεργοι θόρυβοι άρχισαν να ερεθίζουν τα αυτιά τους. Λίγο πριν αντικρίσουν τα μνημεία της Ολυμπίας, οι ήχοι έγιναν δυνατότεροι και περισσότερο ευκρινείς. Ήταν ήχοι μεταλλικών εργαλείων που έρχονταν σε επαφή με πέτρες, μάρμαρα και άλλα οικοδομικά υλικά. Κάποιοι επιδίδονταν σε εργασίες ανοικοδόμησης, ή κατεδάφισης. Αδυνατώντας να δώσουν κάποια εξήγηση, επιτάχυναν το βήμα τους και βγήκαν από το δάσος.
    Το θέαμα που αντίκρισαν, μόλις βγήκαν στον ανοιχτό χώρο, τους έκοψε τη μιλιά. Κανένας από τους δυο τους, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα έβλεπε ζωντανά την καταστροφή της Ολυμπίας, ούτε ότι θα αντίκριζε το άγαλμα του χρυσελεφάντινου Δία οριζοντιωμένο. Ναι, δυστυχώς, το αριστούργημα του Φειδία, είχε ξηλωθεί από το βάθρο του και βρισκόταν τοποθετημένο επάνω σε μια τεράστια, ξύλινη πλατφόρμα με τροχούς. Μια τέτοιου είδους περιήγηση, δεν θα συμπεριλαμβανόταν ποτέ στο πρόγραμμα ταξιδιών τους στο χρόνο.
    Δεν χρειαζόταν άλλη ένδειξη για να καταλάβουν ότι είχαν βρεθεί σε μια από τις πιο μαύρες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α', είχε ήδη επιδοθεί στο προσφιλές του άθλημα της καταστροφής της Ολυμπίας. Μετά την κατάργηση των ολυμπιακών αγώνων, με τη δικαιολογία πως επρόκειτο για ειδωλολατρικό έθιμο, γκρέμιζε τώρα και τα αριστουργήματα των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. Και ο ''Θεοσεβής'' εκείνος άρχοντας, επιτελούσε και άλλο ''Θεάρεστο'' έργο. Η εξόντωση όποιου διαφωνούσε με τις δικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, βρισκόταν σε ημερήσια διάταξη, με αποκορύφωμα το μαζικό σφαγιασμό επτά χιλιάδων ανθρώπων, μέσα στο στάδιο της Θεσσαλονίκης.
    Ο Νεοκλής έγινε θηρίο. Ο Τιμολέων δεν τον είχε δει ποτέ τόσο νευριασμένο. Φοβήθηκε μάλιστα μήπως έχανε την ψυχραιμία του κι επιχειρούσε να επέμβει, γι' αυτό έκανε μια προσπάθεια να τον ηρεμήσει: ''Γνωρίζεις πολύ καλά'', του είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι και τραβώντας τον πίσω από τα δέντρα, ''ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε την ιστορία. Συγκρατήσου, λοιπόν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φανατισμένοι και αδίστακτοι''.
    Ταν λόγια του έπιασαν τόπο. Ο Νεοκλής, συνειδητοποιώντας το μάταιο της οποιασδήποτε ανάμιξής τους, ξεφύσηξε δυνατά και αρκέστηκε στη σιωπηλή παρακολούθηση των όσων συνέβαιναν μπροστά τους...